Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πελοποννησιακός Πόλεμος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πελοποννησιακός Πόλεμος
Χάρτης του Πελοποννησιακού Πολέμου
Χρονολογία431 π.Χ. - 25 Απριλίου 404 π.Χ.
ΤόποςΕλλάδα, Κάτω Ιταλία και Μικρά Ασία
Έκβαση• Ολοκληρωτική νίκη της Πελοποννησιακής Συμμαχίας

• Πτώση της Αθηναϊκής ηγεμονίας και επιβολή των Τριάκοντα Τυράννων

Σπαρτιατική ηγεμονία
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Απώλειες
Άγνωστο
Άγνωστο

Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν Αρχαιοελληνική στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ της Δηλιακής Συμμαχίας (υπό την ηγεσία της Αθήνας) και της Πελοποννησιακής Συμμαχίας (υπό την ηγεσία της Σπάρτης) που ξεκίνησε το 431 π.Χ., με την εισβολή των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους, στην Αττική, καθώς και με τη λεηλασία της Αθηναϊκής υπαίθρου και έληξε το 404 π.Χ. με τη νίκη των Σπαρτιατών και την ήττα των Αθηναίων, οι οποίοι μετά, πολιορκημένοι από την στεριά και τη θάλασσα, αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. Οι Κορίνθιοι και οι Θηβαίοι ζήτησαν να καταστραφεί η Αθήνα και οι κάτοικοι της να γίνουν δούλοι. Οι Σπαρτιάτες, όμως, σεβόμενοι την προσφορά της Αθήνας στους Περσικούς πολέμους, αρνήθηκαν.

Μετά τη λήξη των Περσικών Πολέμων, οι πόλεις-κράτη της Αθήνας και της Σπάρτης είχαν ηγεμονικό ρόλο στην Ελλάδα: η Σπάρτη στην ξηρά και η Αθήνα στη θάλασσα. Στην Αθήνα ξεκίνησε το 461 π.Χ., η χρυσή εποχή του Περικλή, με το χτίσιμο του Παρθενώνα και τη μεγάλη πολιτιστική, οικονομική και πνευματική ανάπτυξη της Αθήνας. Οι Αθηναίοι, με πρόταση του Περικλή, περιέφραξαν τον Πειραιά και τον ένωσαν με την Αθήνα με τα Μακρά Τείχη. Η κίνηση αυτή προκάλεσε τη ρήξη στις σχέσεις της Αθήνας με τη Σπάρτη, ενώ η έριδα μεταξύ της Κορίνθου και της Κέρκυρας και η επέμβαση της Αθήνας ήταν η αφορμή του πολέμου.

Ο πόλεμος χωρίστηκε από τους ιστορικούς σε τρεις φάσεις: τον Αρχιδάμειο (431 - 421 π.Χ.), τη Σικελική εκστρατεία (415 - 413 π.Χ) και τον Δεκελεικό πόλεμο (413 - 404 π.Χ). Στα πλαίσια του Αρχιδάμειου πολέμου, οι Σπαρτιάτες διεξήγαγαν επιδρομές στα εδάφη της Αττικής, με τους Αθηναίους να λεηλατούν τις ακτές της Πελοποννήσου. Η περίοδος αυτή έληξε με την υπογραφή της ειρήνης του Νικία (421 - 415 π.Χ). Παρ' ολ' αυτά, οι δύο πλευρές συνέχιζαν να εχθρεύονται η μια την άλλη. Το 420 π.Χ., έκανε την εμφάνιση του ένας νέος και φιλόδοξος πολιτικός, ο Αλκιβιάδης, ο οποίος τάχθηκε με τη φιλοπόλεμη παράταξη των Αθηνών, η οποία τασσόταν κατά της ειρήνης και υπέρ της συνέχισης του πολέμου. Το 415 π.Χ., οδήγησε τους Αθηναίους στη Σικελική εκστρατεία. Η εκστρατεία, αν και ξεκίνησε με επιτυχίες για το αθηναϊκό στράτευμα, ολοκληρώθηκε με πανωλεθρία για τους Αθηναίους, οι οποίοι έχασαν, σχεδόν, ολόκληρο τον στόλο και αρκετούς άνδρες, οι οποίοι είτε σφαγιάστηκαν από τους Συρακούσιους, είτε κατέληξαν στα λατομεία της πόλης, όπου και πέθαναν. Ελάχιστοι επέζησαν και κατάφεραν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Τότε, οι Σπαρτιάτες, με προτροπή του Αλκιβιάδη συμμάχησαν με τους Πέρσες και προχώρησαν στη δημιουργία δικού τους στόλου και έπεισαν τους συμμάχους της Αθήνας, να εξεγερθούν κατά της Αθήνας. Οι Αθηναίοι, ωστόσο, τους επανέφεραν στη συμμαχία. Τελική πράξη του πολέμου ήταν η ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς το 405 π.Χ, η οποία έληξε με αποφασιστική νίκη των Σπαρτιατών. Το επόμενο έτος, η Αθήνα παραδόθηκε και υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τη Σπάρτη.

Μετά το τέλος του πολέμου, η Σπάρτη ήταν πλέον η ισχυρότερη δύναμη στην Ελλάδα (Σπαρτιατική ηγεμονία), ωστόσο είχε αποδυναμωθεί από τον διαρκή πόλεμο με τους Αθηναίους με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να εδραιώσει τη κυριαρχία της στον Ελλαδικό χώρο. Η προσπάθεια επιβολής των συμφερόντων των εις βάρος των ελληνικών πόλεων οδήγησε στον Κορινθιακό Πόλεμο (395 - 387 π.Χ) και την Ανταλκίδειο ειρήνη. Η ηγεμονία της Σπάρτης έληξε με την ήττα της στη μάχη των Λεύκτρων από τους Θηβαίους.

«Ήταν η ολοένα αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας που προκάλεσε φόβο στους συμμάχους της Σπάρτης και κατέστησε τη σύρραξη ανάμεσα στις δύο πόλεις αναπότρεπτη», αναφέρει ο Θουκυδίδης ως καταλυτικό αίτιο στην κήρυξη του πολέμου.[2] Αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους όλη η Ελλάδα ενεπλάκη σε αυτό τον καταστροφικό πόλεμο, θεωρούνται ότι ήταν οι εξής:

  • Αυτή καθαυτή η απόπειρα της Αθήνας να δημιουργήσει ισχυρό ιμπεριαλιστικό εμπορικό κράτος, χωρίς να μπορεί να ελέγξει τις αντιδράσεις των άλλων πόλεων της Συμμαχίας (που είχε δημιουργηθεί αποκλειστικά για την αναχαίτιση των Περσών) που δυσαρεστούνταν με την απώλεια της ανεξαρτησίας τους και με τη μετατροπή τους σε απλές διοικητικές περιφέρειες της συμμαχίας καθώς και η μεταφορά του ταμείου όλων των Ελλήνων που είχε δημιουργηθεί για την αντιμετώπιση των Περσών, χωρίς έγκριση, από το ιερό νησί της Δήλου στην Αθήνα και τη διοχέτευση των πόρων αυτών αποκλειστικά για την ενδυνάμωση της Αθήνας.
  • Τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα των αριστοκρατικών[3] στις συμμαχικές πόλεις των Αθηνών, στις οποίες μόνον οι έμποροι και οι βιοτέχνες έβλεπαν θετικά την αθηναϊκή ηγεμονία. Οι γαιοκτήμονες και γενικά τα αριστοκρατικά κόμματα επεδίωκαν την ανατροπή της Αθηναϊκής ηγεμονίας.
  • Τα τοπικά οικονομικά συμφέροντα των περισσότερων πόλεων της Ελλάδας και του ευρύτερου Ελληνικού Μεσογειακού χώρου, οι οποίες ακόμα και όταν διοικούνταν από δημοκρατικές παρατάξεις, έβλεπαν ότι η ανάπτυξη του αθηναϊκού εμπορίου συνιστούσε άμεση απειλή για το δικό τους.
  • Οι αντικειμενικές δυνατότητες της Σπάρτης να επιβιώσει στο νέο σχήμα, μη έχοντας ανεπτυγμένο τομέα εμπορίου και διαβλέποντας ότι είχε μακροπρόθεσμα μόνον δύο επιλογές: ή να αποδεχτεί τον μελλοντικά βέβαιο υποβιβασμό της από την πρωτοκαθεδρία που κατείχε ήδη ή να πολεμήσει για να αποδείξει εκ νέου τη θέση της στην ηγεσία της Ελλάδας.
  • Οι σημαντικές πολιτισμικές διαφορές ανάμεσα στην αθηναϊκή κοινωνία και τη σπαρτιατική.
  • Τα συμφέροντα των Περσών, που υπεισήλθαν στην πορεία του πολέμου και όχι εξ αρχής, και τα οποία πάντως χρηματοδότησαν και τροφοδότησαν σε κρίσιμες στιγμές τις ενδοελληνικές διαμάχες.

Αφορμές του πολέμου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αφορμή του πολέμου στάθηκε ουσιαστικά η απόφαση της Αθήνας να διευρύνει ακόμα περισσότερο το εμπόριο αλλά και τις πολιτικές της σχέσεις με τη Μεγάλη Ελλάδα, δηλαδή τις πόλεις της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας. Συγκεκριμένα, εκείνη που εξυπηρετούσε αυτό τον εμπορικό και πολιτικό στόχο ήταν η Κέρκυρα, παρότι είχε αριστοκρατικό πολίτευμα, ενώ εκείνη που τον υπέσκαπτε ήταν κυρίως η Κόρινθος, επίσης αριστοκρατική, αλλά πολύ πιο απειλητική εμπορικά από την πρώτη. Οι Αθηναίοι ήθελαν με κάθε τρόπο να επεκταθούν δυτικά και η αφορμή για να μετριάσουν την επιρροή της Κορίνθου ήρθε όταν κηρύχτηκε πόλεμος μεταξύ Κορίνθου και Κέρκυρας.

Η Κέρκυρα, παρότι αποικία της Κορίνθου, ήταν πια απολύτως ανεξάρτητη από αυτήν, διέθετε δικό της υπολογίσιμο στόλο και ακμαίο εμπόριο. Οι σχέσεις της με την Κόρινθο δεν ήταν ιδιαίτερα καλές λόγω του εμπορικού ανταγωνισμού τους και όταν το 433 π.Χ. τέθηκε ζήτημα με την Επίδαμνο -άλλη ανταγωνίστρια πόλη στο εμπόριο του Ιονίου- η Κέρκυρα δεν δίστασε να έρθει σε ανοιχτή ρήξη με την Κόρινθο. Διαβλέποντας όμως ότι υπήρχε κίνδυνος να ηττηθεί, ζήτησε τη βοήθεια του αθηναϊκού στόλου. Κορίνθιοι πρέσβεις ζήτησαν τότε επισήμως από τους Αθηναίους να μην παρέμβουν υπέρ της Κέρκυρας, γιατί κάτι τέτοιο θα συνιστούσε παραβίαση των όρων της 30ετούς ειρήνης που είχε υπογραφεί το 445 π.Χ. Οι Αθηναίοι θεώρησαν ότι δεν συνιστούσε παραβίαση η αποστολή «αμυντικού στόλου» και αποφάσισαν τα πολεμικά πλοία τους να είναι παρόντα στην επικείμενη ναυμαχία αλλά να αναμιχθούν μόνον αν απειλείται η πόλη της Κέρκυρας. Αυτό δεν ερμηνεύθηκε με τον ίδιο τρόπο από τους Κορίνθιους που έκριναν και μόνο την απειλητική παρουσία των αθηναϊκών πλοίων ως παρέμβαση, αποχώρησαν από τη ναυμαχία και θέλησαν να συγκαλέσουν συμβούλιο της Πελοποννησιακής Συμμαχίας για κήρυξη πολέμου.

Ταυτόχρονα, (το 432 π.Χ.), οι Κορίνθιοι υποκίνησαν αποστασία της Ποτίδαιας, μιας πόλης της Χαλκιδικής που ήταν μέλος της Αθηναϊκής συμμαχίας, αλλά και αποικία της Κορίνθου. Όταν οι Αθηναίοι έστειλαν εκεί στρατό για να πολιορκήσουν την πόλη, συγκρούστηκαν έξω από τα τείχη μάχη με τους Κορινθίους που είχαν σταλεί εσπευσμένα εκεί για να υπερασπιστούν την αποικία τους. Έτσι οι «Τριακοντούτεις σπονδαί» (δηλαδή οι όροι της 30χρονης ειρήνης του 445 π.Χ.) παραβιάστηκαν πλέον κατάφωρα. Ήταν ως εκ τούτου αδύνατο να μη συγκληθεί το συμβούλιο της Πελοποννησιακής Συμμαχίας.

Η ατμόσφαιρα στο συμβούλιο βάρυνε υπέρ των φιλοπόλεμων πολιτικών και όχι εκείνων που απέφευγαν τη ρήξη γιατί τέθηκαν δύο επιπλέον ζητήματα: αφενός η εξορία των Αιγινητών από το νησί τους, αφετέρου η οικονομική εξόντωση των Μεγαρέων. Οι τελευταίοι -που είχαν πάντα τεταμένες σχέσεις με την Αθήνα- δεν μπορούσαν πια να εμπορευθούν σε κανένα λιμάνι, γιατί με απόφαση της αθηναϊκής κυβέρνησης, γνωστή ως Μεγαρικό ψήφισμα, απαγορευόταν οποιαδήποτε δοσοληψία με αυτούς σε όλα τα λιμάνια της συμμαχίας.

Το συμβούλιο αποφάσισε τελικά να τεθούν όροι στην Αθήνα, και αν αυτή αρνηθεί, να κηρυχθεί πόλεμος. Της ζητείται να λύσει την πολιορκία της Ποτίδαιας, να επιτρέψει την αυτονομία στην Αίγινα και σε όσες πόλεις της Αθηναϊκής Συμμαχίας το επιθυμούν, να επιτρέψει το εμπόριο στους Μεγαρείς και να εξορίσει τους Αλκμεωνίδες - ουσιαστικά τον Περικλή, ο οποίος καταγόταν από τους Αλκμεωνίδες, από την πλευρά της μητέρας του. Οι Αθηναίοι συζήτησαν την πρόταση των Σπαρτιατών σε συνέλευση της εκκλησίας του δήμου, όπου ο Περικλής, αν και υπέρμαχος της ειρήνης, τάχθηκε υπέρ του πολέμου θεωρώντας ότι αυτή θα ήταν ούτως ή άλλως η μοιραία εξέλιξη των πραγμάτων. Η πλειοψηφία δέχτηκε τη συμβουλή του και η Αθήνα απέρριψε τα αιτήματα της Σπάρτης.

Οι συμμαχίες του πολέμου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αυτό τον σχεδόν 27-ετή πόλεμο, διαμορφώθηκαν δύο μεγάλα αντίπαλα στρατόπεδα ή συμμαχίες, στις οποίες άλλες πόλεις ανήκαν σταθερά μέχρι τέλους, ενώ άλλες όχι. Κάποιες αποστατούσαν από επιλογή και κάποιες εξαναγκάζονταν από τον εκάστοτε νικητή της κεντρικής διαμάχης -την Αθήνα ή τη Σπάρτη. Σε γενικές γραμμές στην αρχή αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος του Πελοποννησιακού Πολέμου οι δύο βασικοί αντίπαλοι ήταν η Πελοποννησιακή Συμμαχία και η Αθηναϊκή Συμμαχία. Ο συσχετισμός των δυνάμεων είχε ως εξής:[4]

  • Με την Αθήνα συντάχθηκαν οι Πλαταιές, οι περισσότερες πόλεις της Ακαρνανίας, πόλεις της Θεσσαλίας, η Ναύπακτος (όπου όμως δεν κατοικούσαν πια Λοκροί, αλλά Μεσσήνιοι που είχαν διωχθεί από τον τόπο τους και τους οποίους οι Αθηναίοι κατά κάποιο τρόπο φιλοξενούσαν εκεί), η Χίος, η Λέσβος (που αποστάτησε αλλά την επανέφεραν στη συμμαχία) και πολλά νησιά του Αιγαίου, όπως και πόλεις της Ιωνίας και του Ελλησπόντου. Από τα νησιά του Ιονίου και τη Μεγάλη Ελλάδα, η Κέρκυρα και η Ζάκυνθος και μερικές πόλεις της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας. Ο στρατός τους συνολικά αναφέρεται ότι ήταν ο μισός και λιγότερος των αντιπάλων (περί τις 32.000 έναντι 60.000 ή κατ' άλλους 100.000), αλλά ο στόλος των Αθηναίων αριθμούσε πάνω από 300 τριήρεις, χωρίς μάλιστα τα πλοία των συμμάχων τους. Επίσης οι Αθηναίοι είχαν πολύ περισσότερο συγκεντρωμένο χρήμα, αφού είχαν μεταφέρει στην πόλη τους το ταμείο της Δηλιακής Συμμαχίας[5].
  • Με τη Σπάρτη συντάχθηκαν η Κόρινθος και όλες οι πελοποννησιακές πόλεις (εκτός από των Αργείων και των Αχαιών, αν και πολλές αχαϊκές πόλεις στη συνέχεια μετέβαλαν στάση), τα Μέγαρα και όλες οι πόλεις της Βοιωτίας (εκτός των Πλαταιών), μερικές πόλεις της Αιτωλίας, η Φωκίδα, η Αμβρακία και οι πόλεις που κατοικούνταν από τους Λοκρούς. Από το Ιόνιο, σύμμαχοί τους ήταν οι Λευκαδίτες και από την Κάτω Ιταλία και Σικελία, μεταξύ άλλων, ο Τάραντας (σημερινό Ταράντο) και οι Συρακούσες. Η πελοποννησιακή συμμαχία είχε ιδιαίτερα υπολογίσιμο πεζικό και ιππικό, αλλά ο μόνος αξιόμαχος και πρακτικά αξιοποιήσιμος άμεσα στόλος της, ήταν ο κορινθιακός - πιθανώς αριθμούσε γύρω στις 200 τριήρεις. Σύμφωνα με τον ιστορικό Παπαρρηγόπουλο, ίσως είχαν θεωρητικά διαθέσιμες άλλες 300, από μακρινές όμως περιοχές, όπως της Σικελίας. Η Σπάρτη δεν διέθετε οικονομικό πλούτο. Είχε όμως με το μέρος της την κοινή γνώμη πολλών πόλεων που ήθελαν να απαλλαγούν από την αθηναϊκή κυριαρχία ή απειλή [6].

Οι φάσεις του πολέμου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ιστορικοί χωρίζουν αυτόν τον μεγάλο πόλεμο σε διάφορες φάσεις - οι περισσότεροι τον χωρίζουν σε δύο ή τρεις. Ο Θουκυδίδης από την πλευρά του, αναφέρεται σε έναν διαρκή πόλεμο και απαριθμεί τα γεγονότα κατ' έτος πολέμου και κατά σειρά, αντιμετωπίζοντας την ενδιάμεση Ειρήνη του Νικία κατά το δέκατο χρόνο ως απλή ανακωχή άνευ ιδιαίτερης σημασίας και στη συνέχεια αναφέρεται στα γεγονότα του 11ου έτους του πολέμου, του 12ου έτους του πολέμου κ.ο.κ. Όμως δέχεται όπως και οι περισσότεροι ιστορικοί ότι η ειρήνη αυτή χωρίζει τον πόλεμο σε δύο φάσεις: ενώ στη διάρκειά της οι συγκρούσεις δεν έπαυσαν, οι δύο βασικοί αντίπαλοι (Αθήνα και Σπάρτη) δεν εισέβαλαν πλέον για ένα διάστημα ο ένας στην περιοχή του άλλου.

Με τη λογική αυτή, αφού άμεσες εχθροπραξίες στα εδάφη της Αττικής και των Λακεδαιμονίων αντίστοιχα σημειώθηκαν μόνο πριν από την Ειρήνη του Νικία (στον Αρχιδάμειο πόλεμο) και μετά τη Σικελική εκστρατεία (στον Δεκελεικό πόλεμο), μπορούν να διαχωριστούν δύο φάσεις πολέμου με ένα ενδιάμεσο διάστημα μεσοπολέμου.

Με μια άλλη λογική, διακρίνονται τρεις φάσεις: ο Αρχιδάμειος πόλεμος, η Σικελική εκστρατεία, και ο Δεκελεικός πόλεμος. Σύμφωνα με αυτήν ο πόλεμος χωρίζεται σε τρεις φάσεις ανάλογα με την ένταση των συγκρούσεων και όντως οι συγκρούσεις των εμπλεκομένων ήταν σαφώς εντονότερες κατά την πρώτη δεκαετία, στη συνέχεια κατά τη σικελική εκστρατεία και, τέλος, κατά τον Δεκελεικό Πόλεμο.

Η πρώτη φάση του πολέμου ονομάζεται Αρχιδάμειος Πόλεμος και χαρακτηρίζεται:

  • από τις εισβολές των Σπαρτιατών στην Αττική,
  • τις λεηλασίες των παραλίων της Πελοποννήσου από τις Αθηναϊκές δυνάμεις
  • τον λοιμό των Αθηνών που αποδεκάτισε την πόλη

Η πρώτη φάση έληξε με την εύθραυστη ειρήνη του Νικία, με την Αθήνα να έχει φαινομενικά κάποια υπεροχή και να μπορεί να υποστηρίζει ότι ήταν η κερδισμένη του δεκαετούς πολέμου σε σύγκριση με τη Σπάρτη. Η ειρήνη του Νικία τερματίζεται επίσημα τον Αύγουστο του 414 π.Χ. αλλά ουσιαστικά καταργείται πολύ νωρίτερα, στη διάρκεια του μεσοπολέμου.

Στο μεσοπόλεμο, οι εχθροπραξίες αλλά και ο ψυχρός πόλεμος συνεχίστηκαν με αποκορύφωμα την εκστρατεία στη Σικελία, που προκάλεσε και την οριακή ρήξη. Βασικά γεγονότα και χαρακτηριστικά του μεσοπολέμου είναι:

  • η εκστρατεία των Αθηναίων για την ανάκτηση της Αμφίπολης
  • Η προσπάθεια Αθηναίων και Σπαρτιατών να προσεταιρισθούν κάθε πόλη για λογαριασμό της τον ηγέτη της Μακεδονίας Περδίκκα ώστε να αποδυναμωθεί η συμμαχία του αντιπάλου της
  • οι συχνές ληστρικές επιθέσεις των Αθηναίων στη Μεσσηνία με ορμητήριο την Πύλο
  • οι σποραδικές ναυμαχίες μεταξύ Κορινθίων και Αθηναίων
  • η επέμβαση των Αθηναίων στη Μήλο
  • η συμμαχία των Αθηναίων με τους Αργείους (ουσιαστικά εναντίον της Σπάρτης)
  • η εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία

Η εκστρατεία στη Σικελία, καθώς αποτελεί σημαντικό στρατιωτικό γεγονός εξετάζεται συχνά μεμονωμένα. Εξελίσσεται από το 415 π.Χ. έως το 413 π.Χ. Από τα μέσα, δηλαδή από το 414 π.Χ. και μετά, αποτελεί ανοιχτή ρήξη Αθήνας και Σπάρτης, αφού έξω από τις Συρακούσες συγκρούονται πλέον ουσιαστικά Αθηναίοι και Σπαρτιάτες. Ως γεγονός τοποθετείται χρονικά στα όρια «ειρήνης» και πολέμου, αφού πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν ως δεύτερη φάση του πολέμου τον Δεκελεικό πόλεμο που άρχισε το 413 π.Χ. Το τέλος της σικελικής εκστρατείας συμπίπτει χρονικά με την οχύρωση της Δεκέλειας από τους Σπαρτιάτες. Άλλοι ιστορικοί εξετάζουν τη σικελική εκστρατεία ως τη δεύτερη φάση του πολέμου. Σημαντικότερα γεγονότα στη διάρκεια της σικελικής εκστρατείας είναι:

  • η αναποφασιστικότητα και η ασθένεια του Νικία
  • η αυτομόληση του Αλκιβιάδη στο στρατόπεδο των Σπαρτιατών και οι εισηγήσεις του προς αυτούς
  • η παρουσία (μετά το 414 π.Χ.) στο πλευρό των Συρακουσίων ενός ικανού Λακεδαιμονίου στρατηγού, του Γύλιππου
  • ο θάνατος εκεί αρχικά του στρατηγού Λαμάχου και μετέπειτα του Νικία, αλλά και του στρατηγού Δημοσθένη, δηλαδή προσώπων που ήταν σημαντικά όχι μόνον για τη στρατιωτική, αλλά και για την πολιτική ζωή της Αθήνας
  • Η συντριβή του αθηναϊκού ναυτικού, αλλά και η απώλεια χιλιάδων μαχίμων Αθηναίων στα ορυχεία στα οποία οδηγήθηκαν από τους νικητές για καταναγκαστικά έργα και στα οποία οι περισσότεροι πέθαναν από τις κακουχίες.

Η δεύτερη και κατ' άλλους τρίτη φάση του πολέμου τυπικά αρχίζει το 413 π.Χ. με το Δεκελεικό Πόλεμο και κρατάει μέχρι το 404 π.Χ., οπότε και οι Αθηναίοι συντρίβονται. Κύριο χαρακτηριστικό του Δεκελεικού πολέμου ήταν:

  • η καθοριστική πλέον ανάμειξη των Περσών στην ελληνική διαμάχη
  • η απελπισία των Αθηναίων που είχαν στερηθεί σημαντικούς πολιτικούς και βρίσκονταν σε κατάσταση πανικού
  • η ναυτική ήττα των Αθηναίων από τους Σπαρτιάτες

Αρχιδάμειος πόλεμος (431-421 π.Χ.)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην πρώτη φάση του πολέμου δόθηκε από τους ιστορικούς το όνομα του βασιλιά της Σπάρτης Αρχιδάμου, ο οποίος ήταν επικεφαλής των πελοποννησιακών δυνάμεων που κατέλαβαν την Αττική -όχι όμως και την Αθήνα- στα πρώτα έτη του πολέμου. Πάντως ως πρώτη επιθετική ενέργεια του πολέμου θεωρείται η αποτυχημένη επιδρομή των Θηβαίων στην πόλη των Πλαταιών τον Μάρτιο του 431 π.Χ. Ο Αρχίδαμος εμφανίστηκε στην Αττική στα τέλη Μαΐου,[7] και άρχισε την ερήμωσή της, ενώ οι Αθηναίοι κλείστηκαν στα Μακρά Τείχη, αποφεύγοντας την αντιπαράθεση με το πεζικό των Πελοποννησίων και περιορίζοντας τις επιθετικές τους κινήσεις στο ναυτικό -το έστελναν και λεηλατούσε για αντιπερισπασμό τα παράλια της Πελοποννήσου και κυρίως την Ηλεία. Όταν οι Πελοποννήσιοι αποχώρησαν στα τέλη Ιουλίου, οι Αθηναίοι κυρίευσαν την Αίγινα, ερήμωσαν τις περιοχές των Λοκρών (στη σημερινή Αταλάντη, απέναντι από την Εύβοια) και λεηλάτησαν τα Μέγαρα. Στο τέλος του πρώτου έτους, κατά την ταφή των νεκρών Αθηναίων, εκφωνήθηκε και ο Επιτάφιος του Περικλή.

Την άνοιξη του 430 π.Χ.η Αθήνα δέχτηκε ένα απρόσμενο χτύπημα -τον λοιμό των Αθηνών. Επρόκειτο μάλλον για τυφοειδή πυρετό[8], ο οποίος αποδεκάτισε κυριολεκτικά την πόλη στα περίπου 5 χρόνια που διήρκεσε, σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, αν και από μερίδα ερευνητών αμφισβητείται το αποτέλεσμά τους λόγω μεθοδολογικών σφαλμάτων στη μελέτη του DNA[9][10]. Το 429 π.Χ. υπέκυψε και ο Περικλής.

Η επιδημία, η κατ' έτος καταστροφή της καλλιεργήσιμης γης από τους Πελοποννήσιους, η αντικειμενική αδυναμία της συμμαχίας να αντεπεξέλθει σε χερσαίες επιχειρήσεις και ο εκ των πραγμάτων περιορισμός της σε ναυτικές, σε συνδυασμό με τους ανταγωνισμούς στο δήμο, οδήγησαν την αθηναϊκή κοινωνία σε κρίση. Μετά το θάνατο του Περικλή στο προσκήνιο των δημοκρατικών κυριάρχησε ο Κλέων, φιλοπόλεμος και δημαγωγός, ενώ στων αριστοκρατικών, ο Νικίας, πράος αλλά όχι αποφασιστικός. Στρατιωτικά οι Αθηναίοι κατάφεραν εντούτοις να κυριεύσουν την Ποτίδαια, να επαναφέρουν τη Λέσβο και την Κέρκυρα (είχαν αποστατήσει) και να κυριεύσουν την Πύλο, γεγονός που κλόνισε σημαντικά το ηθικό των Σπαρτιατών. Μάχες δόθηκαν και στη Σικελία, όπου αναγκαστικά βρέθηκε απασχολημένο τμήμα του αθηναϊκού στρατού και στόλου με στόχο να ενισχύσει τις πόλεις με δημοκρατικά πολιτεύματα, αλλά και να εμποδίσει την αποστολή σίτου από τις Συρακούσες στη Σπάρτη.

Η Πελοποννησιακή Συμμαχία είχε καταφέρει να κυριεύσει τις Πλαταιές, πόλη-κλειδί για την Αθήνα, να νικήσει παρά την απειρία της σε μερικές ναυμαχίες την αθηναϊκή συμμαχία, να κυριεύσει την Αμφίπολη της Θράκης, σημαντική σύμμαχο της Αθήνας λόγω της παραγωγής χρυσού και ξυλείας, και να νικήσει στο Δήλιο, έξω από την Τανάγρα. Στον πόλεμο είχαν εμπλακεί πλέον και οι Μακεδόνες βασιλείς που είχαν τις δικές τους φιλοδοξίες για την περιοχή τους και βρίσκονταν σε διαμάχες, αλλά και που σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο είχαν στηρίξει ενεργά την Πελοποννησιακή Συμμαχία. Εντούτοις είχε και η Σπάρτη λόγους να παρουσιάζει κάμψη του ηθικού της. Ήταν η ήττα της στην Πύλο, που έφερε τους Αθηναίους πολύ κοντά, οι λεηλασίες της περιοχής της από τα Κύθηρα, η διάψευση της πεποίθησής της ότι αυτός ο πόλεμος θα διαρκούσε λίγα χρόνια, η φυγή ειλώτων στους οποίους στηριζόταν για την επιβίωσή της [11] και η απειλή πολέμου με το έως πρόσφατα ουδέτερο Άργος. Ειδικά το τελευταίο, θα μπορούσε να οδηγήσει τη Σπάρτη σε διμέτωπο αγώνα.

Παρότι ο πόλεμος ήταν αμφίρροπος, είχαν ανάγκη από μια ανάπαυλα και οι δύο πλευρές. Επιπλέον στις μάχες των τελευταίων χρόνων είχαν σκοτωθεί δύο σημαντικά πρόσωπα που αντιτίθεντο στην ειρήνη - ο Βρασίδας των Λακεδαιμονίων και ο Κλέων των Αθηναίων. Αυτό άφηνε το έδαφος ανοιχτό στην Αθήνα για τον Νικία και στη Σπάρτη για τον Πλειστοάνακτα, πρόσωπα που επιζητούσαν, πρόσκαιρη έστω, ειρήνη. Οι δύο πόλεις υπέγραψαν την άνοιξη του 421 π.Χ. τη Νικίειο ειρήνη [12] η οποία συμφωνήθηκε να έχει διάρκεια μισού αιώνα. Με αυτήν, την οποία πάντως δεν αποδέχθηκε η Κόρινθος και αρκετές άλλες πόλεις, έληξε η πρώτη φάση του πολέμου και οι αντίπαλοι συμφωνήθηκε να επανέλθουν με εκατέρωθεν μικρές εξαιρέσεις, στα εδάφη που κατείχαν πριν το 431 π.Χ. Στην Αθήνα αναγνωριζόταν το δικαίωμα να διαχειρίζεται ως εσωτερική της υπόθεση τα των συμμάχων της, με εξαίρεση τις λιγοστές πόλεις που κατονομάζονταν ως ανεξάρτητες. Εντούτοις, Αθήνα και Σπάρτη εξ αρχής αποδείχτηκαν απρόθυμες να τηρήσουν τα συμφωνημένα.

Ο Μεσοπόλεμος (421-415 π.Χ.)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τη Νικίειο Ειρήνη οι εχθροπραξίες δεν σταμάτησαν, αλλά η Σπάρτη και η Αθήνα υπέγραψαν αμυντική συμμαχία. Σύμφωνα με αυτήν οι εχθροί της μίας πόλης ήταν και εχθροί της άλλης. Η Κόρινθος διαφωνούσε εξαρχής στην ειρήνευση μεταξύ Αθηναϊκής και Πελοποννησιακής Συμμαχίας. Το Άργος είχε επίσης τις διεκδικήσεις του στην Πελοπόννησο και συμμάχησε με τη Μαντίνεια εναντίον της Σπάρτης. Οι Αθηναίοι στάθηκαν ουσιαστικά στο πλευρό του Άργους. Στη μάχη που δόθηκε το 418 π.Χ. μεταξύ Αργείων και Σπαρτιατών, νίκησαν οι δεύτεροι, με αποτέλεσμα να αναπτερωθεί το ηθικό των Λακεδαιμονίων. Δύο χρόνια αργότερα, το 416 π.Χ. οι Αθηναίοι κατέλαβαν το νησί της Μήλου και σφαγίασαν τον πληθυσμό του νησιού. Στην πολιτική ζωή της Αθήνας αρχίζει να κυριαρχεί ο Αλκιβιάδης που θα πείσει τους Αθηναίους να κάνουν εκστρατεία κατά των Συρακουσών.

Η Σικελική Εκστρατεία (415-413 π.Χ.)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αλκιβιάδης, πολιτικός με πολλές ικανότητες και υπέρμετρες φιλοδοξίες, χρησιμοποιώντας ως πρόφαση τον πόλεμο δυο σικελικών πόλεων, της Έγεστας και του Σελινούντα, έπεισε την Εκκλησία του Δήμου, παρά τις αντιρρήσεις του Νικία, να οργανώσει μεγάλη εκστρατεία στη Σικελία με το πρόσχημα της αποστολής βοήθειας προς τους Εγεσταίους, φίλους της Αθήνας. Η Εκκλησία όρισε, ως αρχηγούς της εκστρατείας, τρεις στρατηγούς δίνοντάς τους πλήρεις εξουσίες (στρατηγούς αυτοκράτορες): τον Αλκιβιάδη, που ήταν ο εμπνευστής της εκστρατείας, τον Νικία και τον Λάμαχο.

Όταν ο στόλος των Αθηναίων έφτασε στη Σικελία, ξέσπασε πίσω στην Αθήνα οξύτατη πολιτική κρίση. Ο Αλκιβιάδης κατηγορήθηκε από τους εχθρούς του ότι, την παραμονή της αποχώρησης για τη Σικελία, αυτός και οι φίλοι του, σε κατάσταση μέθης, είχαν ακρωτηριάσει τις ερμαϊκές στήλες που χρησίμευαν ως οδοδείκτες στους δρόμους και τις πλατείες της πόλης. Ο λαός είχε δώσει υπερβολική σημασία στο γεγονός αυτό και η κατηγορία για ιεροσυλία ήταν φοβερή. Η Εκκλησία του δήμου αποφάσισε να ανακαλέσει από τη Σικελία τον Αλκιβιάδη. Αυτός, φοβούμενος την καταδίκη σε θάνατο, προσποιήθηκε πως πρόθυμα θα τους ακολουθήσει στην Αθήνα, ωστόσο σε μία στάση που έκαναν πριν αποχωρήσουν από τη Σικελία, δραπέτευσε και πήγε στη Σπάρτη. Εκεί, προδίδοντας την πόλη του, συμβούλευσε τους Σπαρτιάτες να στείλουν εκστρατευτικό σώμα στη Σικελία για να βοηθήσουν τους Σελινούντιους και τους σύμμαχους τους Συρακούσιους. Ακόμη, προέτρεψε να καταλάβουν και να οχυρώσουν τη Δεκέλεια στην Αττική και να μην σταματούν την πολιορκία το καλοκαίρι (όπως και έκαναν έως τότε), ώστε να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της επιχείρησης και να αποκόψουν την Αθήνα από την αγροτική ενδοχώρα της.

Στη Σικελία η κατάσταση εξελίχθηκε άσχημα για τους Αθηναίους. Ο εμπνευστής της εκστρατείας ήταν απών, ο Νικίας δεν πίστευε στη χρησιμότητα της επιχείρησης και ο Λάμαχος είχε φονευθεί σε μία σύγκρουση με τους Συρακούσιους. Ωστόσο οι Συρακούσιοι θα υπέγραφαν παράδοση στους Αθηναίους εάν τελευταία στιγμή δεν ξεσπούσε η φήμη της Σπαρτιατικής ενίσχυσης. Όταν έφτασαν οι σπαρτιατικές ενισχύσεις υπό τον ικανότατο στρατηγό Γύλιππο, η κατάσταση χειροτέρευσε για τους Αθηναίους και κατέληξε σε καταστροφή. Οι στρατηγοί Δημοσθένης και Νικίας παραδόθηκαν και εκτελέστηκαν, ενώ χιλιάδες αιχμάλωτοι Αθηναίοι και σύμμαχοί τους πέθαναν από τις κακουχίες στα λατομεία των Συρακουσών.

Δεκελεικός Πόλεμος (413-411 π.Χ.)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η οχύρωση της Δεκέλειας από τους Σπαρτιάτες είχε καταστρεπτικά αποτελέσματα για τους Αθηναίους, που έχασαν έτσι την ύπαιθρο. Οι Αθηναίοι έκαναν προσπάθεια για ναυπήγηση νέου στόλου, ενώ συγχρόνως οι Πέρσες επανεμφανίστηκαν στο Αιγαίο. Ο Αλκιβιάδης, που είχε καταφύγει στη Μικρά Ασία, συμβούλευσε τους Πέρσες να διατηρήσουν τον πόλεμο μεταξύ Αθήνας-Σπάρτης, έτσι αυτοί έδωσαν χρήματα στους Σπαρτιάτες και εκείνοι ναυπήγησαν στόλο. Οι Αθηναίοι ανακάλεσαν τον Αλκιβιάδη, ο οποίος όμως θεωρήθηκε αργότερα υπεύθυνος για την ήττα των Αθηναίων στο νότιο ακρωτήριο της Σάμου (το 407 π.Χ.).

Εν τω μεταξύ, το 411, οι αποτυχίες των δημοκρατικών προκάλεσαν ολιγαρχικό πραξικόπημα με το οποίο τον έλεγχο της πόλης ανέλαβε η λεγόμενη Βουλή των Τετρακοσίων που αποτελούνταν μόνο από ολιγαρχικούς. Σε λίγους μήνες, με την επικράτηση των μετριοπαθών επί των πιο ακραίων ολιγαρχικών, το πολίτευμα αυτό εξελίχθηκε στη λεγόμενη Βουλή των Πεντακισχιλίων (5.000). Τελικά, μετά τη νίκη στην Κύζικο, η Αθήνα επανήλθε στη δημοκρατία.

Αργότερα η Σπάρτη ηττήθηκε στις Αργινούσες το 406 π.Χ. και ο πόλεμος μεταφέρθηκε προς το Βόρειο Αιγαίο. Το 405 π.Χ., ο Σπαρτιάτης Λύσανδρος στους Αιγός Ποταμούς, στον Ελλήσποντο, κυρίευσε με έξυπνο στρατηγικό τέχνασμα σχεδόν όλα τα αθηναϊκά πλοία (επιτέθηκε αιφνίδια στην απέναντι ακτή του στενού στην απροστάτευτη παραλία και συνέλαβε όλα τα αφύλακτα πλοία στην ξηρά και μάλιστα άδεια, τη στιγμή που τα πληρώματα είχαν βγει στη στεριά για ανεφοδιασμό, χωρίς να δώσει καν μάχη ή ναυμαχία!), εκτός από 9 που τότε πρόλαβαν να διαφύγουν και κατέφυγαν στην Κύπρο, γεγονός που συντέλεσε την ολοκληρωτική ήττα των Αθηναίων. Μετά από αυτό, ο στόλος της Σπάρτης απέκλεισε την Αθήνα από τη θάλασσα και, μέσω της οχυρωμένης Δεκέλειας, από την ξηρά. Η πολιορκία εξάντλησε τους Αθηναίους οι οποίοι, το 404 π.Χ., παραδόθηκαν και ζήτησαν ειρήνη.

Οι Σπαρτιάτες συγκάλεσαν συνέδριο στη Σπάρτη για να αποφασιστεί η σύναψη της ειρήνης. Οι σύμμαχοι της Σπάρτης Κορίνθιοι και οι Θηβαίοι απαίτησαν να ισοπεδωθεί ολοκληρωτικά η Αθήνα και όλοι οι κάτοικοι της να γίνουν δούλοι. Οι Σπαρτιάτες όμως δείχνοντας μεγαλοψυχία και αναλογιζόμενοι την προσφορά της Αθήνας κατά τους Περσικούς Πολέμους αρνήθηκαν να την καταστρέψουν και να υποδουλώσουν τους κατοίκους και δέχτηκαν να συνάψουν ειρήνη με τους παρακάτω όρους, ουσιαστικά σώζοντάς την απ' την οργή των πόλων αυτών, αφού καμία πόλη δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την απόφασή τους:

  • Οι Αθηναίοι να παραδώσουν όλα τα πλοία τους, εκτός από 12.
  • Να κατεδαφιστούν τα Μακρά Τείχη και τα τείχη του Πειραιά.
  • Να επανέλθουν όλοι οι πολιτικοί εξόριστοι.
  • Οι Αθηναίοι να ακολουθούν τους Σπαρτιάτες και να έχουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους.

Σημασία του πολέμου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πόλεμος σήμανε το τέλος της αθηναϊκής ηγεμονίας και επηρέασε καθοριστικά τον Ελλαδικό κόσμο. Σχεδόν όλες οι Ελληνικές πόλεις πήραν μέρος σε αυτόν και οι πολεμικές συρράξεις έλαβαν χώρα σε όλον σχεδόν τον ελληνόφωνο κόσμο. Γι’ αυτό και ονομάζεται από νεότερους ερευνητές «αρχαίος παγκόσμιος πόλεμος».

Αυτός ο πόλεμος δεν ήταν σημαντικός μόνο για την εξέλιξη της ιστορίας της Ελλάδας, αλλά και για την επιστήμη της ιστοριογραφίας, επειδή ήταν το πρώτο γεγονός, το οποίο έγινε αντικείμενο επιστημονικής και ιστορικής ανάλυσης: Ο ιστορικός Θουκυδίδης μας παραδίδει στο έργο του «Ιστορία» μία αναλυτική σύγχρονη περιγραφή του πολέμου μέχρι τον χειμώνα του έτους 411 π.Χ. (από την οποία εξαρτώνται έως και σήμερα κατά ένα μεγάλο μέρος οι σημερινοί ερευνητές), στο οποίο αναλύει τα αίτια και τις αφορμές του πολέμου με μία συγκεκριμένη μέθοδο, η οποία έγινε πρότυπο για τη μεταγενέστερη ευρωπαϊκή ιστοριογραφία. Τα γεγονότα μετά το 411 π.Χ., που ο θάνατος δεν επέτρεψε στο Θουκυδίδη να εξιστορήσει, περιγράφει ο Ξενοφών στο έργο του, «Ελληνικά».

Η ονομασία «Πελοποννησιακός Πόλεμος» είναι μεταγενέστερη, ενώ ο Θουκυδίδης τον αναφέρει ως πόλεμο ανάμεσα στους Πελοποννήσιους και τους Αθηναίους.

  1. Στα πλαίσια του πολέμου, ο Αλκιβιάδης είχε συνεργαστεί με τη Σπάρτη και την Περσία
  2. Θουκυδίδης. 1, 23.6
  3. Αθηνά Γ. Καλογεροπούλου, καθηγήτρια Αρχαιολογίας, ιστορικός, «Ιστορία των Αρχαίων Χρόνων», 1975
  4. Θουκυδίδης, βιβλίο Β, 9
  5. (Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Δυνάμεις των Αθηναίων και Πελοποννησίων)
  6. Θουκυδίδης, Β,8
  7. Hammond, Martin (μτφρ.). Thucydides - The Peloponnesian War, Oxford University Press, 2009, σημείωση στη σ. 505. ISBN 0-192-82191-1.
  8. Παπαγρηγοράκης, Μανώλης (21-01-2006). «Ανάλυση αρχαίου DNA και πιθανή αιτία του λοιμού της Αθήνας». Καθημερινή. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-07-21. https://web.archive.org/web/20110721201109/http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_691180_21/01/2006_170865. Ανακτήθηκε στις 10-10-2009. 
  9. Papagrigorakis, Manolis J., Christos Yapijakis, Philippos N. Synodinos, and Effie Baziotopoulou-Valavani. "DNA examination of ancient dental pulp incriminates typhoid fever as a probable cause of the Plague of Athens," International Journal of Infectious Diseases 10 (2006): 206-214. ISSN 1201-9712.
  10. Beth Shapiro, Andrew Rambaut and M. Thomas P. Gilbert. "No proof that typhoid caused the Plague of Athens (a reply to Papagrigorakis et al.)", International Journal of Infectious Diseases 10 (2006): 334-335. ISSN 1201-9712
  11. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Νικίειος Ειρήνη
  12. Θουκυδίδης, Βιβλίο IV, 13

Επιπλέον βιβλιογραφία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Βασίλης Δουβίτσας, Εγκυκλοπαίδεια «Δομή» Τόμος 23, εκδόσεις Δομή Α.Ε, σελ. 459.
  • Ντόναλντ Κάγκαν, Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, μτφρ. Νικόλας Πηλαβάκης, εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα, 2004.
  • Χρύσης Πελεκίδης, Άννα Ραμού-Χαψιάδη, «Ο Πελοποννησιακός πόλεμος», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. Γ1, (1972), σελ.180-307

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]