Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σαρπηδόνας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Σαρπηδών)
Ο θάνατος του Σαρπηδόνος. Λεπτομέρεια από ερυθρόμορφη υδρία από την Ηράκλεια της Μεγάλης Ελλάδας, περ.400 π.Χ.

Με το όνομα Σαρπηδόνας (Σαρπηδών) είναι γνωστά τρία πρόσωπα στην ελληνική μυθολογία, όλα γιοι θεών.

Σύμφωνα με τη Μυθολογία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

1. Γιος του Δία και της Ευρώπης, αδελφός του Μίνωα και του Ραδάμανθυ. Ο Σαρπηδόνας πήγε στη Μικρά Ασία, έγινε βασιλιάς της Λυκίας και έζησε επί τρεις γενιές. Λατρευόταν ως θεός στη Λυκία, την Καρία την Κιλικία και τη Φρυγία. Η λατρεία του διαδόθηκε από εκεί στη Θράκη και στην Αίγυπτο την εποχή των Πτολεμαίων, όπου ταυτίσθηκε τελικώς με τον Σέραπι, ενώ πολλές φορές συγχέεται και με τον επόμενο.[1]

Ο Ύπνος και ο Θάνατος μεταφέρουν τον νεκρό Σαρπηδόνα.

2. Γιος του Δία και της Λαοδάμειας, που σκοτώθηκε από τον Πάτροκλο στον Τρωικό Πόλεμο. Κατά την περιγραφή που δίνει η Ιλιάδα, βλέποντας ο Σαρπηδόνας τον Πάτροκλο να σκοτώνει πολλούς γενναίους Τρώες, πρόσταξε τους δικούς του πολεμιστές να σταθούν. Αποφάσισε να μονομαχήσει μαζί του, οπότε πήδηξε κάτω από το άρμα του. Τον είδε και ο Πάτροκλος και κατέβηκε και αυτός από το δικό του. Ο Δίας, που τους έβλεπε από ψηλά, καρδιοχτύπησε για τον γιο του, τον Σαρπηδόνα, και σκεφτόταν πώς να τον γλιτώσει. Η σύζυγός του, η Ήρα, τον άκουσε να κλαίγεται, αλλά δεν τον παρότρυνε να σώσει τον γιο του. Αντιθέτως, του θύμισε ότι πολλών θεών οι γιοι πολεμούσαν στην Τροία και ορισμένοι από αυτούς είχαν ήδη σκοτωθεί. Αν ο Δίας γλίτωνε τον Σαρπηδόνα, τότε και άλλοι θεοί θα ήθελαν να σώσουν τους δικούς τους γιους. Για τον λόγο αυτό, έπρεπε να αφήσει τον Πάτροκλο να τον σκοτώσει, αν αυτή ήταν η μοίρα του. Ο Δίας με βαριά καρδιά συμφώνησε και έβρεξε ματωμένες σταγόνες βροχής στον κάμπο της Τροίας για να τιμήσει τον θάνατο του γιου του. Πρώτος έριξε το ακόντιό του ο Πάτροκλος και κάρφωσε τον υπασπιστή του Σαρπηδόνα. Μετά έριξε ο Σαρπηδόνας και πέτυχε ένα από τα άλογα που ήταν ζεμένα στο άρμα του Αχιλλέα (το οποίο είχε πάρει ο Πάτροκλος). Τότε όρμησαν κι οι δυο ο ένας πάνω στον άλλο. Ο Σαρπηδόνας αστόχησε και πάλι, ο Πάτροκλος όμως τον κτύπησε στο στήθος. Ο Σαρπηδόνας, πριν ξεψυχήσει, είπε στον εξάδελφο και φίλο του Γλαύκο να πάρει τη θέση του στη μάχη και να αποτρέψει τους Έλληνες από το να τον «σκυλεύσουν», δηλαδή να του πάρουν την αρματωσιά. Ο Γλαύκος, επειδή ήταν κι αυτός πληγωμένος, παρακάλεσε τους θεούς να τον θεραπεύσουν. Ο Απόλλων τον άκουσε και τον έκανε καλά. Τότε ο Γλαύκος συγκέντρωσε τους ήρωες της Τροίας και τους ζήτησε να δώσουν μάχη για το πτώμα του Σαρπηδόνα, όπως και έγινε. Ο Πάτροκλος κάλεσε κι εκείνος σε βοήθεια Έλληνες ήρωες: πρώτοι ήρθαν οι δύο Αίαντες. Και άρχισε η μάχη γύρω από το σώμα] του νεκρού ήρωα. Ο Δίας το τύλιξε στο σκοτάδι. Η έκβαση ήταν υπέρ των Ελλήνων, καθώς ο Έκτορας δείλιασε προς στιγμή και υποχώρησε. Τότε οι Έλληνες έβγαλαν την πανοπλία του Σαρπηδόνα και ο Πάτροκλος διέταξε να τη μεταφέρουν στο πλοίο. Μετά ο Δίας φώναξε τον Απόλλωνα και του είπε να πάρει το σώμα του Σαρπηδόνα, να το πλύνει από τη σκόνη και το αίμα, να το αλείψει με μυρωμένο λάδι και να το ντύσει με πολύτιμα υφάσματα, όπως και έγινε. Στη συνέχεια οι δύο αδελφοί, ο θεός Ύπνος και ο θεός Θάνατος, μετέφεραν το πτώμα στη Λυκία, όπου το έθαψαν με μεγάλες τιμές τα αδέλφια του και οι φίλοι του. Ο Πάτροκλος συνέχισε να κυνηγά τους Τρώες προς τα τείχη, πράγμα που έμελλε να του στοιχίσει τη ζωή αργότερα την ίδια εκείνη ημέρα.[2]

3. Γιος του Ποσειδώνα, που σκοτώθηκε από τον Ηρακλή.

  1. ἐχόντων δὲ αὐτὴν ὁμοῦ τοῖς Κρησὶ Λυκίων καὶ Καρῶν τε καὶ Παμφύλων, Λυκίων μὲν κατὰ συγγένειαν τὴν Κρητῶν --καὶ γὰρ οἱ Λύκιοι τὸ ἀρχαῖόν εἰσιν ἐκ Κρήτης, οἳ Σαρπηδόνι ὁμοῦ ἔφυγον- Παυσανία Αχαϊκά
  2. οἳ δ' ἄρ' ἀπ' ὤμοιιν Σαρπηδόνος ἔντε' ἕλοντο χάλκεα μαρμαίροντα, τὰ μὲν κοίλας ἐπὶ νῆας δῶκε φέρειν ἑτάροισι Μενοιτίου ἄλκιμος υἱός. καὶ τότ' Ἀπόλλωνα προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς· εἰ δ' ἄγε νῦν φίλε Φοῖβε, κελαινεφὲς αἷμα κάθηρον ἐλθὼν ἐκ βελέων Σαρπηδόνα, καί μιν ἔπειτα πολλὸν ἀπὸ πρὸ φέρων λοῦσον ποταμοῖο ῥοῇσι χρῖσόν τ' ἀμβροσίῃ, περὶ δ' ἄμβροτα εἵματα ἕσσον· πέμπε δέ μιν πομποῖσιν ἅμα κραιπνοῖσι φέρεσθαι ὕπνῳ καὶ θανάτῳ διδυμάοσιν, οἵ ῥά μιν ὦκα θήσουσ' ἐν Λυκίης εὐρείης πίονι δήμῳ, ἔνθά ἑ ταρχύσουσι κασίγνητοί τε ἔται τε τύμβῳ τε στήλῃ τε· τὸ γὰρ γέρας ἐστὶ θανόντων.Ομήρου Ιλιάς, Π 663-683
  • Emmy Patsi-Garin: Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας, εκδ. οίκος «Χάρη Πάτση», Αθήνα 1969