Σινάπι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σινάπι
Το σινάπι
Το σινάπι
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη: Brassicales
Οικογένεια: Σταυρανθή (Brassicaceae)
Γένος: Σινάπι (Sinapis)
L.
Είδη

Δείτε κείμενο

Το σινάπι (επιστημονική ονομασία Sinapis) είναι αγγειόσπερμο, δικότυλο, μονοετές, ποώδες φυτό που ανήκει στην τάξη των Καππαρωδών και στην οικογένεια των Σταυρανθών/Κραμβοειδών (Cruciferae/Brassicaceae) με 10 είδη της Ασίας, της Ευρώπης και της βορείου Αμερικής .

Είδη & χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχει ζωηρά κίτρινα άνθη, που σχηματίζουν ταξιανθίες, και τα φύλλα είναι μετρίου μεγέθους που εναλλάσσονται. Τα περισσότερα είδη είναι ζιζάνια των αγρών. Τα σημαντικότερα είδη είναι τα S. arvensis, S. alba, S. nigra ή μαύρη μουστάρδα και Brassica juncea ή καφέ μουστάρδα.

Η S. arvensis είναι φυτό που φτάνει τα 60 εκατοστά ύψος και έχει σκληρά αγκάθια. Οι καρποί του είναι μακριοί και έχουν 10 –12 σπόρια. Στην Ελλάδα είναι αυτοφυές γνωστό με τα ονόματα βρούβα, λαψάνα ή αγριοσινάπι.

Παλαιότερα, όταν δεν υπήρχαν τα ζιζανιοκτόνα, ήταν συνηθισμένο στους σιτοβολώνες όπου ανάμεσα στο σιτάρι ξεχώριζαν τα κίτρινα άνθη της λαψάνας.

Τα είδη S. alba, S. nigra και S. juncea καλλιεργούνται στον Καναδά, στις Η.Π.Α, την Ουγγαρία, τη Γαλλία και τη Βρετανία για τα καυτερά τους σπόρια από τα οποία παρασκευάζεται το γνωστό καρύκευμα μουστάρδα.

Χρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα σπόρια αυτά περιέχουν φυτικά έλαια και ένα ισχυρό υδρολυτικό ένζυμο που ονομάζεται μυροσίνη[1].

Όταν ξεραθούν, κονιοποιηθούν και ανακατευτούν με νερό, τότε γίνεται μια χημική αντίδραση, η οποία δίνει ένα έλαιο (αλλυλοσιναπέλαιο)[2], που δεν υπήρχε στο φυτό. Η οσμή του είναι ερεθιστική και η γεύση του καυτερή και στυφή.

Από το είδος S. alba παρασκευάζεται η λευκή μουστάρδα, από το S. nigra η μαύρη και από το B. juinca η καφέ. Οι τρυφεροί βλαστοί του S. arvensis (καθώς και του S. alba) τρώγονται βραστοί ως χόρτα (βρούβες).

Μια παραλλαγή του είδους S. alba, που είναι γνωστή ως βρουβολάψανο, είναι αυτοφυής στην Ελλάδα. Οι καρποί του είναι αγκαθωτοί, τα σπόρια του κίτρινα και το έλαιο των σπόρων του χρησιμοποιείται ως φωτιστικό.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Πανεπιστήμιο Πατρών
  2. Γ. Α. Βάρβογλης, Ν. Ε. Αλεξάνδρου, Οργανική Χημεία, Αθήνα, 1971

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]