Σαλάτα
Η σαλάτα είναι έδεσμα ορεκτικό ή συμπληρωματικό του κυρίως φαγητού, που αποτελείται από ετερογενή υλικά, όπως ωμά ή βρασμένα λαχανικά, ζυμαρικά, κομμάτια κρέατος, τόνου κ.λπ. με προσθήκη αρτυματικού, π.χ. λάδι, ξύδι, αλάτι, ή σάλτσας. Σερβίρεται συνήθως κρύα, αν και κάποιες πατατοσαλάτες σερβίρονται ζεστές.
Η λέξη χρησιμοποιείται επίσης μεταφορικά στην έκφραση «τα κάνω σαλάτα» δηλαδή, προκαλώ μπέρδεμα ή αποτυγχάνω παταγωδώς.
Είδη σαλάτας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- Σαλάτα εποχής, σαλάτα που έχει μέσα μπρόκολο, κουνουπίδι και καρότο.
- Σαλάτα του καίσαρα, σαλάτα που περιέχει: μαρούλι, παρμεζάνα, φιλέτο κοτόπουλο και την σάλτσα σίζαρ.
|
![]() |
Αυτό το λήμμα σχετικά με τη Γαστρονομία χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |