Κορίανδρον το ήμερον
Κορίανδρον το ήμερον (Coriandrum sativum), Κόλιαντρος | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Το φυτό Κόλιαντρος.
| ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Κορίανδρον το ήμερον (Coriandrum sativum) L. |
Το φυτό Κορίανδρον το ήμερον (Coriandrum sativum), επίσης γνωστό ως κορίανδρος, κορίαντρος, κόλιανδρος, κόλιαντρος, κολίανδρος, κοριός ή κουτβαράς, κινέζικος μαϊντανός ή ντάνια (dhania),[1] είναι ένα ετήσιο φυτό-βότανο της οικογένειας των Απιίδων (ή Σκιαδοφόρων, Apiaceae). Ο κορίανδρος είναι ιθαγενής σε περιοχές που εκτείνονται από τη Νότια Ευρώπη και τη Βόρεια Αφρική ως τη Νοτιοδυτική Ασία. Είναι ένα μαλακό φυτό που φτάνει σε ύψος έως τα 50 εκ. (20 ίντσες). Τα φύλλα του είναι μεταβλητά στο σχήμα, με φαρδιούς λοβούς στη βάση του φυτού και λεπτούς και φτερωτούς ψηλότερα στους ανθοφόρους βλαστούς. Τα άνθη είναι διατεταγμένα σε μικρά σκιάδια, λευκά ή πολύ απαλό ροζ, ασύμμετρα, με τα πέταλα να δείχνουν μακριά από το κέντρο των σκιαδίων μακρύτερα (5-6 χιλιοστά ή 0,20 έως 0,24 ίντσες) από εκείνα που δείχνουν προς αυτό (μόνο 1-3 χιλιοστά ή 0,039-0,118 ίντσες) μήκος. Ο καρπός είναι ένα σφαιρικό, ξηρό σχιζοκάρπιο με διάμετρο 3-5 χιλιοστά (0,12 έως 0,20 ίντσες). Αν και μερικές φορές τρώγονται μόνοι τους, οι σπόροι συχνά χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα ή ως ένα πρόσθετο συστατικό σε άλλα τρόφιμα.
Ετυμολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα αγγλικά κατά τα τέλη του 14ου αιώνα βεβαιώνεται η λέξη coriander, που προέρχεται από την παλαιά γαλλική coriandre, μεσαιωνική εξέλιξη του λατινικού coriandrum,[2] που με τη σειρά του προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό κορίαννον.[3][4] Η αρχαιότερη μορφή της λέξης πιστοποιείται στα μυκηναϊκά ελληνικά ko-ri-ja-da-na'[5] (γραμμένη σε συλλαβική γραφή γραμμική Β, που ανακατασκευάστηκε ως 'koriadnon', παρομοίως με την εξέλιξη του ονόματος της κόρης του Μίνωα Αριάδνης'), το οποίο αργότερα εξελίχθηκε σε 'koriannon' ή 'koriandron'.[6]
Το Cilantro είναι η ισπανική λέξη για το κορίανδρο, το οποίο επίσης απορρέει από coriandrum. Είναι ο κοινός όρος στα Αγγλικά της Βόρειας Αμερικής για τα φύλλα κορίανδρου, λόγω της εκτεταμένης χρήσης τους στην Μεξικάνικη κουζίνα.
Χρήσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όλα τα μέρη του φυτού είναι βρώσιμα, αλλά τα φρέσκα φύλλα και οι αποξηραμένοι σπόροι είναι τα μέρη τα οποία παραδοσιακά χρησιμοποιούνται στο μαγείρεμα. Ο κορίανδρος είναι κοινός στις κουζίνες της Νότιας Ασίας, της Νοτιοανατολικής Ασίας, την Ινδική, της Μέσης Ανατολής, του Καυκάσου,[7][8] της Κεντρικής Ασίας, της Μεσογείου, του Τέξας, του Μεξικού, της Λατινικής Αμερικής, της Βραζιλίας, της Πορτογαλίας, της Κίνας, της Αφρικής και της Σκανδιναβίας.[9][10]
Διατροφική αξία 100 g (3.5 oz) | |||
---|---|---|---|
Ενέργεια (Energy) |
95 kJ | ||
Θερμίδες (Calories) |
23 kcal | ||
Υδατάνθρακες (Carbohydrates) |
3,67 g | ||
Σάκχαρα (Sugars) |
0,87 g | ||
Φυτικές ίνες (Fiber crop) |
2,8 g | ||
Λιπαρά (Fat) |
0,52 g | ||
Πρωτεΐνες (Proteins) |
2,13 g | ||
Βιταμίνες (Vitamins) | |||
Βιταμίνη Α ισοδ. (Vitamin A) equiv. |
337 mg (42%) | ||
βήτα-καροτένιο (beta-carotene) |
3930 mg (36%) | ||
λουτεΐνη ζεαξανθίνη (lutein zeaxanthin) |
865 mg | ||
Θειαμίνη (Β1) (Thiamin B1) |
0,067 mg (6%) | ||
Ριβοφλαβίνη (Β2) (Riboflavin B2) |
0,162 mg (14%) | ||
Νιασίνη (Β3) (Niacin B3) |
1,114 mg (7%) | ||
Παντοθενικό οξύ (Β5) (Pantothenic acid B5) |
0,57 mg (11%) | ||
Βιταμίνη Β6 (Vitamin B6) |
0,149 mg (11%) | ||
Φυλλικό οξύ (Β9) (Folic Acid B9) |
62 mg (16%) | ||
Βιταμίνη C (Vitamin C) |
27 mg (33%) | ||
Βιταμίνη E (Vitamin E) |
2,5 mg (17%) | ||
Βιταμίνη K (Vitamin K) |
310 μg (295%) | ||
Ίχνη μετάλλων (Trace metals) | |||
Ασβέστιο (Calcium) |
67 mg (7%) | ||
Σίδηρος (Iron) |
1,77 mg (14%) | ||
Μαγνήσιο (Magnesium) |
26 mg (7%) | ||
Μαγγάνιο (Manganese) |
0,426 mg (20%) | ||
Φωσφόρος (Phosphorus) |
48 mg (7%) | ||
Κάλιο (Potassium) |
521 mg (11%) | ||
Νάτριο (Sodium) |
46 mg (3%) | ||
Ψευδάργυρος (Zinc) |
0,5 mg (5%) | ||
Άλλα συστατικά (Other constituents) | |||
Νερό (Water) |
92,21 g | ||
IU = International units | |||
Ο κορίανδρος όπως και πολλά μπαχαρικά, περιέχει φυτοχημικά που μπορούν να καθυστερήσουν ή να αποτρέψουν την αλλοίωση των τροφίμων που καρυκεύονται με αυτό το μπαχαρικό.
Οι σπόροι του κορίανδρου, μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν ως συστατικό του μπαχαράτ.
Φύλλα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα φύλλα αναφέρονται ποικιλοτρόπως ως φύλλα κόλιανδρου, φρέσκο κόλιανδρο, Κινέζικος μαϊντανός ή κόλιαντρο (στη Βόρεια Αμερική).
Δεν πρέπει να συγχέεται με το culantro (Eryngium foetidum L.), ένα Σελινοειδές (Apiaceae) όπως το κορίανδρον το ήμερον (Coriandrum sativum), αλλά σε ένα διαφορετικό γένος. Το Culantro έχει σαφώς διαφορετική ακανθώδη εμφάνιση, ένα πολύ πιο ισχυρό πτητικό έλαιο στο φύλλωμα[12] και μια ισχυρότερη μυρωδιά.
Τα φύλλα έχουν διαφορετική γεύση από τους σπόρους, με χροιά εσπεριδοειδούς. Ωστόσο, μερικοί άνθρωποι βιώνουν μια δυσάρεστη γεύση σαπουνιού ή μια δυσοσμία και αποφεύγουν τα φύλλα.[13]
Τα φρέσκα φύλλα είναι ένα συστατικό σε πολλά Ινδικά τρόφιμα (όπως τσάτνεϊ και σαλάτες), στα Κινεζικά και Ταϊλανδέζικα πιάτα, στη Μεξικανική μαγειρική, ιδιαίτερα στη salsa (Μεξικανικού τύπου σάλτσας, συνήθως καυτερής) και στη γουακαμόλε (guacamole) (πηχτή Αμερικάνικη σάλτσα, με βάση το αβοκάντο) και ως γαρνιτούρα σε σαλάτες στη Ρωσία και άλλες χώρες της Κοινοπολιτείας Ανεξάρτητων Κρατών (ΚΑΚ). Τα κομμένα φύλλα του κόλιανδρου είναι μια γαρνιτούρα στα Ινδικά πιάτα, όπως το dal (ξηρό όσπριο [φακή, μπιζέλι ή ποικίλα είδη φασολιού] τα οποία έχουν χωρίσει). Καθώς η θερμότητα μειώνει τη γεύση τους, τα φύλλα του κόλιανδρου χρησιμοποιούνται συχνά ωμά ή προστίθενται στο πιάτο αμέσως πριν από το σερβίρισμα. Στις συνταγές της Ινδίας και της Κεντρικής Ασίας, τα φύλλα από κόλιανδρο, χρησιμοποιούνται σε μεγάλες ποσότητες και ψήνονται έως ότου μειωθεί η γεύση τους.[14] Τα φύλλα χαλάνε γρήγορα όταν αφαιρούνται από το φυτό και χάνουν το άρωμά τους, όταν αποξηρανθούν ή καταψυχθούν.
Φρούτα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι ξηροί καρποί είναι γνωστοί ως σπόροι κόλιανδρου. Στην Ινδική κουζίνα καλούνται dhania.[15][16]
Η λέξη κόλιανδρο στην παρασκευή τροφίμων, μπορεί να αναφέρεται αποκλειστικά σε αυτούς τους σπόρους (ως μπαχαρικό), παρά στο φυτό. Οι σπόροι όταν συνθλιβούν έχουν μια λεμονάτη γεύση εσπεριδοειδούς, λόγω των τερπενίων, της λιναλοόλης και του πινένιου. Έχει χαρακτηριστεί ως θερμό, πικάντικο και με γεύση πορτοκαλιού.
Η ποικιλία C. s. vulgare έχει διάμετρο καρπού 3-5 χιλιοστά (0,12 έως 0,20 ίντσες), ενώ τα φρούτα έχουν διάμετρο 1.5-3 χιλιοστά (0,059 έως 0,118 ίντσες). Τα μεγαλόκαρπα είδη καλλιεργούνται κυρίως στις τροπικές και υποτροπικές χώρες, π.χ. το Μαρόκο, την Ινδία και την Αυστραλία και περιέχουν μια χαμηλή ποσότητα πτητικού ελαίου (0,1-0,4%). Χρησιμοποιούνται ευρέως στη λείανση και με σκοπό την ανάμειξη, στο εμπόριο μπαχαρικών. Οι τύποι με μικρότερους σπόρους, καλλιεργούνται στις εύκρατες περιοχές και περιέχουν συνήθως περίπου 0,4 έως 1,8% πτητικό έλαιο έτσι ώστε προτιμούνται ως πρώτη ύλη για την παρασκευή του αιθέριου ελαίου.[17]
Συνήθως, βρίσκεται τόσο ως σύνολο αποξηραμένων σπόρων και σε τριμμένη μορφή. Το ψήσιμο ή η θέρμανση των σπόρων σε ένα στεγνό τηγάνι αυξάνει τη γεύση, το άρωμα και την πικάντικη γεύση. Ο αλεσμένος σπόρος κόλιανδρου, χάνει γρήγορα τη γεύση του όταν αποθηκευτεί και πρέπει να τρίβεται πριν τη χρήση. Οι σπόροι του κόλιανδρου είναι ένα μπαχαρικό στο γκαράμ μασάλα και στα Ινδικά κάρυ, που συχνά χρησιμοποιούν τους τριμμένους καρπούς σε μεγάλες ποσότητες μαζί με το κύμινο, ενεργώντας ως πυκνωτικό.
Οι ψημένοι σπόροι κόλιανδρου, που ονομάζονται dhana dal, τρώγονται ως σνακ. Είναι το κύριο συστατικό των δύο πιάτων στη Νότια Ινδία: του sambhar (βραστό πιάτο με βάση τις φακές) και του rasam (σούπα της Νότιας Ινδίας που παρασκευάζεται παραδοσιακά, χρησιμοποιώντας ως βάση χυμό ταμαρίνδου [οξυφοίνιξ]).
Εκτός της Ασίας, οι σπόροι του κόλιανδρου χρησιμοποιούνται ευρέως στη διαδικασία για τη τουρσοποίηση των λαχανικών. Στη Γερμανία και τη Νότια Αφρική (βλ. boerewors (λουκάνικο της Νότιας Αφρικής), οι σπόροι χρησιμοποιούνται στην παρασκευή λουκάνικων. Στη Ρωσία και την Κεντρική Ευρώπη, σπόροι κόλιανδρου είναι ένα περιστασιακό συστατικό στο ψωμί σίκαλης (π.χ. ψωμί borodinsky), ως εναλλακτική λύση στο αγριοκύμινο.
Η φυλή των ερυθρόδερμων Ζούνι, το έχουν προσαρμόσει στη κουζίνα τους, αναμιγνύοντας τη σκόνη των σπόρων με το chile, χρησιμοποιώντας το ως καρύκευμα με το κρέας και τρώγοντας τα φύλλα ως σαλάτα.[18]
Σπόροι κόλιανδρου χρησιμοποιούνται στη ζυθοποιία, σε ορισμένες μορφές μπύρας, ιδιαίτερα ορισμένες Βελγικές μπύρες σιταριού. Σπόροι κόλιανδρου χρησιμοποιούνται με φλούδα πορτοκαλιού, για να προστεθεί μια νότα εσπεριδοειδούς.
Θρεπτικά συστατικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το διατροφικό προφίλ του κόλιανδρου είναι διαφορετικό από τους φρέσκους βλαστούς και τα φύλλα. Τα φύλλα είναι ιδιαίτερα πλούσια σε βιταμίνη Α, βιταμίνη C και βιταμίνη Κ, με μέτρια περιεκτικότητα σε διαιτητικά ορυκτά (βλ. στον πίνακα παραπλεύρως). Αν και οι σπόροι έχουν γενικά χαμηλότερη περιεκτικότητα σε βιταμίνες, παρέχουν όμως σημαντικές ποσότητες διαιτητικών ινών, ασβέστιο, σελήνιο, σίδηρο, μαγνήσιο και μαγγάνιο.[19]
Ρίζες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι ρίζες του κορίανδρου έχουν μια βαθύτερη, πιο έντονη γεύση απ'ό,τι τα φύλλα. Χρησιμοποιούνται σε μια ποικιλία από Ασιατικές κουζίνες. Χρησιμοποιούνται συνήθως σε πιάτα της Ταϊλάνδης, μεταξύ των οποίων σούπες και πάστες κάρυ.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο κόλιανδρος φύεται σε μια ευρεία περιοχή της Εγγύς Ανατολής και της Νότιας Ευρώπης, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να καθοριστεί ακριβώς πού το φυτό είναι αυτοφυές και πού έχει εγκατασταθεί πρόσφατα.[20] Δεκαπέντε αφυδατωμένα mericarps βρέθηκαν στο Προ-κεραμικό Νεολιθικό Β επίπεδο του Nahal Hemar Σπήλαιο στο Ισραήλ, το οποίο μπορεί να είναι το αρχαιότερο αρχαιολογικό εύρημα κόλιανδρου. Περίπου μισό λίτρο mericarps βρέθηκαν στον τάφο του Τουταγχαμών και επειδή αυτό το φυτό δεν είναι αυτοφυές στην Αίγυπτο, οι Zohary και Hopf ερμηνεύουν το εύρημα ως απόδειξη ότι ο κόλιανδρος καλλιεργείτο από τους αρχαίους Αιγυπτίους.[20]
Ο κόλιανδρος φαίνεται ότι έχει καλλιεργηθεί στην Ελλάδα τουλάχιστον από τη 2η χιλιετία π.Χ.. Ένα από τα Γραμμικής Β δισκία, που ανακτήθηκε από την Πύλο, αναφέρεται στα είδη που καλλιεργούνται για την παραγωγή αρωμάτων και φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε σε δύο μορφές: ως καρύκευμα για τους σπόρους του και ως βότανο για τη γεύση των φύλλων του.[6] Αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα από την ίδια περίοδο: οι μεγάλες ποσότητες των ειδών που προέρχονται από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού στο στρώμα των Σιταγρών στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης θα μπορούσε να δείξει την καλλιέργεια του είδους εκείνη την εποχή.[21]
Ο κόλιανδρος ήρθε στις Βρετανικές αποικίες στη Βόρεια Αμερική το 1670 και ήταν ένα από τα πρώτα μπαχαρικά που καλλιεργήθηκαν από τους πρώτους αποίκους.[22]
Γεύση και άρωμα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Διαφορετικοί άνθρωποι μπορεί να αντιληφθούν διαφορετικά τη γεύση του κόλιανδρου. Αυτοί που τους αρέσει, να λένε ότι έχει μια αναζωογονητική γεύση όπως το λεμόνι ή το λάιμ, ενώ σε όσους δεν αρέσει, να έχουν μια ισχυρή αποστροφή προς τη γεύση και την οσμή του, παρομοιάζοντας την με εκείνη του σαπουνιού και κοριών.[13][23] Μελέτες στους διδύμους, έχουν δείξει ότι το 80% των πανομοιότυπων διδύμων μοιράζονται την ίδια προτίμηση για το βότανο, ενώ από τα αδελφικά δίδυμα, συμφώνησαν μόνο τα μισά, γεγονός που δείχνει μια γενετική συνιστώσα για την προτίμηση. Σε μια γενετική έρευνα περίπου 30.000 ατόμων, έχουν βρεθεί δύο γενετικές παραλλαγές, που συνδέονται με την αντίληψη του κόλιανδρου, εκ των οποίων η πιο κοινή είναι ένα γονίδιο που εμπλέκεται στην ανίχνευση των οσμών.[24] Το γονίδιο OR6A2, βρίσκεται μέσα σε μια συστάδα των οσφρητικών υποδοχέων γονιδίων και κωδικοποιεί έναν υποδοχέα που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στα αλδεΰδη (aldehyde) χημικά. Χημικοί γεύσης έχουν βρει ότι το άρωμα του κόλιανδρου δημιουργείται από μισή δωδεκάδα και πλέον συστατικών και τα περισσότερα από αυτά είναι αλδεϋδή. Εκείνοι που αντιπαθούν τη γεύση είναι ευαίσθητοι στις υπαίτιες ακόρεστες αλδεΰδες, ενώ ταυτόχρονα μπορεί επίσης να μην είναι σε θέση να ανιχνεύσουν τις αρωματικές χημικές ουσίες που άλλοι βρίσκουν ευχάριστη.[25] Σύνδεση μεταξύ της γεύσης και πολλών άλλων γονιδίων, συμπεριλαμβανομένου και ενός υποδοχέα πικρής γεύσης, έχουν επίσης βρεθεί.[26]
Παρόμοια φυτά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Άλλα βότανα που χρησιμοποιούνται και που μεγαλώνουν με τον ίδιο τρόπο όπως και τα φύλλα κόλιανδρου.
- Eryngium foetidum έχει μια παρόμοια, αλλά πιο έντονη, γεύση. Είναι γνωστό ως culantro και βρίσκεται στο Μεξικό, τη Νότια Αμερική και την Καραϊβική.[27]
- Persicaria odorata που κοινώς ονομάζεται κόλιανδρο του Βιετνάμ, ή rau răm. Τα φύλλα έχουν παρόμοια οσμή και γεύση με του κόλιαντρου. Είναι μέλος της Polygonaceae ή της οικογένειας του μαύρου σιταριού (φαγόπυρου).[27]
- Papaloquelite είναι ένα κοινό όνομα για το Porophyllum ruderale subsp. macrocephalum, μέλος της Compositae ή Asteraceae, η οικογένεια του ηλιέλαιου. Αυτό το είδος απαντάται φυόμενο σε άγρια μορφή, από το Τέξας έως την Αργεντινή.[27]
Επιπτώσεις στην υγεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο κόλιανδρος μπορεί να προκαλέσει σε ορισμένα άτομα αλλεργική αντίδραση.[28][29][30]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «dhania». Oxford Advanced Learner's Dictionary. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Δεκεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 25 Απριλίου 2015.
- ↑ Charlton T. Lewis. «coriandrum». A Latin Dictionary.
- ↑ Henry George Liddell· Robert Scott. «κορίαννον». A Greek-English Lexicon.
- ↑ "Coriander", Oxford English Dictionary, 2nd Edition, 1989. Oxford University Press.
- ↑ «The Linear B word ko-ri-ja-da-na». Palaeolexicon.
- ↑ 6,0 6,1 Chadwick, John (1976). The Mycenaean World. Cambridge University Press. σελ. 119.
- ↑ «кориандр». Кулинарный словарь (Culinary Dictionary) (στα Ρωσικά). Ανακτήθηκε στις 10 Αυγούστου 2013.
- ↑ «Кориандр посевной (кинза)». Букварь здоровья (The ABC of Health) (στα Ρωσικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Φεβρουαρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 10 Αυγούστου 2013.
- ↑ «Cooking ingredients: Spices». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Φεβρουαρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 25 Απριλίου 2015.
- ↑ Samuelsson, Marcus (2003). Aquavit: And the New Scandinavian Cuisine. Houghton Mifflin Harcourt. σελ. 12 (of 312). ISBN 0618109412.
- ↑ «Link to USDA Database entry». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Απριλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 25 Απριλίου 2015.
- ↑ Ramcharan, C. (1999). «Culantro: A much utilized, little understood herb». Στο: J. Janick, επιμ. Perspectives on new crops and new uses. ASHS Press, σελ. 506–509. http://www.hort.purdue.edu/newcrop/proceedings1999/v4-506.html.
- ↑ 13,0 13,1 McGee, Harold (13 April 2010). «Cilantro Haters, It’s Not Your Fault». The New York Times. http://www.nytimes.com/2010/04/14/dining/14curious.html. Ανακτήθηκε στις 24 July 2012. «Some people may be genetically predisposed to dislike cilantro, according to often-cited studies by Charles J. Wysocki of the Monell Chemical Senses Center in Philadelphia.»
- ↑ Gernot Katzer. «Coriander Seeds and Cilantro Herb». Spice Pages.
- ↑ Πρότυπο:OED
- ↑ «coriander». Tarladala.com.
- ↑ Bruce Smallfield (Ιουνίου 1993). «Coriander - Coriandrum sativum». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Απριλίου 2004. Ανακτήθηκε στις 25 Απριλίου 2015.
- ↑ Stevenson, Matilda Coxe 1915 Ethnobotany of the Zuni Indians. SI-BAE Annual Report #30 (p. 66)
- ↑ «Nutritional Data, coriander seed, per 100 g». nutritiondata.self.com. Conde Nast. Ανακτήθηκε στις 10 Αυγούστου 2013.
- ↑ 20,0 20,1 Daniel Zohary and Maria Hopf, Domestication of plants in the Old World, third edition (Oxford: Oxford University Press, 2000), pp. 205–206
- ↑ Fragiska, M. (2005). «Wild and Cultivated Vegetables, Herbs and Spices in Greek Antiquity». Environmental Archaeology 10 (1): 73–82. doi: .
- ↑ Aggarwal, Bharat B.· Kunnumakkara, Ajaikumar B. (2009). Molecular Targets and Therapeutic Uses of Spices: Modern Uses for Ancient Medicine. Singapore: World Scientific Publishing. σελ. 150. ISBN 978-981-283-790-5.
- ↑ Rubenstein, Sarah (13 February 2009). «Across the Land, People Are Fuming Over an Herb (No, Not That One)». The Wall Street Journal. http://online.wsj.com/article/SB123446387388578461.html. Ανακτήθηκε στις 24 July 2012.
- ↑ Ewen Callaway (12 September 2012). «Soapy taste of coriander linked to genetic variants». Nature. doi:. http://www.nature.com/news/soapy-taste-of-coriander-linked-to-genetic-variants-1.11398.
- ↑ Josh Kurz (26 Δεκεμβρίου 2008). «Getting To The Root Of The Great Cilantro Divide». NPR.
- ↑ Knaapila A1, Hwang LD, Lysenko A, Duke FF, Fesi B, Khoshnevisan A, James RS, Wysocki CJ, Rhyu M, Tordoff MG, Bachmanov AA, Mura E, Nagai H, Reed DR (2012). «Genetic analysis of chemosensory traits in human twins». Chemical Senses 37 (9): 869–81. doi: . PMID 22977065.
- ↑ 27,0 27,1 27,2 Tucker, A.O.; DeBaggio, T. (1992). «Cilantro Around The World». Herb Conpanion 4 (4): 36–41.
- ↑ Ebo, DG; Bridts, CH; Mertens, MH; Stevens, WJ (2006). «Coriander anaphylaxis in a spice grinder with undetected occupational allergy». Acta clinica Belgica 61 (3): 152–6. doi: . Πρότυπο:INIST. PMID 16881566.
- ↑ Suhonen, Raimo; Keskinen, Helena; Björkstén, Fred; Vaheri, Eero; Zitting, Antti (2007). «Allergy to Coriander a Case Report». Allergy 34 (5): 327–30. doi: . PMID 546248.
- ↑ «Food Allergy - Coriander Symptoms, Diagnosis, Treatments and Causes». RightDiagnosis.com. 1 Φεβρουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουλίου 2012.