Μαρίγια Γκιμπούτας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μαρίγια Γκιμπούτας
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Marija Gimbutienė (Λιθουανικά)
Γέννηση23  Ιανουαρίου 1921[1][2][3]
Βίλνιους[4][5][6]
Θάνατος2  Φεβρουαρίου 1994[1][2][3]
Λος Άντζελες[7]
Τόπος ταφήςPetrašiūnai Cemetery
Χώρα πολιτογράφησηςΛιθουανία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΛιθουανικά[8]
Αγγλικά[9]
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο Βυτάουτας Μάγκνους
Πανεπιστήμιο του Βίλνιους
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταανθρωπολόγος
αρχαιολόγος
προϊστορικός
καθηγήτρια πανεπιστημίου
ΕργοδότηςΠανεπιστήμιο Βυτάουτας Μάγκνους
Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ
Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Λος Άντζελες[10]
Περίοδος ακμής1949
Οικογένεια
ΣύζυγοςJurgis Gimbutas
ΓονείςDanielius Alseika και Veronika Alseikienė
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμακαθηγητής πανεπιστημίου
Βραβεύσειςβραβείο βιβλίου Άνισφιλντ-Γουλφ (1993)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Μαρίγια Γκιμπούτας (Birutė Marija Alseikaitė-Gimbutienė, Βίλνιους, Λιθουανία, 23 Ιανουαρίου 1921 - Λος Άντζελες, 2 Φεβρουαρίου 1994) ήταν Λιθουανή αρχαιολόγος, εξέχουσα μορφή της αρχαιολογίας, κυρίως για την έρευνά της τόσο στους νεολιθικούς πολιτισμούς όσο και εκείνους της εποχής του Χαλκού, οι οποίοι κατά την άποψή της συνέθεταν τον "αρχαίο ευρωπαϊκό πολιτισμό", όρο που η ίδια εισήγαγε σε έργα της που δημοσεύθηκαν μεταξύ του 1946 και του 1971 και άνοιξαν νέους δρόμους στην αρχαιολογία συνδυάζοντας τον παραδοσιακό τρόπο έρευνας με τη γλωσσολογία και τη μυθολογία.

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μαρίγια Γκιμπούτας δίπλα στον λίθο (Kerbstone) 52, στην Ιρλανδία, Σεπτέμβριος 1989.

Καθηγήτρια της Αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο του Λος Άντζελες της Καλιφόρνιας από το 1963 έως το 1989, ερεύνησε και δημοσίευσε ένα σημαντικό αριθμό αρχαιολογικών ευρημάτων, ενώ παράλληλα έσκαψε βαθύτερα από οποιονδήποτε άλλο στην προσπάθειά της να ανασύρει στην επιφάνεια σημαντικό αριθμό αντικειμένων τέχνης και καθημερινής ζωής των νεολιθικών πολιτισμών της Ευρώπης.

Η Μαρίγια Γκιμπούτας κέρδισε παγκόσμια φήμη ως ειδική της Ινδοευρωπαϊκής Εποχής του Χαλκού και της λαϊκής τέχνης της Λιθουανίας και της προϊστορίας της Βαλτικής και των Σλάβων, έτσι όπως τη συνόψισε στο Πολιτισμοί της εποχής του Χαλκού της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (1965). Μεγάλη αναταραχή προκάλεσε με τα τρία τελευταία της βιβλία: Οι Θεές και οι Θεοί της αρχαίας Ευρώπης (1974), Η Γλώσσα της Θεάς (1989) και το τελευταίο της βιβλίο Ο Πολιτισμός της Θεάς (1991), στο οποίο παρουσίασε μια επισκόπηση των θεωριών της για τους νεολιθικούς πολιτισμούς της Ευρώπης: αρχιτεκτονικά πρότυπα, κοινωνική δομή, τέχνη, θρησκεία, και ερμηνεία γραπτών πηγών. Έδωσε έμφαση στην άποψη ότι υπήρξε σημαντική διαφορά ανάμεσα στο αρχαίο μητριαρχικό σύστημα -εστιασμένο στη λατρεία της Μητέρας Θεάς- και τα πατριαρχικά πολιτισμικά στοιχεία της Ινδοευρωπαϊκής κουλτούρας, τα οποία διαμόρφωσαν τις κλασικές ευρωπαϊκές κοινωνίες.

Στο έργο της η Γκιμπούτας επανερμήνευσε της ευρωπαϊκή προϊστορία στο φως στην γλωσσολογικής έρευνας, της εθνολογίας, και της ιστορίας των θρησκειών και προκάλεσε τις παραδοσιακές απόψεις για τις απαρχές του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Ο Τζόζεφ Κάμπελ και ο Άσλεϊ Μόνταγκιου, ο καθένας με τον τρόπο του, εξέφρασαν τις απόψεις τους για τη θεωρία της Γκιμπουτάς σε ό,τι αφορά στη Στήλη της Ροζέττας και την αποκρυπτογράφηση των αιγυπτιακών ιερογλυφικών[11][12].

Η Τζόαν Μάρλερ έγραψε επί του θέματος, «... έγινε φανερό στην Μαρίγια ότι κάθε όψη της ζωής των αρχαίων Ευρωπαίων εξέφραζε ένα είδος θρησκευτικού συμβολισμού. Αφιερώθηκε, λοιπόν, σε μια εξαντλητική μελέτη των νεολιθικών εικόνων και συμβόλων για να αποκαλύψει την κοινωνική και μυθολογική τους σημασία. Για να το επιτύχει αυτό, ήταν απαραίτητο να διευρύνει τους ορίζοντες της περιγραφικής αρχαιολογίας περιλαμβάνοντας την γλωσσολογία, τη μυθολογία, τη συγκριτική θρησκειολογία και τη μελέτη των ιστορικών αρχείων. Αποκάλεσε τούτη τη διεπιστημονική προσέγγιση αρχαιομυθολογία[13]».

Η Μαρίγια Γκιμπούτας έφθασε στις Η.Π.Α. ως πρόσφυγας από Λιθουανία το 1949 μετά το διδακτορικό της στην αρχαιολογία το 1946 στο πανεπιστήμιο του Τύμπιγκεν[14], αν και ποτέ δεν ξέχασε την λιθουανική κληρονομιά της. Ξεκίνησε αμέσως να μεταφράζει στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ ανατολικοευρωπαϊκά αρχαιολογικά κείμενα, και έγινε λέκτωρ στο τμήμα της Ανθρωπολογίας. Το 1955 έγινε μέλος του Μουσείου Πήμποντυ στο Χάρβαρντ.

Το 1956 η Γκιμπούτας εισήγαγε την Υπόθεση Κούργκαν συνδυάζοντας την αρχαιολογία των περίφημων τύμβων (ρωσικά Κούργκαν) με γλωσσολογικά στοιχεία, προκειμένου να επιλύσει το πρόβλημα των πρωτο-ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, υποθέτοντας την ύπαρξη λαών, τους οποίους ονόμασε 'λαούς των Κούργκαν' (κατασκευαστές τύμβων) και προσπάθησε να ανιχνεύσει την πορεία των μεταναστεύσεών τους στην Ευρώπη[15]. Παρόλο που η υπόθεσή της αμφισβητήθηκε, η γεφύρωση που επεχείρησε ανάμεσα στις δύο επιστήμες θεωρείται πρωτοποριακή και είχε σημαντικό αντίκτυπο στην υπόθεση Ινδοευρωπαϊκοί λαοί. Ανάμεσα στα έτη 1967 και 1980 διεξήγαγε σημαντικές συστηματικές ανασκαφές σε πολλούς αρχαιολογικούς τόπους της Νεολιθικής περιόδου στην ΝΑ Ευρώπη.

Οι θεωρίες της Γκιμπούτας έγιναν αποδεκτές από ένα σημαντικό αριθμό συγγραφέων του νεοπαγανιστικού ρεύματος, αλλά υπέστησαν και έντονη κριτική -ιδιαίτερα οι απόψεις της για τα θηλυκά ειδώλια- από τους αρχαιολόγους όπως ο Άντριου Φλέμινγκ (Andrew Fleming)[16], και ο Πήτερ Ούκο (Peter Ucko), ο οποίος θεώρησε ότι τα ειδώλια της γονιμότητας ήταν απλά νεολιθικές κούκλες[17].

Ωστόσο, αντίθετα από τους ενθουσιαστικούς οπαδούς της, η ίδια ποτέ δεν ταύτισε τις ποικίλες και σύνθετες θηλυκές εικόνες της Παλαιολιθικής και Νεολιθικής με μία μοναδική και παγκόσμια Μητέρα-Θεά. Αντίθετα, αναγνώρισε μια ποικιλία εικόνων θηλυκών θεοτήτων: η θεά φίδι, η θεά μέλισσα, η θεά πτηνό, η θεά όρος, η Δέσποινα των Ζώων κ.λπ. Τη σοβαρότερη, όμως αντίσταση συνάντησε στην προσπάθειά της να αποκρυπτογραφήσει τα σύμβολα της Νεολιθικής ως ιδεογράμματα, στο Η Γλώσσα της Θεάς (1989).

Παραπομπές σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 27  Απριλίου 2014.
  2. 2,0 2,1 2,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb12055309m. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. 3,0 3,1 3,2 (Αγγλικά) SNAC. w6sj3h6h. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 11  Δεκεμβρίου 2014.
  5. texts.cdlib.org/view?docId=hb238nb0fs&doc.view=frames&chunk.id=div00025&toc.depth=1&toc.id=.
  6. www.eskimo.com/~recall/bleed/0121.htm.
  7. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 31  Δεκεμβρίου 2014.
  8. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb12055309m. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  9. CONOR.SI. 35144547.
  10. Ανακτήθηκε στις 3  Ιουλίου 2019.
  11. "Σύμφωνα με τον ανθρωπολόγο Ashley Montagu, η "Μαρίγια Γκιμπούτας μάς έδωσε μια επαληθεύσιμη Στήλη της Ροζέττας μεγάλης αξίας για μελλοντικό έργο στην ερμηνευτική της αρχαιολογίας και της ανθρωπολογίας" [1] Αρχειοθετήθηκε 2004-02-04 στο Wayback Machine.
  12. Peter Steinfels (1990) Idyllic Theory Of Goddesses Creates Storm. NY Times, February 13, 1990
  13. Marler, Joan (2003). «The Myth of Universal Patriarchy: A Critical Response to Cynthia Eller's Myth of Matriarchal Prehistory». Belili Productions. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Οκτωβρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 23 Μαΐου 2016. 
  14. Ware, Susan; Braukman, Stacy Lorraine (2004), Notable American Women: A Biographical Dictionary Completing the Twentieth Century, Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press, σελ. 235, ISBN 0-674-01488-X 
  15. Gimbutas, Marija (Spring–Summer 1985), «Primary and Secondary Homeland of the Indo-Europeans: comments on Gamkrelidze-Ivanov articles», Journal of Indo-European Studies 13 (1&2): 185–201 
  16. A. Fleming (1969), "The Myth of the Mother Goddess" Αρχειοθετήθηκε 2016-05-31 στο Wayback Machine., World Archaeology 1(2), 247-261.
  17. P. Ucko, Anthropomorphic figurines of predynastic Egypt and neolithic Crete with comparative material from the prehistoric Near East and mainland Greece (London, A. Szmidla, 1968). See also Charlotte Allen, "The Scholars and the Goddess: Historically speaking, the 'ancient' rituals of the Goddess movement are almost certainly bunk", The Atlantic Monthly, January 1, 2001.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]