Μάκρωνες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι Μάκρωνες ήταν αρχαίος λαός της Μικράς Ασίας, η χώρα που ζούσαν, η Μακρωνία, βρισκόταν στα ορεινά του Πόντου νότια της Τραπεζούντας. Συνόρευαν με τους Κόλχους με φυσικό σύνορο τον Παρθένιο ποταμό[1] και τους Σκυθήνες.

Ο Ησίοδος τους αποκαλεί Μακροκέφαλους, Πυγμαίους και Ημίκυνας,[2] ενώ από τη χώρα τους πέρασαν και οι Αργοναύτες.

Από τη χώρα τους πέρασε ο Ξενοφών με τους Μυρίους στον δρόμο του για την χώρα των Κόλχων. Φτάνοντας στη χώρα τους ο στρατός του Ξενοφώντα συνάντησε δάσος με πυκνή βλάστηση που έκανε αδύνατη τη διάβασή του. Στην άλλη άκρη του δάσους βρίσκονταν οι Μάκρωνες που πέρασαν τους Μύριους για εισβολείς και παρατάχθηκαν για μάχη. Ο Ξενοφών με την βοήθεια ενός στρατιώτη που ήξερε τη γλώσσα τους τους εξήγησε ότι δεν είχαν σκοπό να εισβάλουν αλλά να περάσουν από την χώρα τους. Οι Μάκρωνες πείσθηκαν και βοήθησαν στον καθαρισμό του δάσους για να περάσουν τα υποζύγια αλλά βοήθησαν με τρόφιμα και στην ομαλή διάβασή τους από τη χώρα τους. [3].

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. [...] (170) Σύριοι δὲ οἱ περὶ Θερμώδοντα καὶ Παρθένιον ποταμὸν καὶ Μάκρωνες οἱ [...] Φλάιος Ιώσηπος
  2. Marcel Hofinger, Λεξικό Ησιόδου, από τα google books
  3. [...] [4.8.1 ] ἐντεῦθεν δ᾽ ἐπορεύθησαν οἱ Ἕλληνες διὰ Μακρώνων σταθμοὺς τρεῖς παρασάγγας δέκα. τῇ πρώτῃ δὲ ἡμέρᾳ ἀφίκοντο ἐπὶ τὸν ποταμὸν ὃς ὥριζε τὴν τῶν Μακρώνων καὶ τὴν τῶν Σκυθηνῶν. [4.8.2 ] εἶχον δ᾽ ὑπὲρ δεξιῶν χωρίον οἷον χαλεπώτατον καὶ ἐξ ἀριστερᾶς ἄλλον ποταμόν, εἰς ὃν ἐνέβαλλεν ὁ ὁρίζων, δι᾽ οὗ ἔδει διαβῆναι. ἦν δὲ οὗτος δασὺς δένδρεσι παχέσι μὲν οὔ, πυκνοῖς δέ. ταῦτ᾽ ἐπεὶ προσῆλθον οἱ Ἕλληνες ἔκοπτον, σπεύδοντες ἐκ τοῦ χωρίου ὡς τάχιστα ἐξελθεῖν. [4.8.3 ] οἱ δὲ Μάκρωνες ἔχοντες γέῤῥα καὶ λόγχας καὶ τριχίνους χιτῶνας κατ᾽ ἀντιπέραν τῆς διαβάσεως παρατεταγμένοι ἦσαν καὶ ἀλλήλοις διεκελεύοντο καὶ λίθους εἰς τὸν ποταμὸν ἔῤῥιπτον· ἐξικνοῦντο γὰρ οὒ οὐδ᾽ ἔβλαπτον οὐδέν. [4.8.4 ] ἔνθα δὴ προσέρχεται Ξενοφῶντι τῶν πελταστῶν ἀνὴρ Ἀθήνησι φάσκων δεδουλευκέναι, λέγων ὅτι γιγνώσκοι τὴν φωνὴν τῶν ἀνθρώπων. καὶ οἶμαι, ἔφη, ἐμὴν ταύτην πατρίδα εἶναι· καὶ εἰ μή τι κωλύει, ἐθέλω αὐτοῖς διαλεχθῆναι. [4.8.5 ] --ἀλλ᾽ οὐδὲν κωλύει, ἔφη, ἀλλὰ διαλέγου καὶ μάθε πρῶτον τίνες εἰσίν. οἱ δ᾽ εἶπον ἐρωτήσαντος ὅτι Μάκρωνες. --ἐρώτα τοίνυν, ἔφη, αὐτοὺς τί ἀντιτετάχαται καὶ χρῄζουσιν ἡμῖν πολέμιοι εἶναι. [4.8.6 ] οἱ δ᾽ ἀπεκρίναντο --ὅτι καὶ ὑμεῖς ἐπὶ τὴν ἡμετέραν χώραν ἔρχεσθε. λέγειν ἐκέλευον οἱ στρατηγοὶ ὅτι οὐ κακῶς γε ποιήσοντες, ἀλλὰ βασιλεῖ πολεμήσαντες ἀπερχόμεθα εἰς τὴν Ἑλλάδα, καὶ ἐπὶ θάλατταν βουλόμεθα ἀφικέσθαι. [4.8.7 ] ἠρώτων ἐκεῖνοι εἰ δοῖεν ἂν τούτων τὰ πιστά. οἱ δ᾽ ἔφασαν καὶ δοῦναι καὶ λαβεῖν ἐθέλειν. ἐντεῦθεν διδόασιν οἱ Μάκρωνες βαρβαρικὴν λόγχην τοῖς Ἕλλησιν, οἱ δὲ Ἕλληνες ἐκείνοις Ἑλληνικήν· ταῦτα γὰρ ἔφασαν πιστὰ εἶναι· θεοὺς δ᾽ ἐπεμαρτύραντο ἀμφότεροι. [4.8.8 ] μετὰ δὲ τὰ πιστὰ εὐθὺς οἱ Μάκρωνες τὰ δένδρα συνεξέκοπτον τήν τε ὁδὸν ὡδοποίουν ὡς διαβιβάσοντες ἐν μέσοις ἀναμεμιγμένοι τοῖς Ἕλλησι, καὶ ἀγορὰν οἵαν ἐδύναντο παρεῖχον, καὶ παρήγαγον ἐν τρισὶν ἡμέραις ἕως ἐπὶ τὰ Κόλχων ὅρια κατέστησαν τοὺς Ἕλληνας. [...] Κύρου Ανάβασις Δ