Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μάχη της Πύλου και της Σφακτηρίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μάχης της Πύλου και της Σφακτηρίας
Πελοποννησιακός Πόλεμος
Χάρτης των περιοχών της Πύλου και της Σφακτηρίας και απεικόνιση της σύγκρουσης στη Σφακτηρία
Χρονολογία425 π.Χ
ΤόποςΠύλος και Σφακτηρία (Μεσσηνία)
ΈκβασηΝίκη των Αθηναίων και παράδοση των Σπαρτιατών
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις
50-70 πλοία, 70 ναύτες, 800 τοξότες και περίπου 800 πελταστές
60 πλοία, 420 οπλίτες
Απολογισμός
Άγνωστες
292 αιχμάλωτοι και 128 νεκροί

Η Μάχη της Πύλου και της Σφακτηρίας διεξήχθη το 425 π.Χ μεταξύ των Αθηναίων και των Σπαρτιατών και έληξε με νίκη των Αθηναίων και παράδοση των Σπαρτιατών. Η μάχη διεξήχθη σε δύο φάσεις. Αρχικά, οι Αθηναίοι κατέλαβαν την Πύλο και ανάγκασαν τους Σπαρτιάτες να στείλουν στρατό και στόλο στην περιοχή. Κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας στην Πύλο, οι Αθηναίοι κατέστρεψαν αρκετά σπαρτιατικά πλοία. Μετά την ήττα στην Πύλο, οι Σπαρτιάτες προσπάθησαν να πετύχουν ειρήνη, αλλά οι διαπραγματεύσεις έληξαν με αποτυχία. Οι Αθηναίοι παγίδευσαν τους Σπαρτιάτες στη νήσο της Σφακτηρίας και τους επιτέθηκαν, αναγκάζοντας τους τελευταίους να παραδοθούν.

Την άνοιξη του 425 π.Χ. οι Πελοποννήσιοι και οι σύμμαχοι τους, υπό τις διαταγές του Σπαρτιάτη βασιλιά Άγη Β', εισέβαλαν στην Αττική και ερήμωσαν τη χώρα. Εκείνη την εποχή, οι Αθηναίοι έστειλαν μια μοίρα από 40 πλοία υπό τις διαταγές του Σοφοκλή και του Ευρυμέδοντα στη Σικελία, αλλά τους έδωσαν εντολή να φθάσουν πρώτα στην Κέρκυρα και να βοηθήσουν τους κατοίκους του νησιού. Οι Πελοποννήσιοι έστειλαν στην περιοχή μια μοίρα από 60 πλοία. Ο Δημοσθένης ζήτησε από τις αρχές της Αθήνας να χρησιμοποιήσει τη μοίρα των 40 πλοίων όταν θα έπλεε γύρω από την Πελοπόννησο[1]. Όταν έφθασαν στις ακτές της Λακωνικής, ο Ευρυμέδοντας και ο Σοφοκλής έμαθαν για την αποστολή πελοποννησιακού στόλου στην Κέρκυρα και θέλησαν να πλεύσουν εκεί, αλλά ο Δημοσθένης επέμενε να προσεγγίσουν πρώτα την Πύλο και να μη συνεχίσουν τον πλου παρά αφού κάνουν στην περιοχή ότι επέβαλαν οι περιστάσεις. Παρά τις αντιρρήσεις του Σοφοκλή και του Ευρυμέδοντα, οι κακές καιρικές συνθήκες τους ανάγκασαν να παραμείνουν στην Πύλο. Ο Δημοσθένης επέμεινε να οχυρώσουν την περιοχή και τόνιζε πως η περιοχή μπορούσε να λειτουργήσει ως ορμητήριο, θεωρώντας πως οι Μεσσήνιοι θα προκαλούσαν μεγάλες ζημιές στις δυνάμεις των Σπαρτιατών και θα ήσαν αξιόπιστοι φρουροί της θέσης[2]. Οι συστρατηγοί του Δημοσθένη και οι στρατιώτες δεν έδειχναν να πείθονται, αλλά αναγκάστηκαν να λάβουν μέρος στα οχυρωματικά έργα, καθώς ο καιρός ήταν κακός και δεν μπορούσαν να αδρανούν[3]. Οι Σπαρτιάτες, οι οποίοι έτυχε να τελούν κάποια γιορτή, έμαθαν για την παρουσία των Αθηναίων στην Πύλο, αλλά θεώρησαν πως θα μπορούσαν να τους απομακρύνουν με ευκολία. Οι Αθηναίοι εκμεταλλεύτηκαν τη βραδύτητα των Σπαρτιατών και ολοκλήρωσαν την οχύρωση της Πύλου μέσα σε 6 μέρες. Τότε, ο Δημοσθένης άφησε τον Σοφοκλή και τον Ευρυμέδοντα να πλεύσουν στην Κέρκυρα και στη Σικελία, ενώ στην Πύλο έμειναν 5 πλοία[4].

Όταν οι Σπαρτιάτες έμαθαν για την κατάληψη της Πύλου, ο Άγις έδωσε διαταγή για επιστροφή στη Σπάρτη. Για τους Σπαρτιάτες, η υπόθεση της Πύλου είχε ζωτική σημασία. Εξάλλου, η εισβολή είχε γίνει νωρίς και τα σιτάρια ήταν ακόμα χλωρά, ώστε δεν είχαν τροφή για τους στρατιώτες, ενώ η κακοκαιρία προκαλούσε προβλήματα στον στρατό. Γι' αυτό και αποφάσισαν να φύγουν από την Αττική, όπου είχαν μείνει μονάχα για 15 μέρες[5]. Οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν να στείλουν στην Πύλο τους πλησιεστέρους περιοίκους, ενώ τα στρατεύματα που είχαν επιστρέψει από την Αττική αναχώρησαν αργότερα. Παράλληλα, έστειλαν εντολή στις συμμαχικές πόλεις να στείλουν όσον το δυνατόν ταχύτερα επικουρικά σώματα και κάλεσαν τη μοίρα των 60 πλοίων από την Κέρκυρα - τα πλοία αυτά κατάφεραν να φθάσουν γρήγορα στην Πύλο, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από την αθηναϊκή μοίρα που βρισκόταν στη Ζάκυνθο. Ωστόσο, ο Δημοσθένης πρόλαβε να στείλει μήνυμα στον Ευρυμέδοντα, ο οποίος βρισκόταν στη Ζάκυνθο, να φθάσει γρήγορα στην Πύλο, η οποία τέθηκε υπό κίνδυνο. Ενώ ο αθηναϊκός στόλος έπλεε από τη Ζάκυνθο, οι Σπαρτιάτες ετοιμάζονταν να επιτεθούν από ξηρά και θάλασσα και ήλπιζαν να καταλάβουν εύκολα το αθηναϊκό οχύρωμα, το οποίο είχε ολιγάριθμη φρουρά. Όταν έμαθαν για την αποστολή του αθηναϊκού στόλου από τη Ζάκυνθο, οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν να φράξουν το στόμιο του λιμένος για να εμποδίσουν τους Αθηναίους να μετατρέψουν την Πύλο σε ορμητήριο τους, σε περίπτωση οι Σπαρτιάτες δεν κατάφερναν να καταλάβουν την Πύλο πριν την άφιξη της αθηναϊκής μοίρας. Το φράξιμο των στομίων ήταν εύκολη υπόθεση για τους Λακεδαιμόνιους, καθώς τα στόμια ήταν στενά λόγω του μήκους της Σφακτηρίας - από το ένα στόμιο, αυτό που βρισκόταν απέναντι από την Πύλο, μπορούσαν να περάσουν ταυτόχρονα 2 πλοία, ενώ από την άλλη πλευρά μπορούσαν να περάσουν 8-9 πλοία. Επίσης, οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν να τοποθετήσουν φρουρά στη νήσο Σφακτηρία, φοβούμενοι πως η νήσος θα γινόταν ορμητήριο των Αθηναίων - η φρουρά αποτελείτο από 420 οπλίτες και τους είλωτες υπηρέτες τους και βρισκόταν υπό τις διαταγές του Επιτάδα[6].

Ο Δημοσθένης κατάλαβε τις προθέσεις των Σπαρτιατών και απέσυρε τα 3 πλοία που έμεναν κάτω από το οχύρωμα και τα περιέβαλε με χαράκωμα, ενώ έλαβε ενισχύσεις από 40 Μεσσηνίους οπλίτες. Οι ναύτες είχαν αποβιβαστεί και εξοπλιστεί με ασπίδες κατώτερης ποιότητας. Ο Δημοσθένης τοποθέτησε τα οπλισμένα και άοπλα στρατεύματα του στο μέρος του οχυρώματος που βρισκόταν απέναντι από τη στεριά, ενώ ο ίδιος μαζί με 60 οπλίτες και λίγους τοξότες, εξήλθε μετ' αυτών από το τείχος προς τη θάλασσα, στο σημείο όπου ανέμενε την απόβαση των Σπαρτιατών. Παρά το γεγονός ότι το μέρος ήταν δύσβατο και πετρώδες, το τείχος ήταν αδύναμο σ' αυτό το σημείο και ο Δημοσθένης πίστευε πως οι Σπαρτιάτες θα παρασυρθούν και θα αποβιβαστούν εκεί[7].

Ναυμαχία στην Πύλο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά από παραινετικό λόγο του Δημοσθένη[8], οι Αθηναίοι κατέβηκαν στο άκρο της παραλίας, όπου παρατάχθηκαν. Οι Λακεδαιμόνιοι προχώρησαν σε επίθεση από τη ξηρά και από τη θάλασσα - στη θάλασσα, οι Πελοποννήσιοι παρέταξαν 43 πλοία υπό τις διαταγές του Θρασυμηλίδα, ο οποίος επιτέθηκε στο σημείο που τον περίμενε ο Δημοσθένης. Οι Αθηναίοι αντιστάθηκαν, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι μοίρασαν τον στόλο τους σε διάφορες μοίρες, καθώς ήσαν αδύνατο να προσεγγίσουν ταυτόχρονα μεγαλύτερο αριθμό πλοίων στην ακτή και αναπαύονταν εκ περιτροπής - αυτό σήμαινε πως οι Σπαρτιάτες δεν έπαυαν να επιτίθενται με μεγάλη ορμή για να εκτοπίσουν τους Αθηναίους και να καταλάβουν το οχύρωμα. Παράλληλα, ενθαρρύνονταν αμοιβαίως με κάθε τρόπο, με τον Θουκυδίδη να δίνει έμφαση στο παράδειγμα του Βρασίδα, ο οποίος κυβερνούσε μια τριήρη και παρότρυνε τους υπόλοιπους κυβερνήτες και πηδαλιούχους να επιτίθενται στους Αθηναίους χωρίς να φοβούνται μήπως συντρίψουν τα πλοία τους, δηλώνοντας πως ήταν ντροπή χάριν οικονομίας ξύλου να επιτρέψουν στους Αθηναίους να διατηρήσουν το οχύρωμα[9]. Με τις ενέργειες του, ο Βρασίδας ανάγκασε τον πηδαλιούχο του να ρίψει έξω το πλοίο και προχώρησε προς την αποβάθρα του πλοία, αλλά οι Αθηναίοι δεν επέτρεψαν την απόβαση του και τον τραυμάτισαν σε πολλά μέρη του σώματος, με αποτέλεσμα να λιποθυμήσει - επίσης, η ασπίδα του Σπαρτιάτη γλίστρησε στη θάλασσα και έγινε λάφυρο των Αθηναίων. Οι υπόλοιποι Σπαρτιάτες απέτυχαν να αποβιβαστούν χάρη στο δύσβατο της θέσης και λόγω της σθεναρής αντίστασης των Αθηναίων[10]. Γι' αυτό και οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν να σταματήσουν την απόπειρα απόβασης και να ξεκουραστούν την επόμενη μέρα. Την τρίτη μέρα έστειλαν μερικά πλοία κατά μήκος της ακτής στην Ασίνη για να λάβουν ξύλα, με τα οποία θα κατασκεύαζαν μηχανές που θα τους βοηθούσαν να καταλάβουν το μέρος του τείχους που ήταν στραμμένο προς τον λιμένα. Εκείνη την μέρα είχε φθάσει η αθηναϊκή μοίρα από τη Ζάκυνθο, η οποία έλαβε ενισχύσεις από τη Ναύπακτο και τη Χίο, με τη συνολική της δύναμη να ανέρχεται στα 50 πλοία. Όταν είδαν πως τα πλοία των Σπαρτιατών βρίσκονταν μέσα στον λιμένα, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να πλεύσουν προς τη νήσο Πρώτην και να στρατοπεδεύσουν εκεί. Την επόμενη μέρα, οι Αθηναίοι εξέπλευσαν και ετοιμάστηκαν να ναυμαχήσουν με τους Σπαρτιάτες, είτε σε ανοικτή θάλασσα είτε στον λιμένα, το στόμιο του οποίου οι Σπαρτιάτες δεν είχαν φράξει όπως είχαν σχεδιάσει[11].

Οι Αθηναίοι αντελήφθησαν την κατάσταση και επιτέθηκαν και στα δύο στόμια του λιμένα. Οι Πελοποννήσιοι κατάφεραν να απομακρύνουν αρκετά πλοία από την παραλία και να τα ετοιμάσουν για ναυμαχία, αλλά οι Αθηναίοι τα έτρεψαν σε φυγή και προκάλεσαν σοβαρές ζημιές σε πολλά πλοία, έχοντας συλλάβει 5 πλοία. Μετά, οι Αθηναίοι επιτέθηκαν στα πλοία που βρίσκονταν στην παραλία και κατάφεραν να ρυμουλκήσουν αρκετά κενά πλοία - οι Λακεδαιμόνιοι είδαν πως οι οπλίτες τους είχαν αποκοπεί και προσπάθησαν να αρπάξουν τα ήδη ρυμουλκούμενα πλοία και να τα τραβήξουν αντιθέτως προς τη ξηρά. Παρά τη σύγχυση που προκλήθηκε, οι Λακεδαιμόνιοι κατάφεραν με αρκετές απώλειες να διασώσουν μερικά πλοία και τα δύο μέρη επέστρεψαν στα στρατόπεδα τους. Οι Αθηναίοι έστησαν τρόπαιο και επέτρεψαν στους Σπαρτιάτες να παραλάβουν τους νεκρούς, ενώ οι ίδιο σύναξαν τα ναυάγια τους και άρχισαν να επιτηρούν τη νήσο, καθώς θεώρησαν πως οι επί της ξηράς Πελοποννήσιοι βρέθηκαν αποκλεισμένοι - παράλληλα, οι επί της ξηράς Πελοποννήσιοι έλαβαν ενισχύσεις από άλλα μέρη και αποτελούσαν απειλή για την Πύλο[12]. Όταν η είδηση για τα γεγονότα στην Πύλο έφθασε στη Σπάρτη, οι αρχές της πόλης θεώρησαν πως σημειώθηκε μεγάλη συμφορά και έστειλαν τους άρχοντες να κατέλθουν στο στρατόπεδο και να εξετάσουν αυτοπροσώπως την κατάσταση, ώστε να λάβουν επί τόπου τις αναγκαίες αποφάσεις. Οι Σπαρτιάτες άρχοντες θεώρησαν πως ήταν αδύνατο να βοηθήσουν τους στρατιώτες που βρίσκονταν στην Πύλο και αποφάσισαν να συνάψουν ανακωχή με τους Αθηναίους, ώστε οι στρατιώτες τους να μην πεθάνουν από την πείνα ή αιχμαλωτιστούν από τους Αθηναίους[13].

Οι Αθηναίοι δέχτηκαν να συνάψουν ανακωχή με τους εξής όρους: οι Σπαρτιάτες θα παραδώσουν τα πλοία, με τα οποία ναυμάχησαν στην Πύλο, καθώς και τα πλοία που βρίσκονταν στη Λακωνική ακτή και δεν θα επιτίθενται στο οχύρωμα ούτε από τη ξηρά ούτε από τη θάλασσα. Από την πλευρά τους, οι Αθηναίοι δέχονταν να επιτρέψουν στους Σπαρτιάτες να στείλουν λίγα τρόφιμα για το σπαρτιατικό στράτευμα στη Σφακτηρία, αλλά υπό την επιτήρηση των αθηναϊκών πλοίων. Επίσης, οι Αθηναίοι δέχονταν να μην αποβιβαστούν στην Πύλο και να μην επιτεθούν στους Σπαρτιάτες ούτε δια ξηράς ούτε δια θαλάσσης. Η ανακωχή τερματίζεται αυτοδικαίως σε περίπτωση που μια από τις δύο πλευρές αθετήσει τους όρους της συμφωνίας, ακόμα και τον πιο ασήμαντο. Τα 60 πλοία των Σπαρτιατών παραδόθηκαν, ενώ στην Αθήνα έφθασαν και μίλησαν πρέσβεις από τη Λακεδαίμονα[14]. Στην αρχή του λόγου τους, οι πρέσβεις δήλωσαν πως στάλθηκαν από τη Σπάρτη για να συνάψουν συμφωνία για τους στρατιώτες που βρίσκονταν στην Πύλο με όρους αποδεκτούς και επωφελείς για τις δύο πλευρές[15] και εξέφρασαν την άποψη πως είχαν ηττηθεί λόγω κακού σχεδιασμού[16]. Η Σπάρτη, σύμφωνα με τους πρέσβεις, ήταν έτοιμη να συνάψει ειρήνη που θα τερμάτιζε τον πόλεμο και ήταν πρόθυμη να προσφέρει στενή φιλία και σχέσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης και ζητούσαν ως αντάλλαγμα την απόδοση των στρατιωτών της Σφακτηρίας[17].

Οι Σπαρτιάτες πρέσβεις ήταν σίγουροι πως ο λόγος τους θα έπειθε τους Αθηναίους να συνάψουν ειρήνη με τη Σπάρτη και να αποδώσουν τους στρατιώτες που βρίσκονταν στη Σφακτηρία, αλλά οι Αθηναίοι αρνήθηκαν. Ο Κλέων, αρχηγός του δήμου, είχε προτείνει τους εξής όρους στους Σπαρτιάτες: οι στρατιώτες που βρίσκονταν στη Σφακτηρία θα παραδώσουν τον οπλισμό τους και θα μεταφερθούν στην Αθήνα, ενώ η Σπάρτη θα παραχωρούσε στην Αθήνα τη Νίσαια, τις Πηγές, την Τροιζήνα και την Αχαΐα, περιοχές που οι Σπαρτιάτες δεν κατέλαβαν δια του πολέμου αλλά λόγω προηγούμενης συνθήκης με τους Αθηναίους[18]. Οι πρέσβεις δεν εξέφρασαν καμία διαφωνία, αλλά πρότειναν να διορισθούν πληρεξούσιοι, με τους οποίους θα συζητούσαν το θέμα και θα κατάρτιζαν με την ησυχία τους διάφορους όρους που θα ευνοούσαν και τις δύο πλευρές. Αλλά και αυτή η πρόταση απορρίφθηκε από τον Κλέωνα, καθώς θεωρούσε πως οι σκοποί τους δεν ήταν ευθείς καθώς αρνήθηκαν να μιλήσουν ενώπιον του λαού. Οι Σπαρτιάτες είδαν πως δεν μπορούσαν να μιλήσουν ενώπιον του λαού και έφυγαν άπρακτοι από την Αθήνα[19]. Η ανακωχή είχε τερματιστεί αυτοδικαίως και οι Σπαρτιάτες απαίτησαν την επιστροφή των πλοίων τους, αλλά οι Αθηναίοι τους κατηγόρησαν πως είχαν προβεί σε αιφνίδια επίθεση του οχυρώματος και σε άλλες ενέργειες που δεν ήσαν αποδεκτές κατά τους όρους της ανακωχής και αρνήθηκαν την απόδοση των πλοίων. Οι Σπαρτιάτες αρνήθηκαν τις κατηγορίες και επανέλαβαν τις εχθροπραξίες στην Πύλο, οι οποίες διεξάγονταν με μεγαλύτερη ένταση και από τα δύο στρατεύματα. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, οι Αθηναίοι περιέπλεαν διαρκώς τη νήσο με δύο πλοία, τα οποία έπλεαν κατ' αντίθετη διεύθυνση. Τη νύχτα, όλα τα πλοία ήταν αγκυροβολημένα πέριξ της νήσου και έλαβαν 20 πλοία από την Αθήνα, με αποτέλεσμα η δύναμη τους να ανέλθει στα 70 πλοία[20].

Μάχη στη Σφακτηρία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Αθηναίοι εξακολουθούσαν να πολιορκούν τους Σπαρτιάτες που βρίσκονταν στη νήσο, εκμεταλλευόμενοι την ανεπάρκεια τροφίμων και νερού στον στρατό των Πελοποννησίων. Οι Αθηναίοι δεν μπορούσαν να αποβιβάσουν πολλούς στρατιώτες στην ακτή, με αποτέλεσμα να παραταθεί για πολύ καιρό η πολιορκία. Εν τω μεταξύ, οι Σπαρτιάτες είχαν προκηρύξει πως όποιος ήθελε να εισάγει στη νήσο αλεύρι, κρασί, τυρί και άλλα τρόφιμα θα λάμβανε χρήματα, ενώ οι είλωτες που δέχονταν θα απελευθερώνονταν[21]. Οι Αθηναίοι έμαθαν για τις προμήθειες που έστελναν οι Σπαρτιάτες στη νήσο και φοβήθηκαν μήπως τους βρει ο χειμώνας να ασχολούνται με τον αποκλεισμό. Ωστόσο, ο Κλέωνας εξέφρασε την άποψη πως αυτοί που μετέφεραν τις ειδήσεις από την Πύλο και τη Σφακτηρία δεν έλεγαν την αλήθεια, γι' αυτό και οι Αθηναίοι αποφάσισαν να στείλουν τον Κλέωνα και τον Θεαγένη ως απεσταλμένους στην περιοχή. Ο Κλέων φοβήθηκε όμως πως ίσως θα επιβεβαίωνε τις ειδήσεις από την Πύλο και είδε πως οι Αθηναίοι ήταν έτοιμοι να στείλουν νέες ενισχύσεις, γι' αυτό και κατηγόρησε τον Νικία, ο οποίος ήταν στρατηγός, καθώς και τους άλλους στρατηγούς λέγοντας πως αν ήταν άνδρες θα ήταν εύκολο να πλεύσουν στη νήσο και να συλλάβουν τους πολιορκούμενους και δήλωσε πως αν ήταν στρατηγός θα το έκανε[22]. Ο Νικίας προκάλεσε τον Κλέωνα να πάρει όσους στρατιώτες χρειάζονταν και να εκστρατεύσει ο ίδιος. Ο Κλέωνας προσπάθησε να αποφύγει την αρχηγεία της εκστρατείας, λέγοντας πως ο Νικίας ήταν ο στρατηγός και όχι ο ίδιος, αλλά στο τέλος αναγκάστηκε να αναλάβει την αρχηγεία. Μιλώντας ενώπιον των Αθηναίων, ο Κλέωνας δεσμεύθηκε να φέρει τους Λακεδαιμόνιους στην Αθήνα μέσα σε 20 μέρες, αλλιώς θα δεχόταν να τον φονεύσουν. Επίσης, ο Κλέων ισχυρίστηκε πως δεν χρειαζόταν ούτε ένα στρατιώτη από την Αθήνα, αλλά θα λάμβανε οπλίτες από την Ίμβρο και τη Λήμνο, καθώς και πελταστές από την Αίνον και 400 τοξότες από άλλα μέρη[23]. Αφού έλαβε ότι ζήτησε από τη συνέλευση, ο Κλέων εξέλεξε τον Δημοσθένη ως συνεργάτη του και ετοιμάστηκε να αποπλεύσει όσο το δυνατόν ταχύτερα. Ο Κλέων έδωσε εντολή στον Δημοσθένη να πραγματοποιήσει το σχέδιο και να προχωρήσει σε εμπρησμό της νήσου, καθώς φοβόταν να προχωρήσει σε απόβαση - η περιοχή της Σφακτηρίας ήταν δασώδης και επέτρεπε στους πολιορκούμενους να επιτίθενται χωρίς να γίνονται αντιληπτοί και να προκαλούν πολλές βλάβες στον πολυάριθμο αθηναϊκό στρατό[24].

Τα αθηναϊκά πληρώματα αναγκάστηκαν να αποβιβαστούν στην ακρογιαλιά της Σφακτηρίας και πήραν το γεύμα τους, αφού τοποθέτησαν φρουρά, αλλά είχαν προκαλέσει κατά λάθος μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος του δάσους. Ο Δημοσθένης συνειδητοποίησε πως οι Λακεδαιμόνιοι ήταν αρκετοί και άρχισε να σχεδιάζει την απόβαση στη νήσο. Επίσης, ο Δημοσθένης ζήτησε επικουρικά σώματα από τις πλησιέστερες πόλεις. Όταν ο Κλέωνας έφθασε στην Πύλο και έστειλε κήρυκα στον στρατό των Πελοποννησίων για να διατάξουν τους πολιορκημένους της Σφακτηρίας να παραδώσουν τον οπλισμό τους, υπό τον όρο ότι θα τους κρατούσαν υπό απλή επιτήρηση μέχρι να επιτευχθεί γενικότερη συνεννόηση[25]. Οι προτάσεις αυτές δεν έγιναν δεκτές και οι Αθηναίοι περίμεναν ακόμα μια μέρα πριν επιβιβάσουν όλους τους οπλίτες στα πλοία τους. Λίγο πριν ξημερώσει, οι Αθηναίοι αποβιβάστηκαν στη νήσο και από τα δύο μέρη, δηλαδή από το πέλαγος και από τον λιμένα, ενώ προχώρησαν εναντίον του πρώτου φυλακίου. Η διάταξη των Σπαρτιατών ήταν η εξής: στο πρώτο φυλάκιο βρέθηκαν 30 οπλίτες, ενώ το κύριο σώμα του στρατού υπό τις διαταγές του Επιτάδα τοποθετήθηκε πλησίον της πηγής του νερού (στο κέντρο της νήσου) και ένα μικρό απόσπασμα παρατάχθηκε στην εσχατιά της νήσου, ακριβώς απέναντι από την Πύλο[26]. Οι Αθηναίοι εξολόθρευσαν αμέσως τους φρουρούς του πρώτου φυλακίου. Με τα χαράγματα, ο αθηναϊκός στρατός αποβιβάστηκε με τις εξής δυνάμεις: 70 ναύτες, 800 τοξότες και περίπου 800 πελταστές. Ο Δημοσθένης διαίρεσε τον στρατό του σε τμήματα των 200 στρατιωτών, τα οποία κατέλαβαν τα ψηλότερα σημεία της νήσου και είχαν σκοπό να περικυκλώσουν τους εχθρούς[27]. Όταν ο Επιτάδας είδε πως το πρώτο φυλάκιο είχε καταστραφεί και πως οι Αθηναίοι προχωρούσαν σε επίθεση εναντίον του σώματος του, αποφάσισε να παραταχθεί για μάχη και προχώρησε για να αντιμετωπίσει τους Αθηναίους. Οι ψιλοί στρατιώτες των Αθηναίων που βρίσκονταν στα πλάγια και στα νώτα τους έβαλλαν εναντίον τους και δεν άφησαν τους Σπαρτιάτες να πλησιάσουν τους Αθηναίους. Όσοι ψιλοί είχαν συγκρουστεί με τους Λακεδαιμόνιους είχαν υποχωρήσει, αλλά συνέχισαν να μάχονται και η καταδίωξη τους ήταν δύσκολη για τους Σπαρτιάτες λόγω του βαρέως οπλισμού των οπλιτών[28].

Αφού ο αμοιβαίος ακροβολισμός διήρκησε λίγη ώρα, οι Σπαρτιάτες δεν ήσαν σε θέση να εξορμήσουν με την ίδια αποφασιστικότητα προς τα σημεία όπου τους επετίθετο ο στρατός των Αθηναίων. Οι ψιλοί στρατιώτες ανέκτησαν το ηθικό τους και όρμησαν με αλαλαγμούς κατά των Σπαρτιατών, ρίχνοντας βέλη, πέτρες και ακόντια. Οι Σπαρτιάτες δεν μπορούσαν να συνεχίσουν τον αγώνα τους, καθώς οι πανοπλίες τους από πίλημα και δεν μπορούσαν να τους προστατεύσουν από τα βέλη και τα ακόντια[29]. Τέλος, όταν ο αριθμός των τραυματιών είχε αυξηθεί πολύ, οι Σπαρτιάτες υποχώρησαν προς την εσχατιάν της νήσου, όπου βρισκόταν απόσπασμα των συντρόφων τους. Ωστόσο, οι ψιλοί στρατιώτες τους επιτέθηκαν με περισσότερη ορμή και φόνευσαν όσους Λακεδαιμόνιους που συνέλαβαν κατά τη διάρκεια της υποχώρησης. Πολλοί από τους Λακεδαιμόνιους, ωστόσο, κατάφεραν να ενωθούν με τους συντρόφους τους, με αποτέλεσμα οι Αθηναίοι να αδυνατήσουν να τους υπερφαλαγγίσουν, λόγω της θέσης του οχυρώματος. Οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να προχωρήσουν σε κατά μέτωπο επίθεση, ωστόσο, οι Σπαρτιάτες αντιστάθηκαν σθεναρά, ενώ τα δύο στρατεύματα ήταν ταλαιπωρημένα λόγω της δίψας και της ζέστης[30]. Ο αρχηγός των Μεσσηνίων που βοηθούσαν τους Αθηναίους ζήτησε από τον Κλέωνα και τον Δημοσθένη μερικούς τοξότες και ψιλούς, ώστε να βρει δρόμο που θα οδηγούσε στα νώτα των Σπαρτιατών. Οι Αθηναίοι αρχηγοί δέχτηκαν και ο Μεσσήνιος προχώρησε σε δρόμο που ήταν αθέατος από τη θέση των Σπαρτιατών και κατάφερε να φθάσει στα νώτα τους, σε μια κρημνώδη θέση, με αποτέλεσμα να επιτεθεί στους Σπαρτιάτες και να τους αναγκάσει να υποχωρήσουν[31]. Ο Κλέων και ο Δημοσθένης ήθελαν να μεταφέρουν τους Σπαρτιάτες ζωντανούς στην Αθήνα και αποφάσισαν να σταματήσουν τη μάχη, ενώ μετά έστειλαν κήρυκα για να πείσει τους Σπαρτιάτες να παραδοθούν με τα όπλα τους[32].

Οι Σπαρτιάτες δέχθηκαν την πρόταση των Αθηναίων, έριξαν τις ασπίδες τους και σήκωσαν τα χέρια τους ψηλά. Ο Κλέωνας και ο Δημοσθένης αποφάσισαν να συνάψουν ανακωχή με τον Στύφωνα, καθώς ο Επιτάδας και ο Ιπποκράτης είχαν σκοτωθεί - ο Στύφωνας είχε διοριστεί να αναλάβει τρίτος την αρχηγία, σε περίπτωση που οι άλλοι δύο αποτύχουν. Οι Αθηναίοι ζήτησαν να έρθουν Πελοποννήσιοι απεσταλμένοι από τη ξηρά για να δώσουν οδηγίες στον Στύφωνα. Οι Πελοποννήσιοι απεσταλμένοι έφθασαν στη νήσο 2-3 φορές και την τελευταία φορά δήλωσαν πως οι στρατιώτες της Σφακτηρίας ήσαν ελεύθεροι να πράξουν αυτό που ήθελαν, αρκεί να μην ήταν κάτι ατιμωτικό. Οι στρατιώτες αποφάσισαν να παραδοθούν με τα όπλα τους και στάλθηκαν στην Αθήνα μέσω θαλάσσης - από τους 420 οπλίτες που είχαν αποβιβαστεί στην αρχή της μάχης στη νήσο, οι 292 αιχμαλωτίστηκαν (απ' αυτούς, 120 ήταν Σπαρτιάτες) και οι υπόλοιποι είχαν σκοτωθεί και τα πτώματα τους είχαν συλλεχθεί από τους Σπαρτιάτες[33]. Μετά τη μάχη, οι δύο πλευρές απέσυραν τον στρατό τους και ο Κλέωνας είχε καταφέρει να κρατήσει τον λόγο του, καθώς χρειάστηκε 20 μέρες για να φέρει τους Σπαρτιάτες στην Αθήνα[34].

  1. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.2
  2. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.3
  3. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.4
  4. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.5
  5. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.6
  6. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.8
  7. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.9
  8. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.10
  9. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.11
  10. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.12
  11. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.13
  12. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.14
  13. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.15
  14. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.16
  15. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.17
  16. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.18
  17. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.19
  18. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.21
  19. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.22
  20. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.23
  21. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.26
  22. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.27
  23. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.28
  24. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.29
  25. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.30
  26. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.31
  27. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.32
  28. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.33
  29. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.34
  30. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.35
  31. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.36
  32. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.37
  33. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.38
  34. Θουκυδίδης (μετάφραση), Δ.39