Κάθοδος των Δωριέων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Κάθοδος των Δωριέων είναι ένας σχηματικός, και ερευνητικά ξεπερασμένος όρος, για μια γενικότερη αναφορά (κυρίως πολιτισμικής και γλωσσολογικής προσέγγισης) στην επαναεπικράτηση των δωρικών φύλων στην νότια Ελλάδα, αφού είχαν πρωτύτερα εκδιωχθεί κυριαρχικά, απο τους Μυκηναίους (Αχαιούς). Ο όρος "Κάθοδος των Δωριέων" δεν πρέπει να χρησιμοποιείται αναφορικά, και σε σύνδεση με την πτώση των μυκηναϊκών ανακτόρων, καθότι, απο την σύχρονη έρευνα γίνεται πλέον ξεκάθαρο πως οι Δωριείς δεν είχαν σχεδόν καμία απολύτως σχέση με την κατάρρευση του λεγόμενου "μυκηναϊκού πολιτισμού", αφού, χαρακτηριστικά η κατάρρευση αυτή επήλθε ξεκινώντας γύρω στο 1200 π.Χ., και ξεδιπλώθηκε πιθανόν στο μεγαλύτερο μέρος του 12ου π.Χ. αίωνα -εξαιτίας πολλαπλών, όχι ταυτόχρονων και όχι απόλυτα ξεκάθαρων στους ερευνητές, αιτιών[1][2] (κυριαρχεί η θεωρία των εσωτερικών διενέξεων ή/και των άγνωστων εξωτερικών εισβολών)[3] -ενώ τα γεγονότα της περιόδου της λεγόμενης "Κάθοδου των Δωριέων" συντελέστηκαν περίπου έναν αιώνα αργότερα, το 1100 π.Χ.. Καταληκτικά, η ιδέα της "Καθόδου των Δωριέων" είναι μία, πλέον ξεπερασμένη, σχηματική κατασκευή των ιστορικών του 19ου και 20ού αιώνα, που αποσκοπούσε στην διασαφήνιση της πολιτισμικής αλλαγής που συντελέστηκε στον ελλαδικό χώρο του 12ου και 11ου αιώνα π.Χ.. Δεν χρησιμοποιείται πια ως αυτούσια και έγκυρη ιστορικοορολογική έννοια, αλλά περισσότερο ως τυπικός όρος και χρονολογικό ορόσημο απλούστευσης της έρευνας. Έτσι, πρέπει να αποσαφηνιστεί πως οι Δωριείς δεν αποτέλεσαν τον πρωταρχικό λόγο κατάρρευσης των μυκηναϊκών ανακτόρων, και μάλιστα αμφισβητείται έντονα η οποιαδήποτε ανάμειξή τους σε αυτήν.[4]

Ηρόδοτος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σχετική παράδοση οφείλεται στον Ηρόδοτο ο οποίος πρώτος αναφέρθηκε στις μετακινήσεις των Δωριέων στην Ελλάδα.[5] Σύμφωνα με αυτή την παράδοση οι Δωριείς μετανάστευσαν από τη Φθιώτιδα στην Ιστιαιώτιδα, στην Πίνδο, στη Δρυοπίδα και τελικά στην Πελοπόννησο. Οι υποτιθέμενες αυτές μετακινήσεις έμειναν γνωστές ως «Κάθοδος των Δωριέων» ή «Επιστροφή των Ηρακλειδών».[6]

Νεότερα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην νεώτερη εποχή οι ιστορικοί και αρχαιολόγοι αναζήτησαν κάποια τεκμηρίωση αυτής της παράδοσης και επικαλέστηκαν ως μαρτυρίες την εισαγωγή της χρήσης του σιδήρου, το έθιμο της καύσης των νεκρών, την παραγωγή της πρωτογεωμετρικής κεραμικής και την καταστροφή των μυκηναϊκών ανακτόρων. Στην πράξη αυτές οι έρευνες απέδειξαν το αντίθετο, ότι δηλαδή αυτές οι πρακτικές αποτελούν συνέχεια του πολιτισμού των υπομυκηναϊκών χρόνων.[7] Χαρακτηριστικά η E. Vermeule αναφέρει ότι "οι κυριότεροι νεωτερισμοί των σκοτεινών αιώνων βρίσκονται όχι κατά μήκος της δωρικής διαδρομής, αλλ' ακριβώς σε εκείνες τις περιοχές οι οποίες δεν κατακλύστηκαν, οι οποίες διατήρησαν επί μακρότατον τις μυκηναϊκές παραδόσεις και οι οποίες παρέμειναν ανοικτές σε επαφές με την Ανατολή διά θαλάσσης", δηλ. η Αθήνα, η Κρήτη και η ακτή της Ιωνίας. Ο Μανόλης Ανδρόνικος χαρακτηρίζει την κάθοδο των Δωριέων "φάντασμα".[8]

Από τα γλωσσολογικά δεδομένα προκύπτουν επίσης ενδείξεις ότι η δωρική διάλεκτος ομιλούνταν και κατά τη μυκηναϊκή περίοδο αλλά ήταν κοινωνικά κατώτερη, δεν αναγραφόταν σε επιγραφές και χρησιμοποιούνταν εκτός των ανακτόρων.

Σύμφωνα με τον καθηγητή Χρήστο Ντούμα οι Δωριείς ήταν κάτοικοι της Ελλάδος που κάποτε εκτοπίστηκαν από τους Μυκηναίους σε ορεινές περιοχές, κάτι ανάλογο με αυτό που έχει συμβεί σε πολλούς πληθυσμούς στην ιστορία της Ελλάδας. Στα ορεινά ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία και τη δασική οικονομία γι' αυτό η παράδοση τους χαρακτηρίζει οπισθοδρομικούς. Κάποτε από τα ορεινά επέστρεψαν στα πεδινά στις αρχικές τους κοιτίδες όταν για άλλους λόγους παρήκμασαν τα ανακτορικά συγκροτήματα. Σημειώνεται ότι η λέξη κατιόντες που συναντάται στον Ηρόδοτο και αλλού σε σχέση με τους Δωριείς[9] έχει και την έννοια του "επιστρέφω από την εξορία". Εδώ μπορεί να παραβληθεί και η έννοια της "καθόδου" με εκείνη στην "Κάθοδο των Μυρίων" όπου εννοείται "Η επιστροφή των Μυρίων" μετά την "Ανάβαση". Η σύγχρονη ερμηνεία του κατιόντες ως "κατερχόμενοι" οφείλεται στην σύγχρονη χαρτογραφική απεικόνιση όπου ο βορράς είναι πάνω και ο νότος κάτω. Να σημειωθεί οτι πολλοί ταυτίζουν την "Κάθοδο των Δωριέων" με την επιστροφή/επάνοδο των Ηρακλειδών/Δωριέων στις αρχαίες κοιτίδες τους.

Κατά μία ερμηνεία, το όνομα Δωριεύς δεν οφείλεται στην Δωρίδα, αλλά αντίστροφα αυτή η περιοχή ονομάστηκε έτσι λόγω των Δωριέων. Η κατάληξη -εύς υποδεικνύει επάγγελμα, ενώ η ρίζα δωρ- είναι γνωστή από τη μυκηναϊκή εποχή και σχετίζεται με τα δένδρα και τα ξύλα. Η εναλλαγή του όμικρον με το ωμέγα είναι συνήθης μεταξύ των διαλέκτων. Έτσι η λέξη Δωριεύς πιθανώς δηλώνει τον ασχολούμενο με την ξυλεία, τον ξυλοκόπο. Είναι πιθανό ότι αργότερα η χρήση του όρου διευρύνθηκε ώστε να χαρακτηρίζει όλους τους "άξεστους" Έλληνες, αντίστοιχα με τη σύγχρονη χρήση της λέξης βλάχος. Σχετικός θεωρείται και ο μύθος σύμφωνα με τον οποίο ο τελευταίος βασιλιάς Κόδρος, προκειμένου να σώσει τους Αθηναίους από τους Δωριείς, μεταμφιέστηκε σε ξυλοκόπο για να διεισδύσει στο στρατόπεδό τους.[10]

Πλάτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πλάτων στο έργο Νόμοι μας παραθέτει έναν διάλογο μεταξύ του ιδίου, του Κνωσείου Κλεινία και του Λακεδαίμονα Μεγίλλου. Στον διάλογο αυτόν οι τρεις γηραιοί άνδρες κατά την διάρκεια της διαδρομής τους από την Κνωσό προς το Ιδαίον Άντρον με σκοπό τη μύησή τους στα ανώτατα Μινωικά Μυστήρια συζητούν, κρίνουν και συγκρίνουν τα 3 πολιτεύματά τους. Στον στίχο 682d ο Πλάτων μας ενημερώνει ότι οι Δωριείς ήταν Αχαιοί, πράγμα με το οποίο συμφωνεί ο Μέγγιλος.

Πλάτων: "...στην διάρκεια όμως των δέκα ετών της πολιορκίας στο Ίλιον (Τροία), στην πατρίδα κάθε επιτιθεμένου τα πράγματα χειροτέρεψαν. Οι νεότεροι στασίασαν (επαναστάτησαν) και δεν υποδέχθηκαν όπως έπρεπε τους στρατιώτες κατά την επιστροφή τους. Ακολούθησαν αμέτρητοι θάνατοι και σφαγές και εξορίες. Όσοι διώχθηκαν ξαναγύρισαν αργότερα με άλλο όνομα. Τώρα λέγονταν Δωριείς αντί Αχαιοί γιατί εκείνος που τους συγκέντρωσε στην εξορία κατάγονταν από τη Δωρίδα. Πλήρης περιγραφή αυτών που έγιναν τότε υπάρχουν καταγεγραμμένα στην ιστορία των Λακεδαιμόνιων".

Μέγιλλος (Σπαρτιάτης): "Απόλυτα ορθόν".

Οπότε η Κάθοδος των Δωριέων στην πραγματικότητα ήταν πρώτα άνοδος και έπειτα κάθοδος και όχι των Δωριέων αλλά των Αχαιών.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Πλάτωνος Νόμοι. {Ἀθηναίος} Δέκα δ᾿ ἔτη που μείναντες Ἀχαιοὶ τὴν Τροίαν ἀνάστατον ἐποίησαν. {Κλεινίας} Καὶ μάλα. {Ἀθηναίος} Οὐκοῦν ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ, ὄντι δεκέτει, ὃν τὸ Ἴλιον ἐπολιορκεῖτο, τὰ τῶν πολιορκούντων ἑκάστων οἴκοι κακὰ πολλὰ συνέβαινεν γιγνόμενα περὶ τὰς στάσεις τῶν νέων, οἳ καὶ ἀφικομένους τοὺς στρατιώτας εἰς τὰς αὑτῶν πόλεις τε καὶ οἰκίας οὐ καλῶς οὐδ᾿ ἐν δίκῃ ὑπεδέξαντο, [e] ἀλλ᾿ ὥστε θανάτους τε καὶ σφαγὰς καὶ φυγὰς γενέσθαι παμπόλλας· οἳ πάλιν ἐκπεσόντες κατῆλθον μεταβαλόντες ὄνομα, Δωριῆς ἀντ᾿ Ἀχαιῶν κληθέντες διὰ τὸ τὸν συλλέξαντα εἶναι τὰς τότε φυγὰς Δωριᾶ. καὶ δὴ ταῦτά γε ἤδη πάνθ᾿ ὑμεῖς, ὦ Λακεδαιμόνιοι, τἀντεῦθεν μυθολογεῖτέ τε καὶ διαπεραίνετε. 
  2. «Θουκυδίδη Ιστορίαι». www.greek-language.gr. Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2020. 
  3. Carol, Conant, Thomas, Craig (2005). The Trojan War (στα Αγγλικά). Westport, Connecticut: Greenwood press. σελ. 18. ISBN 0-313-32526-X. Evidence on the Linear B tablets from the Mycenaean kingdom of Pylos describing the dispatch of rowers and watchers to the coast, for instance, may well date to the time that the Egyptian pharaoh was expecting the arrival of foes. 
  4. Chadwick, John (1976). «Who were the Dorians?» (στα αγγλικά). Parola del Passato (31) p.103-117. 
  5. «Ιστορίαι (Ηροδότου)/Κλειώ - Βικιθήκη». el.wikisource.org. Ανακτήθηκε στις 19 Μαΐου 2023. 
  6. «H κάθοδος ή η «επιστροφή» των Δωριέων;». Η Καθημερινή. 21 Δεκεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 19 Μαΐου 2023. 
  7. J.B. Bury (1959), Z. Rubinsohn (1975), W.H. Stiebing (1980), E. Vermeule (1960). Στο Ντούμας Γ. Χρ. (1995), σελ. 178.
  8. Andronikos M. The "Dorian Invasion" and the Archaeological Evidence, 1971. Στο Ντούμας (1995).
  9. «Ιστορίαι (Ηροδότου)/Καλλιόπη - Βικιθήκη». el.wikisource.org. Ανακτήθηκε στις 19 Μαΐου 2023. 
  10. Ντούμας Γ. Χρ. (1995) Η κάθοδος των Δωριέων: Μια νέα πρόταση ερμηνείας, Πελοποννησιακά, Παράρτ. 22, (1996-1997), σελ. 177-184.