Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λάζαρος Χρεμπελιάνοβιτς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λάζαρος
Πρίγκιπας της Σερβίας
Περίοδος1371 - 1389
ΔιάδοχοςΣτέφαν Λαζάρεβιτς
Γέννηση1329
Νόβο Μπρντο, Κόσοβο, Σερβία
Θάνατος28 Ιουνίου 1389 (60 ετών)
Κόσοβο Πόλιε
ΣύζυγοςΜιλίτσα της Σερβίας
ΕπίγονοιΜάρα Μπράνκοβιτς Λαζάρεβιτς
Ντράγκανα Λαζάρεβιτς Σισμάν
Τεοντόρα Λαζάρεβιτς
Γιελένα Λαζάρεβιτς
Στέφαν Λαζάρεβιτς
Ολιβέρα Λαζάρεβιτς
Βουκ Λαζάρεβιτς
ΟίκοςΟίκος των Λαζάρεβιτς
ΠατέραςΠρίμπατς Χρεμπελιάνοβιτς
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο πρίγκιπας Λάζαρος Χρεμπελιάνοβιτς (Лазар Хребељановић, περί το 1329 - 15 Ιουνίου 1389) ιδρυτής τού Οίκου των Λαζάρεβιτς, ήταν Σέρβος ηγεμόνας του Μεσαίωνα (1373 - 1389), ο οποίος δημιούργησε την μεγαλύτερη και πιο ισχυρή επικράτεια όταν διασπάστηκε η Σερβική Αυτοκρατορία. Ήταν πρίγκιπας στην Σερβία του Μοράβα που περιείχε τις κοιλάδες του Δυτικού Μοράβα, του Δυτικού Μοράβα και του Νότιου Μοράβα. Ο στόχος του ήταν η ανάσταση της Σερβικής αυτοκρατορίας και να τοποθετηθεί ο ίδιος ηγεμόνας ως άμεσος απόγονος από την δυναστεία Δυναστεία των Νέμανιτς η οποία ξεκλιρίστηκε (1371) αφού κυβέρνησε δύο αιώνες την Σερβία. H Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία και η Σερβική αριστοκρατία τον αναγνώρισαν, πολλές φορές καταγράφεται ως "Τσάρος Λάζαρος" ενώ είχε μόνο τον τίτλο του πρίγκιπα. Ο Λάζαρος Χρεμπελιάνοβιτς έπεσε τον Ιούνιο του 1389 στην Μάχη του Κοσσυφοπεδίου απέναντι στην Οθωμανική αυτοκρατορία και τον στρατό της που διοικούσε ο Σουλτάνος Μουράτ Α΄. Η μάχη ουσιαστικά έληξε χωρίς νικητή με μεγάλες απώλειες και από τις δύο πλευρές. Η χήρα του Μιλίτσα της Σερβίας που ανέλαβε κηδεμόνας για λογαριασμό του ανήλικου γιου τους Στέφανου αναγνώρισε την Οθωμανική κυριαρχία. Ο Λάζαρος τιμήθηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως Μάρτυρας και Άγιος με τεράστια θέση στην Σερβική ιστορία και παράδοση, στην Σερβική ποίηση καταγράφεται ως "Τσάρος Λάζαρος"

Ο Λάζαρος Χρεμπελιάνοβιτς γεννήθηκε περί το 1329 στην Καμένιτσα του Κοσσυφοπεδίου περίπου 13 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Νόβο Μπρντο, πόλη με σημαντικά ορυχεία εκείνη την εποχή. Η οικογένεια του ήταν κληρονομικοί άρχοντες της περιοχής με στόχο την προστασία των οικισμών και των ορυχείων.[1] Ο πατέρας του Πρίμπατς Χρεμπελιάνοβιτς ήταν Λογοθέτης στην αυλή του Στεφάνου Δουσάν μέλους της Δυναστείας των Νέμανιτς, κυβέρνησε την Σερβία ως βασιλεύς (1331-1346) και ως αυτοκράτορας ή τσάρος (1346-1355).[2] Ο πατέρας του Στέφανου Δουσάν Στέφανος Ούρος Γ΄ ανατράπηκε από τον ίδιο, οι ευγενείς που τον βοήθησαν, ανάμεσα τους και ο Πρίμπατς Χρεμπελιάνοβιτς διορίστηκαν σε σημαντικές θέσεις στην αυλή του και του δήλωσαν πίστη. Ο Λάζαρος Χρεμπελιάνοβιτς τιμήθηκε με τον τίτλο του "σερβιτόρου στο βασιλικό τραπέζι". Ο τίτλος ήταν ο τελευταίος στην βασιλική αυλή αλλά ανέβηκε κατακόρυφα χάρη στον γάμο του με την Μιλίτσα, κόρη του πρίγκιπα Βράτκο Νέμανιτς, δισεγγόνου του Βούκαν Νέμανιτς του μεγαλύτερου γιου του ιδρυτή της Σερβικής αυτοκρατορίας Στέφανου Νεμάνια. Οι απόγονοι του Βούκαν δεν καταγράφονται σε καμιά ιστορική πηγή πέρα από τα γενεαλογικά δέντρα του 15ου αιώνα.[3] Ο Στέφανος Δουσάν πέθανε αιφνίδια σε ηλικία 46 ετών (1355), τον διαδέχθηκε ο 20χρονος γιος του Στέφανος Ούρος Ε΄.[4]

Ο Λάζαρος παρέμεινε με τον τίτλο του "σερβιτόρου" και στην αυλή του νέου τσάρου.[5] Η μεγάλη Σερβική αυτοκρατορία άρχισε ωστόσο να διασπάται, αποσχίστηκαν η Ήπειρος και η Θεσσαλία ενώ οι βορειοανατολικές περιοχές δήλωσαν υποτέλεια στον Λουδοβίκο της Ουγγαρίας. Το υπόλοιπο Σερβικό κράτος παρέμεινε αλλά οι ευγενείς αναζητούσαν συνεχώς μεγαλύτερες εξουσίες και αυτονομία.[6] Ο Στέφανος Ούρος Ε΄ ήταν εξαιρετικά αδύναμος και ανίκανος να αντιμετωπίσει τις αποσχιστικές τάσεις, έγινε όργανο του ισχυρότατου Σέρβου ευγενούς Βόγισλαβ Βογίνοβιτς της Ζαχλουμίας. Ο Βόγισλαβ ξεκίνησε επίσης ως "σερβιτόρος" στην αυλή του Στεφάνου Δουσάν αλλά σύντομα (1363) είχε υπό τον έλεγχο του μια μεγάλη περιοχή στην κεντρική Σερβία που έφτανε μέχρι τον ποταμό του Δρίνο στο βόρειο Κοσσυφοπέδιο.[7] Οι επόμενοι ευγενείς που αναδείχθηκαν ήταν οι τρεις αδελφοί Στρατσίμιρ Μπάλσιτς, Τζούρατζ Α΄ Μπάλσιτς και Μπάλσα Β΄. Τα τρία αδέλφια Μπάλσιτς απέκτησαν υπό τον έλεγχο τους το Πριγκιπάτο της Ζέτας, πρώην βασίλειο της Διόκλειας (σημερινή βόρεια Αλβανία και νότιο Μαυροβούνιο).[8] Ο Βόγισλαβ Βογίνοβιτς ξεκίνησε συγκρούσεις με την Δημοκρατία της Ραγούσας για τον έλεγχο περιοχών. Η Ραγούσα ζήτησε από την Σερβική αυλή να παρέμβουν επιφανή πρόσωπα με στόχο να σταματήσουν τις εχθροπραξίες που θα ήταν επιζήμιες και από τις δύο πλευρές.[9] Ο αποδέκτης του αιτήματος ήταν ο ίδιος ο Λάζαρος, πήρε ένα σημαντικό δώρο που δείχνει ότι η θέση του στην βασιλική αυλή ήταν υψηλότερη. Η ειρήνη ανάμεσα στον Βόγισλαβ Βογίνοβιτς και στην Ραγκούσα υπεγράφη τον Αύγουστο του 1362 με επέμβαση του ίδιου του Λαζάρου. Την επόμενη χρονιά (1363) ήταν μάρτυρας σε άλλο ένα έγγραφο που ενέκρινε ο βασιλιάς την ανταλλαγή εδαφών ανάμεσα στον Βόγισλαβ και τον μεγιστάνα Μούσα ο οποίος είχε παντρευτεί την αδελφή του Λαζάρου (1355). Ο τίτλος που κατείχε ο Μούσα στην βασιλική αυλή "αρχηγός" ήταν ανώτερος από αυτόν του "σερβιτόρου".[10]

Τα σύμβολα του Λάζαρου Χρεμπελιάνοβιτς

Οι δραστηριότητες του Λαζάρου είναι άγνωστες σε πηγές για την περίοδο 1363-1371, την διετία 1363-1365 σε ηλικία περίπου 35 ετών έφυγε από την Τσαρική αυλή ενώ κατείχε μόνιμα το αξίωμα του "Σερβιτόρου".[11][12] Ο Βόγισλαβ Βογίνοβιτς πέθανε αιφνίδια τον Σεπτέμβριο του 1363, τον αντικατέστησαν οι πανίσχυροι αδελφοί Βουκάσιν Μρνιάβτσεβιτς και Ούγκλιεσα Μρνιάβτσεβιτς, ο έλεγχος τους στα νότια έφτανε μέχρι την Μακεδονία.[13] Ο Στέφανος Ούρος Ε΄ έστεψε τον Βουκάσιν Μρνιάβτσεβιτς συμβασιλέα και συγκυβερνήτη του (1365), ο Ούγκλιεσα Μρνιάβτσεβιτς προήχθη σε Δεσπότη.[14] Ένας ανεψιός του Βόγισλαβ ο 20χρονος Νικόλα Αλτομάνοβιτς ανέλαβε τον έλεγχο στο μεγαλύτερο τμήμα της επικράτειας του αείμνηστου θείου του. Ο Λάζαρος ανεξαρτητοποιήθηκε και ξεκίνησε την σταδιοδρομία του σαν τοπικός άρχοντας σε μια περιοχή γύρω από τα πατρικά του εδάφη.[15] Ο Μαύρο Ορμπίν του στο Βιβλίο του "Το βασίλειο των Σλάβων" που δημοσιεύτηκε στο Πέζαρο (1601) περιγράφει γεγονότα σχετικά με τον Λάζαρο, οι ιστορικοί τον αμφισβητούν επειδή δεν επιβεβαιώνεται από άλλες πηγές. Σύμφωνα με τον Ορμπίν ο Λάζαρος και ο Νικόλα Αλτομάνοβιτς πίεσαν τον τσάρο Στέφανο Ούρος Ε΄ να προχωρήσουν σε κοινή εκστρατεία εναντίον των αδελφών Μρνιάβτσεβιτς. Η μάχη έγινε στο Κοσσυφοπέδιο (1369), ο Λάζαρος αποχώρησε λίγο μετά την έναρξη της. Οι σύμμαχοι γνώρισαν από τους αδελφούς Μρνιάβτσεβιτς την συντριβή, ο νεαρός Νικόλα Αλτομάνοβιτς γλύτωσε την τελευταία στιγμή τον θάνατο ενώ ο Τσάρος συνελήφθη και φυλακίστηκε από τα αδέλφια.[16] Ο Λάζαρος πήρε την επόμενη χρονιά (1370) την πόλη Ρούντνικ από τον Νικόλα Αλτομάνοβιτς σαν συνέπεια της ήττας του, ένα σημαντικό κέντρο μεταλλείων.[17] Ο Νικόλα Αλτομάνοβιτς μπόρεσε να συνέλθει ωστόσο γρήγορα από την συντριβή χάρη στην στήριξη που του παρείχε ο σύμμαχος του βασιλεύς της Ουγγαρίας.[18]

Η Σερβική αυτοκρατορία (1355)

Δεν είναι γνωστό πότε πήρε ο Λάζαρος τον τίτλο του "Κνεζ" που μεταφράζεται ως "πρίγκιπας".[19][20] Η παλαιότερη αναφορά ήταν ένα Λατινικό έγγραφο από την Δημοκρατία της Ραγούζας (22 Απριλίου 1371) στην οποία καταγράφεται ως "κόμης Λάζαρος".[21] Η Δημοκρατία της Ραγούζας χρησιμοποίησε την Λατινική μετάφραση του Σλαβικού τίτλου "Κνεζ".[22] Στο ίδιο έγγραφο φαίνεται ότι ο Λάζαρος κατείχε την ίδια εποχή το Ρούντνικ.[23] Στην Μεσαιωνική Σερβία ο τίτλος πέρασε από διάφορα στάδια, τον 12ο αιώνα ήταν πολύ υψηλός αλλά στα τέλη του 13ου αιώνα έπεσε σε παρακμή. Με την άνοδο του Στέφανου Ουρός Ε΄ όπου η τσαρική εξουσία έπεσε και αυξήθηκε εκείνη των τοπικών φεουδαρχών ο τίτλος ανέβηκε ξανά. Ο Βόγισλαβ Βογίνοβιτς, ο υψηλότερος Σέρβος μεγιστάνας διατηρούσε τον τίτλο του "Κνεζ" μέχρι τον θάνατο του (1363).[24] Η Οθωμανική αυτοκρατορία κατέλαβε την Καλλίπολη από την Βυζαντινή αυτοκρατορία (1354), ήταν η πρώτη κατάκτηση στην Ευρώπη. Οι Οθωμανοί συνέχισαν την επέλαση τους και έφτασαν μέχρι την Σερβία (1370) και την ανατολική Μακεδονία που κυβερνούσαν οι αδελφοί Μρνιάβτσεβιτς. Στην σύγκρουση που ακολούθησε στην Μάχη του Έβρου (26 Σεπτεμβρίου 1371) οι δύο αδελφοί γνώρισαν μεγάλη συντριβή, έπεσαν και οι δύο στην μάχη.[25] Ο γιος και διάδοχος του Βουκασίν Πρίγκιπας Μάρκο ορίστηκε από τον Τσάρο Στέφανο-Ούρος Ε΄ συγκυβερνήτης του. Ο Στέφανος-Ούρος Ε΄ πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1371 αιφνίδια και πρόωρα χωρίς απογόνους, έληξε η δυναστεία των Νεμάνια που δημιούργησε και κυβέρνησε την Σερβία δύο αιώνες, ο Μάρκο απέμεινε διάδοχος του.

Οι Σέρβοι ευγενείς αρνήθηκαν να υποστηρίξουν τον Μάρκο ως νέο ηγεμόνα τους και επιτέθηκαν στα εδάφη των Μρνιάβτσεβιτς στην Μακεδονία και το Κόσσοβο. Οι αδελφοί Μπάλσιτς που κυβερνούσαν το Πριγκιπάτο της Ζέτας κατέλαβαν την Πρίζρεν και το Ιπέκιο.[26] Ο πρίγκιπας Λάζαρος κατέλαβε τα πατρικά του εδάφη στην Πρίστινα και το Νόβο Μπρντο. Οι αδελφοί Γιόβαν Ντράγκας και Κονσταντίν Ντράγκας Ντεγιάνοβιτς δημιούργησαν το δικό τους πριγκιπάτο στην ανατολική Μακεδονία. Ο τσάρος Μάρκο περιορίστηκε μόνο σε μια μικρή περιοχή στην κεντρική Μακεδονία με πρωτεύουσα το Πρίλεπ.[27][28] Η μητέρα του έγινε μοναχή και έζησε μαζί με τον πρίγκιπα Λάζαρο και την σύζυγο του Μιλίτσα.[29] Με τον θάνατο των αδελφών Μρνιάβτσεβιτς ο Νικόλα Αλτομάνοβιτς έγινε ο ισχυρότερος ευγενής στο κατακερματισμένο Σερβικό κράτος. Ο Λάζαρος ήταν απασχολημένος με την Πρίστινα και το Νόβο Μπρντο αλλά έχασε το Ρούντνικ από τον Νίκολα.[30] Ο Λάζαρος συμμάχησε με τον Τβρτκο Α΄ της Βοσνίας με στόχο να επιτεθούν στον Νίκολα. Η Δημοκρατία της Βενετίας σύμφωνα με πηγές της Ραγούζας συμμάχησε με τον Νίκολα και τον Τζούρατζ Α΄ Μπάλσιτς εναντίον της Ραγούζας. Ο Λουδοβίκος Α΄ της Ουγγαρίας ενοχλήθηκε έντονα με την συμμαχία του Νικόλα Αλτομάνοβιτς και του Τζούρατζ Α΄ Μπάλσιτς εναντίον της Ραγούζας αφού η περιοχή ήταν υποτελής του από το 1358.[31] Ο Νικόλα Αλτομάνοβιτς έγινε πλέον εχθρός με τον βασιλιά της Ουγγαρίας αφού συμμάχησε με τους εχθρούς του Βενετούς.[32] Ο Λάζαρος προετοιμάστηκε να συγκρουστεί με τον Νίκολα αφού υποσχέθηκε στον Λουδοβίκο της Ουγγαρίας την υποτέλεια του, κατόπιν επιτέθηκαν στον Νικόλα Αλτομάνοβιτς και τον νίκησαν (1373). Ο Νικόλα Αλτομάνοβιτς συνελήφθη από τους ανεψιούς του Λαζάρου και τυφλώθηκε.[33] Ο Λάζαρος κατόπιν δέχτηκε την υποτέλεια του στον βασιλιά Λουδοβίκο όπως του υποσχέθηκε.[34] Ο Τβρτκο Α΄ της Βοσνίας προσάρτησε στο κράτος του τα τμήματα της Ζαχλουμίας που κατείχε ο Νικολά.[35] Τα περισσότερα εδάφη του Νικολά προσάρτησε ωστόσο ο ίδιος ο Λάζαρος Χρεμπελιάνοβιτς και οι γαμπροί του :Βουκ Μπράνκοβιτς και Μουσά. Ο Βουκ Μπράνκοβιτς παντρεύτηκε την κόρη του Λαζάρου Μάρα (1371) και απέκτησε τμήματα του Κοσόβου.

Ανώτατος ηγεμόνας της Σερβίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σύγχρονη προσωπογραφία του τσάρου Λαζάρου (1900)

Ο Τβρτκο Α΄ ανέλαβε τα εδάφη του (1377), τον Οκτώβριο του ίδιου έτους στέφτηκε βασιλιάς των Σέρβων, της Βοσνίας και των παραλιακών δυτικών περιοχών.[36] Παρά το γεγονός ότι ο Τβρτκο Α΄ ήταν Καθολικός η στέψη του έγινε σύμφωνα με το Ορθόδοξο τυπικό της ανατολικής εκκλησίας.[37] Ο Τβρτκο Α΄ διεκδίκησε την αυτοκρατορική Σερβική εξουσία ως διάδοχος των Νεμάνια και μακρινός συγγενής τους. Η Ουγγαρία και η Ραγούζα αναγνώρισαν τον Τβρτκο Α΄ ως βασιλιά, ο Λάζαρος δεν έφερε αντίρρηση αλλά σίγουρα δεν θα τον αναγνώριζε εύκολα για κύριο του. Η Ορθόδοξη Σερβική εκκλησία ωστόσο που ήταν εκείνη την εποχή η μόνη πραγματική εξουσία στο διαλυμένο Σερβικό κράτος. αρνήθηκε τον στέψει επειδή ήταν Καθολικός.[38] Ο Λάζαρος πλέον έμεινε ο μοναδικός κυρίαρχος της εξουσίας στο Σλαβικό βασίλειο, πολλοί ευγενείς έφεραν αντιρρήσεις στην εξουσία του αλλά τελικά υποχώρησαν.[39][40] Η μεγάλη και πλούσια επικράτεια του Λαζάρου μετατράπηκε σε καταφύγιο των Ανατολικών Ορθοδόξων χριστιανών οι οποίοι διώχθηκαν από τους Οθωμανούς, αυτό του έδωσε τεράστια φήμη, το Άγιο Όρος έγινε το κέντρο του Ορθόδοξου μοναχισμού. Η Σερβική εκκλησία βρέθηκε σε διάσταση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως που ήταν το επίκεντρο της Ορθοδοξίας (1350). Ο Σέρβος μοναχός Ησαΐας που διακρίθηκε ως συγγραφέας και μεταφραστής του ζήτησε την συμφιλίωση των δύο πατριαρχείων. Η αντιπροσωπεία που έστειλε ο Λάζαρος ήταν επιτυχής, έγινε δεκτή από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως (1375).[41] Σε λίγο καιρό ο Λάζαρος επεκτάθηκε μέχρι τον Δούναβη εκδιώκοντας τον Ούγγρο υποτελή από τις περιοχές (1379).[42] Ο βασιλιάς Λουδοβίκος του είχε κάνει λίγο νωρίτερα μια δωρεά κάτι που δείχνει ότι ήταν υποτελής του και επαναστάτησε, οργάνωσε εκστρατεία κατά της Σερβίας αλλά δεν είναι γνωστά τα αποτελέσματα. Σε διατάγματα που εκδόθηκαν την περίοδο 1379-1388 καταγράφεται ως "Στέφανος-Λαζάρ", το όνομα "Στέφανος" χρησιμοποιούσαν μόνιμα οι Σέρβοι αυτοκράτορες από την Οικογένεια των Νεμάνια με αποτέλεσμα να καταλήξει ως τίτλος.

Ο Τβρτκο Α΄ την εποχή που έγινε βασιλιάς της Βοσνίας πρόσθεσε επίσης στο δικό του όνομα το όνομα "Στέφανος".[43] Ο Λάζαρος στα διατάγματα καταγράφεται επίσης ως "αυτοκράτορας", τίτλο που είχαν υιοθετήσει οι τσάροι της δυναστείας των Νεμάνια για να εκδηλώσουν την ανεξαρτησία τους από την Βυζαντινή αυτοκρατορία. Στην εποχή του ανεξαρτητοποιήθηκαν πολλά εδάφη της πρώην Σερβικής αυτοκρατορίας και περισσότερα χάθηκαν από εχθρούς ιδιαίτερα χάρη στην επέκταση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο Λάζαρος αντέδρασε έντονα ωστόσο στην κατάσταση αυτή κάτι που φαίνεται στους τίτλους που είχε εφαρμόσει στα διατάγματα του. Η Σερβική εκκλησία τον υποστήριζε πλήρως αλλά περιφερειακοί άρχοντες όπως οι Μπάλσιτς στην Ζέτα, ο Βουκ Μπράνκοβιτς στο Κοσσυφοπέδιο, ο Βασιλιάς Μάρκο και ο Ράντοσλαβ Χλάπεν κυβερνούσαν τις περιοχές τους σαν ανεξάρτητοι βασιλείς. Οι τρεις άρχοντες της Μακεδονίας έγιναν υποτελείς στην Οθωμανική αυτοκρατορία, το ίδιο και στην Βουλγαρία, ο τελευταίος που την αποδέχτηκε ήταν ο Τζούρατζ Β΄ Μπάλσιτς της Ζέτα (1388).[44] Μια ομάδα Τούρκων εισέβαλε στα εδάφη της Σερβικής Μοραβίας (1381) αλλά στην "μάχη της Ντουμπράβνιτσα" συνετρίβη από τους ευγενείς του Λαζάρου.[45] Ο ίδιος ο Οθωμανός σουλτάνος Μουράτ Α΄ προχώρησε σε νέα επίθεση και κατέλαβε την Νις, τον απέκρουσε λίγο αργότερα ο Λάζαρος.[46] Με τον θάνατο του βασιλιά Λουδοβίκου Α΄ (1382) ξέσπασε στην Ουγγαρία εμφύλιος πόλεμος, ο Λάζαρος υποστήριζε τους αντιπάλους του μελλοντικού αυτοκράτορα Σιγισμούνδου. Ο Λάζαρος έστειλε στρατό εναντίον του Σιγισμούνδου αλλά καθώς είδε την μεγάλη Οθωμανική απειλή όπως επίσης την βέβαιη εκλογή του αναγκάστηκε να τον αποσύρει και να κλείσει μαζί του ειρήνη (1387). Η κόρη του Θεοδώρα παντρεύτηκε έναν Ούγγρο ευγενή οπαδό του Σιγισμούνδου.[47] Την ίδια χρονιά η κόρη του Γιελένα Λαζάρεβιτς παντρεύτηκε τον Τζούρατζ Β΄ Μπάλσιτς ενώ την επόμενη (1388) η άλλη του κόρη Ντράγκανα Λαζάρεβιτς Σισμάν παντρεύτηκε τον Αλέξανδρο, γιο του τσάρου της Βουλγαρίας Ιβάν Σισμάν.[48][49]

Η μάχη του Κοσσυφοπεδίου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το μνημείο που ανηγέρθη στον τόπο της μάχης του Κοσσυφοπεδίου

Η σύγκρουση με τους Οθωμανούς ήταν πλέον αναπόφευκτη, αφού έκλεισε ειρήνη με τον Σιγισμούνδο φρόντισε να λάβει στρατιωτική υποστήριξη από τον Βουκ Μπράνκοβιτς και τον Τβρτκο Α΄.[50][51] Ο Λάζαρος περίμενε μια μεγαλύτερη Οθωμανική επίθεση αφού ο στρατός του με διοικητή τον Βλάτκο Βούκοβιτς είχε συντρίψει μια Οθωμανική επιδρομή στην μάχη της Μπίλετσα (1388).[52] Ένας τεράστιος Οθωμανικός στρατός που καταγράφεται στους 27.000-30.000 άνδρες έφτασε τον Ιούνιο του 1389 στο Κοσσυφοπέδιο, στα εδάφη που διοικούσε ο Βουκ Μπράνκοβιτς. Ο Σερβικός στρατός εκτιμάται στους 12.000-30.000, αποτελείτο από δυνάμεις του ίδιου, του Βουκ Μπράνκοβιτς και ένα απόσπασμα που έστειλε ο Τβρτκο Α΄ υπό την ηγεσία του Βλάτκο Βούκοβιτς.[53][54] Στην Μάχη του Κοσσυφοπεδίου (15 Ιουνίου 1389), την πιο διάσημη στην Μεσαιωνική Σερβική ιστορία υπήρξαν βαρύτατες απώλειες και από τις δύο πλευρές, τόσο ο ίδιος ο Λάζαρος όσο και ο σουλτάνος Μουράτ Α΄ έχασαν την ζωή τους.[55][56] Ο Λάζαρος έπεσε στην μάχη ενώ ο Μουράτ Α΄ δολοφονήθηκε από έναν Σέρβο ήρωα τον Μίλος Όμπιλιτς που προσποιήθηκε τον αποστάτη, ο Μίλος Όμπιλιτς θανατώθηκε αμέσως μετά από τους σωματοφύλακες του σουλτάνου.[57] Οι πληροφορίες από τις πηγές σχετικά με την έκβαση της μάχης είναι ανύπαρκτες, πιθανότατα ήταν ισόπαλη αλλά οι απώλειες για τους Σέρβους ήταν ωστόσο βαρύτατες.[58][59] Η Σερβία παρά το γεγονός ότι ήταν αναπτυγμένο κράτος με ισχυρή οικονομία δεν μπορούσε να συγκριθεί με την Οθωμανική αυτοκρατορία.[60] Ο διάδοχος του ήταν ακόμα ανήλικος για αυτό τέθηκε υπό την κηδεμονία της μητέρας του Μιλίτσας. Οι Ουγγρικές δυνάμεις υπό τον βασιλιά Σιγισμούνδο επιτέθηκαν σε πέντε μήνες, η Μιλίτσα αποδέχτηκε το καλοκαίρι του 1390 την Οθωμανική επικυριαρχία. Η αδελφή του Ολιβέρα εισήλθε στο χαρέμι του νέου Σουλτάνου Βαγιαζήτ Α΄. Όλα τα πρώην Σερβικά εδάφη με εξαίρεση τον Τβρτκο Α΄ της Ζαχλουμίας έγιναν υποτελείς των Οθωμανών.[61]

Ο τάφος του Τσάρου Λαζάρου στο Μοναστήρι της Ραβάνιτσα

Μετά την Μάχη του Κοσσυφοπεδίου ο πρίγκιπας Λάζαρος τάφηκε στην εκκλησία της Αναλήψεως στην Πρίστινα, την πρωτεύουσα της κυριαρχίας του Βουκ Μπράνκοβιτς.[62] Τα αμέσως επόμενα χρόνια (1390-1391) η σωρός του μεταφέρθηκε στο Μοναστήρι της Ραβάνιτσα το οποίο είχε οικοδομήσει ο ίδιος ο πρίγκιπας και επιθυμούσε να ταφεί. Η μεταφορά οργανώθηκε από την οικογένεια του και την Σερβική εκκλησία.[63] Στην μεταφορά συμμετείχε όλος ο Ορθόδοξος Σερβικός κλήρος μαζί με τον πατριάρχη Ντανίλο Γ΄. Την εποχή αυτή πιθανότατα ο Λάζαρος Αγιοποιήθηκε αλλά δεν υπάρχει γραπτή αναφορά για το γεγονός, ανακηρύχθηκε Χριστιανός μάρτυρος και σύμφωνα με το Εορτολόγιο η ημέρα της μνήμης του είναι στις 15 Ιουνίου. Ο πατριάρχης Ντανίλο Γ΄ και οι σύγχρονοι συγγραφείς έγραψαν ότι συνελήφθη και αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους, με τον ίδιο τρόπο πέθαναν και οι πρώτοι χριστιανοί μάρτυρες από τους ειδωλολάτρες.[64] Σε ένα Μεσαιωνικό κράτος με ισχυρούς δεσμούς ανάμεσα στο κράτος και την εκκλησία η Αγιοποίηση δεν ήταν μόνο μια θρησκευτική πράξη αλλά και πολιτική. Τα περισσότερα μέλη της εθνικής Σερβικής δυναστείας των Νεμάνια Αγιοποιήθηκαν, ο Λάζαρος ήταν ο πρώτος με λαϊκή καταγωγή που αναγνωρίστηκε ως Άγιος. Σε όλη του την ζωή είχε αποκτήσει τεράστιο κύρος στα εδάφη της πρώην Σερβικής αυτοκρατορίας, ο κλήρος και ο λαός τον έβλεπαν σαν τον μοναδικό άξιο και ικανό άρχοντα που μπορούσε να την αποκαταστήσει.[65]

Ο θάνατος του σε μάχη αποτελεί σημείο καμπής σε ολόκληρη την Σερβική ιστορία, έγινε αμέσως μετά αισθητός έντονα.[66] Η ήττα των αδελφών Μρνιαβτσέβιτς πριν από 18 χρόνια στην Μάχη του Έβρου είχε σαν αποτέλεσμα να εγκατασταθούν για πρώτη φορά στα Βαλκάνια οι Τούρκοι.[67] Ο πρίγκιπας Λάζαρος εορτάζεται ως Μάρτυρας και Άγιος σε 10 λατρευτικά κείμενα που χρονολογούνται την περίοδο 1389-1420, τα 9 από τα 10 βρίσκονται κοντά στην αρχή της περιόδου.[68] Τα κείμενα αυτά αποτελούσαν το μέσο διάδοσης της λατρείας του Αγίου Λαζάρου, τα περισσότερα χρησιμοποιήθηκαν την ημέρα εορτής του.[69] Το εγκώμιο της μοναχής Γιεφιμίγιας αποτελεί το κορυφαίο από τα 10 λατρευτικά κείμενα με υψηλότατη λογοτεχνική ποιότητα.[70] Η μοναχή Γιεφιμίγια ήταν συγγενής της πριγκίπισσας Μιλίτσας και χήρα του Ούγκλιεσα Μρνιάβτσεβιτς, μετά τον θάνατο του ζούσε μαζί με την Μιλίτσα και τον Λάζαρο. Ο Στέφανος αναφέρεται ως ο συγγραφέας του κειμένου στην μαρμάρινη κολόνα που ανηγέρθη στον τόπο της Μάχης του Κοσσυφοπεδίου.[71] Το μνημείο καταστράφηκε από τους Οθωμανούς αλλά το κείμενο διασώθηκε σε έγγραφο του 16ου αιώνα.[72] Ο πατριάρχης Ντανίλο έγραψε την δική του αφήγηση για τον Λάζαρο την εποχή της μεταφοράς των λειψάνων του, αποτελεί το πιο αξιόπιστο από τα 10.[73] Ο πρίγκιπας Λάζαρος δεν εορτάζεται μόνο ως Μάρτυρας αλλά και ως γενναίος πολεμιστής.[74] Στην Μάχη του Κοσσυφοπεδίου υπήρχαν τεράστιες απώλειες τόσο από τους Σέρβους όσο και από τους Τούρκους.[75] Το βασικό στοιχείο που παρείχε η αφήγηση του πατριάρχη ήταν ο γενναίος λόγος που έβγαλε ο πρίγκιπας Λάζαρος στους πολεμιστές λίγο πριν την έναρξη της μάχης.[76]

Αναπαράσταση του Τσάρου Λαζάρου και της συζύγου του Μιλίτσας στην Ιερά Μονή Λιουμποστίνια (1405)

Με την πτώση του Λαζάρου στην μάχη του Κοσσυφοπεδίου η Σερβία έχασε κάθε ελπίδα να παραμείνει η μοναδική περιφερειακή δύναμη η οποία θα εμπόδιζε την επέκταση των Οθωμανών στα Βαλκάνια, δημιούργησε μεγάλη απαισιοδοξία και αισθήματα απόγνωσης. Οι συγγραφείς των λατρευτικών κειμένων ερμήνευσαν τον θάνατο του Λαζάρου και των χιλιάδων πολεμιστών του στο πεδίο της μάχης ως Μαρτύριο για την Ορθόδοξη χριστιανική πίστη της Σερβίας. Ο Σουλτάνος Μουράτ Α΄ παρέμεινε στην μνήμη του Σερβικού λαού ως αιμοδιψής, άθεος, ειδωλολάτρης ενώ ο Λάζαρος αντίστοιχα σαν ένας καλός βοσκός. Η λατρεία του συνδέθηκε με περασμένους μεγάλους Αγίους της Σερβικής Ορθόδοξης εκκλησίας, ο μεγαλύτερος από αυτούς ήταν ο Άγιος Σάββας της Σερβίας, ένας από τους γιους του ιδρυτή της αυτοκρατορίας Στέφανου Α΄ Νεμάνια. Οι λατρείες του δημιούργησαν μια πανίσχυρη θρησκευτική και εθνική οντότητα που παρέμεινε μέχρι σήμερα.[77] Ο Λάζαρος σε κάθε περίπτωση ήταν υποδεέστερος από τον Άγιο Σάββα και τον Άγιο Συμεών.[78] Ο μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του Λαζάρου Στέφανος Λαζάρεβιτς πήρε τον τίτλο του Δεσπότη από την Βυζαντινή αυτοκρατορία και απελευθερώθηκε σύντομα από την Οθωμανική υποτέλεια (1402).[79] Την περίοδο της βασιλείας του Στεφάνου η λατρεία του πατέρα του ως Αγίου επεκτάθηκε ταχύτατα τόσο σε όλη την Σερβία όσο και στις δύο μονές του Αγίου Όρους : την Σερβική Μονή Χιλανδαρίου και την Ρωσική Μονή του Αγίου Παντελεήμονος. Ο Στέφανος ανακαίνισε τις δύο μονές του Αγίου Όρους με σημαντικά έργα.[80] Στην Δεσποτεία του Στεφάνου δημιουργήθηκε μόνο μια εικόνα του Αγίου Λαζάρου, βρίσκεται στην Ιερά Μονή Λιουμποστίνια που ανήγειρε η μητέρα του Μιλίτσα (1405). Η μορφή του παριστάνεται περισσότερο με βασιλικά χαρακτηριστικά παρά με τα αντίστοιχα του Αγίου.[81] Η επόμενη εικόνα του δημιουργήθηκε πολύ αργότερα (1594) σε ένα μοναστήρι στην Σλαβονία που βρισκόταν υπό Οθωμανική κυριαρχία.[82] Η λατρευτική λογοτεχνία είχε κυρίαρχο λόγο στην Αγιοποίηση του, η εικονογραφία ήταν πιο υποβαθμισμένη.[83] Ο Δεσπότης Στέφανος Λαζάρεβιτς πέθανε αιφνίδια τον Ιούλιο του 1427 άτεκνος σε ηλικία 50 ετών, τον διαδέχθηκε ο Δεσπότης ανεψιός του Γεώργιος Μπράνκοβιτς γιος του Βουκ Μπράνκοβιτς.[84] Στην αρχή της Δεσποτείας του ο Γεώργιος εξέδωσε διάταγμα στο οποίο καταγράφει τον παππού του ως "Άγιο". Με νέο διάταγμα που εκδόθηκε αργότερα (1445) τον αποκαλεί "αναπαύεται εν Αγιότητα" αντί για "Άγιο". To ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε και σε άλλα έγγραφα εκείνης της περιόδου όπως αυτό που συνέταξε η ηλικιωμένη θυγατέρα του Γιελένα Λαζάρεβιτς.[85]

Νυμφεύτηκε τη Μιλίτσα των Νεμάνιτς, κόρη τού Βράτκο στρατιωτικού και είχε τέκνα:

  1. Mihaljčić 1984, σ. 15
  2. Fine 1994, σ. 374
  3. Mihaljčić 2001, σσ. 15–28
  4. Fine 1994, σσ. 335, 345
  5. Mihaljčić 2001, σσ. 15–28
  6. Mihaljčić 2001, σσ. 29-52
  7. Mihaljčić 2001, σσ. 29-52
  8. Fine 1994, σσ. 358–359
  9. Mihaljčić 1975, σ. 43
  10. Mihaljčić 2001, σσ. 15–28
  11. Fine 1994, σ. 374
  12. Mihaljčić 2001, σσ. 29-52
  13. Mihaljčić 2001, σσ. 29-52
  14. Fine 1994, σσ. 363–364
  15. Mihaljčić 2001, σσ. 29-52
  16. Fine 1994, σ. 374
  17. Fine 1994, σ. 374
  18. Mihaljčić 2001, σσ. 29-52
  19. Mihaljčić 2001, σσ. 29-52
  20. Fine 1994, σ. 624
  21. Mihaljčić 2001, σσ. 29-52
  22. Fine 1994, σ. 156
  23. Jireček 1911, σσ. 435–436
  24. Mihaljčić 2001, σσ. 29-52
  25. Fine 1994, σ. 379
  26. Fine 1994, σ. 382
  27. Mihaljčić 2001, σσ. 53–77
  28. Fine 1994, σ. 380
  29. Jireček 1911, σ. 438
  30. Mihaljčić 2001, σσ. 53–77
  31. Fine 1994, σ. 341
  32. Mihaljčić 1985, σ. 57
  33. Mihaljčić 1985, σσ. 58-59
  34. Mihaljčić 2001, σσ. 53–77
  35. Fine 1994, σσ. 392–393
  36. Mihaljčić 2001, σσ. 53–77
  37. Fine 1994, σσ. 392–393
  38. Mihaljčić 2001, σσ. 53–77
  39. Fine 1994, σσ. 387–389
  40. Šuica 2000, σσ. 103–110
  41. Mihaljčić 2001, σσ. 53–77
  42. Mihaljčić 1975, σ. 217
  43. Mihaljčić 2001, σσ. 78–115
  44. Fine 1994, σσ. 392–393
  45. Mihaljčić 2001, σσ. 116–132
  46. Reinert 1994, σ. 177
  47. Fine 1994, σσ. 395–398
  48. Fine 1994, σσ. 387–389
  49. Mihaljčić 2001, σσ. 116–132
  50. Mihaljčić 2001, σσ. 116–132
  51. Fine 1994, σσ. 409–414
  52. Fine 1994, σ. 408
  53. Mihaljčić 2001, σσ. 116–132
  54. Fine 1994, σσ. 409–414
  55. Mihaljčić 2001, σσ. 116–132
  56. Fine 1994, σσ. 409–414
  57. Fine 1994, σσ. 410
  58. Mihaljčić 2001, σσ. 116–132
  59. Fine 1994, σσ. 409–414
  60. Mihaljčić 2001, σσ. 116–132
  61. Fine 1994, σσ. 409–414
  62. Mihaljčić 2001, σσ. 155–58
  63. Mihaljčić 2001, σσ. 166–167
  64. Mihaljčić 2001, σσ. 155–58
  65. Mihaljčić 2001, σσ. 153–154
  66. Mihaljčić 2001, σσ. 155–58
  67. Fine 1994, σ. 379
  68. Mihaljčić 2001, σσ. 135, 140-143
  69. Mihaljčić 2001, σ. 173
  70. Mihaljčić 2001, σσ. 175–179
  71. Mihaljčić 2001, σσ. 175–179
  72. Mihaljčić 2001, σ. 278
  73. Mihaljčić 2001, σσ. 140–143
  74. Mundal & Wellendorf 2008, σ. 90
  75. Emmert 1991, σσ. 23–27
  76. Mihaljčić 2001, σ. 145
  77. Emmert 1991, σσ. 23–27
  78. Mihaljčić 2001, σσ. 184–185
  79. Fine 1994, σ. 500
  80. Mihaljčić 2001, σσ. 175–179
  81. Mihaljčić 2001, σσ. 184–85
  82. Mihaljčić 2001, σσ. 193, 200
  83. Mihaljčić 2001, σ. 173
  84. Fine 1994, σσ. 525–26
  85. Mihaljčić 2001, σσ. 188–189