Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ινδοευρωπαϊκή ομογλωσσία)
Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (ανοιχτό πράσινο) και άλλες γλωσσικές οικογένειες ανά τον κόσμο

Οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες αποτελούν μια γλωσσική οικογένεια τα μέλη της οποίας ήταν, στην αρχαιότερή τους μορφή, διάλεκτοι μιας ενοποιημένης γλώσσας, οι οποίες διαφοροποιήθηκαν σταδιακά εξαιτίας των αλλεπάλληλων μεταναστεύσεων και των επαφών των Ινδοευρωπαίων με άλλα γλωσσικά ιδιώματα. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες ομιλούνταν από λαούς που ζούσαν, ανεξαρτήτως της φυλετικής τους ταυτότητας, σε μια ενιαία αν και εκτεταμένη περιοχή, η οποία δικαιολογεί πολιτισμική και γλωσσική ομοιογένεια.

Οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες είναι ομάδα αρκετών εκατοντάδων γλωσσών και διαλέκτων[1] που περιλαμβάνει τις περισσότερες από τις γλωσσικές υπο-οικογένειες της Ευρώπης όπως και πολλές γλώσσες της Ασίας. Σύγχρονες γλώσσες που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια είναι, ανάμεσα σε άλλες, η Αγγλική, η Γαλλική, η Γερμανική, η Ισπανική, η Μπενγκάλι, η Πορτογαλική, η Ρωσική και η Χίντι, κάθε μία από τις οποίες είναι μητρική γλώσσα περισσότερων από 40 εκατομμύρια ανθρώπων. Επίσης στην ίδια γλωσσική οικογένεια ανήκουν πολυάριθμες άλλες μικρότερες εθνικές ή μειονοτικές γλώσσες όπως η Αλβανική, η Αρμενική, η Ελληνική, η Ιταλική, η Κουρδική, η Λιθουανική, η Περσική (ή Φαρσί).

Στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια ανήκουν επίσης γλώσσες που δεν έχουν πια ομιλητές όπως η Λατινική, η Σανσκριτική, η Τοχαρική, η Χεττιτική και άλλες. Η ινδοευρωπαϊκή είναι η μεγαλύτερη γλωσσική οικογένεια στον κόσμο σήμερα με τα μέλη της να αποτελούν τη μητρική γλώσσα περισσότερων από 3 δισεκατομμύρια ανθρώπων· η δεύτερη μεγαλύτερη οικογένεια γλωσσών είναι η σινοθιβετική.

Η ομοιότητα βασικών λέξεων στη σανσκριτική, αρχαία ελληνική, λατινική, γερμανική, αγγλική κ.ά. όπως πατέρας (σανσκ. pita, αρχ. ελλ. πατήρ, λατ. pater, γερμ. Vater, αγγλ. father), μητέρα (σανσκ. mata, αρχ. ελλ. μήτηρ, λατ. mater, γερμ. Mutter, αγγλ. mother), σπίτι (σανσκ. dáma-, αρχ. ελλ. δόμος, λατ. domus) άλογο (σανσκ. áśva-, αρχ. ελλ. ἵππος, λατ. equus) κλπ. οδήγησε τους γλωσσολόγους στην υπόθεση ότι οι λέξεις αυτές έχουν κοινή ρίζα. Η ύπαρξη κοινών ριζών οδήγησε με τη σειρά της στην υπόθεση ότι οι γλώσσες αυτές προέρχονται από μια κοινή πρωτογλώσσα, η οποία ονομάζεται συμβατικά Πρωτοϊνδευρωπαϊκή (ΠΙΕ). Η δυνατότητα τέτοιες ομοιότητες να οφείλονται σε δανεισμό μεταξύ γειτονικών γλωσσών αποκλείστηκε, διότι θεωρείται απίθανο ένας λαός με ξεχωριστή γλώσσα να μην έχει δικές του λέξεις για τόσο βασικές έννοιες, αλλά να χρησιμοποιεί τις λέξεις άλλων γλωσσών.

Για να στηριχθεί η υπόθεση της κοινής καταγωγής των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, έπρεπε να καταδειχθεί ότι οι αποκλίσεις από την κοινή ρίζα στις διάφορες γλώσσες οφείλονται σε αλλαγές που δεν έγιναν τυχαία, αλλά ακολουθώντας μια κανονικότητα (ξεχωριστή για κάθε γλώσσα). Έτσι διατυπώθηκαν νόμοι για τις φωνητικές μεταβολές (φωνητικοί νόμοι), οι οποίοι έχουν καθολική ισχύ και οι εξαιρέσεις των οποίων υπακούουν και αυτές με τη σειρά τους σε δικούς τους κανόνες. Παράδειγμα τέτοιων νόμων είναι οι νόμοι για τη μετατόπιση συμφώνων στις γερμανικές γλώσσες. Με βάση αυτούς τους φωνητικούς νόμους και με βάση τη μορφή που έλαβε η κοινή ρίζα στις διάφορες γλώσσες μπορεί να επανασυντεθεί ο αρχικός της τύπος και να υποτεθεί, με περισσότερη ή λιγότερη βεβαιότητα, ποια μορφή είχε η κοινή λέξη στην πρωτογλώσσα. Επειδή η Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ανάγεται σε βάθος χρόνου πριν την ανακάλυψη της γραφής, θεωρείται απίθανο να βρεθούν γραπτά τεκμήριά της που να επιβεβαιώνουν ή να διαψεύδουν άμεσα τους επανασυντιθέμενους τύπους. Η ανακάλυψη όμως και η αποκρυπτογράφηση αρχαίων γλωσσών (όπως η Χεττιτική) και συστημάτων γραφής (όπως η Γραμμική Β') βοηθούν στην επιβεβαίωση ή διάψευση και χρονολόγηση των φωνητικών νόμων.

Οι διάφορες υποομάδες της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας περιλαμβάνουν (με τη σειρά που μαρτυρούνται για πρώτη φορά γραπτά):

Χάρτης της θεωρίας Κουργκάν, της πιο αποδεκτής θεωρίας ινδοευρωπαϊκής καταγωγής των σχετικών γλωσσών. Σύμφωνα με τη θεωρία, υπήρξαν Ινδο-Ευρωπαϊοι οι οποίοι μετανάστευαν συνεχώς στην περίοδο 4000 - 1000 π.Χ. Η κόκκινη περιοχή αντιστοιχεί με τον γεωγραφικό προσδιορισμό της θεωρίας που ίσως κατοικείτο από Ινδο-Ευρωπαϊους έως το 2500 π.Χ.

Πέρα από τους δέκα κλασικούς κλάδους που αναφέρθηκαν παραπάνω, υπάρχουν αρκετές εξαφανισμένες γλώσσες για τις οποίες πολύ λίγα είναι γνωστά:


Υπήρχαν χωρίς αμφιβολία άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες που χάθηκαν χωρίς να αφήσουν ίχνη. Η αποσπασματικά μαρτυρημένη ραιτιτική δεν μπορεί να ταξινομηθεί με βεβαιότητα.

Άλλες υποοικογένειες της ινδοευρωπαϊκής έχουν προταθεί, ανάμεσα στις οποίες είναι η ιταλοκελτική και η ελληνοάρια (δηλαδή η στενή σχέση ελληνικής και ινδοϊρανικών γλωσσών). Καμία από αυτές δεν είναι ευρύτερα αποδεκτές. Ο όρος ινδοχεττιτική αναφέρεται στην υπόθεση ότι υπάρχει ένας σημαντικός διαχωρισμός ανάμεσα στις γλώσσες της Ανατολίας και τους υπόλοιπους κλάδους της ινδοευρωπαϊκής.

Σάτεμ και Κέντουμ γλώσσες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Διαχρονικός χάρτης που δείχνει τη γεωγραφική κατανομή των γλωσσών κέντουμ (μπλε) και σάτεμ (κόκκινο). Η προτεινόμενη περιοχή όπου ξεκίνησε η αλλαγή σε σάτεμ γλώσσες με σκούρο κόκκινο (πολιτισμοί Σιντάστα-Πέτροβκα, Αμπάσεβο, Σρούμπνα).

Οι ινδοευρωπαϊκοί κλάδοι ταξινομούνται στις ομάδες γλωσσών σάτεμ (satəm) και κέντουμ (centum). Αυτή η διάκριση βασίζεται στη διαφορετική εξέλιξη των τριών αρχικών σειρών υπερωικών φθόγγων της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής. Οι γλώσσες σάτεμ έχασαν τη διάκριση ανάμεσα στους χειλοϋπερωικούς και τους καθαρά υπερωικούς φθόγγους και συγχρόνως τα ουρανικοϋπερωικά συριστικοποιήθηκαν. Οι γλώσσες κέντουμ από την άλλη έχασαν τη διάκριση ανάμεσα στα ουρανικοϋπερωικούς και στους καθαρά υπερωικούς φθόγγους. Έτσι, γεωγραφικά, οι “ανατολικές” γλώσσες είναι σάτεμ (ιδοϊρανικές, βαλτοσλαβικές αλλά όχι η Τοχαρική και οι γλώσσες της Ανατολίας) και οι “δυτικές” γλώσσες είναι κέντουμ (γερμανικές, ιταλικές, κελτικές). Το ισόγλωσσο σάτεμ-κέντουμ τοποθετείται ανάμεσα στην ελληνική (κέντουμ) και την αρμενική (σάτεμ) (που αρκετοί ερευνητές πιστεύουν ότι σχετίζονται), με την ελληνική να παρουσιάζει κάποια περιθωριακά σάτεμ χαρακτηριστικά. Κάποιοι ερευνητές πιστεύουν ότι ίσως υπάρχουν κάποιες γλώσσες που δεν μπορούν να ταξινομηθούν ούτε ως σάτεμ ούτε ως κέντουμ (οι γλώσσες της Ανατολίας, η τοχαρική και πιθανώς η αλβανική). Αυτές οι ομαδοποιήσεις δεν υπονοούν ότι είναι αποτέλεσμα μονογένεσης: δεν υπήρξε ποτέ μια “πρωτοκέντουμ” ή “πρωτοσάτεμ” γλώσσα, αλλά οι αλλαγές στους φθόγγους διαδόθηκαν μέσω γεωγραφικής γλωσσικής επαφής ανάμεσα σε ήδη διακριτές μεταπρωτοϊνδοευρωπαϊκές γλώσσας (ίσως κατά την 3η χιλιετία π.Χ.).

Προτεινόμενες μακροοικογένειες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βασιζόμενοι στις ομοιότητές τους με άλλες γλώσσες της Ευρασίας, μερικοί γλωσσολόγοι προτείνουν ότι οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες είναι μέρος μιας υποθετικής νοστρατικής γλώσσας που περιλαμβάνει τις νότιες καυκασιανές γλώσσες (ή καρτβελιανές), τις ουραλικές γλώσσες, τις αλταϊκές γλώσσες, τις δραβιδικές γλώσσες και τις αφροασιατικές γλώσσες. Παρόμοιες είναι η ευρασιατική θεωρία του Τζόζεφ Γρίνμπεργκ και η πρωτοποντική του Τζον Κολαρούσο.

Η ύστερη πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα στο πλαίσιο του πολιτισμού Κουργκάν
κατανομή μέσα 3ης χιλιετίας π.Χ.
κατανομή μέσα 2ης χιλιετίας π.Χ.
κατανομή στα 250 π.Χ.
κατανομή στην εποχή μετά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την Εποχή των Μεταναστεύσεων
πορτοκαλί: χώρες με πλειοψηφία ομιλητών ΙΕ γλωσσών. κίτρινο: χώρες όπου μία ΙΕ γλώσσα είναι επίσημη

Δείτε επίσης: Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα, Ιστορική γλωσσολογία, Γλωσσοχρονολογία.

Η πιθανότητα κοινής καταγωγής κάποιων από αυτές τις γλώσσες προτάθηκε για πρώτη φορά από τον Μάρκους Τσίριους φαν Μπόξχορν το 1647, που θεωρούσε ότι εξελίχτηκαν από τη σκυθική, μια ιρανική γλώσσα. Η θεωρία του φαν Μπόξχορν δεν έγινε ευρύτερα γνωστή και δεν είχε συνέχεια. Η υπόθεση της κοινής καταγωγής προτάθηκε και πάλι από τον Γουίλιαμ Τζόουνς (William Jones) που επισήμανε το 1796 τις ομοιότητες ανάμεσα στις τέσσερις από τις παλιότερες γλώσσες που ήταν γνωστές στην εποχή του, τη λατινική, την ελληνική, τη σανσκριτική και την περσική γλώσσα. Τον 19ο αιώνα άρχισε η συστηματική σύγκριση αυτών και άλλων αρχαίων γλωσσών από Γερμανούς γλωσσολόγους όπως ο Φραντς Μποπ (Franz Bopp), Rasmus Rask, αδελφοί Grimm, August Schleicher κ.ά. και θεσπίστηκε η ειδικότητα της συγκριτικής γλωσσολογίας, που θεωρείται η αρχή των ινδοευρωπαϊκών σπουδών.

Η κοινή προγονική (αποκατεστημένη) γλώσσα ονομάζεται πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (ΠΙΕ). Μαζί με τις γλώσσες μελετήθηκαν συγκριτικά και οι μυθολογίες των αντίστοιχων λαών, όπου επίσης εντοπίστηκαν κοινά στοιχεία, κυρίως η πίστη σε έναν "θεό-πατέρα-ουρανό", αντίστοιχο του ελληνικού Δία και του ρωμαϊκού Jupiter. Από πολλούς επιστήμονες προτάθηκε ότι υπήρχε ένας αρχικός ινδο-ευρωπαϊκός λαός ή πολιτισμός.[2] Υπάρχει διαφωνία για την αρχική γεωγραφική θέση (η αποκαλούμενη "Urheimat" ή "κοιτίδα") που εντοπίζεται. Υπάρχουν σήμερα κυρίως δύο προτάσεις:

  1. οι στέπες βόρεια του Εύξεινου Πόντου και της Κασπίας (βλ. Υπόθεση Κουργκάν)
  2. η Ανατολία (βλ. Κόλιν Ρένφριου)

Οι υποστηρικτές της υπόθεσης Κουργκάν τείνουν να χρονολογούν την πρωτογλώσσα περίπου στο 4.000 π.Χ., ενώ οι υποστηρικτές της καταγωγής από την Ανατολία συνήθως τη χρονολογούν αρκετές χιλιετίες νωρίτερα, συνδέοντας τη διάδοση των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών με τη νεολιθική διάδοση της γεωργίας (βλ. Ινδοχεττιτική), τέλος οι υποστηρικτές τής παλαιολιθικής συνέχειας την χρονολογούν ακόμα παλαιότερα κάπου στην ανώτερη παλαιολιθική. Και για τις δύο υποθέσεις υπάρχουν αντιρρήσεις, και δεδομένα τα οποία αυτές δεν εξηγούν.

Έχει επισημανθεί η προβληματική σχέση μεταξύ της γλωσσικής συγγένειας, των πολιτισμών και των φαινοτυπικών δεικτών, ειδικά μετά τη θεωρία των Αρίων επί Ναζιστικής Γερμανίας. Ειδικοί διαπιστώνουν την αναγκαστική ιστορική και ιδεολογική επιρροή σε κάθε προσπάθεια να διερευνηθεί η έννοια του "ινδο-ευρωπαϊκού". Για τα κυρίαρχα μοντέλα έχει γίνει η κριτική ότι δεν στηρίζονται τόσο πολύ σε γεγονότα, αλλά μάλλον στην κυκλική λογική και κατευθυνόμενες (biased) ερμηνείες.[3]

Η Υπόθεση Κουργκάν προτάθηκε αρχικά από τη Μαρίγια Γκιμπούτας στη δεκαετία του 1950. Σύμφωνα με την Υπόθεση Κουργκάν, η πρώιμη ΠΙΕ ομιλούνταν από τον ομώνυμο χαλκολιθικό πολιτισμό της στέπας της 5ης χιλιετίας π.Χ., ανάμεσα στον Εύξεινο Πόντο και τον Βόλγα.

Ανταγωνιστικές υποθέσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κόλιν Ρένφριου το 1987 υποστήριξε ότι η διάδοση της ινδοευρωπαϊκής βασίστηκε στη διάδοση της γεωργίας. Μια τρίτη υπόθεση, η θεωρία της παλαιολιθικής συνέχειας, υποστηρίζει ότι οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες έχουν συνεχή παρουσία στην Ευρώπη από την παλαιολιθική εποχή.

Δένδρο ινδο-ευρωπαϊκών γλωσσών ανά οικογένειες (449)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων του Εθνολόγου στην Ινδοευρωπαϊκή οικογένεια ανήκουν οι παρακάτω γλώσσες:

Γκεγκ (Gheg) (1)

Τοσκ (Tosk) (3)

  • Αλβανική, Τοσκική [als] (Αλβανία)
  • Αλβανική, Αρμπερέσε (Arbëreshë) [aae] (Ιταλία)
  • Αλβανική, Αρβανίτικα [aat] (Ελλάδα)

Αρμενική [hye] (Αρμενία)

Ανατολική (2)

  • Λεττονική [lav] (Λεττονία)
  • Λιθουανική [lit] (Λιθουανία)

Δυτική (1)

  • Πρωσική [prg] (Πολωνία)

Νησιωτικές (7)

  • Βρυθωνική (Brythonic) (3)
    • Βρετονική [bre] (Γαλλία)
    • Κορνουαλική [cor] (Ηνωμένο Βασίλειο)
    • Ουαλική [cym] (Ηνωμένο Βασίλειο)
  • Γαελική (4)
    • Γαελική, Σκωτική [ghc] (Ηνωμένο Βασίλειο)
    • Γαελική, Σκωτική [gla] (Ηνωμένο Βασίλειο)
    • Ιρλανδική [gle] (Ιρλανδία)
    • Μανξ (Manx) [glv] (Ηνωμένο Βασίλειο)

Ανατολικές γερμανικές

Βορειογερμανικές (11)

  • Ανατολική Σκανδιναβική (6)
    • Δανική-Σουηδική (6)
      • Δανική Μποκμάλ (Bokmal) (1)
      • Δανική Ριξμάλ (Riksmal) (2)
      • Σουηδική (3)
  • Δυτική Σκανδιναβική (5)
    • Φεροϊκή (Faroese) [fao] (Δανία)
    • Ισλανδική [isl] (Ισλανδία)
    • Γιάμτσκα (Jamtska) [jmk] (Σουηδία)
    • Νορβηγική, Nynorsk [nno] (Νορβηγία)
    • Νορν (Norn) [nrn] (United Kingdom)

Δυτικές γερμανικές (41)

  • Αγγλική (3)
    • Αγγλική [eng] (Ηνωμένο Βασίλειο)
    • Σκωτική [sco] (Ηνωμένο Βασίλειο)
    • Γίνγκλις [yib] (Η.Π.Α.)
  • Φρισική (3)
    • Φρισική, Δυτική [fri] (Κάτω χώρες)
    • Φρισική, Βόρεια [frr] (Γερμανία)
    • Σατερφρίζις, (Saterfriesisch) [stq] (Γερμανία)
  • Έσω Γερμανική (20)
    • Γερμανική (18)
      • Φράνκις (Frankish) [frk] (Γερμανία)
      • Κεντρική Γερμανική (9)
      • Άνω Γερμανική (8)
    • Γερμανοεβραϊκή (Γίντις) (Yiddish) (2)
      • Γερμανοεβραϊκή, Ανατολική [ydd] (Ισραήλ)
      • Γερμανοεβραϊκή, Δυτική [yih] (Γερμανία)
  • Κάτω Σαξονική – Κάτω Φρανκονική (15)
    • Ανατολική Φρισική [frs] (Γερμανία)
    • Κάτω Φρανκονική (4)
      • Αφρικάανς Afrikaans [afr] (Νότιος Αφρική)
      • Ολλανδική [nld] (Κάτω Χώρες)
      • Φλαμανδική (Vlaams) [vls] (Βέλγιο)
      • Ζίους Zeeuws [zea] (Κάτω Χώρες )
    • Κάτω Σαξονική (10)
      • Άχτερχεκς (Achterhoeks) [act] (Κάτω Χώρες)
      • Ντρεντς (Drents) [drt] (Κάτω Χώρες)
      • Γκρόνινγκς (Gronings) [gos] (Κάτω Χώρες )
      • Κάτω Σαξονική (Saxon, Low) [nds] (Γερμανία)
      • Πλαουτντίετς (Plautdietsch) [pdt] (Καναδάς)
      • Σαλλανδική Sallands [sdz] (Κάτω Χώρες)
      • Στέλλινγκβερφς (Stellingwerfs) [stl] (Κάτω Χώρες)
      • Τβεντς (Twents) [twd] (Κάτω Χώρες)
      • Βέλουβς (Veluws) [vel] (Κάτω Χώρες)
      • Βεστφαλική [wep] (Γερμανία)

Ελληνικές διάλεκτοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Γ. Γιαννάκης, Οι Ινδοευρωπαίοι: Γλώσσα και Πολιτισμός, εκδ. Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη, 2015
  • Beekes, R. S. P., Εισαγωγή στη συγκριτική ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία, μετ. Γ. Παπαναστασίου & Σ. Τσολακίδης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), Θεσσαλονίκη 2004.
  • Γιαννάκης, Γεώργιος Κ., Οι Ινδοευρωπαίοι. Μέρας Α: Γλώσσα και Πολιτισμός, Ινστιτούτο του Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2005.
  • Jolkesky, M. Uralisches Substrat im Deutsch – oder gibt es eigentlich die indo-uralische Sprachfamilie? UFSC 2004. Αρχειοθετήθηκε 2011-08-06 στο Wayback Machine.
  • Mallory, J. P., Οι Ινδοευρωπαίοι. Γλώσσα, Αρχαιολογία και Μύθος, μετ. Ελ. Αστερίου, Δελφίνι, Αθήνα 1995.
  • Meier-Brügger, Michael, Indo-European Linguistics. With contributions by Matthias Fritz and Manfred Mayrhofer. Berlin/New York: de Gruyter, 2003. 386 pages. ISBN 3-11-017433-2.