Ορεκτικό

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ένας δίσκος με καναπεδάκια, μια μορφή ορεκτικού, σε κοκτέιλ πάρτι

Ορεκτικό ή ορντέβρ (γαλλικά: hors-d'œuvre‎‎ ɔʁ dœvʁ)[1] είναι ένα μικρό πιάτο που σερβίρεται πριν από το γεύμα[2][3] στην ευρωπαϊκή κουζίνα. Άλλα ορεκτικά σερβίρονται κρύα, ενώ άλλα ζεστά. Τα ορεκτικά μπορούν να σερβιριστούν στο τραπέζι ως μέρος του γεύματος ή μπορούν να σερβιριστούν στο όρθιο, όπως σε μια δεξίωση ή ένα κοκτέιλ πάρτι. Παλαιότερα, τα ορεκτικά σερβίρονταν επίσης μεταξύ των διαφορετικών πιάτων.[4] Το ορεκτικό είναι συνήθως μικρότερο από το κύριο πιάτο και συχνά τρώγεται με το χέρι.


Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο λέξη ορεκτικό προέρχεται από το επίθετο ορεκτικός (αρχαία ελληνικά: ὀρεκτικός), που σημαίνει αυτόν που προκαλεί πείνα, που ανοίγει την όρεξη. Το συνώνυμο ορντέβρ (γαλλικά: Hors-d'œuvre) σημαίνει κυριολεκτικά "εκτός εργασίας", δηλαδή "εκτός των συνηθισμένων πιάτων ενός γεύματος". Στην ουσία, είναι ένα πιάτο που είτε τρώγεται μόνο του ως σνακ είτε συνοδεύει το κύριο πιάτο.[1][5] Η γαλλική ορθογραφία είναι ίδια στον ενικό και στον πληθυντικό, ενώ στα ελληνικά το ουσιαστικό ορντέβρ είναι άκλιτο.

Προέλευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάποιοι ιστορικοί τροφίμων πιστεύουν ότι η παράδοση του ορεκτικού ίσως ξεκίνησε στη Ρωσία, όπου τα μικρά σνακ με ψάρια, χαβιάρι και κρέατα ήταν συνηθισμένα μετά από μεγάλα ταξίδια.[6] Ωστόσο, ενδέχεται το έθιμο να προήλθε από την Κίνα, πιθανώς μέσω των στεπών, από όπου μεταφέρθηκε στη Ρωσία, τη Σκανδιναβία, τη Γαλλία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η παράδοση μπορεί να έφτασε στην Ιταλία, την Ελλάδα και τα βαλκανικά έθνη μέσω της Ρωσίας ή της Περσίας. Υπάρχουν πολλά αντίστοιχα εθνικά έθιμα, όπως το σουηδικό smörgåsbord, το ρωσικό ζακούσκι, ο μεσανατολικός μεζές και το ιταλικό αντιπάστο.[7] Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, η πρακτική των γευμάτων ήταν να υπάρχουν δύο κύρια πιάτα τα οποία συμπληρώνονταν πριν από το γεύμα με μικρές ποσότητες ψαριών, λαχανικών, τυριών ή ελιών.[8] Αυτά σερβίρονταν στην αρχή του γεύματος που είναι γνωστό ως gustatio ή promulsis. Πρόπωμα έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες το γλυκό κρασί, απ' όπου έπιναν όλοι οι συμμετέχοντες σε ένα συμπόσιο πριν από το φαγητό.[9][10] Ήδη από το 500 μ.Χ., το βαβυλωνιακό Ταλμούδ (Yoma 83b) αφηγείται την πρακτική του να προσφέρεις σε κάποιον γλυκά πριν από το κύριο πιάτο ενός γεύματος για να τονωθεί η δύναμή του και να αυξηθεί η όρεξή του (αραμαϊκά: מגרר גריר).

Γαλλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ορντέβρ (1623) του Πίτερ Κλες

Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, στα επίσημα γεύματα στη Γαλλία σερβίρονταν εντράδες ανάμεσα στο σερβίρισμα των διαφόρων πιάτων. Τον 14ο αι., οι εντράδες παρασκευάζονταν κυρίως από κρέας, ψάρι και λαχανικά. Μέχρι τον 15ο αι., μεταξύ των πιάτων παρουσιάζονταν βρώσιμες παρασκευές με θέματα σχετικά με τον οικοδεσπότη, όπως γλυπτική βουτύρου ή άλλα είδη χειροποίητων κατασκευών.[11] Με την εισαγωγή τον 17ο αι. του service à la française (γαλλικό σερβίρισμα), όπου όλα τα πιάτα σερβίρονται ταυτόχρονα με αυστηρά συμμετρικό τρόπο, οι εντράδες άρχισαν να αλλάζουν νόημα, αλλά ήταν ακόμα κυρίως αλμυρές. Μαζί τους, ήρθαν και τα περίτεχνα ασημένια και κεραμικά επιτραπέζια σκεύη. Οι εντράδες τοποθετούνταν ανάμεσα στα άλλα πιάτα του κυρίου γεύματος.[11]

Την εποχή αυτή, περίπου τον 17ο αι., άρχισαν να σερβίρονται μικρότερα πιάτα εκτός αυτών των συμμετρικά τοποθετημένων πιάτων. Αυτά έγιναν γνωστά ως ορντέβρ.[8][11] Τα ορντέβρ (ορεκτικά) σερβίρονταν αρχικά ως καναπεδάκια από μικρά κομμάτια φρυγανισμένου ψωμιού με αλμυρά συστατικά πριν από το γεύμα.[12] Η πρώτη αναφορά του φαγητού αυτού έγινε από τον Φρανσουά Μασαλιό το 1691, στο βιβλίο του: Le cuisinier roial et bourgeois.[13] Στο Les plaisirs de la table, ο Εντουάρ Νινιόν αναφέρει ότι τα ορεκτικά προέρχονται από την Ασία. Συνεχίζει λέγοντας ότι οι Γάλλοι θεωρούσαν τα ορεκτικά σε ένα καλομαγειρεμένο γεύμα περιττά.[14] Το service à la française συνεχίστηκε στην Ευρώπη μέχρι τις αρχές του 19ου αι.[8][11]

Το στιλ του επίσημου δείπνου άλλαξε δραστικά τον 19ο αι. με πιάτα που σερβίρονται διαδοχικά το ένα μετά το άλλο.[8][15] Μερικά παραδοσιακά ορεκτικά παρέμεναν στο τραπέζι καθ' όλη τη διάρκεια του γεύματος. Αυτά ήταν ελιές, ξηροί καρποί, σέλινο και ραπανάκια. Τα υπόλοιπα ορεκτικά έγιναν ένα πιάτο που σερβίρεται μετά τη σούπα.[8]

Ως αποτέλεσμα της γαλλικής επιρροής στην ελληνική γλώσσα, το "ορντέβρ" αναφέρεται συχνά αντί για τη λέξη "ορεκτικό" για τα μικρά πιάτα που σερβίρονται στην αρχή ενός γεύματος.[16]

Προετοιμασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ορεκτικά παρασκευάζονται συχνά εκ των προτέρων. Στα εστιατόρια, κάποια είδη καταψύχονται στη συνέχεια ξαναζεσταίνονται σε φούρνο ή σε φούρνο μικροκυμάτων πριν από το σερβίρισμα.[17]

Χρήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σερβιτόρος σε βαγόνι εστιατορίου της δεκαετίας του 1920 σερβίρει καναπεδάκια ως σε δίσκο

Εάν μεσολαβεί μεγάλο διάστημα μεταξύ της άφιξης των καλεσμένων και του γεύματος, στο μεταξύ μπορεί να σερβιριστούν κοκτέιλ και ορεκτικά, στη διάρκεια της αναμονής.[18]

Είναι επίσης άγραφος κανόνας ότι τα πιάτα που σερβίρονται ως ορεκτικά δεν δίνουν καμία ένδειξη για το κυρίως γεύμα. Σερβίρονται είτε ζεστά είτε σε θερμοκρασία δωματίου είτε κρύα. Όταν σερβίρονται ζεστά, παρουσιάζονται μόνο αφού φτάσουν όλοι οι καλεσμένοι.

Τα ορεκτικά πριν από ένα γεύμα μπορεί να σερβίρονται από σερβιτόρους ή να βρίσκονται πάνω σε μπουφέ ή σε τραπέζι.

Παραδείγματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και κάθε φαγητό που σερβίρεται πριν από το κυρίως πιάτο είναι ουσιαστικά ορεκτικό, η φράση συχνά αναφέρεται σε συγκεκριμένα είδη, όπως τυρί ή φρούτα. Ένα σύκο με μασκαρπόνε τυλιγμένο με προσούτο είναι ορεκτικό, ενώ τα σκέτα σύκα σερβιρισμένα σε πιατέλα μπορούν επίσης να σερβιριστούν ως ορεκτικά.[19][20] Ένα ορεκτικό θα μπορούσε να είναι παντζάρια τουρσί ή αντζούγιες με ντομάτα ως συνοδεία αλκοολούχων ή μη αλκοολούχων ποτών. Άλλα ορεκτικά μπορεί να είναι ντιπ, αρτοσκευάσματα, ελιές ή ξηροί καρποί, αυγά, κρέατα, λαχανικά ή θαλασσινά.[17] Ορεκτικά που σερβίρονται συνήθως κρύα είναι καπνιστός σολομός, αβοκάντο, χαβιάρι, πατέ, μπρικ και άλλα. Ορεκτικά που σερβίρονται συνήθως ζεστά μπορεί να είναι επίσης λαχανικά, κρέας, ψάρι, αυγά, ζυμαρικά, τυρί, σουφλέ, σφολιάτες, πίτες και άλλα.[21]

Ανά πολιτισμό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αμερική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο Μεξικό, τα μποτάνας είναι ποικιλίες λαχανικών[22] που συνήθως σερβίρονται ως μικροί μεζέδες μαζί με κρασί.[23] Σε πολλές χώρες της Κεντρικής Αμερικής, τα ορεκτικά είναι γνωστά ως μπόκας («μπουκιές»).[24] Τα παζαπάλος είναι η λέξη με την οποία είναι γνωστά τα ορεκτικά στη Βενεζουέλα.[25]

Ασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεζέδες της ιορδανικής κουζίνας

Στα αραβικά, τα μποκαμελάτ ( مقبلات, «πράγματα που προετοιμάζουν για κάτι που θα ακολουθήσει», από τη ρίζα قبل, «αποδέχομαι») αναφέρονται στα ορεκτικά.[26] Στην Ινδία, είναι γνωστά ως chaat, τα οποία σερβίρονται όλη την ημέρα.[27] Το ντάχι πούρι είναι ένα άλλο ορεκτικό από την Ινδία, ιδιαίτερα δημοφιλές στο Μουμπάι και ολόκληρη την πολιτεία Μαχαράστρα και στην πόλη Αχμενταμπάντ της πολιτείας Γκουτζαράτ. Το τσάατ είναι ορεκτικό που καταναλώνεται ξεχωριστά και δεν αποτελεί μέρος ευρύτερου γεύματος.[28]

Το ζενσάι (前菜, «πριν από το πιάτο») είναι η ιαπωνική λέξη για το ορεκτικό. Για τα δυτικά πιάτα, χρησιμοποιείται συνήθως το οντομπούρου (オードブル), απευθείας μεταγραφή του ορντέβρ.[29][30][31] Στην Κορέα, το μπαντσάν (반찬) είναι ένα μικρό πιάτο λαχανικών, δημητριακών και κρεατικών. Άλλοι κορεατικοί όροι για τα ορεκτικά είναι ζεοντσάε (전채, «πριν από το πιάτο») και επιταΐζεο (에피타이저, «ορεκτικό» από το αγγλικό appetiser).[27] Στα βιετναμέζικα, χρησιμοποιείται το ντο νγουόι κχάι βι (Đồ nguội khai vị, «κρύο πρώτο πιάτο»). Αντίστοιχα, στα μανδαρινικά κινέζικα, τα λενγκ παν (冷盘, «κρύο πιάτο») και κιάν κάι (前菜, «πριν από το πιάτο») είναι όροι που αναφέρονται σε ορεκτικά, τα οποία σερβίρονται σε καλάθια-ατμομάγειρες από μπαμπού ή σε μικρά πιάτα.[27]

Οι μεζέδες είναι μια ποικιλία από μικρά πιάτα που σερβίρονται στις κουζίνες της Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και των Βαλκανίων. Οι μικροί μεζέδες σε μέγεθος μπουκιάς ονομάζονται μεζεδάκια.

Ο ινδονησιακός όρος για το ορεκτικό είναι πεμπούκα (κυριολεκτική σημασία: «άνοιγμα»),[32] ενώ ο αντίστοιχος τουρκικός όρος είναι γεμεκαλτί.[33][27] Στο Ιράν, ως ορεκτικό σερβίρεται συχνά χαβιάρι από την Κασπία και τη Μαύρη Θάλασσα.[34]

Ευρώπη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Αγγλία, δημοφιλή ζεστά ορεκτικά είναι οι "καβαλάρηδες άγγελοι" (angels on horseback, στρείδια τυλιγμένα με μπέικον) και οι "καβαλάρηδες διάβολοι" (αγγλικά: devils on horseback, αποξηραμένα φρούτα τυλιγμένα με μπέικον). Η πλειονότητα των συνταγών περιέχουν απήρυνους χουρμάδες ή δαμάσκηνα.[35] Το starter (προφορά: στάρτερ) είναι ένας κοινός όρος για το ορεκτικό στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιρλανδία και την Ινδία.[36] Τα κρουντιτέ από τη Γαλλία είναι ένα μείγμα από ωμές σαλάτες από τρία τουλάχιστον λαχανικά με εντυπωσιακά χρώματα.[37][38] Τα ζακούσκι είναι ορεκτικά της ρωσικής κουζίνας που συνηθίζονται και σε άλλα μετασοβιετικά κράτη και που περιέχουν αλλαντικά και ψάρια. Στα ιταλικά, αντιπάστο (antipasto) είναι οποιοδήποτε κρύο πιάτο με ελιές, τυρί και τουρσιά,[27] ενώ παρόμοια ορεκτικά υπάρχουν και στην υπόλοιπη Νότια Ευρώπη με διαφορετικά ονόματα (όπως entrada στα πορτογαλικά και entrante ή entremés στα ισπανικά).[39][40] Voorgerecht (προφέρεται: φούρχερεχτ) στα ολλανδικά σημαίνει πιάτο πριν από το κυρίως πιάτο.[41] Το φατούς είναι μια σαλάτα με ψωμί στη λεβαντική κουζίνα που παρασκευάζεται από φρυγανισμένα ή τηγανητά κομμάτια πίτας σε συνδυασμό με ανάμεικτα χόρτα και άλλα λαχανικά. Ανήκει στην οικογένεια των πιάτων που είναι γνωστά ως fattat (πληθυντικός) ή φατέ, που χρησιμοποιούν ως βάση το μπαγιάτικο ψωμί.[42]

Ηνωμένες Πολιτείες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πόουκι είναι μια σαλάτα ωμών θαλασσινών που σερβίρεται ως ορεκτικό στη Χαβάη

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το έθιμο φαίνεται να ξεκίνησε στην Καλιφόρνια, όπου λέγεται ότι ένας αλλοδαπός ιδιοκτήτης σαλούν είχε τοποθετήσει δίσκους με απλά ορεκτικά για να να σερβίρονται οι πελάτες του. Αυτή η παράδοση σύντομα εξελίχθηκε σε μπίρα των 5 σεντ με δωρεάν μεσημεριανό, ένα έθιμο που σταμάτησε λόγω ποτοαπαγόρευσης.[7]

Στις ΗΠΑ, ορεκτικό (αγγλικά: appetizer) είναι οτιδήποτε σερβίρεται πριν από ένα γεύμα. Τα ελαφριά σνακ που σερβίρονται εκτός γεύματος ονομάζονται ορντέρβ (hors d'oeuvres).[43][44]

Χαβάη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη χαβαϊκή γλώσσα τα ορεκτικά ονομάζονται πούπου (pūpū).[45] Οι γαστρονομικές επιρροές της Χαβάης είναι πολύ διαφορετικές λόγω των διαφόρων εθνοτήτων που ζουν στα νησιά της. Αυτή η ποικιλομορφία, μαζί με τον εξαμερικανισμό στα μέσα του 20ού αιώνα οδήγησαν στο χαβανέζικο κοκτέιλ που σερβίρεται με το πούπου στην αρχή του γεύματος.[46] Αυτή η ψευδοπολυνησιακή εμπειρία έχει οδηγήσει στη δημιουργία της πιατέλας πούπου και του κοκτέιλ ζόμπι.[47][48]

Ωκεανία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αμούς μπους

Τα ορεκτικά τύπου αμούς μπους (γαλλικά: amuse-bouche) που σερβίρονται στα μπαρ της Αυστραλίας είναι στρείδια και φουά γκρα Αλσατίας.[49] Συνηθισμένα ορεκτικά στη Νέα Ζηλανδία είναι το αρνίσιο σουβλάκι και οι μπουκιές μπακαλιάρου.[50] Στη Νέα Ζηλανδία, οι Μαορί ονομάζουν τα ορεκτικά τους κάι τιμοτίμο (γλώσσα Μαορί: kai timotimo).[51] Τα ορεκτικά που σερβίρονται στο Κιριμπάτι περιλαμβάνουν πάστες από ρεβίθι και μελιτζάνα, και κρεατικά μαγειρεμένα με μπαχαρικά και σιτάρι.[52] Το κοτόπουλο σε αλουμινόχαρτο και το ψητό χοιρινό, καθώς και μεζέδες από κρέας σε καπνιστή, πικάντικη σάλτσα είναι συνηθισμένα ορεκτικά στη Σαμόα.[53] Στην Τόνγκα, συνηθισμένα ορεκτικά είναι γαρίδες γαικίκι και ψητός ανανάς με ντιπ.[54]

Άλλες χώρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ορεκτικά που σερβίρονται στην Κένυα είναι συνήθως ωμά και φρέσκα λαχανικά με διάφορα ντιπ και γαρνιτούρες.[55] Πριν εισαχθούν τα σύγχρονα ορεκτικά από την Ευρώπη στη Νότια Αφρική, τα ορεκτικά που σερβίρονταν αποτελούνταν από ψάρια σαμπάλ και μαγειρεμένο μυελό των οστών με ψωμί.[56]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Dhirendra Verma (1999). Word Origins. Sterling Publishers Pvt. Ltd. σελ. 140. ISBN 978-81-207-1930-9. 
  2. Maurice Waite (9 Μαΐου 2013). Pocket Oxford English Dictionary. Oxford University Press. σελ. 439. ISBN 978-0-19-966615-7. 
  3. «ορεκτικό». Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας. Ακαδημία Αθηνών. Ανακτήθηκε στις 4 Μαρτίου 2024. 
  4. «hors d'oeuvre». Oxford English Dictionary. 
  5. John Ayto (1 Ιανουαρίου 2009). Word Origins. A&C Black. σελ. 496. ISBN 978-1-4081-0160-5. 
  6. Claire S. Cabot (16 Ιουλίου 2014). A Short History of Ingredients. Xlibris Corporation. σελ. 17. ISBN 978-1-4990-4630-4. [αυτοδημοσιευμένη πηγή]
  7. 7,0 7,1 James Beard (5 Μαΐου 2015). Hors d'oeuvre and Canapés. Open Road Media. σελίδες 13–14. ISBN 978-1-5040-0454-1. 
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 Andrew F. Smith (1 Μαΐου 2007). The Oxford Companion to American Food and Drink. Oxford University Press. σελίδες 18–19. ISBN 978-0-19-530796-2. 
  9. «Συμπόσιο». Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. Ανακτήθηκε στις 4 Μαρτίου 2024. 
  10. «Συμπόσιο». Παιδικός Διαγωνισμός Ζωγραφικής. Ανακτήθηκε στις 4 Μαρτίου 2024. 
  11. 11,0 11,1 11,2 11,3 The Oxford Companion to Sugar and Sweets. Oxford University Press. 1 Απριλίου 2015. σελίδες 240–241. ISBN 978-0-19-931361-7. 
  12. Melitta Weiss Adamson· Francine Segan (30 Οκτωβρίου 2008). Entertaining from Ancient Rome to the Super Bowl: An Encyclopedia [2 volumes]: An Encyclopedia. ABC-CLIO. σελ. 304. ISBN 978-0-313-08689-2. 
  13. Anne Willan· Mark Cherniavsky (3 Μαρτίου 2012). The Cookbook Library: Four Centuries of the Cooks, Writers, and Recipes That Made the Modern Cookbook. University of California Press. σελ. 134. ISBN 978-0-520-24400-9. 
  14. Elizabeth Ezra (2000). The Colonial Unconscious: Race and Culture in Interwar France. Cornell University Press. σελ. 118. ISBN 0-8014-8647-5. 
  15. Libby O Connell (11 Νοεμβρίου 2014). The American Plate: A Culinary History in 100 Bites. Sourcebooks. σελ. 279. ISBN 978-1-4926-0303-0. 
  16. Francis Katamba (11 Φεβρουαρίου 2015). English Words: Structure, History, Usage. Taylor & Francis. σελ. 157. ISBN 978-1-134-42542-6. 
  17. 17,0 17,1 Rombauer και άλλοι 1997.
  18. Weimer, Jan (2005). Hors D'oeuvres. Simon and Schuster. σελίδες 7, 11, 18, 20, 121, 131, 132, 137. ISBN 978-0-7432-6738-0. 
  19. Harry Louis Cracknell· R. J. Kaufmann (1999). «Chapter 6: Hors-d'oeuvre». Practical Professional Cookery. Cengage Learning EMEA. σελ. 100. ISBN 1-86152-873-6. 
  20. «3 ιδέες για να απολαύσετε τα σύκα ακόμη περισσότερο | clickatlife». www.clickatlife.gr. Ανακτήθηκε στις 4 Μαρτίου 2024. 
  21. Foskett και άλλοι 2014, σελ. 11.
  22. Steffan Igor Ayora Díaz (2012). Foodscapes, Foodfields, and Identities in Yucatán. Berghahn Books. σελίδες 84, 92, 101, 102, 104, 130, 142, 216, 220, 223, 224, 233, 274, 275, 277, 306. ISBN 978-0-85745-220-7. 
  23. Romero 2007, σελ. 48.
  24. Conord, Bruce· Conord, June (2006). Costa Rica Pocket Adventures: Pocket Adventure Guide. Hunter Publishing, Inc. σελ. 65. ISBN 978-1-58843-607-8. 
  25. Baguley, Kitt (1 Απριλίου 2003). Culture Shock Venezuela. Graphic Arts Center Publishing Company. σελίδες 4, 113, 230. ISBN 978-1-55868-634-2. 
  26. «Exploring Australian Home Cookery: a vintage cookbook from the 1930s». Good Food. 4 Νοεμβρίου 2014. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Δεκεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2015. 
  27. 27,0 27,1 27,2 27,3 27,4 Foskett και άλλοι 2014, σελ. 10.
  28. «Mouthful of joy». The Hindu. 11 Φεβρουαρίου 2004. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Σεπτεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2015. 
  29. Shizuo Tsuji (16 Φεβρουαρίου 2007). Japanese Cooking: A Simple Art. Kodansha International. σελίδες 48, 48, 241, 507. ISBN 978-4-7700-3049-8. 
  30. WAttention Co., Ltd. (22 Ιανουαρίου 2014). WAttention Tokyo VOL.10. ゴマブックス株式会社. σελ. 14. GGKEY:LQA0UQUGNC3. 
  31. Boye De Mente (12 Φεβρουαρίου 2007). Japanese In Plain English (EB). McGraw-Hill Education. σελ. 59. ISBN 978-0-07-148296-7. 
  32. Finger food: kue kecil untuk camilan. Gramedia Pustaka Utama. 2005. σελ. 3. ISBN 978-979-22-1630-1. 
  33. «TÜRK DİL KURUMU». tdk.gov.tr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Δεκεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 18 Μαρτίου 2015. 
  34. Davidson 2006, σελ. 150.
  35. «How to make the best devils on horseback». Metro. 19 December 2012. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 December 2015. https://web.archive.org/web/20151222161202/http://metro.co.uk/2012/12/19/how-to-make-the-best-devils-on-horseback-3321836/. Ανακτήθηκε στις 21 December 2015. 
  36. Brown, Pamela A. (28 Μαΐου 2015). Britain Unravelled: A North American Guide to the UK. Friesen Press. σελ. 143. ISBN 978-1-4602-4304-6. 
  37. Willan 2012, σελ. 245.
  38. Grad, Laurie (11 Ιανουαρίου 2011). Make it Easy, Make it Light. Simon and Schuster. σελ. 61. ISBN 978-1-4391-4518-0. 
  39. Pepper, Lucy· Pedroso, Célia (22 Ιουνίου 2011). Eat Portugal. Leya. σελ. 144. ISBN 978-989-23-1186-9. 
  40. Batty, Peggy A. (1 Ιανουαρίου 2009). Spanish for the Nutrition Professional. American Dietetic Association. σελίδες 70, 174. ISBN 978-0-88091-428-4. 
  41. Vreni de Jong-Müggler· Irmela Kelling (Οκτωβρίου 2011). Gezond lekker eten / druk 6: kookboek voor volwaardige voeding. Uitgeverij Christofoor. σελίδες 67, 68, 70, 72, 73, 74, 132, 262, 267, 328, 351, 397, 422, 423, 430, 435, 448, 628, 631, 637. ISBN 978-90-6238-304-7. 
  42. Wright 2003, σελ. 243.
  43. «Chicken – Description of Parts». RecipeTips.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Φεβρουαρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2015. 
  44. «The History of Chicken Fingers». Leite's Culinaria. 7 Σεπτεμβρίου 2010. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Ιανουαρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2015. 
  45. Small, Ernest (23 Αυγούστου 2011). Top 100 Exotic Food Plants. CRC Press. σελ. 376. ISBN 978-1-4398-5688-8. 
  46. Roger Haden (2009). Food Culture in the Pacific Islands. ABC-CLIO. σελ. 136. ISBN 978-0-313-34492-3. 
  47. Cheryl Charming (2 Ιουνίου 2009). Knack Bartending Basics: More than 400 Classic and Contemporary Cocktails for Any Occasion. Rowman & Littlefield. σελ. 96. ISBN 978-1-59921-772-7. 
  48. Cheryl Charming (1 Οκτωβρίου 2006). Miss Charming's Guide for Hip Bartenders and Wayout Wannabes. Sourcebooks. σελ. 4. ISBN 978-1-4022-5004-0. 
  49. Louis και άλλοι 2012, σελ. 434.
  50. Fodor's (29 Ιουλίου 2014). Fodor's New Zealand. Fodor's Travel Publications. σελ. 980. ISBN 978-0-8041-4251-9. 
  51. «Kitchen Terms – Māori Glossary». Māori Television. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Ιανουαρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 2016. 
  52. CultureGrams: Africa. Axiom Press. 2002. σελ. 227. ISBN 978-1-931694-36-0. 
  53. Cue: The Weekly Magazine of New York Life. Cue Publishing Company. Απριλίου 1976. σελ. 19. 
  54. «MotorBoating». Motor Boating (New York, N.Y. 2000): 43. July 1966. ISSN 1531-2623. https://books.google.com/books?id=0yXNIcE7uxYC&pg=PA43. 
  55. Dunham 2004, σελ. 89.
  56. Wyk & Barton 2007, σελ. 8.

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]