Κορινθιακός Πόλεμος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κορινθιακός Πόλεμος
Ηγεμονία των Σπαρτιατών
Οπλίτες σε σχηματισμό φάλαγγας
Χρονολογία395-387 π.Χ.
ΤόποςΗπειρωτική Ελλάδα
Έκβασηυπογραφή της Ειρήνης του Βασιλέως
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Αγησίλαος Β΄ και άλλοι

Ο Κορινθιακός Πόλεμος ήταν αρχαία ελληνική πολεμική σύγκρουση, η οποία διήρκεσε από το 395 μέχρι το 387 π.Χ, με αντίπαλους την Αρχαία Σπάρτη και τους σύμμαχους της από τη μια πλευρά, και την Αθήνα, το Άργος, την Κόρινθο, τη Θήβα και την Περσία από την άλλη. Αφορμή του πολέμου ήταν μια τοπική σύγκρουση μεταξύ της Σπάρτης και της Θήβας, στη Στερεά Ελλάδα. Άλλη αιτία του πολέμου ήταν η εχθρότητα που υπήρχε απέναντι στη Σπάρτη, η οποία προκλήθηκε «μετά την επέκταση της ηγεμονίας της στη Μικρά Ασία, στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα ακόμα και στη... Δύση».[1]

Ο πόλεμος διεξήχθη σε δύο μέτωπα, στην Κόρινθο και στη Θήβα (χερσαίο μέτωπο) και στο Αιγαίο Πέλαγος (θαλάσσιο μέτωπο). Στο χερσαίο μέτωπο, οι Σπαρτιάτες είχαν αρκετές επιτυχίες, αλλά δεν κατάφεραν να εκμεταλλευτούν το πλεονέκτημα που απέκτησαν. Στη θάλασσα, οι Σπαρτιάτες ηττήθηκαν από τον περσικό στόλο στις αρχές του πολέμου, και με αυτό το γεγονός έληξαν οι προσπάθειες της Σπάρτης για υπεροχή στη θάλασσα. Εκμεταλλευόμενη αυτό το γεγονός, η Αθήνα διεξήγαγε αρκετές θαλάσσιες εκστρατείες μετά το τέλος του πολέμου και επεξέτεινε την ηγεμονία της. Οι πόλεις, τις οποίες κατέλαβαν οι Αθηναίοι, έγιναν μέλη της Δεύτερης Αθηναϊκής Συμμαχίας.

Τρομαγμένη από τις επιτυχίες της Αθήνας, η Περσία διέλυσε τη συμμαχία μαζί της και συμμάχησε με τη Σπάρτη. Αυτό το γεγονός ανάγκασε τις συγκρουόμενες πλευρές να υπογράψουν συμφωνία ειρήνης. Η Ανταλκίδειος ειρήνη (γνωστή και ως Βασίλειος ειρήνη) υπογράφτηκε το 387 π.Χ και είχε ως αποτέλεσμα τη λήξη του πολέμου. Η Ιωνία θα βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Περσών, ενώ οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις ανακηρύχθηκαν ανεξάρτητες. Η συμφωνία ειρήνης έδειξε την ικανότητα της Περσίας να παρεμβαίνει με επιτυχία στην ελληνική πολιτική και επιβεβαίωσε την ηγεμονία της Σπάρτης στο ελληνικό πολιτικό σύστημα.[2]

Πριν τον πόλεμο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης της Αρχαίας Ελλάδας

Μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, ο οποίος έληξε το 404 π.Χ, σύμμαχοι της Σπάρτης έγιναν οι περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας καθώς και η Περσική Αυτοκρατορία και, στα χρόνια που ακολούθησαν τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, αρκετά νησιά του Αιγαίου Πέλαγους υποτάχθηκαν στη Σπάρτη. Παρά τη νίκη της στον πόλεμο, η Σπάρτη απέκτησε μόνο κατεστραμμένες περιοχές καθώς και τους φόρους προς τη Δηλιακή Συμμαχία.[3] Η συμμαχία άρχισε να καταρρέει όταν, το 402 π.Χ, η Σπάρτη επιτέθηκε στην Ήλιδα, μέλος της Πελοποννησιακής (αλλιώς Σπαρτιατικής) Συμμαχίας, η οποία δημιουργήθηκε από τη Σπάρτη κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Τότε η Κόρινθος και η Θήβα αρνήθηκαν να βοηθήσουν τη Σπάρτη να καταλάβει την Ήλιδα.[4]

Στη συνέχεια, η Θήβα, η Κόρινθος και η Αθήνα αρνήθηκαν να βοηθήσουν τη Σπάρτη στην κατά των Περσών εκστρατεία της στην Ιωνία το 398 π.Χ, με τους Θηβαίους να φτάνουν στο σημείο να διαταράξουν μια θυσία του βασιλιά Αγησίλαου Β', πριν την αναχώρησή του.[5] Παρά την απουσία των συμμάχων της, η Σπάρτη νίκησε τους Πέρσες στη Λυδία και έφτασε μέχρι τις Σάρδεις. Ο σατράπης Τισσαφέρνης εκτελέστηκε για τις ήττες στις μάχες κατά του Αγησίλαου και ο διάδοχος του, Τιθραύστης, δωροδόκησε τους Σπαρτιάτες για να κινηθούν προς τα βόρεια, στη σατραπεία του Φαρνάβαζου. Ο Αγησίλαος έτσι και έπραξε, αλλά ταυτόχρονα ετοίμαζε τον στόλο του.[6]

Ανίκανος να νικήσει τον στρατό του Αγησίλαου, ο Φαρνάβαζος αποφάσισε πώς ο μόνος τρόπος για να νικήσει τον Αγησίλαο ήταν να προκαλέσει αναταραχές στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ζήτησε από τον Τιμοκράτη τον Ρόδιο να δωροδοκήσει άλλες πόλεις και να τις πείσει να αρχίσουν πόλεμο κατά της Σπάρτης, έτσι ώστε να αναγκάσει τον Αγησίλαο να επιστρέψει στη Σπάρτη.[7] Ο Τιμοκράτης επισκέφθηκε την Αθήνα, τη Θήβα, την Κόρινθο και το Άργος και έπεισε τους τοπικούς άρχοντες να δημιουργήσουν αντισπαρτιατική συμμαχία.[8]

Αρχικά γεγονότα (395 π.Χ)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχικές συγκρούσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ξενοφών ισχυρίζεται ότι, απρόθυμοι να αντιμετωπίσουν άμεσα τους Σπαρτιάτες, οι Θηβαίοι έπεισαν του Οπούντιους Λοκρούς να συλλέξουν φόρους από μια περιοχή που διεκδικούσαν μαζί με τη Φωκίδα, ώστε να προκαλέσουν την αντίδραση των Φωκέων. Ως απάντηση, οι Φωκαείς εισέβαλλαν στη Λοκρίδα και κατέλαβαν τα εδάφη της. Οι Λοκροί ζήτησαν τη βοήθεια της Θήβας, η οποία εισέβαλλε στη Φωκίδα. Η τελευταία ζήτησε βοήθεια από τη Σπάρτη, η οποία διέταξε γενική κινητοποίηση, [9] ενώ οι Θηβαίοι έστειλαν πρεσβεία στους Αθηναίους, ζητώντας βοήθεια, αίτημα που έγινε δεκτό. Έτσι συστάθηκε συμμαχία μεταξύ Αθηναίων και Βοιωτών.[10]

Οι Σπαρτιάτες σχεδίαζαν να επιτεθούν στην Αλίαρτο, με 2 στρατούς, έναν υπό την ηγεσία του Λύσανδρου και έναν υπό την ηγεσία του βασιλιά Παυσανία Α'.[11] Ο Λύσανδρος, ο οποίος έφθασε νωρίτερα από τον Παυσανία, κατέλαβε τον Ορχομενό, και κατευθύνθηκε στην Αλίαρτο. Εκεί, στη μάχη της Αλιάρτου σκοτώθηκε, αφού μαζί με το άλογό του έφθασε ως τα τείχη της πόλης. Στην ίδια μάχη, αρχικά οι Σπαρτιάτες ηττήθηκαν, αλλά αργότερα νίκησαν ένα τμήμα στρατού των Θηβαίων. Ο Παυσανίας, ο οποίος έφθασε την επόμενη της μάχης, συνέλεξε τους νεκρούς και γύρισε στη Σπάρτη. Εκεί καταδικάστηκε σε θάνατο, γιατί δεν πρόλαβε να βοηθήσει εγκαίρως τον Λύσανδρο. Όμως πρόλαβε να διαφύγει στην Τεγέα, πριν εκτελεστεί η ποινή του.[12]

Η επέκταση της συμμαχίας κατά της Σπάρτης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά από αυτές τις συγκρούσεις, οι Σπαρτιάτες και οι αντίπαλοί τους άρχισαν την προετοιμασία για τις αναμενόμενες σκληρές μάχες. Στα τέλη του 395 π.Χ, η Κόρινθος και το Άργος αποφάσισαν να λάβουν μέρος στον πόλεμο ως σύμμαχοι των Αθηνών και των Θηβαίων. Οι σύμμαχοι συγκεντρώθηκαν στην Κόρινθο, και αργότερα έστειλαν απεσταλμένους σε άλλες πόλεις-κράτη, ζητώντας από αυτές την υποστήριξή τους.[13]

Ανήσυχοι από αυτές τις εξελίξεις, οι Σπαρτιάτες ετοίμαζαν να στείλουν τον στρατό τους στις περιοχές των νέων συμμάχων της Αθήνας, και διέταξαν τον Αγησίλαο να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα. Ο Αγησίλαος, παρά τη θέλησή του να επεκταθεί στην Ασία, αποφάσισε να επιστρέψει και πέρασε μαζί με τον στρατό του από τον Ελλήσποντο και συνέχισε την πορεία του στα δυτικά, στη Θράκη.[14]

Ο πόλεμος στην ξηρά και στη θάλασσα (394 π.Χ)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νεμέας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τη νίκη της Θήβας κατά της Φωκίδας, οι σύμμαχοι της Αθήνας μετέφεραν μεγάλο μέρος του στρατού τους στην Κόρινθο. Μια μεγάλη ομάδα στρατού στάλθηκε από τη Σπάρτη για να σταματήσει τον αντίπαλο στρατό. Οι δύο πλευρές συναντήθηκαν στον ποταμό Νεμέα, στην Κόρινθο. Μετά από σκληρή μάχη, οι Σπαρτιάτες βγήκαν νικητές. Στη μάχη σκοτώθηκαν 2.800 στρατιώτες των συμμάχων ενώ οι Σπαρτιάτες έχασαν 1.100 άνδρες.[15]

Κνίδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης της Αρχαίας Ελλάδας και της Μικράς Ασίας

Η επόμενη σημαντική σύγκρουση του πολέμου διεξήχθη στη θάλασσα, με αντίπαλους τους Πέρσες και τους Σπαρτιάτες. Αφού έλαβε και πλοία από νησιά του Αιγαίου, ο Αγησίλαος είχε στη διάθεση του 120 τριήρεις, υπό τον γαμπρό του, Πείσανδρο, ο οποίος πρώτη φορά αναλάμβανε τέτοιου είδους διοίκηση.[16] Οι Πέρσες είχαν τη στήριξη του στόλου των Φοίνικων, της Κιλικίας και της Κύπρου, υπό την ηγεσία του Αθηναίου ναύαρχου Κόνωνα, ο οποίος είχε καταλάβει τη Ρόδο το 396 π.Χ. Οι δύο στόλοι συναντήθηκαν στην Κνίδο. Η ναυμαχία είχε ως αποτέλεσμα τη νίκη των Περσών και την κατάληψη της Ιωνίας. Παρά τις προσπάθειές τους, οι Πέρσες δεν κατάφεραν να καταλάβουν την Άβυδο και τη Σηστό.[17]

Κορώνεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Μάχη της Κορώνειας

Παράλληλα, ο στρατός του Αγησίλαου, μετά την απόκρουση της επίθεσης από τους Θεσσαλούς, έφθασε στη Βοιωτία, όπου συνάντησε τον στρατό των αντιπάλων του. Ο στρατός του Αγησίλαου που ερχόταν από την Ασία αποτελείτο κυρίως από είλωτες και από τον στρατό των Μυρίων. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στην Κορώνεια, η οποία ήταν στην κατοχή της Θήβας. Παρά την αντίσταση των Θηβαίων, οι σύμμαχοί τους ηττήθηκαν από τους Σπαρτιάτες και η μάχη έληξε με νικητές τους τελευταίους.[18] Μετά τη νίκη στην Κορώνεια, ο Αγησίλαος επέστρεψε στη Σπάρτη.

Γεγονότα από το 393 π.Χ μέχρι το 388 π.Χ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά το 394 π.Χ, οι Σπαρτιάτες είχαν την υπεροχή στο χερσαίο μέτωπο αλλά ηττήθηκαν στο θαλάσσιο. Οι σύμμαχοι της Αθήνας είχαν δεχτεί πολλές ήττες στο χερσαίο μέτωπο, αλλά οι Σπαρτιάτες δεν κατάφεραν να επεκταθούν μέχρι την κεντρική Ελλάδα. Τα επόμενα χρόνια, οι Σπαρτιάτες προσπάθησαν να καταλάβουν την Κόρινθο ή το Άργος - παράλληλα οι σύμμαχοι της Αθήνας ενώθηκαν και συνέχισαν τον πόλεμο κατά της Σπάρτης, ενώ η Αθήνα και η Θήβα είχαν ανακαταλάβει κάποια εδάφη τους από τη Σπάρτη.

Περσική βοήθεια, ανοικοδόμηση της Αθήνας και εμφύλιος πόλεμος στην Κόρινθο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 393 π.Χ, ο Κόνων και ο Φαρνάβαζος έπλευσαν στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου επέδραμαν στην ακτή της Λακωνίας και κατέλαβαν τα Κύθηρα, όπου άφησαν στρατιωτικό τμήμα με Αθηναίο διοικητή. Στη συνέχεια, έπλευσαν στην Κόρινθο, όπου έπεισαν τα άλλα μέλη της Συμμαχίας πως ο Πέρσης βασιλιάς ήταν αξιόπιστος σύμμαχος. Τότε, ο Φαρνάβαζος έστειλε τον Κόνωνα στην Αττική με μεγάλος μέρος του περσικού στόλου, για να βοηθήσει τους Αθηναίους στην ανοικοδόμηση των Μακρών Τειχών. Χάρη στη βοήθεια των Περσών, η ανοικοδόμηση των Μακρών Τειχών τελείωσε γρήγορα.[19] Η Αθήνα εκμεταλλεύτηκε το πλεονέκτημα, και κατέλαβε τη Σκύρο, την Ίμβρο και τη Λήμνο, όπου επέβαλε καθεστώς κληρουχίας.[20]

Την ίδια ώρα, στην Κόρινθο διεξαγόταν εμφύλιος μεταξύ του δημοκρατικού και του ολιγαρχικού κόμματος. Οι δημοκρατικοί, οι οποίοι έλαβαν στήριξη από το Άργος, επιτέθηκαν στους αντιπάλους τους και τους έδιωξαν από την πόλη. Οι ολιγαρχικοί ζήτησαν την προστασία των Σπαρτιατών, ενώ οι Αθηναίοι και οι Βοιωτοί συμμάχησαν με τους δημοκρατικούς. Σε μια νυχτερινή επίθεση, οι Σπαρτιάτες και οι ολιγαρχικοί κατέλαβαν το Λέχαιο, το λιμάνι της πόλης στον Κορινθιακό Κόλπο. Την επόμενη, οι Αθηναίοι προσπάθησαν να ανακαταλάβουν το Λέχαιο, αλλά αναχαιτίστηκαν και αναγκάστηκαν να τραπούν σε φυγή.[21]

Η διάσκεψη ειρήνης και η άρνηση της Αθήνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 392 π.Χ, οι Σπαρτιάτες έστειλαν τον Ανταλκίδα στον σατράπη Τιρίβαζο, με την ελπίδα ότι οι Πέρσες θα σταματήσουν την ανοικοδόμηση της Αθήνας και θα σταματούσαν να επεμβαίνουν στα εσωτερικά των Ελλήνων. Οι Αθηναίοι, όταν έμαθαν για την αποστολή του Ανταλκίδα στην Περσία, έστειλαν τον Κόνωνα μαζί με άλλους στρατιωτικούς για να παρουσιάσουν τις προτάσεις των Αθηναίων στους Πέρσες, κάτι που έπραξαν και οι σύμμαχοί τους. Στη διάσκεψη, οι Σπαρτιάτες πρότειναν ειρήνη με τον όρο να γίνουν όλες οι πόλεις-κράτη ανεξάρτητες. Αυτό όμως δεν έγινε αποδεκτό από τους συμμάχους της Αθήνας καθώς οι Αθηναίοι ήθελαν τον έλεγχο του Αιγαίου, οι Θηβαίοι ήθελαν να ηγεμονεύουν στη Βοιωτία, ενώ το Άργος ήθελε να ενωθεί με την Κόρινθο και να αναλάβει τη διοίκηση της πόλης. Η προσπάθεια για ειρήνη απέτυχε. Ο Κόνων συνελήφθη και ο Τιρίβαζος με μυστικό τρόπο εφοδίαζε τους Σπαρτιάτες.[22] Τελικά ο Κόνων κατάφερε να δραπετεύσει, αλλά πέθανε λίγες μέρες αργότερα.[20] Τον ίδιο χρόνο, διεξήχθη ακόμα μια διάσκεψη στη Σπάρτη, αλλά οι όροι των Σπαρτιατών δεν έγιναν δεκτοί από τους Αθηναίους.[23]

Μετά την αποτυχημένη διάσκεψη στην Περσία, ο Τιρίβαζος επέστρεψε στα Σούσα, και ο στρατηγός Στρούθας ανέλαβε τη διοίκηση. Ο Στρούθας άσκησε αντισπαρτιατική πολιτική και ανάγκασε τον αρχηγό τους, Θίβρωνα, να του επιτεθεί. Παρά την αρχική του επιτυχία, ο Θίβρων και αρκετοί στρατιώτες του σκοτώθηκαν αργότερα από τους στρατιώτες του Στρούθα.[24] Τη διοίκηση των Σπαρτιατών στην Ασία ανέλαβε ο Διφρίδας, ο οποίος σημείωσε αρκετές επιτυχίες και αιχμαλώτισε τον γαμπρό του Στρούθα. Αλλά, αυτά δεν είχαν σημαντική επιρροή στο αποτέλεσμα του πολέμου.[25]

Το Λέχαιο και η κατάληψη της Κορίνθου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Κόρινθος και η γύρω περιοχή

Στην Κόρινθο, οι δημοκρατικοί συνέχιζαν να ελέγχουν την πόλη, όταν οι ολιγαρχικοί και οι Σπαρτιάτες κατέλαβαν το Λέχαιο, και από εκεί επιτέθηκαν στην ύπαιθρο της Κορίνθου. Το 391 π.Χ, ο Αγησίλαος επιτέθηκε στην πόλη. Η επίθεση του τελείωσε επιτυχώς, αφού κατέλαβε αρκετές αμυντικές θέσεις των αντιπάλων, καθώς επίσης αιχμαλώτισε αρκετούς στρατιώτες και ψαράδες. Όσο ο Αγησίλαος μαζί με τον στρατό του βρισκόταν στο στρατόπεδο, ο Αθηναίος στρατηγός Ιφικράτης, μαζί με ένα σώμα πελταστών, κατευθύνθηκε στο Λέχαιο, όπου σε μια μάχη νίκησε τους Σπαρτιάτες. Κατά τη διάρκεια της μάχης, ο Ιφικράτης μαζί με τους πελταστές του αποδεκάτισε τη σπαρτιατική φάλαγγα και ανάγκασε τους Σπαρτιάτες που απέμειναν να υποχωρήσουν. Μετά τη μάχη, ο Αγησίλαος επέστρεψε στη Σπάρτη, ενώ ο Ιφικράτης συνέχισε την επίθεση κατά των θέσεων των Σπαρτιατών στην Κόρινθο και ανακατέλαβε τις περιοχές, τις οποίες εκείνοι είχαν καταλάβει.[26] Επιτέθηκε επίσης στον Φλειούντα τον οποίο κατέλαβε και δήωσε την Αρκαδία της οποίας οι κάτοικοι αρνήθηκαν να συμμαχήσουν μαζί του.[27]

Μετά από αυτή τη νίκη, στρατός από το Άργος ήρθε στην Κόρινθο και κατέλαβε την ακρόπολή της, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την πολιτική ένωση των δύο πόλεων.[28][26]

Μετέπειτα εκστρατείες στο χερσαίο μέτωπο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τις νίκες του Ιφικράτη στην Κόρινθο, δεν διεξήχθησαν σημαντικές μάχες στην περιοχή. Οι μάχες μεταφέρθηκαν στην υπόλοιπη Πελοπόννησο. Ο Αγησίλαος έκανε επιτυχείς επιδρομές σε περιοχές του Άργους, το 391 π.Χ, και διεξήγαγε δύο σημαντικές εκστρατείες πριν το τέλος του πολέμου.[29] Στην πρώτη εκστρατεία, το 389 π.Χ, οι Σπαρτιάτες πέρασαν τον Κορινθιακό Κόλπο για να επιτεθούν στους Ακαρνάνες, συμμάχους της Αθήνας. Παρά τις αρχικές δυσκολίες, οι Σπαρτιάτες κατάφεραν να νικήσουν τους Ακαρνάνες, οι οποίοι σε μια μάχη έχασαν το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών τους.[30] Τον επόμενο χρόνο, οι Ακαρνάνες υπέγραψαν συμφωνία ειρήνης με τους Σπαρτιάτες, για να αποφύγουν μελλοντικές επιθέσεις.[31]

Το 388 π.Χ, ο Αγησίπολις Α΄ επιτέθηκε στο Άργος. Αφού δεν συνάντησε αντίσταση, κατέλαβε την περιοχή, αλλά αργότερα αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Σπάρτη.[32]

Πόλεμος στο Αιγαίο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την ήττα στην Κνίδο, οι Σπαρτιάτες άρχισαν την επανασύσταση του στόλου τους και, σε μια σύγκρουση με τον κορινθιακό στόλο, νίκησαν και πήραν υπό την κατοχή τους τον Κόλπο της Κορίνθου, το 392 π.Χ.[33] Μετά την αποτυχία της ειρηνευτικής προσπάθειας του 392 π.Χ., οι Σπαρτιάτες έστειλαν ένα μικρό σώμα στρατού υπό την ηγεσία του ναύαρχου Εκδίκου στο Αιγαίο με διαταγή να βοηθήσει τους ολιγαρχικούς, οι οποίοι εξορίστηκαν από τη Ρόδο. Ο Έκδικος έφθασε στη Ρόδο, όπου είδε πώς οι δημοκρατικοί διέθεταν μεγαλύτερο στόλο από τον δικό του. Τότε οι Σπαρτιάτες έφεραν ως ενισχύσεις στόλο από τον Κορινθιακό Κόλπο, υπό την ηγεσία του Τελευτία. Αφού παρέλαβε κι άλλο στόλο στη Σάμο, ο Τελευτίας ανέλαβε τη διοίκηση στην Κνίδο και άρχισε τις επιθέσεις κατά της Ρόδου.[34]

Ελληνική τριήρης

Τρομαγμένοι από τις επιτυχίες των Σπαρτιατών στο θαλάσσιο μέτωπο, οι Αθηναίοι έστειλαν ένα στόλο από 40 τριήρεις, υπό την ηγεσία του Θρασύβουλου. Εκείνος, κρίνοντας ότι θα κέρδιζε περισσότερα αν αντιμετώπιζε τον σπαρτιατικό στόλο εκεί όπου δεν θα είχε πλεονέκτημα, έπλευσε στον Ελλήσποντο. Εκεί, νίκησε σε πολλές μάχες και κατέλαβε αρκετά σημαντικές, για την Αθήνα, περιοχές, συμπεριλαμβανομένου και του Βυζαντίου. Αργότερα, κατευθύνθηκε στη Λέσβο, όπου χάρη στη βοήθεια του στρατού της Μυτιλήνης, νίκησε τον σπαρτιατικό στρατό και κατέλαβε αρκετές πόλεις. Αλλά ο Θρασύβουλος πέθανε, καθώς βρισκόταν στη Λέσβο.[35]

Μετά από αυτό, οι Σπαρτιάτες έστειλαν νέο διοικητή, τον Αναξίβιο, στην Άβυδο. Αρχικά, είχε νικήσει τον Φαρνάβαζο σε αρκετές και κατέστρεψε ένα μεγάλο αριθμό εμπορικών πλοίων. Μετά από αυτές τις ήττες, οι Αθηναίοι έστειλαν τον Ιφικράτη στην περιοχή, για να αντιμετωπίσει τον Αναξίβιο. Για αρκετό διάστημα, οι δύο στρατοί επιτίθονταν σε περιοχές που κατείχε ο αντίπαλος, αλλά σε κάποια στιγμή ο Ιφικράτης μάντεψε την πορεία του Αναξίβιου, και του έστησε ενέδρα. Καθώς ο Αναξίβιος και οι άνδρες του περνούσαν το βουνό, όπου ο Ιφικράτης έστησε την ενέδρα του, δέχθηκαν επίθεση από τους Αθηναίους και κατατροπώθηκαν. Στη μάχη σκοτώθηκαν πολλοί Σπαρτιάτες, συμπεριλαμβανομένου και του Αναξίβιου.[36]

Αίγινα και Πειραιάς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 389 π.Χ, οι Αθηναίοι επιτέθηκαν κατά της Αίγινας. Οι Σπαρτιάτες κατατρόπωσαν τον αθηναϊκό στόλο, ωστόσο το αθηναϊκό πεζικό συνέχισε την επιχείρηση. Οι Σπαρτιάτες έπλευσαν στα ανατολικά της Ρόδου, αλλά κατατροπώθηκαν στην Άβυδο από τους Αθηναίους διοικητές της περιοχής. Παράλληλα, οι Αθηναίοι βρέθηκαν περικυκλωμένοι και εγκατέλειψαν την Αίγινα, λίγους μήνες αργότερα.[37]

Μετά τη νίκη τους στην Αίγινα, οι Σπαρτιάτες, με αρχηγό τον Γοργώπα, επιτέθηκαν στον αθηναϊκό στόλο και κατέστρεψαν αρκετά πλοία. Οι Αθηναίοι απάντησαν με αρχηγό τον Χαβρία. Στον δρόμο του για την Κύπρο, ο Χαβρίας σταμάτησε στην Αίγινα, έστησε ενέδρα στους Σπαρτιάτες και τους κατατρόπωσε. Στη μάχη σκοτώθηκε και ο ίδιος ο Γοργώπας.[38]

Μετά από αυτή την ήττα, διοικητής του σπαρτιατικού στόλου στην Αίγινα έγινε ο Τελευτίας. Αντιλαμβανόμενος το γεγονός ότι οι Αθηναίοι χαλάρωσαν τις αμυντικές τους γραμμές μετά τις νίκες του Χαβρία, επιτέθηκε με τον στόλο του στον Πειραιά και κατέστρεψε αρκετά πλοία.[39]

Ανταλκίδειος Ειρήνη (387 π.Χ)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εν τω μεταξύ, ο Ανταλκίδας διεξήγαγε διαπραγματεύσεις με τον Τιρίβαζο και κατέληξαν σε συμφωνία, όπου σύμφωνα με αυτή, οι Πέρσες έπρεπε να πάρουν το μέρος των Σπαρτιατών σε περίπτωση που οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοι τους αρνηθούν να υπογράψουν ειρήνη. Φαίνεται πώς οι Πέρσες δεν ήταν ευχαριστημένοι με τις ενέργειες της Αθήνας, συμπεριλαμβανομένης της υποστήριξης προς τον βασιλιά της Κύπρου Ευαγόρα και στον Άκορη της Αιγύπτου, οι οποίοι βρισκόταν σε πόλεμο με την Περσία. Λαμβάνοντας υπόψη αυτούς τους παράγοντες, η Περσία αποφάσισε πώς δεν ήταν ωφέλιμο να βοηθά την Αθήνα και πήρε το μέρος της Σπάρτης.[40] Μετά την ήττα στην Άβυδο, ο Ανταλκίδας επιτέθηκε και κατέστρεψε μερικά σώματα στρατού των Αθηναίων και ένωσε τον στόλο του με στόλο από τις Συρακούσες. Αυτό το ναυτικό σώμα, το οποίο έλαβε και τη στήριξη των σατραπών της Περσίας, έφτασε στον Ελλήσποντο και έκλεισε όλους τους δρόμους προς την Αθήνα. Οι Αθηναίοι, οι οποίοι είχαν ηττηθεί με παρόμοιο τρόπο στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, αποφάσισαν να συνάψουν συμφωνία ειρήνης.[41]

Το 387 π.Χ, ο Τιρίβαζος συγκάλεσε σύσκεψη για συμφωνία ειρήνης, με όλες τις μαχόμενες πλευρές για να συζητήσουν τους όρους. Ο βασικός όρος της συνθήκης αποφασίστηκε από τον βασιλιά της Περσίας, Αρταξέρξη Α΄:

Ο βασιλιάς Αρταξέρξης θεωρεί, πώς όλες οι πόλεις της Ασίας πρέπει να του ανήκουν, συμπεριλαμβανομένου της Κύπρου και των Κλαζομενών και ότι όλες οι πόλεις της Ελλάδας, μικρές και μεγάλες, πρέπει να γίνουν ανεξάρτητες, εκτός της Λήμνου, της Ίμβρου και της Σκύρου, τις οποίες θα ελέγχει η Αθήνα. Όποια από τις δύο πλευρές (Αθήνα και Σπάρτη) δεν δεχθεί τη συμφωνία, θα αρχίσω πόλεμο εναντίον της.[42]

Σε μια γενική σύσκεψη στη Σπάρτη, οι Σπαρτιάτες, φοβούμενοι την απειλή της περσικής επίθεσης, εξασφάλισαν τη συναίνεση όλων των μεγάλων πόλεων της Ελλάδας, οι οποίες συμφώνησαν με τους όρους της ειρήνης. Η συμφωνία ειρήνης έγινε παντού γνωστή με το όνομα «Βασίλειος ειρήνη», λόγω της μεγάλης επιρροής του βασιλιά της Περσίας. Υπό την απειλή της σπαρτιατικής επίθεσης, η Θήβα σταμάτησε τον πόλεμο, όπως το Άργος και η Κόρινθος. Η Κόρινθος, αφού στερήθηκε τον ισχυρό της σύμμαχο, αναγκάστηκε να ξαναγίνει μέλος της Σπαρτιατικής Συμμαχίας. Μετά από 8 χρόνια μαχών, ο Κορινθιακός Πόλεμος είχε λήξει.[43]

Μετά τον πόλεμο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά την υπογραφή της ειρήνης, η Σπάρτη και η Περσία εκμεταλλεύτηκαν τα κέρδη που απέκτησαν χάρη στη συμφωνία αυτή. Η Περσία εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι και η Αθήνα και η Σπάρτη δεν είχαν δικαίωμα να επιτεθούν στην Ασία, και κατέλαβε, το 380 π.Χ, την Αίγυπτο και την Κύπρο. Η Σπάρτη, παράλληλα, εκμεταλλεύτηκε τη δυνατότητα, την οποία έλαβε ως προστάτιδα της ειρήνης, να καταστρέφει όποιες συμμαχίες έβρισκε απειλητικές για την κατάρρευση της συμφωνίας. Με τον Αγησίλαο στην ηγεσία της πόλης, οι Σπαρτιάτες επεκτάθηκαν από την Πελοπόννησο μέχρι τη Χαλκιδική. Αυτή η κυριαρχία της Σπάρτης θα διαρκέσει για 16 χρόνια, μέχρι να ηττηθεί στη Μάχη των Λεύκτρων.[44]

Ο πόλεμος είχε σημαντική επιρροή της ανοικοδόμησης της Αθήνας ως ελληνική δύναμη. Στα μέσα του 4ου αιώνα, οι Αθηναίοι δημιούργησαν μια συμμαχία, η οποία έγινε γνωστή ως Δεύτερη Αθηναϊκή Συμμαχία, η οποία ανακατέλαβε όλα τα εδάφη που έχασε το 404 π.Χ.[45]

Η απελευθέρωση της Ιωνίας αποτελούσε στόχο των Ελλήνων αλλά, μετά τον Κορινθιακό Πόλεμο, οι Έλληνες δεν μπορούσαν να εμποδίσουν την περσική κυριαρχία. Μετά από έναν αιώνα συγκρούσεων στην περιοχή, η Περσία κατάφερε να καταλάβει την Ιωνία η οποία παρέμεινε για άλλα 50 χρόνια υπό την κατοχή των Περσών, μέχρι την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Hornblower, "Corinthian War", 391
  2. Fine, The Ancient Greeks, 556–9
  3. Fine, The Ancient Greeks, 547
  4. Ξενοφών, Ελληνικά 3.2.25
  5. Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις, 3.9.2–4
  6. Ξενοφών, Ελληνικά 3.4.25–29
  7. Ο Ξενοφών (Ελληνικά, 3.5.1) πιστεύει πώς ο Τιθραύστης, και όχι ο Φαρνάβαζος, έστειλε τον Τιμοκράτη, αλλά τα Ελληνικά καταγράφουν πώς ο Φαρνάβαζος έστειλε τον Τιμοκράτη. Άλλη πηγή, η οποία αναφέρεται στο θέμα, είναι το The Ancient Greeks (σελ. 548)
  8. Ο Ξενοφών, στα Ελληνικά (3.5.2), ισχυρίζεται πώς η Αθήνα δεν δέχτηκε χρήματα, αλλά τα Ελληνικά της Οξυρρύγχου ισχυρίζονται το αντίθετο. Ο ιστορικός George Cawkwell, σε σημειώσεις του για τη μετάφραση του Ξενοφώντα από τον Ρεξ Βάρνερ ισχυρίζεται πώς ο Ξενοφών δεν καταγράφει πως η Αθήνα δέχτηκε χρήματα, λόγω συμπάθειας που έτρεφε για τον Θρασύβουλο (σελ. 174).
  9. Ξενοφών, Ελληνικά 3.5.3–5
  10. Fine, The Ancient Greeks, 548–9
  11. Ξενοφών, Ελληνικά 3.5.6–7
  12. Ξενοφών, Ελληνικά 3.5.17–25
  13. Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη 14.82.1–3
  14. Ξενοφών, Ελληνικά 4.2.1–8
  15. Για τη μάχη, βλ. Ελληνικά του Ξενοφώντος, 4.2.16–23 και τη Βιβλιοθήκη του Διόδωρου Σικελιώτη, 14.83.1–2
  16. Ξενοφών, Ελληνικά 3.4.27–29
  17. Fine, The Ancient Greeks, 546–7
  18. Για τη μάχη, βλ. Ελληνικά του Ξενοφώντα (4.3.15–20) και Βιβλιοθήκη του Διόδωρου Σικελιώτη, (14.84.1–2)
  19. Ξενοφών, Ελληνικά 4.8.7–10
  20. 20,0 20,1 Fine, The Ancient Greeks, 551
  21. Για τα γεγονότα της μάχης, βλ. Βιβλιοθήκη του Διόδωρου Σικελιώτη (14.86) ή Ελληνικά του Ξενοφώντος (4.4).
  22. Ξενοφών, Ελληνικά 4.8.12–15
  23. Fine, The Ancient Greeks, 550
  24. Ξενοφών, Ελληνικά 4.8.17–19
  25. Ξενοφών, Ελληνικά 4.8.20–22
  26. 26,0 26,1 Ξενοφών, Ελληνικά 4.5
  27. Ξενοφών, Ελληνικά (4.4.15–16), Βιβλιοθήκη του Διόδωρου Σικελιώτη (14.91.3). Βλ. επίσης Cawkwell (σελ. 212-213)
  28. Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη, 14.92.1
  29. Ξενοφών, Ελληνικά 4.4.19
  30. Ξενοφών, Ελληνικά 4.6
  31. Ξενοφών, Ελληνικά 4.7.1
  32. Ξενοφών, Ελληνικά 4.7
  33. Ξενοφών, Ελληνικά 4.8.10–11
  34. Ξενοφών, Ελληνικά 4.8.23–24
  35. Ξενοφών, Ελληνικά 4.8.25–31
  36. Ξενοφών, Ελληνικά 4.8.31–39
  37. Ξενοφών, Ελληνικά 5.1.1–7
  38. Ξενοφών, Ελληνικά 5.1.8–13
  39. Ξενοφών, Ελληνικά 5.1.13–24
  40. Fine, The Ancient Greeks, 554–5
  41. Ξενοφών, Ελληνικά 5.1.24–29
  42. Ξενοφών, Ελληνικά 5.1.31
  43. Fine, The Ancient Greeks, 556–7
  44. Fine, The Ancient Greeks, 557–9
  45. Διόδωρος Σικελιώτης 15.29

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ελληνικές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ξένες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]