Μελισσόχορτο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Να μην συγχέεται με το ξυλόθρουμπο (Onosma frutescens), το οποίο αναφέρεται συχνά ως μελισσόχορτο.
Μέλισσα η φαρμακευτική, Μελισσόχορτο
(Melissa officinalis)
Κλαδάκι από ανθισμένο μελισσόχορτο.
Κλαδάκι από ανθισμένο μελισσόχορτο.
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Μαγνολιόφυτα)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Eudicots)
Τάξη: Λαμιώδη (Lamiales)
Οικογένεια: Χειλανθή (Lamiaceae)
Γένος: Μέλισσα (Melissa)
Είδος: Μ. η φαρμακευτική (M. officinalis)
Διώνυμο
Μέλισσα η φαρμακευτική (Melissa officinalis)
Κάρολος Λινναίος (Carolus Linnaeus) (L.)[1]

Η Μέλισσα η φαρμακευτική (Melissa officinalis), γνωστή και ως το μελισσόχορτο ή μελισσοβότανο ή κιτροβάλσαμο (lemon balm),[2] η βάλσαμος (balm),[3] το κοινό βάλσαμο (common balm) ή το βάλσαμο μέντας (balm mint), είναι ένα πολυετές (perennial)[Σημ. 1] φυτό το οποίο ανήκει στην οικογένεια Χειλανθή (Lamiaceae), την οικογένεια της μέντας. Το θαμνώδες[4] αυτό φυτό είναι ιθαγενές στη νότιο-κεντρική Ευρώπη, τη Βόρεια Αφρική, την περιοχή της Μεσογείου και την Κεντρική Ασία.[5]

Το ύψος του κυμαίνεται από 70 έως 150 εκατοστά. Τα φύλλα έχουν μια ήπια μυρωδιά λεμονιού, που σχετίζεται με την μέντα. Τα φύλλα του είναι ωοειδή και οδοντωτά.[4] Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού εμφανίζονται μικρά λευκά άνθη γεμάτα με νέκταρ. Δεν θα πρέπει να συγχέεται με το μελισσοβάλσαμο (bee balm) (το οποίο είναι γένος Monarda). Τα λευκά λουλούδια προσελκύουν τις μέλισσες, εξ ου και το όνομα του γένους «Melissa». Η γεύση του προέρχεται από την κιτρονελλάλη (citronellal) (24%), τη γερανιάλη (geranial) (16%), τον οξικό λιναλυλεστέρα (linalyl acetate) (12%) και το καρυοφυλλένιο (caryophyllene) (12%).

Καλλιέργεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μέλισσα η φαρμακευτική (Melissa officinalis), είναι εγγενής στην Ευρώπη, την Κεντρική Ασία και το Ιράν, αλλά έχει αρχίσει να εγκλιματίζεται σε όλο τον κόσμο.[6][7]

Οι σπόροι του μελισσοβότανου (lemon balm), χρειάζονται φως και τουλάχιστον 20 °C (70 °F) για να βλαστήσουν. Το μελισσοβότανο αναπτύσσεται σε συμπαγείς μάζες και εξαπλώνεται βλαστητικά, καθώς και από σπόρους. Σε ήπιες εύκρατες ζώνες, οι μίσχοι του φυτού νεκρώνονται κατά την έναρξη του χειμώνα, αλλά βλασταίνουν και πάλι την άνοιξη. Το μελισσοβότανο αναπτύσσεται δυναμικά και δεν θα πρέπει να φυτεύεται εκεί όπου θα εξαπλωθεί σε άλλες φυτεύσεις.

Η Μέλισσα η φαρμακευτική μπορεί να είναι το «μελισσόφυλλον» που αναφέρεται στο Θεόφραστο.[8] Ήταν στο φυτικό κήπο του John Gerard, 1596.[9]

Οι πολλές ποικιλίες της Μέλισσας της φαρμακευτικής περιλαμβάνουν:

  • M. officinalis «Citronella»
  • M. officinalis «Lemonella»
  • M. officinalis «Quedlinburger»
  • M. officinalis "Lime"
  • M. officinalis «Variegata»
  • M. officinalis "Aurea"

M. officinalis ‘Quedlinburger Niederliegende’ είναι μια βελτιωμένη ποικιλία που εκτράφηκε για την υψηλή της περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο.)

Χρήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μαγειρική χρήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μελισσοβότανο συχνά χρησιμοποιείται ως αρωματική ύλη σε παγωτά και αφεψήματα τόσο ζεστά όσο και παγωμένα, συχνά σε συνδυασμό με άλλα βότανα όπως το δυόσμο. Επίσης, συχνά συνδυάζεται με πιάτα φρούτων ή στις καραμέλες. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιάτα με ψάρι και είναι το βασικό συστατικό στο πέστο από μελισσοβότανο.[6]:15-16

Κηπευτική χρήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρασκευάζοντας ψυχρά εμβρέγματα από τα φύλλα του, αυτό το έμβρεγμα, χρησιμεύει στην κατάβρεξη των κηπευτικών καθότι προστατεύει από τις ψείρες και τα άλλα μικρά έντομα.[4]

Χρήσεις στη παραδοσιακή και εναλλακτική ιατρική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αιθέριο έλαιο μελισσοβότανου (Μ officinalis).

Στην παραδοσιακή Αυστριακή ιατρική, τα φύλλα του μελισσοβότανου (M. officinalis) έχουν συνταγογραφηθεί για εσωτερική χρήση (όπως στο τσάι) ή εξωτερική χρήση (αιθέριο έλαιο) για την θεραπεία του γαστρεντερικού σωλήνα, νευρικού συστήματος, ήπατος, και της χολής.[10] Είναι επίσης, η κοινή προσθήκη στο τσάι μέντας (peppermint tea), κυρίως λόγω της συμπληρωματικής του γεύσης.

Το μελισσόχορτο είναι το κύριο συστατικό των Καρμελιτών νερού (Carmelite Water),[Σημ. 2][11] και το οποίο ακόμη και σήμερα πωλείται στα φαρμακεία της Γερμανίας.[11]

Το αιθέριο έλαιο από το μελισσόχορτο είναι πολύ δημοφιλές στην αρωματοθεραπεία. Το αιθέριο έλαιο συνήθως συν-αποστάζεται με έλαιο λεμονιού, έλαιο κιτρονέλλας (citronella oil)[Σημ. 3][12] ή άλλα έλαια.

Έρευνα για τις πιθανές επιπτώσεις στον άνθρωπο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υψηλές δόσεις καθαρισμένου εκχυλίσματος μελισσόχορτου, βρέθηκαν να είναι αποτελεσματικές στην βελτίωση των προκαλουμένων εργαστηριακών-καταπονήσεων επί των ανθρώπων, παράγοντας "σημαντικά αυξημένες αυτο-αξιολογήσεις ηρεμίας και μειωμένες αυτο-αξιολογήσεις εγρήγορσης." Οι συγγραφείς αναφέρουν επίσης "σημαντική αύξηση στην ταχύτητα της μαθηματικής επεξεργασίας, χωρίς μείωση της ακρίβειας" μετά τη χορήγηση δόσης 300 mg του εκχυλίσματος.[13]

Το μελισσόχορτο, πιστεύεται ότι αναστέλλει την απορρόφηση του φαρμάκου θυροξίνη, το οποίο χορηγείται σε περιπτώσεις υπολειτουργίας του θυρεοειδή αδένα.[14]

Πρόσφατες έρευνες, έδειξαν ότι μια ημερήσια δόση του τσαγιού, μείωνε το οξειδωτικό στρες στο ακτινολογικό προσωπικό, το οποίο είχε εκτεθεί σε επίμονη ακτινοβολία χαμηλής δόσης κατά τη διάρκεια της εργασίας του. Μετά από μόλις 30 ημέρες, από καθημερινή λήψη του τσαγιού, η κατανάλωση του τσαγιού από μελισσόχορτο, οδήγησε σε σημαντική βελτίωση των επιπέδων αντιοξειδωτικών ενζύμων όπως η καταλάση, η υπεροξειδική δισμουτάση και η υπεροξειδάση της γλουταθειόνης, και μια αξιοσημείωτη μείωση στην βλάβη του DNA στο πλάσμα, στην μυελοϋπεροξειδάση και στην υπεροξείδωση των λιπιδίων.[15]

Τα θρυμματισμένα φύλλα, όταν τρίβονται στο δέρμα, χρησιμοποιούνται ως απωθητικό κουνουπιών.[16]

Το μελισσόχορτο χρησιμοποιείται επίσης ιατρικώς, σαν αφέψημα ή σε μορφή εκχυλίσματος. Χρησιμοποιείται σαν αγχολυτικό, ήπιο καταπραϋντικό ή κατευναστικός παράγοντας. Σε τουλάχιστον μία μελέτη, έχει βρεθεί ότι είναι αποτελεσματικό στη μείωση του στρες, αν και οι συγγραφείς της μελέτης, κάνουν έκκληση για περαιτέρω έρευνες.[17] Το εκχύλισμα από μελισσόχορτο ταυτοποιήθηκε ως ένας ισχυρός in vitro (εν υάλω) αναστολέας της GABA τρανσαμινάσης, το οποίο εξηγεί τις αγχολυτικές επιδράσεις. Η κύρια ένωση υπεύθυνη για την αναστολή της δράσης της GABA τρανσαμινάσης με μελισσόχορτο, στη συνέχεια βρέθηκε να είναι ροσμαρινικό οξύ.[18]

Το μελισσόχορτο και τα παρασκευάσματά του, επίσης, έχουν δείξει, ότι βελτιώνουν τη διάθεση και την πνευματική απόδοση. Σε αυτή την επίδραση πιστεύεται ότι εμπλέκονται οι μουσκαρινικοί και νικοτινικοί υποδοχείς ακετυλοχολίνης.[19] Θετικά αποτελέσματα έχουν επιτευχθεί σε μια μικρή κλινική δοκιμή, στην οποία συμμετείχαν ασθενείς με τη νόσο Αλτσχάιμερ (Alzheimer), με ήπια έως μέτρια συμπτώματα.[20] Τα αιθέρια έλαια που λαμβάνονται από τα φύλλα της Μέλισσας της φαρμακευτικής (Melissa officinalis), έδειξαν υψηλή ταυτόχρονη αναστολή των ενζύμων ακετυλοχολινεστεράση και βουτυρυλοχολινεστεράση.[21]

Οι αντιβακτηριδιακές του ιδιότητες έχουν επίσης αποδειχθεί επιστημονικώς, αν και είναι σε σημαντικό βαθμό ασθενέστερες από ό,τι εκείνων που προέρχονται από έναν αριθμό άλλων φυτών που μελετήθηκαν.[22] Το εκχύλισμα από μελισσοβότανο βρέθηκε επίσης να έχει εξαιρετικά υψηλή αντιοξειδωτική δράση.[23]

Το μελισσοβότανο αναφέρεται στο επιστημονικό περιοδικό «Endocrinology» («Ενδοκρινολογία»), όπου εξηγείται ότι η Μέλισσα η φαρμακευτκή (Melissa officnalis) επιδεικνύει αντι-θυροτροπική δραστηριότητα, αναστέλλοντας την προσκόλληση της TSH σε υποδοχείς TSH (inhibiting TSH from attaching to TSH receptors), ως εκ τούτου, καθιστώντας δυνατή τη χρήση του στη θεραπεία της νόσου του Γκρέιβς (Graves) ή στον υπερθυρεοειδισμό[24]

Χημεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μελισσόχορτο περιέχει: ευγενόλη, τανίνες και τερπένια.[25] Η Μέλισσα η φαρμακευτική (Melissa officinalis) περιέχει επίσης: 1-οκτεν-3-όλη, 10-α-καδινόλη, 3-οκτανόλη, 3-οκτανόνη, α-κουμπεμπένιο, α-χουμουλένιο, β-μπουρμπονένιο, καφεϊκό οξύ, καρυοφυλλλένιο, οξείδιο του καρυοφυλλενίου, catechinene, χλωρογενικό οξύ, cis-3-εξενόλη, cis-οκιμένιο, κιτράλη Α, Β κιτράλη, κιτρονελλάλη, κοπαένιο, δ-καδινένιο, οξικό ευγενυλεστέρα , γ-καδινένιο, γερανιάλη, γερανιόλη, οξικός γερανυλεστέρας, γερμακρένιο D, ισογερανιάλη, λιναλοόλη, 7-O-γλυκοσίδης της λουτεολίνης, νεράλη, νερόλη, οκτύλιο βενζοϊκό, ολεανολικό οξύ, πομολικό οξύ, πρωτοκατεχικό οξύ, rhamnazine, ροσμαρινικό οξύ, rosmarinin οξύ, σταχυόζη, ηλεκτρικό οξύ, θυμόλη, trans-οκιμένιο και ουρσολικό οξύ.[26] Τα άνθη μελισσόχορτου μπορεί να περιέχουν ίχνη του αλκαλοειδούς αρμίνη.[27]

Εικόνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Πολυετές φυτό (perennial plant) ή απλά πολυετές (perennial) (από το Λατινικό per, που σημαίνει "μέσα" και annus, που σημαίνει "χρόνος"), είναι ένα φυτό που ζει για περισσότερο από δύο χρόνια.[Παρ. Σημ. 1]
  2. Το νερό Καρμελίτη (Carmelite water), είναι ένα αλκοολικό εκχύλισμα με βάση το μελισσόχορτο και άλλα βότανα. Κατά τη διάρκεια των πολλών αιώνων, έχαιρε ευρείας φήμης και θεωρήθηκε ιδιαίτερα χρήσιμο κατά του νευρικού πονοκεφάλου και των νευραλγικών παθήσεων.[πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/Carmelite_Water]
  3. Το έλαιο κιτρονέλλας ή κιτρονέλλης (citronella oil), είναι ένα από τα αιθέρια έλαια που λαμβάνεται από τα φύλλα και τους μίσχους των διαφόρων ειδών του Cymbopogon (λεμονόχορτου). Το έλαιο χρησιμοποιείται εκτενώς ως πηγή χημικών ουσιών αρωματοποιΐας, όπως, κιτρονελλάλης, κιτρονελλόλης και γερανιόλης. Αυτές οι χημικές ουσίες χρησιμοποιούνται ευρέως στη σαπωνοποιΐα, στα κεριά και θυμιάματα, τα αρώματα, τα καλλυντικά και στις αρωματικές βιομηχανίες, σε ολόκληρο τον κόσμο.[πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/Citronella_oil]
Παραπομπές σημειώσεων
  1. The Garden Helper. The Difference Between Annual Plants and Perennial Plants in the Garden. Retrieved on 2008-06-22.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Melissa officinalis information from NPGS/GRIN». www.ars-grin.gov. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Ιουλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 4 Μαρτίου 2008. 
  2. «Lemon balm». University of Maryland Medical Center. 5 Απριλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2014. 
  3.  Chisholm, Hugh, επιμ.. (1911) «Balm» Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 3 (11η έκδοση) Cambridge University Press 
  4. 4,0 4,1 4,2 Αναστάσιος ΑΛΚΙΜΟΣ (1990). «Μελισσόχορτο Melissa officinalis». Βιοκαλλιέργειες χωρίς χημικά λιπάσματα, φυτοφάρμακα και ορμόνες. Χαρ. Τρικούπη 33-Αθήνα 106 81: Εκδόσεις ΨΥΧΑΛΟΥ. σελ. 65. 
  5. Kewe World Checklist of Selected Plant Families
  6. 6,0 6,1 Herb Society of America. 2007 Lemon Balm: An Herb Society of America Guide Αρχειοθετήθηκε 2015-02-18 στο Wayback Machine.
  7. United States Department of Agriculture, "PLANTS Profile for Melissa officinalis," http://plants.usda.gov/java/profile?symbol=MEOF2. Retrieved July 2, 2010.
  8. Theophrastus, Enquiry into Plants, VI.1.4, identified as "M. officinalis" in the index of the Loeb Classical Library edition by Arthur F. Hort, 1916 etc.
  9. As "Melissa" (Common Blam) in both issues of Gerard's Catalogus, 1596, 1599: Benjamin Daydon Jackson, A catalogue of plants cultivated in the garden of John Gerard, in the years 1596-1599, 1876;
  10. Vogl, S; Picker, P; Mihaly-Bison, J; Fakhrudin, N; Atanasov, AG; Heiss, EH; Wawrosch, C; Reznicek, G και άλλοι. (2013). «Ethnopharmacological in vitro studies on Austria's folk medicine-An unexplored lore in vitro anti-inflammatory activities of 71 Austrian traditional herbal drugs». Journal of Ethnopharmacology 149 (3): 750–71. doi:10.1016/j.jep.2013.06.007. PMID 23770053. 
  11. 11,0 11,1 Hiller, Sabine (6 Σεπτεμβρίου 2010). «FOOD Using lemon balm in the kitchen». The Mayo News. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Μαΐου 2013. Ανακτήθηκε στις 2 Μαΐου 2012. 
  12. Lawless, J. (1995). The Illustrated Encyclopedia of Essential Oils. ISBN 1-85230-661-0. [Χρειάζεται σελίδα]
  13. Kennedy DO, Little W, Scholey AB (2004). «Attenuation of laboratory-induced stress in humans after acute administration of Melissa officinalis (Lemon Balm)». Psychosom Med 66 (4): 607–13. doi:10.1097/01.psy.0000132877.72833.71. PMID 15272110. 
  14. University of Maryland Medical Centre, "Lemon Balm"
  15. Zeraatpishe A., Oryan S., Bagheri M.H., Pilevarian A.A., Malekirad A.A., Baeeri M., Abdollahi M. (2011). «Effects of Melissa officinalis L. on oxidative status and DNA damage in subjects exposed to long-term low-dose ionizing radiation». Toxicology and Industrial Health 27 (3): 205–212. doi:10.1177/0748233710383889. PMID 20858648. 
  16. Jeong-Kyu KIM, Chang-Soo KANG, Jong-Kwon LEE, Young-Ran KIM, Hye-Yun HAN, Hwa Kyung YUN (2005). «Evaluation of Repellency Effect of Two Natural Aroma Mosquito Repellent Compounds, Citronella and Citronellal». Entomological Research 35 (2): 117–120. doi:10.1111/j.1748-5967.2005.tb00146.x. 
  17. Kennedy, D. O.; Little, W; Scholey, AB (2004). «Attenuation of Laboratory-Induced Stress in Humans After Acute Administration of Melissa officinalis (Lemon Balm)». Psychosomatic Medicine 66 (4): 607–13. doi:10.1097/01.psy.0000132877.72833.71. PMID 15272110. 
  18. Awad, Rosalie; Muhammad, Asim; Durst, Tony; Trudeau, Vance L.; Arnason, John T. (2009). «Bioassay-guided fractionation of lemon balm (Melissa officinalis L.) using an in vitro measure of GABA transaminase activity». Phytotherapy Research 23 (8): 1075–81. doi:10.1002/ptr.2712. PMID 19165747. 
  19. Kennedy, D Ο; Wake, G; Savelev, S; Tildesley, N T J; Perry, E K; Wesnes, K A; Scholey, A B (2003). «Modulation of Mood and Cognitive Performance Following Acute Administration of Single Doses of Melissa Officinalis (Lemon Balm) with Human CNS Nicotinic and Muscarinic Receptor-Binding Properties». Neuropsychopharmacology 28 (10): 1871–81. doi:10.1038/sj.npp.1300230. PMID 12888775. 
  20. Akhondzadeh, S; Noroozian, M; Mohammadi, M; Ohadinia, S; Jamshidi, AH; Khani, M (2003). «Melissa officinalis extract in the treatment of patients with mild to moderate Alzheimer's disease: a double blind, randomised, placebo controlled trial». Journal of Neurology, Neurosurgery & Psychiatry 74 (7): 863–6. doi:10.1136/jnnp.74.7.863. PMID 12810768. 
  21. Chaiyana W., Okonogi S."Inhibition of cholinesterase by essential oil from food plant". Phytomedicine. 19 (8-9) (pp 836-839), 2012.
  22. Nascimento, Gislene G. F.; Locatelli, Juliana; Freitas, Paulo C.; Silva, Giuliana L. (2000). «Antibacterial activity of plant extracts and phytochemicals on antibiotic-resistant bacteria». Brazilian Journal of Microbiology 31 (4): 247–56. doi:10.1590/S1517-83822000000400003. 
  23. Dastmalchi, K; Damiendorman, Η; Oinonen, P; Darwis, Y; Laakso, I; Hiltunen, R (2008). «Chemical composition and in vitro antioxidative activity of a lemon balm (Melissa officinalis L.) extract». LWT - Food Science and Technology 41 (3): 391–400. doi:10.1016/j.lwt.2007.03.007. 
  24. Auf'mkolk, M.; Ingbar, J. C.; Kubota, K.; Amir, S. M.; Ingbar, S. H. (1985). «Extracts and Auto-Oxidized Constituents of Certain Plants Inhibit the Receptor-Binding and the Biological Activity of Graves' Immunoglobulins». Endocrinology 116 (5): 1687–93. doi:10.1210/endo-116-5-1687. PMID 2985357. 
  25. «Lemon balm | University of Maryland Medical Center». Ανακτήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 2013. 
  26. «Melissa officinalis | Featured Extracts». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 2013. 
  27. Natalie Harrington (2012). «Harmala Alkaloids as Bee Signaling Chemicals». Journal of Student Research 1 (1): 23–32. http://www.jofsr.com/index.php/path/article/view/30. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]