Αρχιεπισκοπή Αχριδών

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αρχιεπισκοπή Αχριδών
Χάρτης του 1917 που απεικονίζει την Αρχιεπισκοπή Αχριδών περί το 1020
ΙδρυτήςΑπόστολος Ανδρέας
Ανεξαρτησία1018-1767
ΈδραΟχρίδα
Επικράτειαγεωγραφική και ιστορική περιοχή της Μακεδονίας
ΓλώσσαΠαλαιά εκκλησιαστική σλαβονική
Ελληνική

Η Αρχιεπισκοπή Αχριδών, γνωστή και ως Βουλγαρική Αρχιεπισκοπή Οχρίδας (βουλγαρικά: Българска Охридска архиепископия‎‎, σλαβομακεδονικά: Охридска архиепископија‎‎), η οποία αρχικά ονομαζόταν Αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστινιανής, Αχριδών και πάσης Βουλγαρίας, ήταν μια αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία που ιδρύθηκε μετά τη βυζαντινή κατάκτηση της Βουλγαρίας το 1018 διά της υποβάθμισης του αυτοκέφαλου Βουλγαρικού Πατριαρχείου λόγω της υποταγής του στους Βυζαντινούς. Το 1767, η Αρχιεπισκοπή καταργήθηκε και οι επισκοπές της τέθηκαν υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Ονομασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αρχικός τίτλος της αρχιεπισκοπής ήταν απλώς «Βουλγαρίας», αλλά υπό τον περίφημο αρχιεπίσκοπο Θεοφύλακτο (1078–1107) επεκτάθηκε σε «πάσης Βουλγαρίας[1]». Ο Ιωάννης Δ΄ (1139/42–1163/64), εξάδερφος του αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνού, ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον τίτλο του «Αρχιεπισκόπου Πρώτης Ιουστινιανής και πάσης Βουλγαρίας» το 1157, αντανακλώντας μια τάση της εποχής για διεκδίκηση της διαδοχής και των προνομίων της βραχύβιας Αρχιεπισκοπής Πρώτης Ιουστινιανής (535 – περί το 610), που ιδρύθηκε από τον Ιουστινιανό.

Σφραγίδα της Αρχιεπισκοπής (1516)

Ο τίτλος αυτός προφανώς περιέπεσε σε αχρησία από τους άμεσους διαδόχους του Ιωάννη, πιθανώς λόγω πιέσεων από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, αλλά στις αρχές του 13ου αιώνα αναβίωσε από τον φιλόδοξο Δημήτριο Χωματηνό (1216–1236), προκειμένου να υποστηριχθούν οι ισχυρισμοί του για οιονεί πατριαρχικό καθεστώς κατά τη διάρκεια της σύγκρουσής του με τους εξόριστους στη Νίκαια Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως. Ο χαρακτηρισμός έγινε τελικά αποδεκτός από την Κωνσταντινούπολη και τη βυζαντινή αυτοκρατορική αυλή μετά το 1261, και αποτέλεσε έκτοτε τμήμα του τίτλου των αρχιεπισκόπων.

Στην πλήρη της μορφή, έγινε γνωστή ως Αρχιεπισκοπή Πρώτης Ιουστινιανής, Αχριδών και πάσης Βουλγαρίας[2]. «Αρχιεπισκοπή Αχριδών» είναι ο πιο συνηθισμένος όρος, επειδή κατά τη διάρκεια της ύπαρξής της, από το 1020 έως το 1767, έδρα της ήταν η πόλη της Οχρίδας[2].

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αγία Σοφία της Οχρίδας, καθεδρικός ναός της Αρχιεπισκοπής

Λίγο μετά το 934, ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ρωμανός Α΄ Λεκαπηνός αναγνώρισε τον αρχιεπίσκοπο της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, Δαμιανό, στο βαθμό του Πατριάρχη, σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης ειρήνης που τερμάτισε τον βυζαντινοβουλγαρικό πόλεμο του 913-927[3]. Το 971, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Α' Τσιμισκής απέλυσε τον Δαμιανό μετά την προσάρτηση της πρωτεύουσας της Μεγάλης Πρεσλάβας και τμημάτων της βορειοανατολικής Βουλγαρίας, αλλά το βουλγαρικό πατριαρχείο πιθανώς αποκαταστάθηκε υπό τον Τσάρο Σαμουήλ της Βουλγαρίας[2]. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, η έδρα των Βούλγαρων πατριαρχών παρέμεινε στενά συνδεδεμένη με τις εξελίξεις στον πόλεμο μεταξύ του Σαμουήλ και του βυζαντινού αυτοκράτορα Βασίλειου Β'. Έτσι, ο επόμενος Πατριάρχης Γερμανός διέμενε διαδοχικά στα Μογλενά (Αλμωπία), στα Βοδενά (Έδεσσα) και στην Πρέσπα. Γύρω στο 990, ο τελευταίος πατριάρχης, Φίλιππος, μετακόμισε στην Οχρίδα.

Μετά την οριστική κατάκτηση του βουλγαρικού κράτους το 1018, ο Βασίλειος Β', για να σφραγίσει τη βυζαντινή νίκη, ίδρυσε την Αρχιεπισκοπή Αχρίδος υποβιβάζοντας το βουλγαρικό πατριαρχείο στον βαθμό της αρχιεπισκοπής. Η αρχιεπισκοπή πλέον παρέμεινε αυτοκέφαλη, αυτόνομη από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Ωστόσο, ενώ η αρχιεπισκοπή ήταν εντελώς ανεξάρτητη από κάθε άλλη πτυχή, ο προκαθήμενός της επιλεγόταν από τον αυτοκράτορα από έναν κατάλογο τριών υποψηφίων (τριπρόσωπο) που υποβαλλόταν από την τοπική Σύνοδο. Με τρία σιγίλλια που εξέδωσε το 1020, ο Βασίλειος Β' έδωσε εκτεταμένα προνόμια στην Αρχιεπισκοπή[2].

Ο Βασίλειος Β' ο Βουλγαροκτόνος, ιδρυτής της Αρχιεπισκοπής (1018)

Παρότι ο πρώτος διορισμένος αρχιεπίσκοπος (Δίβρης Ιωάννης) ήταν Βούλγαρος, οι διάδοχοί του, καθώς και ολόκληρος ο ανώτερος κλήρος, ήταν πάντα Βυζαντινοί, με πιο διάσημο από αυτούς τον Άγιο Θεοφύλακτο Αχρίδος (1078–1107)[4]. Οι αρχιερείς επιλέγονταν μεταξύ των μοναχών στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αδριανός Κομνηνός, με το μοναστικό του όνομα Ιωάννης (Δ΄) (1143–1160), ήταν εξάδελφος του αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνού και ήταν ο πρώτος Αρχιεπίσκοπος που έφερε τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου Πρώτης Ιουστινιανής. Ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Ιωάννης Ε' Καματηρός (1183–1216) ήταν πρώην αυτοκρατορικός υπάλληλος.

Τον 13ο και το πρώτο μισό του 14ου αιώνα, το έδαφος της Αρχιεπισκοπής διεκδικούνταν από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τη Λατινική Αυτοκρατορία, το Δεσποτάτο της Ηπείρου, τη Β' Βουλγαρική Αυτοκρατορία και αργότερα τη Σερβία. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204 και με την ίδρυση νέων κρατών στην επικράτεια της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, ιδρύθηκαν αυτόνομες εκκλησίες στα κράτη που δεν αποδέχονταν τη δικαιοδοσία ούτε της Κωνσταντινούπολης ούτε της Αχρίδας. Μετά το 1204, η Αυτοκρατορία της Νίκαιας διεκδίκησε τη βυζαντινή αυτοκρατορική κληρονομιά και παρείχε καταφύγιο στους εξόριστους Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως. Στην αναγεννημένη Δεύτερη Βουλγαρική Αυτοκρατορία, ιδρύθηκε νέα Αρχιεπισκοπή με έδρα το Τάρνοβο. Ο Τσάρος Καλογιάν (1197–1207) δεν κατάφερε να θέσει την Αρχιεπισκοπή της Αχρίδας υπό τη δικαιοδοσία της Αρχιεπισκοπής Ταρνόβου, αλλά κατάφερε να εκδιώξει τους Έλληνες επισκόπους και να εγκαταστήσει Βούλγαρους. Οι επόμενοι Βούλγαροι ηγεμόνες προσπαθούσαν συνεχώς να επανενώσουν την Αρχιεπισκοπή Αχρίδος με αυτήν του Ταρνόβου. Οι Λατινικές κτήσεις, η αποκατάσταση της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας και ο σχηματισμός ανεξάρτητου σερβικού κράτους μείωσαν πάρα πολύ την έκταση δικαιοδοσίας της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, αλλά δεν εξαφανίστηκε. Επί Αρχιεπισκόπου Δημητρίου Χωματηνού, η αυτοκεφαλία της Αρχιεπισκοπής επικυρώθηκε με το χρίσμα του δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρου Κομνηνού Δούκα ως Αυτοκράτορα και σε αλληλογραφία με τον Πατριάρχη.

Μακεδονίτικος σταυρός από το Μοναστήρι της Ελεούσας στη Στρώμνιτσα - ένα από τα σύμβολα της ιστορικής Εκκλησίας Αχριδών

Η επέκταση του σερβικού κράτους προς τα νότια στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα προκάλεσε επίσης αλλαγές στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία ορισμένων εδρών. Μετά τις επιτυχείς σερβικές εκστρατείες κατά της Βυζαντινής αυτοκρατορίας το 1282–1283, προσαρτήθηκαν οι πόλεις των Σκοπίων και της Δίβρης και οι τοπικές επαρχίες μεταφέρθηκαν στη δικαιοδοσία της Σερβικής Αρχιεπισκοπής Πεκίου[5].

Η σερβική επέκταση έφτασε στο απόγειό της την εποχή του τσάρου Στέφανου Δουσάν (1331–1355), ο οποίος κατέκτησε την Οχρίδα γύρω στο 1334[6]. Και υπό τη σερβική κυριαρχία, η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος διατήρησε την αυτονομία της. Στις 16 Απριλίου 1346 (Πάσχα), στη σερβική πόλη των Σκοπίων, πραγματοποιήθηκε κοινή συνέλευση κράτους και εκκλησίας (Sabor), στην οποία συμμετείχαν ο Σέρβος Αρχιεπίσκοπος Ιωαννίκιος Β΄, ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Νικόλαος Α', ο Πατριάρχης Βουλγαρίας Συμεών και άλλοι ιεράρχες και αξιωματούχοι, μεταξύ των οποίων και ηγούμενοι μονών του Αγίου Όρους. Η συνέλευση διακήρυξε την ανύψωση της αυτοκέφαλης Σερβικής Αρχιεπισκοπής στο βαθμό του Πατριαρχείου. Η Αρχιεπισκοπή της Αχρίδας δεν προσαρτήθηκε στο Σερβικό Πατριαρχείο Πεκίου και διατήρησε την αυτονομία της, αναγνωρίζοντας μόνο τιμητικά πρωτεία του Σέρβου Πατριάρχη[5] [6].

Μετά τις μάχες του Έβρου (1371) και του Κοσσυφοπεδίου (1389), μεγάλο μέρος της επικράτειας της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος επηρεάστηκε από την επέκταση των Οθωμανών Τούρκων, οι οποίοι κατέκτησαν τα Σκόπια το 1392 και προσάρτησαν όλες τις νότιες περιοχές μετά τον θάνατο του Πρίγκιπα Μάρκο το 1395. Η Αρχιεπισκοπή κατάφερε να επιβιώσει από τη μετάβαση και νομιμοποιήθηκε από τις νέες οθωμανικές αρχές. Λίγο μετά την κατάλυση του Βουλγαρικού Πατριαρχείου το 1394, ορισμένες από τις επισκοπές του περιήλθαν στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδος. Έτσι, στις αρχές του 15ου αιώνα, προσαρτήθηκαν οι επισκοπές Σόφιας και Βιδύνης στην Αρχιεπισκοπή. Το 1408 η Οχρίδα περιήλθε στην οθωμανική κυριαρχία, αλλά οι Οθωμανοί δεν πείραξαν την Αρχιεπισκοπή, κυρίως λόγω της ανοχής τους προς τις μονοθεϊστικές θρησκείες, και άφησαν τον λαό να αυτοκυβερνηθεί σχετικά με τη θρησκεία.

Θεοφύλακτος, Αρχιεπίσκοπος Αχριδών στα τέλη του 11ου-αρχές του 12ου αιώνα

Όταν πέθανε ο τελευταίος Σέρβος Πατριάρχης του Μεσαίωνα το 1463, δεν υπήρχαν επιλογές για την εκλογή νέου, και έτσι η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος διεκδίκησε πολλές από τις επισκοπές του Σερβικού Πατριαρχείου με βάση τα παλαιά εδαφικά του δικαιώματα του 1019, πριν από τη σερβική αυτοκεφαλία. Μέχρι τη δεκαετία του 1520, η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος είχε καταφέρει να θέσει υπό τη δικαιοδοσία της ουσιαστικά ολόκληρη τη Σερβική Εκκλησία, ωστόσο με την παρέμβαση του Σοκολού Μεχμέτ Πασά το 1557, η τελευταία ανασυστήθηκε και αναδιοργανώθηκε. Κατά τον 15ο αιώνα, επισκοπές από την άλλη πλευρά του Δούναβη, από τα δουκάτα της Βλαχίας και της Μολδαβίας, περιήλθαν στη δικαιοδοσία της Αρχιεπισκοπής. Ωστόσο, αυτό δεν κράτησε περισσότερο από εκατό χρόνια. Προς τις αρχές του 16ου αιώνα, η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος επέκτεινε τη δικαιοδοσία της ακόμη και σε εδάφη στη Νότια Ιταλία, καθώς και στη Δαλματία. Το ποίμνιο αυτής της επισκοπής αποτελούνταν από Έλληνες και Αλβανούς. Προς τα μέσα του 16ου αιώνα, η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος έχασε τη Μητρόπολη Βεροίας, ωστόσο, στις αρχές του 17ου αιώνα απέκτησε τη Μητρόπολη Δυρραχίου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Έκτοτε και μέχρι την κατάργησή της το 1767, η Αρχιεπισκοπή ούτε έχασε ούτε απέκτησε επισκοπές.

Κατάργηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αυτοκεφαλία της Αρχιεπισκοπής Αχριδών παρέμεινε σεβαστή κατά τις περιόδους της βυζαντινής, βουλγαρικής, σερβικής και οθωμανικής κυριαρχίας. Η Αρχιεπισκοπή συνέχισε να υφίσταται μέχρι το 1767, οπότε καταργήθηκε με σουλτανικό διάταγμα, μετά από προτροπή των Ελλήνων Ορθοδόξων ηγετών της Κωνσταντινούπολης, και τέθηκε υπό τη δικαιοδοσία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως[7]. Ο διαχωρισμός σε Φαναριώτες και αυτόχθονες που προηγήθηκε μεταξύ των επισκόπων της Αρχιεπισκοπής, καθώς και η δύσκολη οικονομική θέση της για μεγάλο χρονικό διάστημα, συνέβαλαν στην κατάργησή της. Μόλις ένα χρόνο πριν, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως κατήργησε το Σερβικό Πατριαρχείο Πεκίου με τον ίδιο τρόπο και οι επισκοπές του εντάχθηκαν στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Αρχιεπισκοπικός κατάλογος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όνομα Έτη Σημειώσεις
Ιωάννης Α' Δίβρης 1018 – 1037
Λέων Α' 1037 – 1056 περίφημος θεολόγος, ενεπλάκη στο Σχίσμα του 1054
Θεόδουλος Α' 1056 – 1065
Ιωάννης Β' Λαμπινός 1065 – 1078
Ιωάννης Γ' Άοινος 1078 – μετά το 1084
Θεοφύλακτος μετά το 1084 – 1107 διάσημος θεολόγος και ερμηνευτής της Καινής Διαθήκης
Λέων ο Μουγγός 1108 – 1120
Μιχαήλ ή Μάξιμος 1120 – πριν το 1143
Ιωάννης Δ' Κομνηνός πριν το 1143 – μετά το 1157 ανιψιός του αυτοκράτορα Αλεξίου Α' Κομνηνού
Κωνσταντίνος Α' πριν το 1160 – μετά το 1170
Αδριανός Κομνηνός πριν το 1183 – μετά το 1183
Ιωάννης Ε' Καματηρός μετά το 1183 – 1215
Δημήτριος Χωματηνός 1216 – μετά το 1234 συγγραφέας και δικαστής
Ιωαννίκιος μετά το 1234 – ;
Ιάκωβος ; – 1248
Σέργιος ; – 1250
Κωνσταντίνος Β΄ Καβάσιλας 1250 – 1263
Ιακώβ Προάρχιος 1263 – περί το 1280
Γεννάδιος ~ 1285 – πριν το 1289
Μακάριος Α' ~ 1290 – μετά το 1299
Γρηγόριος Α' πριν το 1317 – πριν το 1334
Άνθιμος Μετοχίτης ~ 1334
Νικόλαος Α΄ πριν το 1345 – περί το 1347
Γρηγόριος Β' πριν το 1364 – μετά το 1378
Αρσένιος ~ 1400/1401
Ματθαίος ; – πριν το 1410
Νικόλαος Β' ~ 1451[8]
Ζαχαρίας πριν το 1466[9] – ;
Δωρόθεος ; – 1466
Μάρκος Ξυλοκαράβης 1466 – ; προεδρικώς, πρώην Οικουμενικός Πατριάρχης
Ιωνάς Καβάσιλας αρχές 16ου αιώνα
Πρόχορος πριν το 1527 – 1550
Συμεών 1550 – 1551
Νικάνωρ 1551 – 1557
Παΐσιος 1557 – 1566
Σωφρόνιος 1566 – μετά το 1572
Γαβριήλ πριν το 1578[10] – περί το 1587 προσχώρησε στην Καθολική Εκκλησία τον Φεβρουάριο του 1588 και παρέμεινε στην Ρώμη[11]
Θεόδουλος Β' ~ 1587 ~ 1590
Ιωακείμ ~ 1590 ~ 1593
Γαβριήλ περί το 1593 – 1595
Αθανάσιος Α' 1595 – πριν το 1598 α΄ θητεία
Βαρλαάμ πριν το 1598 – 1598
Νεκτάριος Α' 1598 – πριν το 1601
Νεόφυτος πριν το 1601
Αθανάσιος Α' – 1606 β΄ θητεία
Ζωσιμάς πριν το 1607
Παρθένιος Α' 1607 – πριν το 1614
Μητροφάνης ~ 1614
Αθανάσιος Α' ~ 1615 γ΄ θητεία
Γεώργιος (;) ~ 1617
Νεκτάριος Β' ~ 1616 – μετά το 1622
Πορφύριος Παλαιολόγος πριν το 1623 – μετά το 1625
Ιωάσαφ Α' ~ 1628
Αβράμιος πριν το 1629 – μετά το 1634
Μελέτιος ~ 1637
Δανιήλ ;
Χαρίτων πριν το 1643 – μετά το 1651
Διονύσιος Α' ~ 1652
Αθανάσιος Β' πριν το 1653 – μετά το 1658
Ιγνάτιος Α' (Νεοχώρης) ~ 1660 – Αύγουστος 1662 παραιτήθηκε[12], κατόπιν Χίου[13]
Αρσένιος Α' ~ 1662
Ζωσιμάς Α' πριν το 1663 – περί το 1670
Πανάρετος ~ 1671
Νεκτάριος Γ' ~ 1673
Ιγνάτιος Β' ~ 1675
Γρηγόριος Γ' ~ 1675 α΄ θητεία
Θεοφάνης ~ 1676 καθαιρέθηκε[14]
Μελέτιος Β' 24 Οκτωβρίου 1676 – 1677 από Σόφιας[14]
Παρθένιος Β' 1677 – μετά το 1682
Γρηγόριος Γ' πριν το 1683 – 1688 β΄ θητεία
Γερμανός 1688 – 1691 α΄ θητεία
Γρηγόριος Δ' 1691 – 1693
Ιγνάτιος Γ' 1693 – 1695
Ζωσιμάς Β' 1695 – 1699 α΄ θητεία
Ραφαήλ ~ 1699
Γερμανός ~ 1702 – 1703 β΄ θητεία
Ιγνάτιος Γ' ~ 1703
Διονύσιος Β' ~ 1706 – 1707 α΄ θητεία
Ζωσιμάς Β' 1707 – 1708 β΄ θητεία
Μεθόδιος Α' 1708
Ζωσιμάς Β' 1708 – 1709 γ΄ θητεία
Διονύσιος Β' 1709 – 1714 β΄ θητεία
Φιλόθεος 1714 – 1718
Ιωάσαφ Β' 1719 – 1745
Ιωσήφ 1746 – μετά το 1751
Διονύσιος Γ' ~ 1752 – μετά το 1756
Μεθόδιος Β΄ 1757 – μετά το 1758
Κύριλλος 1759 – 1762
Ιερεμίας ~ 1763
Ανανίας 1763
Αρσένιος Β' 1763 – 1767
Επιστολή τεσσάρων Μονών της Αρχιεπισκοπής προς τον Τσάρο της Ρωσίας στα ελληνικά (1654)

Γλώσσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ελληνική γλώσσα αντικατέστησε αρκετά νωρίς την παλαιοεκκλησιαστική σλαβονική ως επίσημη γλώσσα της Αρχιεπισκοπής. Όλα τα έγγραφα, ακόμη και οι αγιογραφίες των αγίων, για παράδειγμα η αγιογραφία του Αγίου Κλήμεντος της Αχρίδας, ήταν γραμμένα στα ελληνικά. Παρόλα αυτά, η σλαβική λειτουργία διατηρήθηκε στα κατώτερα επίπεδα της Εκκλησίας για αρκετούς αιώνες.

Διοίκηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αρχιεπισκοπή Αχριδών ήταν αυτοκέφαλη εκκλησία, με πλήρη εσωτερική εκκλησιαστική αυτοδιοίκηση. Μόνο μετά την οθωμανική κατάκτηση, ως μέρος του συστήματος του μιλλέτ, περιήλθε στην ανώτατη εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Την εποχή της ίδρυσής της, η αρχιεπισκοπή περιλάμβανε 32 επισκοπές[15]. Ωστόσο, κατά τις επόμενες δεκαετίες πολλές από τις επισκοπές που είχαν αφαιρεθεί από άλλες δικαιοδοσίες και είχαν παραχωρηθεί στην Αχρίδα από τον Βασίλειο Β' επέστρεψαν στις αρχικές τους μητροπόλεις. Παρά τη δημιουργία νέων επισκοπών από υπάρχουσες, στα μέσα του 12ου αιώνα ο αριθμός των επισκοπών —εκτός από την ίδια την Αρχιεπισκοπή— είχε μειωθεί σε 23 (σύγχρονες ονομασίες σε παρένθεση): Καστορίας, Σκοπίων, Κεστεντηλίου (Κιουστεντίλ), Σαρδικής (Σόφια), Μαλεσόμπε ή Μοροβισδίου (αταυτοποίητη), Μογλενών (Εδέσσης), Πελαγονίας (Μπίτολα), Πρισδιάνας, Τιβεριουπόλεως (Στρωμνίτσης), Νίσου, Κεφαληνίας ή Γλαβινίτζης, Βιδύνης, Σιρμίου, Λιπενίου, Ράσκας και Πριζρένης, Σελασφόρου (Δεαβόλεως), Σλανίτζης (Πέλλης), Ιλλυρικού ή Κανίνων, Γρεβενών, Σιλίστρας και Βρεανόγου («επισκοπή των Βλάχων»[2]).

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Prinzing 2012, σελ. 363.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 Prinzing 2012.
  3. Prinzing 2012, σελ. 358.
  4. Alexandru Madgearu· Martin Gordon (2008). The Wars of the Balkan Peninsula: Their Medieval Origins. Scarecrow Press. ISBN 978-0-8108-5846-6. 
  5. 5,0 5,1 Fine 1994.
  6. 6,0 6,1 Ćirković 2004.
  7. John Shea (1997). Macedonia and Greece: the struggle to define a new Balkan nation. McFarland. σελίδες 172–3. ISBN 978-0-7864-0228-1. Ανακτήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2011. 
  8. Суботић, Г. Пећки патријарх и охридски архиепископ Никодим. – Зборник радова Византолошког института, 21, 1982, 224 – 231.
  9. Суботић, Г. Пећки патријарх и охридски архиепископ Никодим. – Зборник радова Византолошког института, 21, 1982, 231 – 233.
  10. Στεφανίδης, Βασίλειος (1953). «Κριτικόν και βιβλιογραφικόν δελτίον». Θεολογία ΚΔ΄ (1): 144. https://www.ecclesia.gr/greek/press/theologia/material/1953_1_13_kritikon.pdf. Ανακτήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2022. 
  11. Ζερλέντης, Περικλής (1918). «Γαβριήλ ο Αχριδών». Γρηγόριος ο Παλαμάς ΙΘ: 155. https://digital.lib.auth.gr/record/139964/files/5074_1.pdf. Ανακτήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2022. 
  12. «Ιγνάτιος». Προσωπογραφικό και τοπωνυμικό αρχείο (15ος-19ος αι.). Ακαδημία Αθηνών. Ανακτήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 2023. 
  13. Αποστολόπουλος 1987, σελ. 141.
  14. 14,0 14,1 Αποστολόπουλος 1987, σελ. 155.
  15. Prinzing 2012, σελ. 364.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • The history of Achrida (Ohrid) according to the Catholic Encyclopedia (1913).
  • History of Bulgaria and the Bulgarian Orthodox Church according to the Catholic Encyclopedia.
  1. Αντικείμενο αριθμημένης λίστας