Αντράκλα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γλυστρίδα
Portulaca oleracea
Portulaca oleracea MHNT.jpg
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη: Καρυοφυλλώδη (Caryophyllales)
Οικογένεια: Πορτουλακοειδή (Portulacaceae)
Γένος: Πορτουλάκη (Portulaca)
Είδος: P. oleracea
Διώνυμο
Πορτουλάκη η λαχανώδης
Portulaca oleracea

L.

Η Αντράκλα ή ανδράχλη ή γλυστρίδα (επιστ. Ανδράχνη η ολησθηρίς, Πορτουλάκη η λαχανώδης, στα λατ. Portulaca oleracea) είναι είδος του γένους Πορτουλάκη. Είναι γνωστό σαλατικό που φύεται άφθονα, χωρίς ιδιαίτερη καλλιέργεια κυρίως σε λαχανόκηπους. Στην Ελλάδα, σε πολλά μέρη, εκτός από τις παραπάνω ονομασίες λέγεται και αντραχλίδα ή σκλιμίτσα ή χοιροβότανο ή τρευλό ή και γλυστιρίδα.

Χρήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αντράκλα σε σαλάτα.

Χρησιμοποιείται σε σαλάτες ως δροσιστικό και θεωρείται, ως βότανο, κατάλληλο καθαρτικό του αίματος, καθώς επίσης και διουρητικό. Πολλές φορές καθίσταται ενοχλητικό στους λαχανόκηπους λόγω της αφθονίας του όπου η εκρίζωσή του θα πρέπει να γίνει πριν ανθίσει και "σποριάσει" που ομολογουμένως οι σπόροι του είναι πολυπληθείς και πολύ μικροί. Επίσης ένα είδος αντράκλας καλλιεργείται ιδιαίτερα ως καλλωπιστικό φυτό επειδή παράγει άνθη όλο το καλοκαίρι. Σημειώνεται επίσης ότι στην Ινδία είδος αντράκλας χρησιμοποιείται για επούλωση επίπονων πληγών.

Άλλα είδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλοί αντιπρόσωποι της οικογένειας των πορτουλακοειδών καλλιεργούνται ως διακοσμητικά, όπως η Πορτουλάκη η μεγανθής (Portulaca grandiflora) που είναι και αυτή μονοετής πόα με ωραία άνθη διαφόρων χρωμάτων που καλλιεργείται και στην Ελλάδα.[1]

Λαογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε πολλά μέρη της Ελλάδας αν κάποιος μιλά γρήγορα και συνέχεια, οι συνομιλητές του να τον παρατηρούν με την ερωτηματική φράση: "γλυστρίδα έφαγες;", σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία ότι η κατανάλωση αντράκλας επιφέρει ευφράδεια και ταχύτητα λόγου.[2]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Φυτολογία, σ.144, Εκδοτική Αθηνών, 1983
  2. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη) (1998). Λεξικό της κοινής Νεοελληνικής. ISBN 960-231-085-5. [νεκρός σύνδεσμος]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]