Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αγιάσος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 39°4′59.9″N 26°22′16.0″E / 39.083306°N 26.371111°E / 39.083306; 26.371111

Αγιάσος
Πανοραμική άποψη της κωμόπολης
Αγιάσος is located in Greece
Αγιάσος
Αγιάσος
Διοίκηση
ΧώραΕλλάδα
ΠεριφέρειαΒορείου Αιγαίου
Περιφερειακή ΕνότηταΛέσβου
ΔήμοςΜυτιλήνης
Δημοτική ΕνότηταΑγιάσου
Γεωγραφία
Γεωγραφικό διαμέρισμαΝησιά Αιγαίου Πελάγους
ΝομόςΛέσβου
Υψόμετρο452 μέτρα
Πληθυσμός
Μόνιμος1.934
Έτος απογραφής2021
Πληροφορίες
Ταχ. κώδικας811 01
Τηλ. κωδικός2252
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Αγιάσος είναι κωμόπολη του νομού Λέσβου. Είναι χτισμένη σε απόσταση 27 χιλιομέτρων από την πόλη της Μυτιλήνης, στο εσωτερικό του νησιού στις πλαγιές του όρους Όλυμπος σε υψόμετρο 460 μέτρων. Αποτελούσε έδρα του ομώνυμου δήμου μέχρι την κατάργησή του το 2010. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 είχε πληθυσμό 2.498 κατοίκους. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011 έχει πληθυσμό 2.320 κατοίκους και σύμφωνα με το σχέδιο Καλλικράτης, μαζί με την Καρήνη, τη Μεγάλη Λίμνη και το Σανατόριο ανήκουν στη δημοτική ενότητα Αγιάσου που υπάγεται στο Δήμο Λέσβου,[1] ενώ από το 2019 ανήκει στο Δήμο Μυτιλήνης, μετά τη διάσπαση του Δήμου Λέσβου. Η δημοτική κοινότητα είναι χαρακτηρισμένη ως αστικός ορεινός οικισμός, με έκταση 79,769 χμ² (2011).[2]

Άποψη της Αγιάσου
Λαογραφικό Μουσείο Αγιάσου

Η Αγιάσος διατηρεί αναλλοίωτα στοιχεία παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και έχει ανακηρυχθεί παραδοσιακός οικισμός. Παρόλο που δεν είναι παραθαλάσσιος οικισμός, έχει μεγάλη τουριστική κίνηση κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

Στην Αγιάσο βρίσκεται η εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, η οποία γιορτάζει το Δεκαπενταύγουστο. Γίνεται μεγάλο πανηγύρι, ενώ κάτοικοι από όλο το νησί της Λέσβου συρρέουν στην Αγιάσο, ακόμη και διανύοντας τη διαδρομή με τα πόδια. Το μοναστήρι χτίστηκε για να στεγάσει την εικόνα που μετέφερε ο μοναχός Αγάθωνας από την Ιερουσαλήμ. Από την επιγραφή που έφερε η εικόνα («ΜΗΤΗΡ ΘΕΟΥ ΑΓΙΑ ΣΙΩΝ») προέρχεται το όνομα της Αγιάσου. Η φράση Αγία Σιών με την οποία συνήθιζαν να χαρακτηρίζουν την εικόνα και το μοναστήρι οι προσκυνητές παραφθάρθηκε σε Αγιάσων και στη συνέχεια σε Αγιάσος.[3]

Ιστορία της Αγιάσου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα τέλη του 803 μ.Χ. στο πηγαδάκι της Καρυάς, όπου είναι σήμερα το παρεκκλήσιο της Ζωοδόχου Πηγής, έφτασε ο ιερωμένος των ανακτόρων Αγάθων, προερχόμενος από τα Ιεροσόλυμα. Εκεί έκρυψε τα ιερά κειμήλια που μετέφερε, την εικόνα της Παναγίας, το Τίμιο Ξύλο και το χειρόγραφο Ευαγγέλιο και εγκατέστησε τη σκήτη του. Έκτοτε ο τόπος αυτός αναγνωρίστηκε ως κατοικητήριος τόπος της Θεοτόκου και η φήμη του ξεπέρασε τα όρια όχι μόνο της περιοχής αλλά και του νησιού. Στα χρόνια που ακολούθησαν κάποιοι προσκυνητές και θεοσεβείς άνθρωποι ήθελαν να μονάσουν εκεί και η σκήτη του Αγάθωνα εξελίχθηκε σε μοναστήρι για τη λατρεία και για τις ανάγκες των μοναχών με την προσθήκη ξενώνα στον αύλειο χώρο.

Αγία Σωτήρα

Στους επόμενους αιώνες, οι επιδρομές των Σαρακηνών πειρατών έθεταν σε κίνδυνο τη ζωή και την περιουσία των πληθυσμών, που κατοικούσαν σε παραθαλάσσιες περιοχές. Έτσι το μοναστήρι φάνταζε στα μάτια τους ως τόπος ιδανικός. Ο 15ος αιώνας θα πρέπει να ήταν η απαρχή της μαζικής μετακίνησης των κατοίκων των γύρω από την Αγιάσο οικισμών. Από την Πενθίλη, 17 οικογένειες ήρθαν και έχτισαν σπίτια στην περιοχή της Καρυάς. Ο οικισμός που δημιουργήθηκε έγινε γνωστός με το όνομα “Αγία Σιών” και με το πέρασμα των χρόνων μετεξελίχθηκε σε “Αγιάσος”.

Στα 1701 η Αγιάσος προικίστηκε με σουλτανικό φιρμάνι ασυδοσίας, δηλαδή απαλλάχθηκε από την καταβολή φόρου και λίγο μετά οι κάτοικοι από τα γύρω χωριά, για να αποκτήσουν το προνόμιο αυτό, άρχισαν να μετακινούνται ομαδικά προς την Αγιάσο. Επειδή όμως η περιοχή της Καρυάς δεν προσφερόταν για κατοίκηση, αφού αναγκάζονταν να χτίζουν τα σπίτια τους σε μέρη δύσβατα κοντά στον χείμαρρο, που συχνά προκαλούσε πλημμύρες, οι Αγιασώτες πήγαν εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Ιερό Προσκύνημα της Παναγίας και που την εποχή εκείνη χρησίμευε ως κοιμητήριο. Χτίστηκε άλλο μοναστήρι μεγαλύτερο και γύρω του άρχισε να οργανώνεται το χωριό με τη μορφή της λεκάνης που τη βλέπουμε σήμερα.

Αγιασώτισες κάτω από «σαχνισίνι».

Η συγκέντρωση κατοίκων στο καινούριο χωριό οδήγησε τα βήματα πολλών τεχνιτών στην Αγιάσο. Εργασίες υπήρχαν, οι φορολογικές ελαφρύνσεις ήταν εξασφαλισμένες, κόσμος πολύς περνούσε από το μοναστήρι. Επομένως, είχαν πολλούς λόγους να εγκατασταθούν στην Αγιάσο, να δημιουργούν έργα κυρίως χειροτεχνίας και να τα πουλούν στα άλλα χωριά του νησιού.

Τότε χτίστηκαν τα πρώτα σπίτια με πέτρες και ασβέστη και με εξέχουσα την ξύλινη όψη, τα σαχνισίνια. Τα σπίτια στις συνοικίες της Αγριάς και της Μπουτζαλιάς πατάνε κυριολεκτικά πάνω σε βράχους. Ακόμα και η ονομασία κάποιων συνοικιών δείχνει το δύσκολο έδαφος στο οποίο χτίστηκαν: για παράδειγμα “Σκαλούδια”, “Ράχτα” (περιοχές της Αγιάσου με κακοτράχαλο και δύσβατο έδαφος). Η Περασιά δηλώνει το πέρασμα, τη μοναδική διέξοδο στα νότια του χωριού.

Το 1806 άρχισε να χτίζεται μεγάλος ναός για 6 ολόκληρα χρόνια και ενώ κόντευε να τελειώσει εκδηλώθηκε μεγάλη πυρκαγιά που τον κατέκαψε και μαζί του και μεγάλο τμήμα του χωριού. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας είχε Δημογεροντία, στην οποία όμως δε συμμετείχε ιμάμης, αφού στην Αγιάσο δεν υπήρξε ποτέ τζαμί.  

Το 1894, ενόσω η Λέσβος βρισκόταν ακόμη επί Τουρκοκρατίας, ιδρύθηκε το Αναγνωστήριο Αγιάσου “η Ανάπτυξις”. Η ίδρυση του Αναγνωστηρίου εξυπηρετούσε όχι μόνο πνευματικούς, επιμορφωτικούς στόχους αλλά και εθνικούς. Ήταν ανάγκη η άνοδος του βιοτικού επιπέδου να συνδυαστεί και με μια ανάλογη πνευματική καλλιέργεια, όπως απαιτούσε η νέα κοινωνική πραγματικότητα. Η ημέρα της Απελευθέρωσης βρήκε την Αγιάσο να έχει συνεισφέρει ένα μέρος από τα τιμαλφή, δωρεές και αφιερώματα προς την Παναγία των Αγιασωτών υπέρ του Στόλου και των εθνικών αναγκών.

Το 1915, στα πλαίσια της προεκλογικής του εκστρατείας επισκέφθηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος τη Μυτιλήνη και στο περιθώριο της επίσκεψής του ανέβηκε και στην Αγιάσο με αυτοκίνητο, που ήταν όπως λέγεται το πρώτο που ήρθε στο χωριό. Το Δημοτικό Συμβούλιο με επικεφαλής τον τότε δήμαρχο Παναγιώτη Χατζηεμμανουήλ ή Κάλφα τον ανακήρυξε επίτιμο δημότη.

Στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, η Μεγάλη Λίμνη ανήκε στην χριστιανική κοινότητα Αγιάσου και μετά την απελευθέρωση πέρασε σε ένα ιδιότυπο καθεστώς, δηλαδή παρέμενε εκκλησιαστικό κτήμα. Στα 1918, η Μεγάλη Λίμνη δεν είχε ακόμα αποξηρανθεί και ένα μεγάλο τμήμα της έμενε ανεκμετάλλευτο και αποτελούσε εστία μόλυνσης και πηγή επιδημιών για όλη την ευρύτερη περιοχή. Καλλιεργούνταν τα τμήματά της που γειτνίαζαν με τον μεγάλο Πεύκο. Κατά καιρούς και διάφοροι ιδιώτες είχαν υποβάλει αίτηση στην Κοινότητα της Αγιάσου και ζητούσαν να αποξηράνουν τη Μεγάλη Λίμνη με τίμημα να εκμεταλλεύονται την έκταση επί χρονικό διάστημα. Μάλιστα η Μεγάλη Λίμνη είχε αποδειχθεί ιδιαίτερα δύσκολη για την υγεία των κατοίκων της γύρω περιοχής: είχαν προκύψει επιδημικές ασθένειες όπως τυφοειδής πυρετός και ελονοσία και είχαν σημειωθεί πολλοί θάνατοι. Για τον λόγο αυτό η Γενική Διοίκηση Λέσβου είχε αναθέσει στον νομομηχανικό Λέσβου να κάνει τις προκαταρκτικές εργασίες, ώστε να προχωρήσει η εκτέλεση του έργου. Το Κοινοτικό Συμβούλιο Αγιάσου αποφάσισε κατ' αρχήν να αναλάβει με έξοδα της Κοινότητας το έργο. Τέλος το έργο αυτό αποδείχθηκε έργο ύψιστης αξίας για τον οικισμό.

Οι πρόσφυγες που έφθασαν στην Αγιάσο μετά την εθνική καταστροφή του 1922 ξεπέρασαν τους 1.000. Το γεγονός αυτό, πέρα από το μεγάλο πρόβλημα της εγκατάστασής τους δημιούργησε και πολλά άλλα, που είχαν να κάνουν με την καθημερινή τους σίτιση και με την υγιεινή στους προσφυγικούς καταυλισμούς. Ήταν επιτακτική ανάγκη να βρεθεί οικοδομήσιμη έκταση, γιατί η μακροχρόνια παραμονή των προσφύγων στον παλιό ξενώνα δημιουργούσε φθορές, που η Εκκλησία αδυνατούσε να αποκαταστήσει. Είχαν περάσει 16 χρόνια και οι πρόσφυγες εξακολουθούσαν να μένουν στον παλιό ξενώνα της Παναγίας. Στις 9 Μαρτίου 1932 έληξε το θέμα με το οικόπεδο, στο οποίο θα ανεγειρόταν ο προσφυγικός συνοικισμός στη θέση “Μαυριώτης”.

Όταν η Λέσβος ενσωματώθηκε στην Ελλάδα, ο φωτισμός του χωριού εξακολουθούσε να γίνεται με φανούς. Στα τέλη του 1923 ο φωτισμός της κωμόπολης ήταν ανεπαρκής και η ανάγκη για την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος πλέον εμφανής. Στα τέλη του 1927, οι παλαιοί φανοί πωλήθηκαν σε πλειοδοτική δημοπρασία και τοποθετήθηκαν ανάλογα με την περιοχή λαμπτήρες διαφορετικής ισχύος.

Ο διάδοχος του Ελληνικού θρόνου μετέπειτα βασιλιάς Παύλος

Στις 28 Μαΐου του 1936 επισκέφτηκε την Αγιάσο ο τότε διάδοχος του ελληνικού θρόνου και μετέπειτα βασιλιάς Παύλος. Οι τοπικές αρχές τού επιφύλαξαν θερμή υποδοχή στην είσοδο του χωριού. Ακολούθως η πομπή μετέβη στην εκκλησία της Παναγίας, όπου εψάλη δοξολογία και εκφωνήθηκε χαιρετιστήρια ομιλία. Μάλιστα, επισκέφτηκε και το αναγνωστήριο και υπέγραψε στο Βιβλίο Επισκεπτών του ως “Παύλος διάδοχος 1936”. Τον επόμενο χρόνο, ακολούθως επισκέφθηκε για λίγες ώρες το Σανατόριο και την Αγιάσο ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄, ο οποίος υπέγραψε στο λεύκωμα του Ιερού Προσκυνήματος και στο βιβλίο επισκεπτών του Αναγνωστηρίου "Γεώργιος Β΄ Βασιλεύς”.

Η είσοδος των γερμανικών στρατευμάτων Κατοχής στην Αθήνα στις 27 Απριλίου σηματοδότησε και την οριστική κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς. Στην Αγιάσο έπειτα χτίστηκαν τα ελαιοτριβεία και κάποιες μικροβιοτεχνίες και οι αγρότες υποχρεώνονταν να δίνουν στις γερμανικές αρχές Κατοχής ένα μέρος της παραγωγής. Πολλά νοικοκυριά δυσκολεύτηκαν πολλές οικογένειες αντιμετώπισαν πρόβλημα επιβίωσης και έχασαν λόγω της πείνας και της ασιτίας ένα ή και περισσότερα μέλη τους.

Στις 25 Μαρτίου 1944, έγινε στην Αγιάσο η καθιερωμένη δοξολογία. Μετά ο κόσμος συγκεντρώθηκε αυθόρμητα στην αγορά και υψώθηκαν σημαίες ελληνικές, αμερικάνικες, αγγλικές, σοβιετικές και άρχισαν να τραγουδούν πατριωτικά τραγούδια. Η είδηση πολύ γρήγορα έφτασε στη Γερμανική Διοίκηση στη Μυτιλήνη. Στις 28 Μαρτίου, οι γερμανικές δυνάμεις Κατοχής κύκλωσαν την Αγιάσο καταλαμβάνοντας επίκαιρα σημεία γύρω από το χωριό. Αστραπιαία κυκλοφόρησε η φήμη ότι οι Γερμανοί θα κάψουν το χωριό. Οι Γερμανοί για να τρομοκρατήσουν τον άμαχο πληθυσμό και για να εμποδίσουν τη διαφυγή των κατοίκων προς τα βουνά έβαλλαν ριπές πυροβόλων, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τρία άτομα. Τελικά οι Γερμανοί δεν πραγματοποίησαν την απειλή τους και δεν έκαψαν την Αγιάσο, χάρη και στη μεσολάβηση του μητροπολίτη Ιακώβου Α΄ του από Δυρραχίου.

Το 1956 πραγματοποιήθηκε μαζική μετανάστευση Αγιασωτών στην Αυστραλία. Τα κύρια αίτια θα πρέπει να αναζητηθούν στη διάρθρωση της αγιασώτικης κοινωνίας, που ανέκαθεν είχε αγροτικό προσανατολισμό. Οι μεγάλες κτηματικές περιουσίες βρισκόταν στα χέρια λίγων και αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένας μεγάλος αριθμός των κατοίκων να δουλεύουν ως εργάτες της γης και να ζουν από το μεροκάματο. Στα παραπάνω κοινωνικά και οικονομικά αίτια της μετανάστευσης θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και την ψυχολογική πίεση, που ασκήθηκε σε πολλές οικογένειες στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια.

Μόνιμος [2]
Έτος Πληθυσμός
1991 2.964 (3.062)
2001 2.492 (2.581)
2011 2.320 (2.373)
Πραγματικός (de facto) [4][5][2]
Έτος Πληθυσμός
1961 4.933 (5.012)
1971 3.827 (3.885)
1981 3.294 (3.427)
1991 2.890 (2.988)
2001 2.498 (2.587)
2011 2.293 (2.345)

(σε παρένθεση ο πληθυσμός της δημοτικής κοινότητας)

Το καλοκαίρι του 1929, ήρθε για πρώτη φορά στην Αγιάσο ο βουβός κινηματογράφος, ο οποίος εγκαταστάθηκε στον Κήπο της Παναγίας, όπου δίνονταν και παραστάσεις τα σαββατοκύριακα. Τα καλοκαίρι του 1931 στην Αγιάσο λειτουργούσαν δύο θερινοί κινηματογράφοι, ένας στον Κήπο της Παναγίας και ο άλλος στη Φαμάκα του Ζερδιλέλη. Έπειτα από τη Φαμάκα, ο κινηματογράφος μεταφέρθηκε και εγκαταστάθηκε στην ταράτσα του νέου ξενώνα της Εκκλησίας στο Σταυρί, όπου σήμερα στεγάζεται το Αστυνομικό Τμήμα.

Επειδή το πρώτο Διδακτήριο που χτίστηκε το 1849 ως αλληλοδιδακτικό σχολείο ήταν μικρό και δεν ικανοποιούσε τις ολοένα αυξανόμενες ανάγκες των μαθητών της Αγιάσου, άρχισε να καλλιεργείται η ιδέα της ανέγερσης νέου Διδακτηρίου. Έτσι χτίστηκε το Α΄ Δημοτικό. Ολοκληρώθηκε το 1931 είναι διώροφο κτίριο με 6 αίθουσες διδασκαλίας.

Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Αγιάσσος»

Στις 19 Απριλίου 1931 κυκλοφόρησε η εβδομαδιαία τοπική εφημερίδα “Αγιάσσος”. Δώσανε στην εφημερίδα αυτό το όνομα, γιατί τότε αυτή ήταν η επικρατέστερη γραφή.

Αμέσως ύστερα από την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων Κατοχής, έγιναν εκλογές για την ανάδειξη νέου Διοικητικού Συμβουλίου του Αναγνωστηρίου. Ωστόσο τα πολιτικά πάθη και τα μίση είχαν φθάσει σε σημείο αλληλοσπαραγμού ανάμεσα σε συγχωριανούς. Το Αναγνωστήριο είχε στοχοποιηθεί από μεγάλη μερίδα Αγιασωτών, γιατί η ηγετική του ομάδα και πολλά από τα μέλη του στην Κατοχή είχαν συμπορευτεί με το ΕΑΜ. Εναντίον του είχε στραφεί το μίσος των τοπικών Αρχών, που με επιμονή ζητούσαν το κλείσιμο και τη διάλυσή του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες το 1945, το Αναγνωστήριο έκλεισε περίπου για πέντε χρόνια. Στο διάστημα αυτό, χάθηκαν πολλά βιβλία, καθώς επίσης και το αρχείο του Ερασιτεχνικού Ομίλου. Στις 9 Μαΐου 1952 επανιδρύθηκε το πνευματικό ίδρυμα, αλλά η στέγαση του Αναγνωστηρίου σε δικό του κτίσμα καθώς και η δημιουργία μεγάλης Βιβλιοθήκης ήταν διακαής επιθυμία όχι μόνο των Διοικητών Συμβουλίων αλλά και των τοπικών παραγόντων. Στα επόμενα χρόνια εξασφαλίστηκε το οικόπεδο του Στέφανου Βρανίδη στην περιοχή της Ζωοδόχου Πηγής και θεμελιώθηκε το κτήριο στις 14 Σεπτεμβρίου του 1962 προεξάρχοντος του μητροπολίτη Μυτιλήνης, Ιακώβου Β΄. Τα εγκαίνια της Βιβλιοθήκης έγιναν στις 23 Αυγούστου του 1966 και από τότε το ενδιαφέρον στράφηκε στην επέκταση του Αναγνωστηρίου σε άλλους χώρους, που ήταν το ίδιο απαραίτητοι για τις ποικίλες δραστηριότητες του πνευματικού Ιδρύματος. Τα εγκαίνια της αίθουσας Θεάτρου και των άλλων πνευματικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων του Αναγνωστηρίου έγιναν αργότερα στις 10 Αυγούστου του 1975 και βήμα-βήμα προχώρησε η δημιουργία και των άλλων πτερύγων, γιατί προηγουμένως έπρεπε κάθε φορά να έχουν εξευρεθεί και να έχουν εξασφαλιστεί τα απαιτούμενα χρηματικά ποσά.

Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το καμπαναριό του Ιερού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου ακολούθησε τη δική του πορεία, αλλάζοντας κατά καιρούς θέσεις για να καταλήξει μόνιμα στη θέση που βρίσκεται σήμερα. Κάποιες φορές στηνόταν σε πρόχειρες σιδηροκατασκευές και άλλοτε πάλι χρειάστηκε να κατεδαφιστεί για να χτιστεί καινούριο. Ένα μέρος του ήταν πετρόχτιστο και ένα άλλο σιδερένια κατασκευή σαν ικρίωμα, πολύ πιο χαμηλό και λίγο μόλις υπερυψωμένο από το έδαφος. Στο πετρόχτιστο μέρος κρεμόταν η μεγάλη καμπάνα και στη μεταλλική κατασκευή οι μικρότερες. Αργότερα, το καμπαναριό μεταφέρθηκε στο χώρο απέναντι από το παρεκκλήσιο των Αγίων Αποστόλων, όπου υπήρχε μία δεξαμενή. Η δεξαμενή αυτή χτίστηκε αμέσως μετά τη μεγάλη πυρκαγιά, για να αποθηκεύεται νερό, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε ανάλογη περίπτωση.

Η θεμελίωση του πετρόχτιστου κωδωνοστασίου έγινε την εορτή του Αγίου Πνεύματος στις 29 Μαΐου. Κατά την ανασκαφή των θεμελίων για την ανέγερση του νέου κωδωνοστασίου βρέθηκαν οστά, που φαίνεται ότι ανήκαν σε ξένους ζητιάνους, οι οποίοι άφησαν την τελευταία τους πνοή στην Αγιάσο. Το 1954, όταν ολοκληρώθηκαν οι εργασίες ανέγερσης του πετρόχτιστου κωδωνοστασίου, έγιναν και τα εγκαίνιά του. Το σημερινό καμπαναριό έχει ύψος περίπου 25 μέτρα και 5 πατώματα. Από την οροφή  του κρέμονται 5 καμπάνες διαφορετικού μεγέθους.

Το Σάββατο 12 Αυγούστου του 1988 ήρθε στη Μυτιλήνη ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ Βαρθολομαίος για να παραστεί στις εορταστικές εκδηλώσεις για τη συμπλήρωση 200 χρόνων από την ίδρυση του Ιερού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ο Πατριάρχης εγκαινίασε τον Ξενώνα Ιερού Προσκυνήματος και μετά παραβρέθηκε σε πανηγυρική εκδήλωση που έγινε στην αίθουσα του Αναγνωστηρίου Αγιάσου. Στις 28 Φεβρουαρίου 1988 επισκέφτηκε την Αγιάσο για δεύτερη φορά ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ Βαρθολομαίος.

Χαρακτηριστική κατοικία σε γωνία και στο βάθος το όρος Όλυμπος

Το 1924 η φυματίωση είχε εξαπλωθεί σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού και ήταν μία από τις βασικές αιτίες θανάτου. Το Κράτος άρχισε διερευνητικές προσπάθειες για την επιλογή της κατάλληλης τοποθεσίας, προκειμένου να ιδρυθεί στη Λέσβο σανατόριο. Όλοι οι κρατικοί παράγοντες υιοθετούν την ιδέα το Σανατόριο να ιδρυθεί στη θέση “Σβυρνιού ταγάρι”. Η σημασία που είχε η επιλογή αυτής της τοποθεσίας για την Αγιάσο φάνηκε στα επόμενα χρόνια και μέχρι τις μέρες μας το Θεραπευτήριο “ΥΓΕΙΑ” εξακολουθεί να  αποτελεί βασικό έργο υποδομής στο χώρο της υγείας και της περίθαλψης.[6]

Ιστορικές αναφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Άγγλος περιηγητής Ρίτσαρντ Πίκοκ (1704-1765) επισκέπτεται τη Μυτιλήνη το 1739 και στο βιβλίο του «Περιγραφή της ανατολής»,[7] αναφέρει για την Αγιάσο:

"Στα νοτιοδυτικά, πάνω στα βουνά είναι ένα μεγάλο χωριό πολύ πλούσιο, που λέγεται Αγιάσος, που παράγει λάδι και ρετσίνι για τον στόλο του Σουλτάνου".

Ο υποπρόξενος της Αγγλίας στη Μυτιλήνη Τσαρλς Νιούτον (1816-1894) επισκέπτεται την Αγιάσο στις 30 Σεπτεμβρίου 1852 και αναφέρει:[8]

"Με το φίλο μου τον κ. Hughes, ακόλουθο της πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη κάναμε μια τριήμερη εκδρομή. Φτάσαμε σε ένα γραφικό μέρος την Καρήνη, όπου σε μια τετράγωνη δεξαμενή χυνόταν το πιο άφθονο και καθαρό νερό. Ένα γύρω τριάντα πλάτανοι με κορμούς κουλουριασμένους με μύρια φανταστικά σχήματα. Εδώ καθίσαμε λίγο και βρέξαμε τα ψωμιά μας στην πηγή και τι ευχάριστο, σκεφτήκαμε, ότι το μέρος ήταν πολύ μακριά από τους Cockneys (Λοινδρέζους) κι η ησυχία του ποτέ δεν βεβηλωνόταν απ΄ τον ήχο των φελών της σαμπάνιας και τον θόρυβο των μαχαιριών και πιρουνιών των ευρωπαϊκών πικ-νικ. Φτάσαμε στην Αγιάσο. Οι δρόμοι είναι στενοί, απότομοι, σκοτεινοί με ρείθρο στη μέση και πεζοδρόμια στα πλάγια για τους διαβάτες. Από πάνω κρέμονται ξύλινα σπίτια που μόλις αφήνουν να φανή μια λουρίδα από ουρανό. Θυμίζει ευρωπαϊκή μεσαιωνική πόλη. Το κονάκι του Αγά εδώ είναι μια κακή απομίμηση του κονακιού του πασά στην πρωτεύουσα. Φιλοξενηθήκαμε από ένα Έλληνα. Για να πληθούμε κανάτια και λεκάνες, καθώς τα ξέρουμε, είναι άγνωστα. Ούτε μια οδοντόβρουτσα είναι δυνατόν να βρεθή στην πόλη Μυτιλήνη αν και έχη απ' ευθείας εμπόριο με την Ευρώπη. Ανεβήκαμε με τον Αγά και τους προύχοντες στον Όλυμπο το άλλο πρωί, μαζί με πολλούς υπηρέτες. ΄Ένας κρατούσε την ομπρέλα του Αγά, άλλος το τουφέκι του, άλλος την πίπα του, θαρρείς κι ήταν Σατράπης της Ασσυρίας. Κάναμε μιάμιση ώρα να φτάσουμε στην κορυφή."

Ο Μπουάν, μέλος της Γαλλικής Σχολής Αθηνών, στην έκθεση του προς το γαλλικό υπουργείο παιδείας αναφέρει:[9]

"Η Αγιάσος έχει 1000 περίπου σπίτια. Οι μόνοι Τούρκοι είναι ο Αγάς κι οι στρατιώτες του. Η θέση της είναι θελκτική και όλα είναι μοναδικά. Τα βουνά γύρω είναι καλλιεργημένα μέχρι την κορυφή τους. Είναι το σημαντικότερο χωριό του νησιού μετά τη Μυτιλήνη. Δεν έχει αρχαιότητες. Όλοι οι πιστοί της Λέσβου και της Μικρασιατικής παραλίας δίνουν το ραντεβού τους εδώ στις 15 Αυγούστου στην εκκλησία της Παναγιάς, που χτίστηκε τον 15ο αιώνα. Πολλά τα θαύματά της. Οι ανίατοι άρρωστοι μένουν 40 ημερόνυχτα μέσα κει και φεύγουν τελείως θεραπευμένοι, λένε οι κάτοικοι. Είδα με τα μάτια μου τρεις δυστυχισμένους ξαπλωμένους πάνω σε παλιοκρέββατα μέσα στην εκκλησία. Περίμεναν με πίστη την 40η ημέρα που θα τους έδινε την υγειά τους... Οι Γενουάτες έχτισαν πάνω σε ένα απότομο λόφο ένα φρούριο, που οι κάτοικοι αποφεύγουν να συστήσουν στους ταξιδιώτες την επίσκεψη με την ελπίδα να μη βρουν εκεί τους θησαυρούς των παλιών Ηγεμόνων τους."

Ο Άγγλος κληρικός Χένρι Τόζερ, υφηγητής κολεγίου της Οξφόρδης και συγγραφέας αναφέρει:[10]

Στις 28 Μαρτίου 1886 "Την επαύριο νοικιάσαμε άλογα και σε 5 ώρες φτάσαμε στην Αγιάσο. Η ελιά είναι ο βασιλιάς της Λέσβου, όπως το μπαμπάκι του Μάντσεστερ. Απ΄το λάδι οι Τούρκοι ονομάζουν το νησί "Κήπο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας". Η Αγιάσος έχει 7-8 χιλ. κατοίκους. Πριν 8 χρόνια μεγάλο μέρος κάηκε αλλά ξαναχτίστηκε, αν και μερικά σπίτια δεν αποπερατώθηκαν ακόμα. Το κλασικό πνεύμα, που τόσο πλατιά απλώνεται στην Ελλάδα δεν έφτασε ως εδώ, ο Όλυμπός τους είναι γνωστός ως Άγιος Ηλίας, η Ίδη που φαίνεται απέναντι είναι γνωστή με το τούρκικο Καζ-νταγ. Ο Άγιος Ηλίας συνεδέθη με το ελληνικό βουνό εξαιτίας της ετυμολογικής συγγένειάς του με τον ήλιο. Ανεβήκαμε στον Όλυμπο και θαυμάσαμε την από κει θέα. Στην Αγιάσο μετά συναντηθήκαμε με τον αγγλομαθή Προκόπη Κωνσταντινίδη που είχε ζήσει στην Αυστραλία και Λονδίνο..."

Περιβάλλουσα φύση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Καστέλι

Η περιβάλλουσα φύση της Αγιάσου αποτελεί έναν απ' τους πιο σημαντικούς προστατευόμενους δασικούς πλούτους του νησιού και όλη η περιοχή του όρους Όλυμπος και του κόλπου Γέρας, συγκαταλέγονται στο δίκτυο Natura 2000. Η βλάστηση της περιοχής αποτελείται από εκτεταμένα δάση τραχείας πεύκης (pinus brutia) στα δυτικά του οικισμού, ενώ στις νότιες παρυφές του ξεκινάει ο περίφημος καστανιώνας της Αγιάσου αποτελούμενος από την κοινή castanea sativa, ο οποίος είναι ο μοναδικός που αποτελεί σημαντική δασική έκταση πάνω στο νησί (υπάρχει και μια σημαντική παραποτάμια συστάδα από καστανιές στην Πτερούντα Λέσβου, στο δυτικό τμήμα του νησιού). Η εκεί ύπαρξη του καστανιώνα της Αγιάσου, δίνει την αφορμή κάθε χρόνο, τέλη Οκτωβρίου με αρχές Νοεμβρίου στον οικισμό να διοργανώνει τη Γιορτή του Κάστανου και ταυτόχρονα μια περιπατητική εξόρμηση μέσα στον καστανιώνα. Στη συνέχεια πιο νότια αυτού του δάσους, συναντάμε μερικές ομάδες από μαύρη πεύκη (pinus nigra) και τέλος από το βόρειο τμήμα του οικισμού ξεκινάνε οι απέραντοι ελαιώνες του νησιού. Εκτός από τις δασικές εκτάσεις, η βλάστηση αποτελείται φυσικά και από την κοινή θαμνώδη μεσογειακή βλάστηση που αποτελείται κυρίως από πουρνάρια και κουμαριές, αμιγής ή ανάμεικτη με την δενδρώδη δασική και επίσης από βλάστηση πλατάνου, λεύκας και καρυδιάς στους χειμάρρους. Τέλος στα ανατολικά υπάρχουν καλλιεργημένες εκτάσεις με διάφορα οπωροφόρα δέντρα που ευδοκιμούν στο ορεινό κλίμα της Αγιάσου, όπως: μηλιές, αχλαδιές, ροδακινιές και κερασιές. Η πανίδα της περιοχής αποτελείται από πολλά είδη πουλιών και κάποια εισαγόμενα ελάφια, ενώ τα τελευταία χρόνια έγινε και εισαγωγή αγριογούρουνων τα οποία αναπαράχθηκαν επικίνδυνα γρήγορα, με αποτέλεσμα την επιτακτική επιβολή κυνηγιού από τον τοπικό κυνηγετικό σύλλογο για έλεγχο του πληθυσμού τους.

Καστανιώνας και γιορτή του κάστανου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένας από τους λόγους για τους οποίους φημίζεται η ξακουστή Αγιάσος είναι ο καστανιώνας της, ένας αγροτικός δρόμος που οδηγεί μέσα από ένα πυκνό δάσος καστανιάς στις πηγές Βαλάνου, οι οποίες υδρεύουν μέρος του χωριού και καταλήγει στον Αϊ-Γιάννη. Καλύπτει 11.000 στρέμματα δάσος καστανιάς. Η παραγωγή της καστανιάς προσφέρει πολλά στους κατοίκους της Αγιάσου, αφού πρώτα από όλα κάθε χρόνο το χωριό πλημμυρίζει από άφθονα κάστανα και συγχρόνως παράγεται πολύτιμη ξυλεία. Ο καρπός της είναι αρκετά θρεπτικός και έτσι το δέντρο πολλαπλασιάζεται γρήγορα και το συναντάμε σε ύψος 400-1.000 μέτρα. Μπορεί να επιβιώσει σε δασικές πυρκαγιές και είναι κατάλληλο για βιοκαλλιέργεια. Οι ασθένειες που έχουν προσβάλλει μέχρι στιγμής τις καστανιές της Αγιάσου είναι η καρπόκαψα, το έλκος, ο ιξός, η μελάνωση, το ρόδινο και κόκκινο σκουλήκι, η μαύρη αφίδα αλλά και τα ξυλοφάγα έντομα.

Κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κατοχής της Λέσβου (88-395) π.Χ. ένας άρχοντας έφερε από τη Μικρά Ασία και φύτεψε στην Αγιάσο τις πρώτες καστανιές. Μετά από μία πυρκαγιά που ξέσπασε γύρω στο 1877 η παραγωγή των καστανιών αυξήθηκε στη διάρκεια της τουρκοκρατίας.

Η εορτή του καστάνου είναι κινητή, ανάλογα με τις σοδειές των καστανοπαραγωγών ορίζεται στις αρχές Νοεμβρίου.

Το Αγιασώτικο Καρναβάλι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το αγιασώτικο καρναβάλι είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την πολιτισμική κληρονομιά και την τοπική κουλτούρα.

Τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται παρουσιάζουν ποικιλία και καλύπτει γεγονότα εθνικά αλλά και οικουμενικά ακόμα και όταν αξιοποιούν την παλαιά ιστορία και τη μυθολογία. Ιδιαίτερη σημασία παρουσιάζει η πολιτική σάτιρα, η οποία είναι καυστική. Οι σατιρογράφοι αρέσκονται να διακωμωδούν πρόσωπα αλλά και να αναπλάθουν ήθη, έθιμα και γεγονότα της καθημερινής ζωής δοσμένα με το χαρακτηριστικό αγιασώτικο γλωσσικό ιδίωμα.

Από το 19o αιώνα τα καρναβάλια ξεκινούν κάθε χρόνο την πρώτη Κυριακή της Αποκριάς και κορυφώνονται την Καθαρή Δευτέρα. Από τα χρόνια της τουρκοκρατίας ως το 1939 τα παλικάρια του χωριού γύριζαν «πατινάδα» (περιπλάνηση) τα απογεύματα κάθε Κυριακής. Έφερναν γύρα το χωριό και σταματούσαν στα «κουϊτούκια» (καφενέδες). Οι κοπέλες καθισμένες στα «σκαμνέλια» (σκαμπό) ή στα «καριγλιά» (καρέκλες) προσπαθούσαν να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των παλικαριών που πίνοντας το ρακί τους πείραζαν τις κοπέλες με γνεψίματα. Δύο γνωστές πατινάδες είναι: «Τόσο σκληρή και άπονη» και «Αμάν Ελένη».

Επίσης γινόταν το έθιμο της «περικεφαλαίας». Σε κάθε κουϊτούκι τραγουδούσαν ένα από τα παλιά παραδοσιακά τραγούδια «σούσα», «λιγερή», «τριανταφυλλένια». Ο κορυφαίος του χορού βρακοφορεμένος καθιερώθηκε το να φοράει «περικεφαλαία». Ο αρχινιστής ντυμένος με τσολιάδικη φουστανέλα, που παρίστανε το Αλέξανδρο τον Μέγα, στάθηκε για τους σκλαβωμένους ραγιάδες ένα σύμβολο παλικαριάς.

Άλλο ένα έθιμο ήταν οι «μουτσούνες» (τέρατα) ή «κουδουνάτων πειρασμών». Με προβιές στο σώμα με κουδούνια στα χέρια και στα πόδια, με πάνινα κέρατα στο κεφάλι και βοδινή ουρά στον πισινό ο αρσενικός και με μακριά άσπρη φούστα ο θηλυκός χόρευαν αντικριστά. Γύρω οι άλλοι και αυτοί μασκαρεμένοι έφταναν σε εκστασιασμό.

Αγαπημένη συνήθεια των παλιών στιχουργών ήταν ο «αντικαρνάβαλος» ή «καρναβαλομαχία». Πάνω στα γαϊδούρια μονομαχούσαν όχι με όπλα αλλά με στίχους.

Το 1985 ιδρύθηκε ο Καρναβαλικός Σύλλογος Αγιάσου «Ο Σάτυρος».

Το Λαογραφικό Μουσείο του Αναγνωστηρίου Αγιάσου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Φωτογραφία από το μουσείο

Το Λαογραφικό Μουσείο του Αναγνωστηρίου Αγιάσου είναι ίσως το σημαντικότερο της κατηγορίας του στη Λέσβο και όχι μόνο, λόγω του πλούτου και της ποικιλίας των εκθεμάτων που φιλοξενεί. Βρίσκεται δίπλα στο κτίριο της βιβλιοθήκης και του θεάτρου και χτίστηκε σύμφωνα με τα παραδοσιακά αρχιτεκτονικά πρότυπα της Αγιάσου.[11] Επί προεδρίας του Πάνου Πράτσου συγκεντρώθηκε πλούσιο λαογραφικό υλικό. Ο θεμέλιος λίθος του Λαογραφικού Μουσείου τέθηκε στις 23 Αυγούστου του 1980 από τον μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιάκωβο Β΄ και τα εγκαίνια του έγιναν στις 13 Αυγούστου του 1988. Ως κατασκευή το Λαογραφικό Μουσείο το μεν ισόγειο είναι χτισμένο με πέτρα πελεκητή, ενώ το υπόλοιπο από ξύλο καστανιάς με σαχνισίνι. Τα πατώματα και τα εσωτερικά χωρίσματα είναι επίσης από ξύλο, ξύλινες ακόμη είναι και οι εσωτερικές σκάλες.

Το μουσείο λειτουργεί σε καθημερινή βάση από την 1η Ιουλίου μέχρι και την 14η Σεπτεμβρίου κάθε χρόνου (10:30-14:00 και 17:30-21:00) και έκτακτα κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου έτους. Πολύς κόσμος, ντόπιοι και ξένοι, το επισκέπτονται.          

  1. «Απογραφή Πληθυσμού-Κατοικιών 2011» (PDF). Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 17 Μαΐου 2017. Ανακτήθηκε στις 3 Μαρτίου 2018. 
  2. 2,0 2,1 2,2 «Απογραφή Πληθυσμού-Kατοικιών 2011 - ELSTAT». www.statistics.gr. Ανακτήθηκε στις 3 Μαρτίου 2024. 
  3. Δήμος Αγιάσου, η ιστορία του χωριού
  4. ΠΛ 1:137
  5. ΠΛΜ 1:400
  6. «Προφίλ». Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου. 18 Ιουλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 2024. 
  7. Pococke Richard "A description of the East", London 1745, volume b, page 15
  8. Newton Charles 1865 "Travels and discoveries in the Levant" London (2 volumes)
  9. "Rapport adresse en 1855 a M le Ministre de l' instruction publique sur La topographie et l' histoire se l' ile de Lesbos" Anrchives des Missions Scientifiques vol E Paris 1856"
  10. Tozer Henry "" The islands of the Aegean" Oxford 1890 p. 119
  11. «Το Λαογραφικό Μουσείο του Αναγνωστηρίου Αγιάσου». 
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, 2006 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Παναγιώτης Παρασκευαΐδης 1973. Οι περιηγηταί για τη Λέσβο. Σελίδες 37, 101, 103, 112
  • Βασίλειος Κων. Κωμαΐτης "ΑΓΙΑΣΟΣ 1912-2012"
  • Αγιάσος (τόμος 9ος) Φιλοπροόδος σύλλογος Αγιασωτών, τεύχος 157 Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2006 (σελίδες: 17-20)
  • Ανεξερεύνητη Λέσβος (πρώτη έκδοση: Ιούλιος 2006) της Τζέλης Χατζηδημητρίου (σελίδες: 478-479)
  • περιοδικόν η "Αγιάσος", Τεύχος Β', Φιλοπρόοδος Σύλλογος Αγιασωτών Ανθούπολης (1980)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]