Μετάβαση στο περιεχόμενο

Άβυδος (Ελλήσποντος)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Άβυδος Μυσίας)
Άβυδος
Η θέση της Αβύδου στον Ελλήσποντο
Θέση στην ευρύτερη περιοχή
Θέση στην ευρύτερη περιοχή
Η θέση της πόλης στη σημερινή Τουρκία
ΤοποθεσίαΕπαρχία Τσανάκκαλε, Τουρκία
ΠεριοχήΤρωάδα, Μικρά Ασία
Είδοςπόλη


Η Άβυδος είναι αρχαία πόλη της Τρωάδας της Μυσίας στη Μικρά Ασία, ευρισκόμενη στο σημείο Ναγαρά (Nagara Point, σημερινό Μπογάζ Χισάρ) στον Ελλήσποντο απέναντι της Σηστού, την ανατολική ακτή της εισόδου του από Αιγαίο, στο σημείο όπου το πλάτος του είναι μόλις ένα μίλι.

Αρχικά ήταν πιθανόν Θρακική πόλη, αλλά αποικίστηκε από Μιλησίους [1] . Οι Αβυδινοί οι αρχαίοι κάτοικοί της ήταν πεπεισμένοι ότι ιδρυτής της πόλης χώρας τους ήταν ο μυθικός ήρωας Άβυδος που όμως είναι ανύπαρκτος στην Ελληνική μυθολογία. Είναι όμως προφανές ότι η ονομασία προέρχεται από το στερητικό α και το ρήμα "βύζω" εξ ου και λεγόταν Άβυζος ή Άβυσσος. Το ρήμα βύζω = κάνω θόρυβο ή ανεμοζάλη (σκοτούρα). Συνεπώς η Άβυδος ήταν πόλη αθόρυβη, της ξεκούρασης, της ξεγνοιασιάς και της καλοπέρασης. Πολλά δε τα στοιχεία που μπορούν να εξαχθούν από την εξέταση του βίου των κατοίκων.

Η πόλη έγινε γνωστή από θρύλο της αρχαιότητας που περιγράφει τον έρωτα της ιέρειας της Αφροδίτης την Ηρώ εκ της Σηστού και του εξ Αβύδου Λέανδρου (Ηρώ και Λέανδρος).

Κατ΄ αρχάς η μνήμη της πόλης στην Ιστορία που πρώτος την αναφέρει ο Όμηρος [2] και στη συνέχεια ο Ηρόδοτος, Θουκυδίδης [3] , Ξενοφών κλπ. οφείλεται στη γεωγραφική της θέση που ήταν το στενότερο σημείο διαπόρθμευσης από την Ασιατική ακτή προς την έναντι επίσης γνωστή πόλη Σηστό και αντίστροφα. Σημασία σπουδαία από τον Τρωικό πόλεμο.

Περίεργες όμως φαίνονται οι διαφορές των αρχαίων στην εκτίμηση της απόστασης. Ο Ηρόδοτος υπολόγιζε το εύρος σε επτά στάδια που αν ληφθεί υπ΄ όψη εκείνο του Αριστοτέλη (100μ) η απόσταση ήταν 700 μ. Ο Στράβων υπολόγιζε 30 στάδια, (το κατά του Στράβωνα στάδιο = 150μ.) δηλαδή 4,5 χλμ., Γάλλοι ιστορικοί σε 5.520 μ., ενώ η σημερινή απόσταση δεν υπερβαίνει το ένα μίλι (1.852 μ.).[4]

Εκτός της σημασίας εκ της γεωγραφικής θέσης και του θρύλου το τρίτο σημαντικό στην ιστορία της πόλης ήταν η διπλή ζεύξη Αβύδου - Μαδύτου το 480 π.Χ., έργο του Έλληνα μηχανικού Άρπαλου. Η δεύτερη πλωτή γέφυρα στην παγκόσμια ιστορία μετά εκείνης του Βοσπόρου του 512 π.Χ. και η πρώτη διπλή. Από αυτήν εδώ ο Ξέρξης διαπεραίωσε όλο τον στρατό του, το 480 π.Χ. όταν εισέβαλε στην Ελλάδα [5] [6].

Η πόλη μετά τους Μηδικούς πολέμους απετέλεσε μέλος της ομοσπονδίας της Δήλου. Αργότερα κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο τάχθηκε με τη Σπάρτη γενόμενη έτσι σπουδαίο ορμητήριο των Σπαρτιατών. Από τότε εκ της στρατηγικής σημασίας της, η Άβυδος αποτελεί σε ρόλο το Γιβραλτάρ του Αιγαίου. Προ του θαλάσσιου χώρου αυτής έγιναν στην αρχαιότητα δύο ναυμαχίες το 411 π.Χ. και το 410 π.Χ.. Στη πρώτη οι Αθηναίοι΄υπό τον Θρασύβουλο και τον Θράσυλο νίκησαν τους υπό τον Κλέαρχο Σπαρτιάτες, εις δε τη δεύτερη, οι εξελίξεις υπήρξαν δραματικότερες εκ της συμμετοχής των Περσών (Ναυμαχία της Αβύδου).

Κατά την Ελληνιστική περίοδο την πόλη πολιόρκησε ο Φίλιππος Ε' [7] [8] (γιος του Δημητρίου Β'). Η Άβυδος αντιστάθηκε έντονα γνωρίζοντας οι κάτοικοι τη τακτική που ακολουθούσε ο Φίλιππος Ε', που φόνευε τα τέκνα των αντιπάλων του και δήμευε τις περιουσίες τους. Έτσι εξηγείται ο λόγος που ο Φίλιππος ενώ πολιορκούσε ο ίδιος την πόλη παραχώρησε τριήμερη προθεσμία "ως χάρη" για την παράδοση της πόλης. Οι Αβυδινοί αντιστάθηκαν μέχρις εσχάτων και μετά την αυτοκτονία του άμαχου πληθυσμού η πόλη έρημη και κατεστραμμένη καταλήφθηκε (200 π.Χ.). Όμως η πόλη αναγεννήθηκε "εκ της τέφρας της" και αποτίναξε τελικά το ζυγό.

Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο οι Ρωμαίοι της αναγνώρισαν την "ελευθερία" (μεγάλη στρατιωτική βάση ελέγχου) και παρέμεινε έως και στα ύστερα Βυζαντινά χρόνια ο τελωνειακός σταθμός του Ελλησπόντου (ανήκε στο ανατολικό Θέμα), έως ότου ο ρόλος αυτός μεταφέρθηκε στα Δαρδανέλλια, μετά το κτίσιμο των "Παλαιών Τειχών" από το Σουλτάνο Μωάμεθ Β΄ (περί το 1456).

Χαρακτηριστικό ανέκδοτο που λεγόταν στην αρχαιότητα για την Άβυδο ήταν το "Αβυδηνόν επιρρόφημα" ή "Αβυδηνόν επιφόρημα"[9]. Οι κάτοικοι της Αβύδου είχαν τη συνήθεια (συνειδητά ή όχι) μετά το δείπνο να παρουσιάζουν στους επισκέπτες τους τα μικρά παιδιά τους που τα συνόδευαν βέβαια οι παραμάνες τους που όμως εκείνα άρπαζαν αποφάγια, φώναζαν παρενοχλούσαν και τελικά οι επισκέπτες έφευγαν. Έτσι επικράτησε να αποκαλείται ως "Αβυδηνό επιρρόφημα", κάθε βεβιασμένη διάλυση προσκεκλημένων ή θαμώνων όποτε συνέβαινε τέτοιο, υπήρξε δε και αρκετά προσφιλής ελληνική πολιτική έκφραση προπολεμικά.

Από την ετυμολογία όμως του ονόματος οι αρχαίοι Έλληνες των άλλων πόλεων δεν άργησαν να παραμορφώσουν αυτήν είτε από φιλοπαίγμονα ή σαρκαστική διάθεση είτε από τις συνήθειες των κατοίκων της που τους θεωρούσαν αφιλόξενους, φλύαρους, αλλά προπάντων άσελγους και διεφθαρμένους. Έτσι η Άβυδος έγινε Άβυσσος (=χωρίς βυθό) και κατ΄ επέκταση ακόρεστη, αχόρταγη.

  • Επίσης η ακολασία των Αβυδινών υπήρξε περιβόητη. Διάσημες εταίρες της αρχαιότητας έφεραν το προσωνύμιο "Άβυδος" χωρίς να σημαίνει καταγωγή.
  • Το κακό ξεκίνησε από την ξακουστή εταίρα της πόλης "Σινώπη" τόσο που το όνομά της έφθασε να γίνει ρήμα "σινωπίζω" και να σημαίνει "φέρομαι άσεμνα, ελευθερωμένα".
  • Η φράση "άβυδος ανήρ" που χρησιμοποιείτο σε Ελληνικές πόλεις σήμαινε τον συκοφάντη δηλαδή τον ανεπιθύμητο.
  • Τέλος η φράση "Άβυδον πατείν"[10] σήμαινε την πολυέξοδη παραμονή των ξένων στη ακριβή αυτή πόλη και λεγόταν για κάθε πανάκριβη διαμονή σε οποιοδήποτε μέρος αλλά και για κάθε απερίσκεπτη πράξη.


Βέβαια η Άβυδος παρά τον δυσφημιστικό της διασυρμό στην αρχαιότητα ήταν πόλη ακριβή πλούσια και ευδαίμων που οφείλονταν σε δύο σημαντικούς λόγους, αφενός στα φυσικά χρυσωρυχεία που ήταν κοντά στη πόλη, αφετέρου στον ασφαλή και ωραίο λιμένα της, μεγάλος σταθμός ανεφοδιασμού μεταξύ δύο ηπείρων.

  1. Strabo Geogr., Geographica Book 13, chapter 1, section 22, line 1 ἔστι δὲ καὶ τῷ Ἀσίῳ ὁμώ- νυμος ἕτερος παρὰ τῷ ποιητῇ Ἄσιος “ὃς μήτρως ἦν “Ἕκτορος ἱπποδάμοιο, αὐτοκασίγνητος Ἑκάβης, υἱὸς “δὲ Δύμαντος, ὃς Φρυγίην ναίεσκε ῥοῇς ἐπὶ Σαγγα- “ρίοιο.” Ἄβυδος δὲ Μιλησίων ἐστὶ κτίσμα ἐπιτρέψαντος Γύγου τοῦ Λυδῶν βασιλέως· ἦν γὰρ ἐπ' ἐκείνῳ τὰ χωρία καὶ ἡ Τρῳὰς ἅπασα, ὀνομάζεται δὲ καὶ ἀκρωτή- ριόν τι πρὸς Δαρδάνῳ Γύγας· ἐπίκειται δὲ τῷ στόματι τῆς Προποντίδος καὶ τοῦ Ἑλλησπόντου, διέχει δὲ τὸ ἴσον Λαμψάκου καὶ Ἰλίου, σταδίους περὶ ἑβδομήκοντα καὶ ἑκατόν.
  2. Homerus Epic., Ilias Book 2, line 836 Οἳ δ' ἄρα Περκώτην καὶ Πράκτιον ἀμφενέμοντο καὶ Σηστὸν καὶ Ἄβυδον ἔχον καὶ δῖαν Ἀρίσβην, > τῶν αὖθ' Ὑρτακίδης ἦρχ' Ἄσιος ὄρχαμος ἀνδρῶν, > Ἄσιος Ὑρτακίδης ὃν Ἀρίσβηθεν φέρον ἵπποι ⸖ αἴθωνες μεγάλοι ποταμοῦ ἄπο Σελλήεντος.
  3. Thucydides Hist., Historiae Book 8, chapter 61, section 1, line 3 Τοῦ δ' ἐπιγιγνομένου θέρους ἅμα τῷ ἦρι εὐθὺς ἀρχομένῳ Δερκυλίδας τε ἀνὴρ Σπαρτιάτης στρατιὰν ἔχων οὐ πολλὴν παρεπέμφθη πεζῇ ἐφ' Ἑλλησπόντου Ἄβυδον ἀποστήσων (εἰσὶ δὲ Μιλησίων ἄποικοι), καὶ οἱ Χῖοι, ἐν ὅσῳ αὐτοῖς ὁ Ἀστύοχος ἠπόρει ὅπως βοηθήσοι, ναυμαχῆσαι πιεζόμενοι τῇ πολιορκίᾳ ἠναγκάσθησαν.
  4. Στην πραγματικότητα άλλο το εύρος που μετράται κάθετα και άλλο η απόσταση διάπλου που εκ του υπάρχοντος ρεύματος, από Β. προς Ν., υποχρεώνει τη βόρεια πορεία έτσι ώστε η επιρροή του ρεύματος να οδηγήσει στην απέναντι ακριβώς ακτή. Άρα ορθότερος μάλλον ο Στράβων.
  5. Herodotus Hist., Historiae Book 7, section 37, line 7 Ὡς δὲ τά τε τῶν γεφυρέων κατεσκεύαστο καὶ τὰ περὶ τὸν Ἄθων, οἵ τε χυτοὶ περὶ τὰ στόματα τῆς διώρυχος, οἳ τῆς ῥηχίης εἵνεκεν ἐποιήθησαν ἵνα μὴ πίμπληται τὰ στό- ματα τοῦ ὀρύγματος, καὶ αὐτὴ ἡ διῶρυξ παντελέως πεποι- ημένη ἀγγέλλετο, ἐνθαῦτα χειμερίσας ἅμα τῷ ἔαρι παρε- σκευασμένος ὁ στρατὸς ἐκ τῶν Σαρδίων ὁρμᾶτο ἐλῶν ἐς Ἄβυδον.
  6. Scholia In Lycophronem, Scholia in Lycophronem (scholia vetera et recentiora partim Isaac et Joannis Tzetzae) Scholion 1285, line 5 τοῦτο δέ ἐστιν ἰστέον ὅτι Ἑλλήσποντος ὁ ἀπὸ Σηστοῦ καὶ Ἀβύ- δου τόπος, οὗ ὁ Ξέρξης τὴν γέφυραν ἔζευξε μέχρι τοῦ Θρα- κικοῦ ἡμετέρου Βοσπόρου, ὃν Βόσπορον Δαρεῖος ὁ Ξέρξου πατὴρ ἐγεφύρωσε πρὸ τοῦ γεφυρῶσαι Ξέρξην τὸν Ἑλλήσπον- τον.
  7. Polybius Hist., Historiae Book 16, chapter 34, section 3, line 2 οἱ γὰρ Ῥω- μαῖοι τὸ σαφὲς ἀκούσαντες ἐν τῇ Ῥόδῳ περὶ τῆς τῶν Ἀβυδηνῶν πολιορκίας καὶ βουλόμενοι πρὸς αὐτὸν τὸν Φίλιππον ποιήσασθαι τοὺς λόγους κατὰ τὰς ἐντολάς, ἐπιστήσαντες τὴν πρὸς τοὺς βασιλέας ὁρμὴν ἐξέπεμψαν τὸν προειρημένον, ὃς καὶ συμμίξας περὶ τὴν Ἄβυδον διεσάφει τῷ βασιλεῖ διότι δέδοκται τῇ συγκλήτῳ παρακαλεῖν αὐτὸν μήτε τῶν Ἑλλήνων μηδενὶ πολεμεῖν μήτε τοῖς Πτολεμαίου πράγμασιν ἐπιβάλλειν τὰς χεῖρας, περὶ δὲ τῶν εἰς Ἄτταλον καὶ Ῥοδίους ἀδικημάτων δίκας ὑποσχεῖν, καὶ διότι ταῦτα μὲν οὕτω πράττοντι τὴν εἰρήνην ἄγειν ἐξέσται, μὴ βουλομένῳ δὲ πειθαρχεῖν ἑτοίμως ὑπάρξειν τὸν πρὸς Ῥωμαίους πόλεμον.
  8. Liv. XXXI, 17
  9. «Bibliotheca Augustana». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Φεβρουαρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2010. 
  10. Liddell & Scott Dictionary[νεκρός σύνδεσμος]