Μικρασιατική Καταστροφή

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Μικρασιατική καταστροφή)
Έλληνες θύματα των σφαγών στη Σμύρνη το 1922

Ο όρος Μικρασιατική Καταστροφή είναι όρος που έχει υιοθετηθεί από την ελληνική ιστοριογραφία για να περιγράψει τα αποτελέσματα της Μικρασιατικής Εκστρατείας στην Ελλάδα και στον ελληνισμό γενικότερα.[1]

Συγκεκριμένα αναφέρεται στο τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1919-22, τη φυγή από την Τουρκία της ελληνικής διοίκησης, που είχε εγκατασταθεί στα δυτικά μικρασιατικά παράλια, κατά τη Συνθήκη των Σεβρών, όπως και τη σχεδόν άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού μετά την κατάρρευση του μετώπου και τη γενικευμένη πλέον εκδίωξη και εξόντωση μεγάλου μέρους του ελληνικού και χριστιανικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας. Συνολικά, το φθινόπωρο του 1922 έφθασαν στην Ελλάδα περίπου 55.000 Αρμένιοι και 1.250.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες.[2]

Ο πλήρης απολογισμός της καταστροφής αυτής που συντελέσθηκε ιστορικά σε δύο περιόδους, (αμφότερες τετραετίες), 1914-1918 και 1920-1924 είναι πράγματι πολύ δύσκολος. Οι αρπαγές και οι λεηλασίες σπιτιών και περιουσιών, οι γεωργικές και κτηνοτροφικές καταστροφές, το γκρέμισμα σχολείων, ναών και άλλων ευαγών ιδρυμάτων, η καταστροφή βιοτεχνικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων, με τον παράλληλο ευτελισμό κάθε ανθρώπινης αξιοπρέπειας στον οποίο περιλαμβάνονταν βασανισμοί αιχμαλώτων, ακρωτηριασμοί, θανάτωση βρεφών, βιασμοί, η ηθική οδύνη υπό το κλίμα του τρόμου και της απειλής του θανάτου, αλλά και ατέλειωτες πορείες στα περιώνυμα "τάγματα εργασίας", με άγνωστο αριθμό ανθρώπων που χάθηκαν σ' αυτά, οι απαγχονισμοί, τα δημόσια λυντσαρίσματα, καθώς και οι εκτελέσεις με αποφάσεις των τουρκικών Δικαστηρίων της Ανεξαρτησίας δεν έχουν μέχρι σήμερα ερευνηθεί πλήρως.[3]

Η εκστρατεία στη Μικρά Ασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι σύνεδροι στο Παρίσι

Αμέσως μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου (1918) ξεκίνησαν οι εργασίες στη Σύνοδο Ειρήνης στο Παρίσι μεταξύ των νικητριών χωρών, ανάμεσα σε αυτές και την Ελλάδα. Ύστερα από αγγλική και γαλλική συμφωνία, η 1η μεραρχία του ελληνικού στρατού υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Νικόλαου Ζαφειρίου αποβιβάστηκε στη Σμύρνη στις 2 Μαΐου του 1919 με σκοπό να εγκαταστήσει ελληνική διοίκηση -υπό συμμαχικό έλεγχο- και να προστατεύσει τους χριστιανικούς, και όχι μόνο, πληθυσμούς από ατάκτους και από αυθαιρεσίες της οθωμανικής διοίκησης.[4] Άλλωστε βρισκόταν ήδη από το 1914 διαδικασία εκκαθάρισης όλων των μη μουσουλμανικών στοιχείων. Ο ελληνικός πληθυσμός της Σμύρνης υποδέχθηκε με ενθουσιασμό τα ελληνικά στρατεύματα, θεωρώντας τα προμήνυμα για την παραχώρηση της πόλης στην Ελλάδα. Τους επόμενους μήνες συγκροτήθηκε στρατιωτική μεραρχία με έδρα τη Σμύρνη υπό τον συνταγματάρχη Αλέξανδρο Μαζαράκη-Αινιάν. Τουρκικές αντάρτικες δυνάμεις αρνήθηκαν όμως να δεχθούν την ελληνική διοίκηση και ξεκίνησαν ανταρτοπόλεμο, με αποτέλεσμα η απόβαση του ελληνικού στρατού να μετατραπεί σε μακρόχρονη εκστρατεία.

Παράλληλα, στη Συμμαχική Συνδιάσκεψη στο Παρίσι συζητιόταν η τύχη της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των εδαφών της. Τον Μάρτιο του 1920 το ελληνικό στρατηγείο μεταφέρθηκε από τη Θεσσαλονίκη στη Σμύρνη υπό τον Λεωνίδα Παρασκευόπουλο. Ύστερα από πιέσεις του Ελευθέριου Βενιζέλου οι Μεγάλες Δυνάμεις έδωσαν διστακτικά τη συγκατάθεση τους για προέλαση του ελληνικού στρατού στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας. Τον Αύγουστο του 1920 υπογράφηκε τελικά η Συνθήκη των Σεβρών, με την οποία γινόταν η οριστική παραχώρηση όλης της Θράκης (σχεδόν μέχρι την Κωνσταντινούπολη), καθώς και η παραχώρηση της διοίκησης της περιοχής της Σμύρνης για 5 έτη στην Ελλάδα (με το δικαίωμα ενσωμάτωσής της μετά από δημοψήφισμα). Μέχρι τις 10 Αυγούστου θα ακολουθούσε και η προσάρτηση της Ανατολικής Θράκης, αλλά και επίσημα των νησιών του Αιγαίου, τα οποία ήδη κατείχε η Ελλάδα από τους Βαλκανικούς. Επίσης ο Βενιζέλος είχε έρθει και σε μυστική συμφωνία με την Ιταλία (Σύμφωνο Βενιζέλου - Τιττόνι), αν και η συμφωνία αναιρέθηκε από την Ιταλία το καλοκαίρι του 1920.

Παράλληλα με τις επιτυχίες της ελληνικής διπλωματίας και του ελληνικού στρατού, στο τουρκικό στρατόπεδο επικρατούσε εμφύλια διαμάχη μεταξύ της στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας. Ο Κεμάλ Ατατούρκ είχε επαναστατήσει κατά του σουλτάνου Μωάμεθ ΣΤ΄ και είχε συγκροτήσει, με τη σύμφωνη γνώμη της τουρκικής εθνοσυνέλευσης, κυβέρνηση. Μια από τις πρώτες του κινήσεις ήταν η μεταφορά της πρωτεύουσας από την Κωνσταντινούπολη, η οποία είχε καταληφθεί από τα συμμαχικά στρατεύματα, στην Άγκυρα. Από εκεί ο Ατατούρκ οργάνωσε συστηματικότερα την αντεπίθεση του προς δυτικά (Έλληνες) και ανατολικά (Αρμένιους). Επιπλέον είχε καταφέρει να υπογράψει συμφωνίες με τη Σοβιετική Ένωση, και αργότερα μυστικά με Γαλλία και Ιταλία, έτσι ώστε να ισχυροποιήσει τη θέση του.

Η πορεία προς στην Καταστροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γούναρης εναντίον Βενιζέλου (εκλογές 1920)

Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας αποτέλεσαν οι εκλογές του 1920. Το αποτέλεσμα των εκλογών, μέσα σε συνθήκες Εθνικού Διχασμού και δυσαρέσκειας μέρους του ελληνικού λαού για τις αυθαιρεσίες της βενιζελικής διοίκησης και την παρουσία των ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία (βασική πολιτική της αντιβενιζελικής παράταξης από την έκρηξη του παγκοσμίου πολέμου ήταν η μη απόβαση στη Μικρά Ασία), ήταν καθοριστικό για τις μετέπειτα εξελίξεις.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ηττήθηκε στις εκλογές από την Ηνωμένη Αντιπολίτευση του Δημητρίου Γούναρη. Μόλις ένα μήνα πριν, ο φίλα προσκείμενος στις συμμαχικές δυνάμεις βασιλιάς Αλέξανδρος, σε αντίθεση με τον φιλογερμανό πατέρα του[5], πέθανε αιφνιδίως από δάγκωμα μαϊμούς.

Το Δεκέμβριο του 1920, ο Κωνσταντίνος Α΄ επέστρεψε στο θρόνο ύστερα από δημοψήφισμα. Ο Κωνσταντίνος ήταν εξαιρετικά αντιπαθής στις δυνάμεις της Αντάντ -οι οποίες ήδη ήταν πολύ διστακτικές ως προς τη προέλαση του ελληνικού στρατού στην ενδοχώρα- για την ουδετερότητα που προσπάθησε να κρατήσει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία, οι οποίες είχαν προειδοποιήσει τη νέα κυβέρνηση για το τι θα σήμαινε μια πιθανή επιστροφή του Κωνσταντίνου στις σχέσεις τους με αυτή, βρήκαν το πρόσχημα που χρειάζονταν για να απαγκιστρωθούν από την εκστρατεία (ιδίως Γαλλία και Ιταλία) και παρέδωσαν διακοινώσεις με τις οποίες δεν αναγνώριζαν τον Κωνσταντίνο ως αρχηγό του κράτους, ενώ πάγωσαν όλα τα δάνεια που είχανε δρομολογηθεί προς την Ελλάδα και την εξόφληση των πολεμικών αποζημιώσεων για τις επιτάξεις στο μέτωπο της Θεσσαλονίκης.[6] Μόνο η Αγγλία συνέχισε πλέον, αν και μόνο σε διπλωματικό επίπεδο[7], να υποστηρίζει την Ελλάδα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο. [8]

Μερικούς μήνες αργότερα το σκηνικό αλλάζει ριζικά. Η Τουρκία με ηγέτη τον Κεμάλ Ατατούρκ καταφέρνει να συμφωνήσει με Γαλλία και Ιταλία και να επιτύχει την προμήθεια του τουρκικού στρατού με πολεμικό υλικό από τις προαναφερόμενες χώρες.

Ο ελληνικός στρατός στην Αλμυρά Έρημο (1921).

Την άνοιξη του 1921, ο ελληνικός στρατός, ύστερα από στρατιωτικό συμβούλιο, αποφάσισε προέλαση προς την Άγκυρα και κατέλαβε καίρια στρατηγικά σημεία (Εσκί-Σεχίρ & Αφιόν-Καραχισάρ), χωρίς όμως να καταφέρει να εξαλείψει την τουρκική απειλή. Με το πέρασμα του χρόνου η εκστρατεία εξελίχθηκε οικονομικά δυσβάσταχτη για το ελληνικό κράτος αφού κόστιζε 8.000.000 δραχμές ημερησίως. Ο Κεμάλ ως αρχιστράτηγος του τουρκικού στρατού με μυστική συμφωνία με τους Γάλλους (Συνθήκη της Άγκυρας, 20 Οκτωβρίου του 1921) ακύρωσε τη Συνθήκη των Σεβρών, ενώ παράλληλα οι Γάλλοι εγκατέλειψαν την Κιλικία[9] αφήνοντας άφθονο πολεμικό υλικό στα χέρια των Τούρκων. Στις 5 Απριλίου 1922 η Ιταλία εκκένωσε την περιοχή της Εφέσου, την οποία και κατέλαβε ο ελληνικός στρατός.

Η προέλαση του ελληνικού στρατού προς την Άγκυρα είχε τερματιστεί στη Μάχη στον Σαγγάριο τον Αύγουστο του 1921. Ακολούθησε στασιμότητα για περίπου ένα χρόνο, η οποία έφθειρε το ηθικό του στρατεύματος και αντίθετα έδωσε χρόνο στον Κεμάλ να αναδιοργανωθεί.

Μετά την, εκ των συνθηκών πλέον, αναγκαστική καθήλωση του ελληνικού στρατού και την παραίτησή από την πρωτοβουλία των επιχειρήσεων που, έως και πριν τη μάχη του Σαγγάριου είχε, η ελληνική κυβέρνηση είχε συνειδητοποιήσει το επερχόμενο αδιέξοδο και σε συνεργασία με τον Ύπατο Αρμοστή Σμύρνης Αριστείδη Στεργιάδη είχε αποφασίσει την (στρατιωτική) εκκένωση ολόκληρης της Μικράς Ασίας, ήδη από τον Απρίλιο του 1922. Σε σχετική επιστολή της Έκθεσης Πεπραγμένων της Επιτροπής Εθνικής Άμυνας Κωνσταντινουπόλεως προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο με ημερομηνία 23 Απριλίου 1922, αναφέρονται τα εξής: "... Παρά το άνισον του αγώνος κ. Πρόεδρε, νομίζομεν ότι υπάρχει ακόμη ελπίς σωτηρίας. Κυρίως σήμερον πρόκειται περί του πως θα εξασφαλησθή η διάρκεια του πολέμου κατά το θέρος..." και "... είμεθα υποχρεωμένοι να τηρήσωμεν την μέχρι τούδε τηρηθείσαν απειλητική στάσιν μας κατά του αθηναϊκού καθεστώτος δια να το εξαναγκάσωμεν όπως μη τολμήσει να πραγματοποιήση την εκκένωσιν της Μικράς Ασίας διαρκούντος του θέρους..." [10]

Τον Μάιο του 1922 η κυβέρνηση Γούναρη παραιτήθηκε υπό το βάρος των εξελίξεων και την εξουσία ανέλαβε η κυβέρνηση του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη (πριν την κυβέρνηση του Πρωτοπαπαδάκη είχε ανέλθει στην εξουσία η εξαήμερη κυβέρνηση του Νικόλαου Στράτου.

Επίσης, ο αντιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας παραιτήθηκε λόγω διαφωνίας με την κυβέρνηση[11]. Στη θέση του ανήλθε ο Γεώργιος Χατζανέστης. Σε διπλωματικό επίπεδο, οι προσπάθειες που γινόντουσαν όλο αυτό το διάστημα (Συνέδρια του Λονδίνου), μεταξύ Δυνάμεων, Ελληνικής κυβέρνησης και Τούρκων εκπροσώπων για συμβιβαστική λύση, δεν κατέληγαν σε κάποια συμφωνία. Εν τω μεταξύ, η οικονομική κατάσταση της χώρας βρισκόταν σε τραγικό επίπεδο. Ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, υπουργός οικονομικών, εφάρμοσε ένα σύστημα παγκοσμίως πρωτότυπο: διχοτόμησε το χαρτονόμισμα επιβάλλοντας αναγκαστικό εσωτερικό δάνειο. Αν και το σύστημα απέδωσε, εντούτοις επέτεινε τη λαϊκή δυσαρέσκεια.

Τον Ιούλιο του 1922 η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη ψήφισε τον νόμο 2870 (ΦΕΚ Α 119/1922) Περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής. Σύμφωνα με την άποψη του ιστορικού Βλάσση Αγτζίδη, ο νόμος αυτός εξυπηρετούσε τα σχέδια της ελληνικής κυβέρνησης να εμποδίσουν την άφιξη και κατ' επέκταση τη σωτηρία την προσφύγων που θα συνέρρεαν στην Ελλάδα μετά την αποτυχία της μικρασιατικής εκστρατείας.[12][13].

Παράλληλα, η αντιπαλότητα σε πολιτικό επίπεδο, μεταξύ της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης συνεχιζόταν αμείωτη, γεγονός που εκφραζόταν στους πηχυαίους τίτλους των εφημερίδων της εποχής. Χαρακτηριστικά ήταν τα πρωτοσέλιδα του Έθνους και του Σκριπ (φιλοβενιζελική η πρώτη, αντιβενιζελική η δεύτερη) με ημερομηνία 1 Ιουνίου 1922, όταν κατηγορίες αλληλοεκτοξεύονταν ανάλογα με την τοποθέτηση της εφημερίδας. Η νέα κυβέρνηση ζήτησε την άδεια των συμμάχων για στρατιωτική επιχείρηση στην Κωνσταντινούπολη. Οι Δυνάμεις όμως αρνήθηκαν και επισήμαναν ότι δόθηκαν εντολές στα συμμαχικά στρατεύματα στη Κωνσταντινούπολη και τη Μ. Ασία να εμποδίσουν κάθε ελληνική κίνηση για την κατάληψή της.

Αύγουστος 1922[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έλληνες στρατιώτες στο Αφιόν Καραχισάρ.

Στις 4:30 π.μ. της 6 Αυγούστου του 1922, ο τουρκικός στρατός επιχείρησε δύο ανεξάρτητες μεταξύ τους ενέργειες που είχαν διερευνητικό χαρακτήρα, προσβάλλοντας ευάλωτα σημεία των ελληνικών γραμμών άμυνας. Στη δεύτερη από τις δύο περιπτώσεις (η πρώτη αποκρούστηκε με επιτυχία) οι εχθρικές δυνάμεις κτύπησαν την Ορτάντζα του τομέα Μπουλαντάν, με αποτέλεσμα να διασπάσουν τη γραμμή της και με συνέπεια τη σύμπτυξη των Ελλήνων μαχητών[14]. Τα ξημερώματα (ώρα 4:00 π.μ.) της 13ης Αυγούστου του 1922 ο τουρκικός στρατός (40 - 50.000 άνδρες) αποτελούμενος από συνολική δύναμη 17 μεραρχιών (Ι και ΙΙ στρατιές, υπό τους Νουρεδδίν πασά και Γιακούπ Σεβδή πασά, αντίστοιχα) επιτέθηκε από δύο πλευρές (κύριος και δευτερεύον τομείς) στις ελληνικές δυνάμεις του Αφιόν Καραχισάρ, που τις αποτελούσαν 9 μεραρχίες πεζικού[15]. Η επίθεση των Τούρκων, την οποία διεύθυνε ο ίδιος ο Κεμάλ (από κοινού με τον Ισμέτ πασά, διοικητή του Δυτικού Μετώπου και το Φεβζή πασά, πρωθυπουργό και Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου του τουρκικού στρατού) ήταν αναμενόμενη, όμως παρόλ' αυτά αιφνιδίασε με την σφοδρότητά της την ηγεσία του ελληνικού στρατού, που περίμενε να αντιμετωπίσει άτακτα σώματα. Το πυροβολικό του Νουρεδδίν (250 πυροβόλα έναντι 100 ελληνικών) σε συνεργασία με το ιππικό (συνολικά 2 Σ.Σ. εκ των οποίων το ένα υπό το Φαχρεδδίν πασά, αποτελούμενο από τρεις μεραρχίες κι έπειτα από βραδινή πορεία στη δύσβατη -και αφύλακτη από ελληνικές μονάδες- περιοχή του Αχούρ Νταγ, εισέδυσε σε ένα κενό περίπου 15 χλμ. που υπήρχε στο κέντρο της Ι Ελληνικής Μεραρχίας και έτσι βρέθηκε στα νώτα των Ελλήνων μαχητών[16]) ανάγκασαν σε ελάχιστο χρόνο την 1η & 4η μεραρχία στρατού σε υποχώρηση. Παράλληλα και επί διήμερο (13-14 Αυγούστου) οι δυνάμεις του Σεβδή απασχολούσαν υπέρτερες ελληνικές μονάδες στο δευτερεύοντα τομέα έως το Εσκί Σεχίρ. Στον νότο είχαν εγκλωβιστεί δύο σώματα στρατού, του Αθανασίου Φράγκου και του Νικολάου Τρικούπη.[17] Στις 17 Αυγούστου ο στρατός του Νικολάου Τρικούπη περικυκλώθηκε από τους Τούρκους και σταδιακά διασπάστηκε με αποτέλεσμα στις 20 Αυγούστου ο Τρικούπης και η φάλαγγα του, η οποία συμπεριλάμβανε δύο στρατηγούς διοικητές σωμάτων, έναν μέραρχο, 190 αξιωματικούς και 4.500 οπλίτες, να παραδοθούν.

Η υποχώρηση του ελληνικού στρατού.

Στον Βορρά, το Γ΄ Σώμα Στρατού δεν είχε ιδιαίτερες απώλειες, επειδή το κύριο βάρος της τουρκικής επίθεσης το είχαν δεχτεί οι μεραρχίες του νότου. Στις 24 Αυγούστου έφτασε με όλα του τα πολεμοφόδια στην Προύσα και συνέχισε την πορεία του προς τα παράλια. Βέβαια υπήρξαν περιστατικά διάλυσης, όπως η αποκοπή και η αιχμαλώτιση της 11ης μεραρχίας από υποδεέστερες τουρκικές δυνάμεις στα Μουδανιά. Στον αντίποδα, χαρακτηριστικό παράδειγμα πειθαρχίας επέδειξε η Ανεξάρτητη Μεραρχία υπό τον Δημήτριο Θεοτόκη, η οποία μέσα στον γενικό πανικό που υπήρχε διατήρησε την πειθαρχία της και κατευθύνθηκε με μηδαμινές απώλειες στα ελληνικά παράλια της Μικράς Ασίας. Ο κύριος λόγος της επιτυχίας της μεραρχίας ήταν η ειλικρίνεια που έδειξαν οι αξιωματικοί της απέναντι στους στρατιώτες για τις δυσκολίες της κατάστασης που αντιμετώπιζαν, γεγονός που επέδρασε σημαντικά στην ψυχολογία των στρατιωτών και τους συσπείρωσε.

Η εκκένωση της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 24 Αυγούστου η στρατιωτική ηγεσία συγκεντρώθηκε στη Σμύρνη και εξέδωσε διαταγές. Όμως οι διαταγές δεν είχαν ουσιαστικό αποδέκτη αφού όχι μόνο οι επικοινωνίες είχαν διακοπεί αλλά και οι στρατιώτες δεν υπάκουαν. Η αμυντική τακτική ήταν αδύνατη αφού τα σώματα στρατού είχαν αποκοπεί και κατευθύνονταν στα παράλια της Μικράς Ασίας. Στις 5 Σεπτεμβρίου τα τελευταία τμήματα του Γ' Σώματος Στρατού εγκατέλειψαν τη Μικρά Ασία από το λιμάνι της Αρτάκης αφήνοντας τους ανυπεράσπιστους Μικρασιάτες στο έλεος των Τούρκων, οι οποίοι ιδίως στην περιοχή της Σμύρνης μέχρι τέλους διαβεβαιώνονταν από τις Ελληνικές Αρχές και την Αρμοστεία (Στεργιάδης) ότι δεν υπήρχε κίνδυνος και λόγος ανησυχίας. Μάλιστα δε, δια στόματος του [18] υπουργού Στρατιωτικών Νικολάου Θεοτόκη οι Σμυρνιοί διαβεβαιώθηκαν πως «η Σμύρνη δεν θα εγκαταλειφθεί». Τέσσερις μέρες αργότερα, η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη παραιτήθηκε και, ύστερα από προσπάθειες του Παλατιού, σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Ν. Τριανταφυλλάκο. Στις 8 Σεπτεμβρίου οι πρώτοι Τούρκοι στρατιώτες μπήκαν στη Σμύρνη και στις 13 Σεπτεμβρίου (31 Αυγούστου σύμφωνα με το Ιουλιανό Ημερολόγιο) ξεκίνησε η πυρκαγιά η οποία κατέστρεψε την ελληνική και την αρμενική συνοικία. Την ίδια μέρα τα τελευταία ελληνικά στρατεύματα αποχώρησαν από την Προύσα. Η πυρκαγιά πάντως τέθηκε γρήγορα υπό έλεγχο και μόνο μία συνοικία καταστράφηκε. Στις 13 Σεπτεμβρίου, τα τελευταία ελληνικά στρατεύματα οχυρώθηκαν στη Χερσόνησο της Ερυθραίας, με ισχυρή στρατιωτική δύναμη να φυλάει το λεπτότερο σημείο του ισθμού, μήκους 11 χιλιομέτρων. Από εκεί ξεκίνησε η οργανωμένη και ασφαλής αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων. Όσοι στρατιώτες επρόκειτο να επιστρέψουν στον Πειραιά αφοπλίστηκαν, αλλά αυτοί που μεταφέρθηκαν στη Θράκη διατήρησαν τον οπλισμό τους. Τα νησιά του Αιγαίου γέμισαν Έλληνες στρατιώτες. Παράλληλα, καθώς υπήρχε πλέον σοβαρό ενδεχόμενο η ελληνοτουρκική σύρραξη να επεκταθεί στα Βαλκάνια, η Ρουμανία και η Γιουγκοσλαβία δήλωσαν ξεκάθαρα τη πρόθεσή τους να βοηθήσουν την Ελλάδα σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ενώ παράλληλα οι Τούρκοι της Θράκης, ενθαρρυμένοι από τις επιτυχίες των κεμαλικών, ξεκίνησαν αντιχριστιανικά κινήματα.[19]. Στις 15 Σεπτεμβρίου, με τα τουρκικά στρατεύματα να απέχουν μόλις 55 χιλιόμετρα από την Κωνσταντινούπολη, ο βρετανικός στόλος που βρισκόταν στην Πόλη δέχτηκε εντολή να μην επιτρέψει σε κανέναν Τούρκο να περάσει σε ευρωπαϊκό έδαφος. Ωστόσο ο βρετανικός τύπος ήταν προβληματισμένος με τη στάση των Γάλλων, για τους οποίους υπήρχαν υποψίες ότι ήταν διατεθειμένοι να δώσουν εδάφη της Θράκης και την Αδριανούπολη στους Τούρκους. Παράλληλα, μουσουλμανικές χώρες σε όλον τον πλανήτη συνεχάρηκαν τους Τούρκους για τα κατορθώματά τους. [20] Ταυτόχρονα στη Σμύρνη, η φωτιά που ξεκίνησε στην αρμένικη συνοικία έκαψε τις συνοικίες των Ελλήνων, των Ευρωπαίων και έφτασε και στις τουρκικές. Τα στρατεύματα των κεμαλικών έκαναν κάποιες προσπάθειες να σταματήσουν το χάος, αλλά κυρίως οι άτακτοι Τούρκοι τσέτες είχαν βγει εκτός ελέγχου και λεηλατούσαν, βίαζαν και σκότωναν. Ανάμεσα στα εγκλήματα των Τούρκων αναφέρεται και η απαγωγή κοριτσιών από το Αμερικανικό Κολέγιο Θηλέων, με τη μοίρα τους να αγνοείται. Φέρεται πως οι αμερικανικές επιχειρήσεις χτυπήθηκαν οικονομικά από την Καταστροφή της Σμύρνης. [21]

Στις 16 Σεπτεμβρίου, βρετανικά στρατεύματα τοποθετήθηκαν στα Δαρδανέλια για κάθε ενδεχόμενο και οι Βρετανοί δήλωσαν την επιθυμία τους να διατηρηθεί η ουδετερότητα των Στενών. Παράλληλα, με τη Καταστροφή της Σμύρνης να συνεχίζεται, τουλάχιστον 25.000 γυναίκες και κορίτσια αιχμαλωτίστηκαν και μεταφέρθηκαν στην ενδοχώρα[εκκρεμεί παραπομπή].

Από τις 18 Σεπτεμβρίου, πρόσφυγες έφταναν κατά χιλιάδες στην Αθήνα, ενώ οι Βρετανοί κινητοποίησαν ολόκληρο τον Ατλαντικό στόλο και εντατικοποίησαν τις εργασίες των εργοστασίων για περίπτωση σύρραξης με τους Τούρκους. Ταυτόχρονα οι κεμαλικοί εισέβαλαν στην ουδέτερη ζώνη και ετοιμάστηκαν να καταλάβουν τα Στενά ώστε να πετύχουν ευνοϊκότερους όρους σε μία συνθήκη. Οι Γάλλοι αντιτέθηκαν στην ένοπλη σύγκρουση στα Δαρδανέλια και τα εκκένωσαν από τα στρατεύματά τους, αλλά οι Βρετανοί, αποφασισμένοι να διατηρήσουν την ανεξαρτησία των Στενών, έστειλαν 10.000 στρατεύματα, με την υποστήριξη των Ιταλών, οι οποίοι όμως ήταν επίσης κατά του ενδεχομένου σύγκρουσης. Ωστόσο την επόμενη μέρα και οι Ιταλοί εκκένωσαν τα Δαρδανέλια.[22][23]

Μέσα στις επόμενες μέρες οι Βρετανοί ήταν έτοιμοι να έρθουν σε σύγκρουση με τους κεμαλικούς για τον έλεγχο των Δαρδανελίων, ενώ η Γαλλία ακολούθησε ρόλο μεσάζοντα, προσπαθώντας να αποτρέψει τον πόλεμο. Ωστόσο, στις 29 Σεπτεμβρίου ο Κεμάλ συμβιβάστηκε ώστε να μην επιτεθεί και υποσχέθηκε την αποστρατικοποίηση των Στενών, με τον όρο η Ανατολική Θράκη να περιέλθει στους Τούρκους. Έτσι οι εχθροπραξίες σταμάτησαν και άνοιξε ο δρόμος για τη Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία υπογράφτηκε το επόμενο έτος. [24]

Αναφορές σε κτηνωδίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σφαγές από την πλευρά Τούρκων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Ελεύθερο Βήμα 2/9/1922. Η κοινή γνώμη αγνοούσε την ταχύτητα της κατάρρευσης του ελληνικού στρατού στο μέτωπο. Τα νέα για την εγκατάλειψη των Ελλήνων της Μικράς Ασίας στην τύχη τους και οι θηριωδίες που ακολούθησαν έφτασαν σαν κεραυνός εν αιθρία.

Συνολικά η μικρασιατική εκστρατεία είχε ως αποτέλεσμα πάνω από 25.000 νεκρούς και τραυματίες στρατιώτες από ελληνικής πλευράς. Πάνω από 1.500.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες των προγόνων τους και να έρθουν σαν πρόσφυγες στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τους πάνω από 1.000.000 νεκρούς.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο Ελ. Βενιζέλος με το υπόμνημά του στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του Παρισιού, στη Μικρά Ασία ζούσαν 1.694.000 Έλληνες. Στη Θράκη και την περιοχή της Κωνσταντινούπολης 731.000. Στην περιοχή της Τραπεζούντας 350.000 και στα Άδανα 70.000. Σύνολο 2.845.000 Έλληνες που αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού της περιοχής που κυριαρχούσε οικονομικά, είχε δε καταφέρει να διατηρήσει την πολιτιστική του κληρονομιά παρότι αποτελούσε μειονότητα σε εχθρικό περιβάλλον.

Πρόσφυγες έχουν κατακλύσει την προκυμαία της Σμύρνης για να γλιτώσουν από τη φωτιά και τις σφαγές (1922).

Οι Τούρκοι ήθελαν να εξαφανίσουν κάθε ελληνικό στοιχείο από τη Μικρά Ασία, προβαίνοντας σε ανείπωτα εγκλήματα, σύμφωνα και με τις μαρτυρίες των δυτικών αυτοπτών μαρτύρων: Μαζικές πυρπολήσεις κτηρίων και ανθρώπων, βιασμοί, εκτελέσεις, βασανιστήρια κτλ. Αμερικανοί μάρτυρες διηγούνται ιστορίες για πυρπολήσεις αρρώστων μέσα σε νοσοκομεία και παιδιών μέσα σε σχολεία. Σύμφωνα δε με τον ανταποκριτή των Τάιμς του Λονδίνου, πολλοί χριστιανοί κάηκαν μέσα στις εκκλησίες τους, όταν αφού κατέφευγαν σε αυτές, οι Τούρκοι τούς έβαζαν επί τούτου φωτιά.[25]

Η γνωστή εκείνα τα χρόνια Αμερικανίδα ιατρός Εμ Σι Έλιοτ, που επί πολλά χρόνια είχε υπηρετήσει σε νοσοκομεία της Εγγύς Ανατολής, κατέθεσε τις εμπειρίες της, σύμφωνα με τις οποίες περιέθαλψε εκατοντάδες βιασμένες, από Τούρκους, χριστιανές κοπέλες και άκουσε για αμέτρητες άλλες τέτοιες περιπτώσεις, αλλά δεν είδε ούτε μία Τουρκάλα σε αντίστοιχη κατάσταση.[26]

Στους χριστιανούς-θύματα των τουρκικών θηριωδιών συγκαταλέγεται και ο μητροπολίτης Χρυσόστομος Σμύρνης, ο οποίος συνελήφθη, βασανίσθηκε, τυφλώθηκε και διαμελίστηκε από τον τουρκικό όχλο βρίσκοντας μαρτυρικό θάνατο στις 27 Αυγούστου 1922.[27] Μαζί με τον μητροπολίτη, από τον τουρκικό όχλο δολοφονήθηκαν και δύο επιφανή μέλη της Μικρασιατικής Άμυνας, ο δημογέροντας Γεώργιος Κλημάνογλου (τον οποίο απαγχόνισαν) και ο διαπρεπής νομικός Νικόλαος Τσουρούκτσογλου (τον οποίο έσυραν, δεμένο από τα πόδια πίσω από αυτοκίνητο στα λιθόστρωτα στενά της πόλης)[εκκρεμεί παραπομπή].

Αποκορύφωμα αποτέλεσε η πυρπόληση της αρμενικής και της ελληνικής συνοικίας της Σμύρνης. Το κάψιμο των σπιτιών ανάγκασε τους κρυμμένους σε αυτά χριστιανούς να βγουν έξω στους δρόμους, με αποτέλεσμα και οι τελευταίοι που είχαν γλιτώσει από τις προηγούμενες σφαγές, να πέφτουν στα χέρια των Τούρκων και να υφίστανται τρομερούς βασανισμούς πριν τον θάνατό τους.[28] Μεταξύ των θυμάτων, υπήρξαν και μεμονωμένες περιπτώσεις φόνων Δυτικών, όπως του Βρετανού συνταγματάρχη Μέρφι που σκοτώθηκε ενώ προσπαθούσε να προστατέψει το προσωπικό του από αρπαγές και βιασμούς ή του Ολλανδού εμπόρου Oscar de Jongh και της γυναίκας του.[29]

Πρόσφυγες από τη Σμύρνη αναφέρουν ότι οι Τούρκοι στρατιώτες σκότωναν αδιακρίτως με πολυβόλα[εκκρεμεί παραπομπή]. Ταυτόχρονα, λίγοι Αμερικανοί παρείχαν ανθρωπιστική βοήθεια. [30] Η πόλη εξαφανίστηκε καθώς από την πυρκαγιά διασώθηκε μόνο η τουρκική και η εβραϊκή συνοικία[31].

Οι σφαγές κατά Ελλήνων και Αρμενίων από τους Τούρκους έκαναν τον Αμερικανό πρόξενο στη Σμύρνη, Τζωρτζ Χόρτον (George Horton), να γράψει: «Ένα από τα δυνατώτερα συναισθήματα που πήρα μαζί μου απ’ τη Σμύρνη ήταν το συναίσθημα της ντροπής, διότι άνηκα στο ανθρώπινο γένος»[32]

Σφαγές από την πλευρά Ελλήνων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άποψη της, πυρπολημένης από τον υποχωρούντα ελληνικό στρατό, Μαγνησίας (σημ. Μανίσα).

Ο Βρετανός ιστορικός Άρνολντ Τόινμπι έγραψε ότι υπήρξαν οργανωμένες σφαγές κατά τη διάρκεια της ελληνικής κατοχής της Σμύρνης[33]. Ανέφερε ότι ο ίδιος και η γυναίκα του ήταν αυτόπτες μάρτυρες των «ελληνικών κτηνωδιών» - όπως τις περιγράφει - στις περιοχές Γιάλοβας (Yalova), Κίου (Gemlik) και Νικομήδειας (İzmit) και ότι όχι μόνο βρήκαν αδιαμφισβήτητες αποδείξεις στη μορφή «καμένων και λεηλατημένων σπιτιών, πτωμάτων που είχαν σφαχτεί πρόσφατα και τρομοκρατημένους επιζώντες»,[34] αλλά είδαν επίσης χριστιανούς πολίτες να ληστεύουν και στρατιωτικούς να προβαίνουν σε εμπρησμούς.[35] Σύμφωνα με τον Τόινμπι, με την άφιξη των ελληνικών δυνάμεων εκδιώχθηκε ο άμαχος τουρκικός πληθυσμός, εξαναγκάζοντας χιλιάδες άστεγους πλέον να φύγουν από τις κατεχόμενες περιοχές.[36] Επίσης αναφέρεται ότι οι Έλληνες, αποχωρώντας από την Προύσα, έβαλαν φωτιά σε διάφορα σημεία της πόλης. Η φωτιά τέθηκε υπό έλεγχο γρήγορα και μόνο μία συνοικία καταστράφηκε. [37].

Αντιδιαμετρικά κινείται ο Αμερικανός διπλωμάτης Τζωρτζ Χόρτον. Στο βιβλίο του Η κατάρα της Ασίας, αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο «Η Θεωρία του 50-50», στο οποίο αντικρούει τη θεωρία περί σφαγών από Έλληνες, θεωρώντας ότι αποτελεί έξυπνη τούρκικη προπαγάνδα. Ως αυτόπτης μάρτυρας στη Σμύρνη, γράφει ότι το σύνολο του ελληνικού στρατού τήρησε εξαιρετική στάση απέναντι στον τουρκικό λαό, ενώ κάνει ιδιαίτερη μνεία στην ελληνική διοίκηση της Σμύρνης για την αμερόληπτη εφαρμογή του νόμου, σε βαθμό που ο κυβερνήτης Στεργιάδης, να χάσει τη δημοτικότητά του στο ελληνικό στοιχείο[εκκρεμεί παραπομπή].

Επίλογος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ηγεσία του κινήματος της 11ης Σεπτεμβρίου.

Μετά την κατάρρευση του μετώπου, βενιζελικοί στρατιωτικοί επαναστάτησαν με το Κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922. Απαίτησαν την παραίτηση του Κωνσταντίνου, θεωρώντας τον από τους κύριους υπαίτιους των τραγικών εξελίξεων, και τη σύσταση νέας κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Αντάντ. Με τον βασιλιά να αποχωρεί στο εξωτερικό και την κυβέρνηση να παραιτείται, συστάθηκε στην Αθήνα έκτακτο στρατοδικείο ("δίκη των έξι", επειδή έξι τελικά καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν), με πρόεδρο τον στρατηγό Αλέξανδρο Οθωναίο, όπου παραπέμφθηκαν οχτώ υψηλόβαθμα στελέχη της κυβέρνησης Γούναρη, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Παράλληλα ο Ελευθέριος Βενιζέλος τοποθετήθηκε επικεφαλής των διαπραγματεύσεων με τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις και τους Τούρκους εκπροσώπους. Η ηττημένη Ελλάδα θα υπογράψει τελικά στις 24 Ιουλίου 1923 τη Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία αντικατέστησε τη Συνθήκη των Σεβρών.

Η δίκη των υπαιτίων πραγματοποιήθηκε με συνοπτικές διαδικασίες και, χωρίς να αποδειχθεί η ενοχή των κατηγορουμένων, κατέληξε -κυρίως για την εκτόνωση της λαϊκής αγανάκτησης- με την καταδίκη σε θάνατο των: Δημητρίου Γούναρη, Νικόλαου Θεοτόκη, Γεωργίου Χατζανέστη, Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, Γεωργίου Μπαλτατζή και Νικόλαου Στράτου, στις 28 Νοεμβρίου 1922, απόφαση που θεωρήθηκε από πολλούς ως προαποφασισμένη. Οι κυριότερες κατηγορίες των μαρτύρων συνέγκλιναν στο ότι "οι κατηγορούμενοι τοποθέτησαν τα συμφέροντα του Θρόνου πάνω από τα Εθνικά συμφέροντα".[38] Η εκτέλεση έγινε την ίδια μέρα στου Γουδή και προκάλεσε αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας αλλά και στο εξωτερικό. 88 χρόνια αργότερα, το 2010, ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την απόφαση του στρατοδικείου και αθώωσε τους καταδικασθέντες, μετά θάνατον.

Το 2008 ο εγγονός του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, Μιχαήλ, έκανε προσφυγή στον Άρειο Πάγο ζητώντας την ακύρωση της καταδικαστικής απόφασης του 1922 και την επανάληψη της δίκης. Παρουσίασε ως στοιχεία μια επιστολή και μια ομιλία του Βενιζέλου που ανέφεραν ότι ουδείς εκ των 6 δεν ήταν στην πραγματικότητα ένοχος. Η κίνηση προκάλεσε την αντίδραση της Ομοσπονδίας Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδος, ζητώντας να απορριφθεί το αίτημα του Πρωτοπαπαδάκη. Παρ' όλα αυτά, τον Οκτώβριο του 2010 αυτό έγινε δεκτό, αθωώνοντάς και τους έξι καταδικασθέντες. [39]

Αποτίμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προσφυγόπουλα, Έλληνες και Αρμένιοι, στην Αθήνα (1923).

Η Μικρασιατική Καταστροφή θεωρείται η μεγαλύτερη συμφορά του Νεότερου Ελληνισμού[40]. Με τη Συνθήκη της Λωζάνης και την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης ξεριζώθηκε από την προαιώνια πατρίδα του. Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες και Αρμένιοι χριστιανοί εξοντώθηκαν και οι υπόλοιποι ήρθαν ως πρόσφυγες, χωρίς τις περιουσίες τους, στην Ελλάδα.[40] Το σχεδόν χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος έπρεπε τάχιστα να στεγάσει και να περιθάλψει αυτόν τον τεράστιο πληθυσμό.

Παράλληλα, με την αποχώρηση μουσουλμάνων στο θρήσκευμα από την ελληνική επικράτεια, η Ελλάδα κατέστη περισσότερο εθνικά και θρησκευτικά ομοιογενής, αλλά η Μεγάλη Ιδέα -κύριος συνεκτικός δεσμός της κοινωνίας και ο κύριος στόχος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για σχεδόν 100 χρόνια- έλαβε τέλος.

Η Καταστροφή του 1922 θα επιφέρει βαθιές τομές εντός της ελληνικής κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα: οικονομικό (δημιουργία πολυπληθούς εργατικής τάξης στα μεγάλα αστικά κέντρα, καθώς και αστυφιλία), πολιτικό (ριζοσπαστικοποίηση των πολιτικών δυνάμεων), καθώς και πολιτισμικό (νέα μουσικά ακούσματα, κουζίνα, νέες πνευματικές αναζητήσεις και λογοτεχνικά ρεύματα, όπως η γενιά του ’30 κτλ).

Η άφιξη και εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα επηρέασε βαθιά κάθε πτυχή της ζωής, κοινωνική, πολιτική, πολιτισμική. Οι συντηρητικές και κλειστές, αγροτικές κοινωνίες των αυτοχθόνων ήρθαν σε επαφή με νέες αξίες και συνήθειες, πολλές από τις οποίες δεν ήταν σε θέση να αποδεχτούν. Ένα σχετικό παράδειγμα αποτελεί η αρνητική εικόνα που είχαν σχηματίσει για τις γυναίκες των προσφύγων ως «αμφιβόλου ηθικής»[41], απόρροια των πεποιθήσεων της εποχής, καθώς πολλές από εκείνες είχαν φτάσει στην Ελλάδα χωρίς τον άντρα, τον πατέρα ή τον αδερφό τους, που είχαν χάσει τη ζωή τους στον πόλεμο. Αλλά και γενικότερα, η διαφορά στον τρόπο ζωής, σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και στη γλώσσα, καθιστούσε τους ντόπιους Έλληνες αρνητικά διακείμενους απέναντι στους νεοφερμένους. Επιπλέον, η καταστροφή και η ανταλλαγή είχαν φέρει στη χώρα περίπου 300.000 άντρες με εκλογικό δικαίωμα, που θεωρούσαν τον βασιλιά υπαίτιο των δεινών τους. Το Σύμφωνο της Άγκυρας το 1930 εξανέμιζε κάθε ελπίδα που είχαν να πάρουν πίσω τις περιουσίες που είχαν εγκαταλείψει με την έξοδό τους. Αυτό οδήγησε στη διαμόρφωση ταξικής συνείδησης και τη στροφή προς τον κομμουνισμό, γεγονός επίσης αντίθετο προς τη μέχρι τότε γενικότερη μετριοπάθεια της ελληνικής κοινωνίας. [42]

Η εναλλαγή των κυβερνώντων προσώπων επέφερε, εκτός από πλήθος απόψεων που επικράτησαν και σοβαρές αντιπαλότητες και συγκρούσεις στο εσωτερικό της χώρας, που συνέβαλαν σημαντικά στην εξέλιξη των πολεμικών της κινήσεων στην Ανατολή. Η έντονη, και μάλλον δυσανάλογη, αυτοπεποίθησή της, όσον αφορά την επεκτατική της διάθεση, αποδείχθηκε καταλυτική δύναμη για την απώλεια εδαφών και τον ξεριζωμό ανθρώπων από τις πατρογονικές τους εστίες, που είχε προταθεί να προστατέψει. Τέλος, η υποδοχή των προσφύγων στη χώρα, δεν σήμανε το τέλος των συγκρούσεων, των αντιπαραθέσεων και των δοκιμασιών που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει ο πληθυσμός σε κάθε έκφανση της ζωής του.

Σύμφωνα με τον ακαδημαϊκο καθηγητή Γιωργο Μαυρογορδάτο η μικρασιάτικη καταστροφή «όχι μόνο τερμάτισε μια δεκαετία διαδοχικών πολέμων, αλλά και έθαψε μια πολιτική αλυτρωτισμού και επεκτατισμού ("Μεγάλη Ιδέα"), η οποία κυριαρχούσε στην πολιτική του σύγχρονου ελληνικού κράτους για έναν αιώνα από την ίδρυσή του».[43]

Ο ρόλος των Συμμάχων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μνημείο της Δημοκρατίας (1928) στην πλατεία Ταξίμ στην Κωνσταντινούπολη , φιλοτεχνημένο από τον Πιέτρο Κανόνικα. Οι άνθρωποι που στέκονται πίσω από τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, περιλαμβάνουν τον Σεμιόν Ιβανόβιτς Αραφόλ, πρεσβευτή της Ρωσικής ΣΣΔ στην Άγκυρα κατά τη διάρκεια του Τουρκικού Πολέμου της Ανεξαρτησίας (1919–1922).[44] Η παρουσία του στο μνημείο, με εντολή του Ατατούρκ, επισημαίνει την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια που έστειλε ο Βλαντίμιρ Λένιν το 1920, κατά τη διάρκεια του πολέμου.[44]

Οι πρώην σύμμαχοι της Ελλάδας κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, Γαλλία, Ιταλία και Μεγάλη Βρετανία, σταδιακά μετέστρεψαν την πολιτική τους υπέρ της Τουρκίας (ιδιαίτερα οι δύο πρώτες) ενώ οι ΗΠΑ ουδέποτε είχαν εμπλακεί σε πόλεμο με την Τουρκία και το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η εξυπηρέτηση των εμπορικών συμφερόντων τους στην Ανατολία. Περαιτέρω, η πρώην σύμμαχος Ρωσία, μετά την Επανάσταση των Μπολσεβίκων και τη συνθηκολόγηση με τη Γερμανία μετατράπηκε σε εχθρό της "Αντάντ", δέχθηκε επίθεση από αυτήν (μία επίθεση στην οποία πήρε μέρος και η Ελλάδα) και στράφηκε προς την Τουρκία. Η Γαλλία, όταν αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν δυνατό να κρατήσει την Κιλικία ήρθε σε συμφωνία με τον Κεμάλ και αποχώρησε, ενώ η Ιταλία έπραξε το ίδιο εγκαταλείποντας τον παρόμοιο στόχο της στο βιλαέτι του Αϊδινίου. Αμφότερες οι χώρες αυτές υπέγραψαν μυστικές συμφωνίες με τους Οθωμανούς, φροντίζοντας να τους τροφοδοτούν με πυρομαχικά και όπλα. Μόνο η Βρετανία, κράτησε μία επαμφοτερίζουσα στάση, έως το τέλος. Η βασική ευθύνη για αυτή τη στάση αποδίδεται στον πρωθυπουργό της, Λόιντ Τζορτζ, ο οποίος, παρά τη (φαινομενική) υποστήριξή του προς την ελληνική πλευρά, η οποία, ωστόσο, εκφραζόταν με ευχολόγια ή πομπώδεις ομιλίες, απέφευγε, παρά ταύτα, να παράσχει σαφείς διαβεβαιώσεις για συγκεκριμένη βοήθεια. Αυτή η τακτική ξεγέλασε τόσο την ελληνική κυβέρνηση, όσο και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, καθώς και οι δύο πίστευαν (ασφαλώς λανθασμένα) ότι, τελικά οι Βρετανοί θα έβρισκαν τον τρόπο να επέμβουν αποφασιστικά για να δοθεί λύση στο ελληνικό αδιέξοδο της Μικράς Ασίας. Συμπερασματικά, ο Βρετανός πρωθυπουργός ενθάρρυνε τους Έλληνες να συνεχίζουν τον πόλεμο, όσο αυτό προωθούσε τα συμφέροντα της χώρας του και μετά τους εγκατέλειψε στην τύχη τους[45].

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές και σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ζολώτα, Αναστασίου Π. (1995). Η Εθνική Τραγωδία. Πανεπιστήμιο Αθηνών (Ε.Κ.Π.Α.), Τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Δημοσίας Διοικήσεως. 
  2. Υπουργείο Παιδείας, Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας (Γ Λυκείου Ανθρωπιστικών Σπουδών
  3. Βλέπε σχετικά, τη σειρά άρθρων του πρώην διοικητή Πυροβολαρχίας της Στρατιάς Μικράς Ασίας Πολύμερου Μοσχοβίτη, όπως δημοσιεύθηκαν το 1929, κατόπιν επισταμένης έρευνας, σε ημερήσιες συνέχειες από την εφημερίδα "Έθνος", υπό τον τίτλο: "Πως διελύθη ο στρατός που νικούσε δέκα χρόνια - Η τραγωδία της Σμύρνης"
  4. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Νοεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2018. 
  5. Ζολώτα, Π.Α. «Αλέξανδρος Α΄ – Βασιλεύς της μαχομένης την υστάτη ώρα Ελλάδος (1917-1920)». Ανακτήθηκε στις 18 Μαρτίου 2020. 
  6. Ζολώτα, Αναστασίου Π. (1995). Η Εθνική Τραγωδία. Αθήνα, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Δημοσίας Διοικήσεως. σελίδες 44 και 58. 
  7. Χρήστος Κονταρίδης, "Ο Οθωμανικός Στρατός (1299-1922)-οργάνωση, οπλισμός, τακτικές μάχης και στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις", εκδόσεις "Ευρασία", Αθήνα 2012
  8. Το Όραμα της Ιωνίας, Michael Llewellyn Smith σελ 27
  9. Χρήστος Κονταρίδης, "Το Κύκνειο Άσμα του Μικρασιατικού Ελληνισμού", μηνιαία εφημερίδα "Εθνική Ηχώ", φύλλο 647 (Σεπτέμβριος 2017), σελ. 12
  10. Πολύμερος Μοσχοβίτης στο φύλλο της εφημερίδας "Έθνος", της 3 Ιανουαρίου 1930, σελ. 1: "Πως διελύθη ο στρατός που νικούσε δέκα χρόνια" (μέρος 109ον) Ανακτήθηκε από την ιστοσελίδα της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος στις 16/12/2019[νεκρός σύνδεσμος]
  11. Εφημερίδα 'ΣΚΡΙΠ', φύλλο: 1/6/1922, Σελίδα 4: "Αφίκετο ο κ. Παπούλας"[νεκρός σύνδεσμος]
  12. «17.04.2016, Εφημερίδα των Συντακτών, Ανεπιθύμητοι πρόσφυγες, Τάσος Κωστόπουλος». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Σεπτεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 17 Απριλίου 2020. 
  13. Πώς ήρθαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες στην Ελλάδα το 1922;, tvxs.gr, 15 Φεβ. 2020
  14. [1]Πολύμερος Μοσχοβίτης, άρθρο στην εφημερίδα "Έθνος" της 6 Φεβρουαρίου 1930 με (γενικό) τίτλο "Πως διελύθη ο στρατός που νικούσε δέκα χρόνια" Ανακτήθηκε από την ιστοσελίδα της Εθνικής Βιβλιοθήκης Ελλάδος στις 28/12/2019[νεκρός σύνδεσμος]
  15. Έκθεση στρατηγού Νίκου Τρικούπη (Πολύμερος Μοσχοβίτης, "Πως διελύθη ο στρατός που νικούσε δέκα χρόνια", σειρά άρθρων στην εφημερίδα "Έθνος", 1930) Ανακτήθηκε στις 27/12/2019[νεκρός σύνδεσμος]
  16. "Οι ορδές του Κεμάλ επιτίθενται" Ανακτήθηκε στις 10/1/2020
  17. Ο Νικόλαος Τρικούπης, ύστερα από την ανάκληση του Χατζανέστη, διορίστηκε στρατηγός χωρίς να προλάβει να ασκήσει τα καθήκοντα του αφού αιχμαλωτίστηκε από τον τουρκικό στρατό.
  18. [νεκρός σύνδεσμος] Πολύμερος Μοσχοβίτης στην εφημερίδα 'Έθνος", στο φύλλο της 23 Δεκεμβρίου του 1929, σελ. 1:"Πως διελύθη η στρατιά που νικούσε δέκα χρόνια" Ανακτήθηκε από την ιστοσελίδα της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος στις 12/12/2019]
  19. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Αυγούστου 2020. Ανακτήθηκε στις 21 Ιουλίου 2018. 
  20. https://chroniclingamerica.loc.gov/lccn/sn85042414/1922-09-14/ed-1/seq-1/[νεκρός σύνδεσμος]
  21. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Αυγούστου 2020. Ανακτήθηκε στις 21 Ιουλίου 2018. 
  22. https://chroniclingamerica.loc.gov/lccn/sn85042414/1922-09-19/ed-1/seq-1/[νεκρός σύνδεσμος]
  23. https://chroniclingamerica.loc.gov/lccn/sn85042414/1922-09-20/ed-1/seq-1/[νεκρός σύνδεσμος]
  24. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Αυγούστου 2020. Ανακτήθηκε στις 21 Ιουλίου 2018. 
  25. George Horton, Γενικού Προξένου των ΗΠΑ στην Εγγύς Ανατολή επί τριάντα χρόνια, Η Κατάρα της Ασίας, μετάφρ. Γεωργίου Λ. Τσελίκα, εκδ. The Bobbbs - Merril Company, Indianapolis 1926, σ. 109.
  26. George Horton, Γενικού Προξένου των ΗΠΑ στην Εγγύς Ανατολή επί τριάντα χρόνια, Η Κατάρα της Ασίας, μετάφρ. Γεωργίου Λ. Τσελίκα, εκδ. The Bobbbs - Merril Company, Indianapolis 1926, σ. 110.
  27. Μητροπολίτου Ἐφέσου Χρυσοστόμου Χατζησταύρου (Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος 1962-1967): Οἱ κατά τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Ἐκπαιδεύσεως τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τελευταῖοι διωγμοί τῶν Τούρκων», Ἱερά Μητρόπολις Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ, 2010
  28. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΕ΄, σσ. 236-239.
  29. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΕ΄, σ. 236.
  30. https://chroniclingamerica.loc.gov/lccn/sn85042414/1922-09-16/ed-1/seq-1/[νεκρός σύνδεσμος]
  31. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΕ΄, λεζάντα εικόνας στη σ. 219.
  32. George Horton, Γενικού Προξένου των ΗΠΑ στην Εγγύς Ανατολή επί τριάντα χρόνια, Η Κατάρα της Ασίας, μετάφρ. Γεωργίου Λ. Τσελίκα, εκδ. The Bobbbs - Merril Company, Indianapolis 1926, σ. 104.
  33. «Τάσος Κωστόπουλος: "Η Μαύρη Βίβλος του Γιουνάν ασκέρ" Ανακτήθηκε στις 12/12/2019». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Απριλίου 2020. Ανακτήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2019. 
  34. Arnold J. Toynbee, The Western question in Greece and Turkey: a study in the contact of civilisations, Βοστόνη: Houghton Mifflin, 1922, σ. 260.
  35. Toynbee, σ. 260
  36. Arnold J. Toynbee και Kenneth P. Kirkwood, Turkey, 1926, Λονδίνο: Ernest Benn, σ. 92
  37. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Αυγούστου 2020. Ανακτήθηκε στις 21 Ιουλίου 2018. 
  38. Η Δίκη των Εξ, τα εστενογραφημένα πρακτικά, εκδόσεις Πελεκάνος
  39. «Μικρασιατική Καταστροφή : Το έκτακτο στρατοδικείο για τους πρωταίτιους της». ΤΑ ΝΕΑ. 15 Νοεμβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουνίου 2021. 
  40. 40,0 40,1 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΕ΄, σ. 200.
  41. Μαυρογορδάτος, Γιώργος Θ. (31 Αυγούστου 2019). «Μύθοι και αλήθειες για τους πρόσφυγες του 1922». Lifo. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουνίου 2020. 
  42. Βερέμης, Κολιόπουλος (2013). Νεότερη Ελλάδα. Μια ιστορία από το 1821. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη. σελίδες 202–203. ISBN 9789601646381. 
  43. It not only ended a decade of successive wars, but also buried a policy of irredentism and expansionism (the Great Idea)" which had dominated the politics of the modern Greek state for a century since its inception, George Th Mavrogordatos, Stillborn Republic: Social Coalitions and Party Strategies in Greece, 1922-1936, University of California Press, 1983, s. 28-29.
  44. 44,0 44,1 İmren Arbaç. «Symbol Figure in Russian-Turkish Rapprochement in Taksim Republic Monument». Yeditepe University. 
  45. Heinz A. Richter, "Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος 1919 - 1922", σελ. 227-228, εκδόσεις Γκοβόστης & ΣΙΑ ΟΕ, 2020

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • George Horton, Γενικού Προξένου των ΗΠΑ στην Εγγύς Ανατολή επί τριάντα χρόνια, Η Κατάρα της Ασίας, μετάφρ. Γεωργίου Λ. Τσελίκα, εκδ. The Bobbbs - Merril Company, Indianapolis 1926.
  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. ΙΕ΄. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. 1978. 

Προτεινόμενη βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Βλάσης Αγτζίδης, ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ. Ένας οδυνηρός μετασχηματισμός (1908-1923), εκδ. Παπαδόπουλος, Αθήνα, 2015
  • Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ
  • Ε Ιστορικά
  • Καταστροφή της Σμύρνης, Αφιέρωμα Τα Νέα, 20080.
  • Αντώνης Κλάψης, Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης, 1821-1923, Εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα, 2019.
  • Πασχάλης Κιτρομηλίδης - Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Μικρασιατική Καταστροφή και Ελληνική Κοινωνία, Τα Νέα, 2019
  • National Geographic: 1922 - Ο Μεγάλος Ξεριζωμός, ΔΟΛ, 2007 ISBN 9789606731181

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]