Χάλστατ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 47°33′21″N 13°38′48″E / 47.55583°N 13.64667°E / 47.55583; 13.64667

Χάλστατ

Έμβλημα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Χάλστατ
47°33′21″N 13°38′48″E
ΧώραΑυστρία[1]
Διοικητική υπαγωγήGmunden District
 • Μέλος του/τηςΚλιματική Συμμαχία[2]
Έκταση59,8 km² και 59,83 km²[3]
Υψόμετρο511 μέτρα
Πληθυσμός778 (1  Ιανουαρίου 2018)[4]
Ταχ. κωδ.4830
Τηλ. κωδ.06134
Ζώνη ώραςUTC+01:00 (επίσημη ώρα)
UTC+02:00 (θερινή ώρα)
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Χάλστατ (γερμανικά: Hallstatt) είναι χωριό στην περιοχή Salzkammergut στο αυστριακό κρατίδιο της Άνω Αυστρίας και είναι χτισμένο σε απότομη όχθη της ομώνυμης λίμνης (Hallstättersee). Στο χώρο αυτό αναπτύχθηκε στην πρώιμη εποχή του σιδήρου ο «πολιτισμός του Χάλστατ». Το Χάλστατ μαζί με τα αξιοθέατα του Νταχστάιν συνθέτουν το πολιτιστικό τοπίο Χάλστατ-Νταχτστάιν του Σαλτσκάμεργκουτ, το οποίο αποτελεί μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Το Χάλστατ είναι δημοφιλής τουριστικός προορισμός λόγω της μοναδικότητας του τοπίου του, που συνδυάζει την ιστορική αρχιτεκτονική του γραφικού οικισμού, τη λίμνη και τα ψηλά βουνά που την περιβάλλουν καθώς και τα πλούσια προϊστορικά, ιστορικά, αρχαιολογικά και πολιτιστικά αξιοθέατα της περιοχής και της δυνατότητας για χειμερινά σπορ. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 το Χάλστατ είχε 946 κατοίκους.

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η θέση του Χάλστατ στο χάρτη της Αυστρίας

Το Χάλστατ βρίσκεται στο εσωτερικό Salzkammergut στην ομώνυμη λίμνη σε υψόμετρο 508 μέτρων. Στην στενή λωρίδα της όχθης ανάμεσα στα απότομα βουνά ξεπροβάλλουν τα πυκνοχτισμένα σπίτια με τμήματά τους ακόμα να είναι χτισμένα πάνω στη λίμνη. Ένας κύριος δρόμος διασχίζει το χωριό και τη μικρή πλατεία της αγοράς. Η έκτασή του είναι 9,1 χμ από Βορρά προς Νότο και 13,2 από Δυτικά προς Ανατολικά. Η συνολική επιφάνειά του είναι 59,8 τετραγωνικά χιλιόμετρα και 34,8 αυτής καλύπτεται από δάσος. Τμήματα της κοινότητας είναι τα εξής: Gosauzwang, Lahn, Salzberg, Hallstatt.

Τοπωνύμιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αντίθετα με τη δημοφιλή άποψη, «Χάλ» (Hall) πιθανόν δεν είναι το παλιό Κελτικό όνομα για το «αλάτι» (το οποίο ήταν “*saleinom”) επειδή ο αρχικός φθόγγος h- αντί του ιστορικού s- είναι χαρακτηριστικό των Βρυθονικές γλώσσες αλλά όχι των ηπειρωτικών κελτικών. Το όνομα μάλλον προέρχεται από τα παλαιά γερμανικά (“hallan”, φλοιός από αλάτι) (Stifter 2005) ερμηνεία που επιβεβαιώνεται από την ύπαρξη των αλατωρυχείων κοντά στο χωριό.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαία εργαλεία εξόρυξης αλατιού. Από το μουσείο του Χάλστατ

Ως το τέλος του 19ου αιώνα το Χάλστατ ήταν προσβάσιμο μόνο με πλοίο από την αντίπερα όχθη της λίμνης Χάλστατ όπως συμβαίνει και σήμερα αν μεταφορικό μέσο είναι το τρένο. Το ίδιο το χωριό καλύπτει κάθε ελεύθερο χώρο γης μεταξύ του βουνού και της λίμνης. Τα παρόχθια σπίτια επικοινωνούσαν μεταξύ τους μόνο με βάρκες ή μέσω του «πάνω δρόμου» ενός στενού διαδρόμου που περνούσε μέσα από τις σοφίτες. Ο πρώτος δρόμος προς το Χάλστατ διανοίχτηκε το 1890 εν μέρει με τη χρήση εκρηκτικών. Παρότι ο τόπος ήταν απομονωμένος και αφιλόξενος, σ’ αυτόν έχουν εντοπιστεί ορισμένα από τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης κατοίκησης λόγω των πλούσιων ποσοτήτων φυσικού αλατιού που εξορύσσονται για χιλιάδες χρόνια, αρχικά στο σχήμα καρδιών (καρδιές του Χάλστατ). Το αλάτι ήταν πολύτιμος πόρος και έτσι η περιοχή ήταν ιστορικά πολύ πλούσια. Το πρώτο αλατωρυχείο του κόσμου είναι προσβάσιμο στο κοινό, σε τοποθεσία πάνω από το κέντρο του Χάλστατ. Ορισμένα από τα αρχαιότερα ευρήματα, όπως λίθινα εργαλεία, χρονολογούνται γύρω στο 5000 π.Χ. Το αλάτι διατήρησε πολλά αγαθά σε άριστη κατάσταση όπως ξύλο, δέρμα, υφάσματα, παπούτσια και κοσμήματα.[5]

Ο αρχαιολόγος Γιόχαν Γκέοργκ Ράμζαουερ (1795-1874) ανακάλυψε ένα μεγάλο προιστορικό κοιμητήριο στα ορυχεία του Ζάλζμπεργκ κοντά στο Χάλστατ (1846), οι ανασκαφές ολοκληρώθηκαν το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Οι ανασκαφές έφεραν στην επιφάνεια 1.500 τάφους χωρίς οικισμό, πιθανότατα καλύφτηκε από το σημερινό χωριό. Οι 1300 τάφοι περιείχαν 2000 ανθρώπους που ήταν γυναίκες ή παιδιά ή βρέφη.[6] Επίσης ένα από τα πρώτα σιδηρουργεία ανασκάφηκε εκεί. Το εμπόριο και ο συνακόλουθος πλούτος επέτρεψαν την ανάπτυξη ενός εξελιγμένου πολιτισμού ο οποίος λόγω της θέσης των ευρημάτων ονομάστηκε Πολιτισμός Χάλστατ. Λόγω των εξαιρετικών ευρημάτων από τα ταφικά μνημεία η πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (800-400 π.Χ.) αποκαλείται Περίοδος του Χάλστατ. Εκείνη την περίοδο οι Ιλλυριοί έφθασαν στην Ευρώπη αλλά το 400 π.Χ. οι Κέλτες εισέβαλαν στους οικισμούς τους εκτός από τις απροσπέλαστες ορεινές περιοχές, όπου διατήρησαν τη θέση τους. Το βασίλειο του Νόρικουμ ήταν το πρώτο κράτος που ιδρύθηκε από τους Κέλτες στη θέση της σημερινής Αυστρίας. Το 303 π.Χ. κατολίσθηση κατέστρεψε τον οικισμό και τερμάτισε προσωρινά την εξορυκτική δραστηριότητα στη λεγόμενη «ανατολική ομάδα». Το Νόρικουμ έγινε Ρωμαϊκή επαρχία στα χρόνια γύρω από τη γέννηση του Χριστού και τα αλατωρυχεία συνέχισαν να λειτουργούν καθ΄ όλη τη Ρωμαϊκή περίοδο.

Φάσεις του Πολιτισμού Χάλστατ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πλατεία του Χάλστατ

Τα ευρήματα από τον Πολιτισμό του Χάλστατ επεκτείνονται σε μια μεγάλη περίοδο (1200 π.Χ.-500 π.Χ.) και διανέμονται σε 4 περιόδους:

  • Χάλστατ Α΄ (1200 π.Χ.-1000 π.Χ.)
  • Χάλστατ Β΄ (1000 π.Χ.-800 π.Χ.)
  • Χάλστατ Γ΄ (800 π.Χ.-650 π.Χ.)
  • Χάλστατ Δ΄ (650 π.Χ.-475 π.Χ.)

Οι Πολιτισμοί Χάλστατ Α΄ και Β΄ ήταν η επέκταση του πανευρωπαικού Πολιτισμού των Τεφροδόχων, ο Πολιτισμός της Βιλανόβα στην κεντρική Ιταλία είχε έντονη επίδραση στον Χάλστατ Α΄. Την ίδια περίοδο η βασική μορφή Ταφής ήταν η Καύση των νεκρών σε ατομικούς τάφους. Στην φάση Χάλστατ Β΄ συνεχίστηκε η καύση των νεκρών αλλά οι τάφοι έγιναν ομαδικοί. Τα ελάχιστα ευρήματα που βρέθηκαν εκείνη την εποχή στα Κέλτικα στοιχεία ελάχιστα διαφέρουν από τα αντίστοιχα των Βιλανόβα. Οι τελευταίοι περίοδοι (Χάλστατ Γ΄ και Χάλστατ Δ΄) (8ος αιώνας π.Χ.-5ος αιώνας π.Χ.) αντιστοιχούν στην πρώιμη Ευρωπαική Εποχή του Σιδήρου, τοποθετείται σε όλη την ευρύτερη Ευρωπαϊκή περιοχή που βρέθηκαν τα ευρήματα.[7] Τον Πολιτισμό Χάλστατ Δ΄ διαδέχθηκε ο Πολιτισμός Λα Τεν. Στην Περίοδο Χάλστατ Γ΄ εμφανίστηκαν τα πρώτα σπαθιά από σίδηρο ανάμεσα στα υπόλοιπα από μπρούτζο. Την περίοδο αυτή συνυπήρχαν στους τάφους τόσο η Καύση των νεκρών όσο και η απλή Ταφή. Η Περίοδος Χάλστατ Γ΄ χαρακτηρίζεται από την πρώτη εμφάνιση σιδερένιων σπαθιών μαζί με τα μπρούτζινα. Στην τελευταία περίοδο γνωστή ως Χάλστατ Δ΄ (600 π.Χ. - 500 π.Χ.) στην δυτική ζώνη του πολιτισμού τα στιλέτα αντικατέστησαν τα σπαθιά.[8] Οι διαφορές ωστόσο ανάμεσα στα κοσμήματα και την κεραμική είναι ορατές. Στην περίοδο Χάλστατ Δ΄ καταργείται η Αποτέφρωση και κυριαρχεί η κανονική ταφή, υποδιαιρείται στις Περιόδους Χάλστατ Δ1 και Δ3 που σχετίζονται με την δυτική ζώνη, ιδιαίτερα στην μορφή των κοσμημάτων.[9] Οι περισσότερες δραστηριότητες του Πολιτισμού Χάλστατ φαίνεται ότι τερματίστηκαν για ασαφείς λόγους (500 π.Χ.). Ακολούθησαν μεγάλες διαταραχές στην δυτική ζώνη όπου η διασπορά του αλατιού είχε προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό, τον αντικατέστησε ο καθαρά Γαλατικός Πολιτισμός Λα Τεν. Τα ευρήματα των ανασκαφών βρίσκονται σε Γερμανικά και Αυστριακά μουσεία, την μεγαλύτερη συλλογή κατέχει το "Μουσείο του Χάλστατ".[10]

Νεότερα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 300 μ.Χ. διαδίδεται σταδιακά ο χριστιανισμός ενώ τον 6ο αιώνα η περιοχή πέφτει στα χέρια των Βαυαρών. Το 1000 μ.Χ. η εξόρυξη αποκτά τη σημασία που είχε στα προϊστορικά και ρωμαϊκά χρόνια. Το 1284 ο δούκας Albrecht I των Αψβούργων κατασκευάζει πύργο στην περιοχή ο οποίος αποδεικνύει την αξία του στη διάρκεια του «πολέμου του αλατιού» μεταξύ του Albrecht και του αρχιεπισκόπου Konrad IV του Σάλτσμπουργκ. Το 1311 το Χάλστατ αποκτά τα δικαιώματα της πόλης-αγοράς. Το 1494 ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός Ι παραχωρεί προνόμια και επισκέπτεται προσωπικά την περιοχή. Το 1595 κατασκευάζεται ο παλιότερος αγωγός του κόσμου μήκους 40 χιλιομέτρων. Το 1734 ανακαλύπτεται το πλήρως διατηρημένο σώμα ενός αλατωρύχου που χρονολογείται στο 300 π.Χ. και ονομάστηκε «ο άνθρωπος του αλατιού». Το 1750 πυρκαγιά κατέκαψε το χωριό αλλά και τα διοικητικά κτήρια των αλατωρυχείων. Το 1846 εργάτες ανακαλύπτουν αρχαία οστά και ο Γιόχαν Γκέοργκ Ραμσάουερ, διευθυντής των ορυχείων, αναγνωρίζει τη σημασία των ευρημάτων και ξεκινά ανασκαφές, φέρνοντας στο φως τα διάσημα ταφικά μνημεία του Χάλστατ. Το 1997 η UNESCO αναγράφει την περιοχή «Χάλστατ-Νταχστάιν/Σαλτσκάμεργκουτ» στον κατάλογο των μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • David Stifter: Hallstatt – In eisenzeitlicher Tradition?, in: Interpretierte Eisenzeiten. Fallstudien, Methoden, Theorie. Tagungsbeiträge der 1. Linzer Gespräche zur interpretativen Eisenzeitarchäologie. Hrsg. Raimund KARL, Jutta LESKOVAR (= Studien zur Kulturgeschichte von Oberösterreich 18), Linz: Oberösterreichisches Landesmuseum 2005, 229-240.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. 15947. Ανακτήθηκε στις 6  Αυγούστου 2018.
  2. www.klimabuendnis.org/nc/kommunen/das-netzwerk.html. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6  Αυγούστου 2018.
  3. 3,0 3,1 «Dauersiedlungsraum der Gemeinden Politischen Bezirke und Bundesländer - Gebietsstand 1.1.2018». Statistics Austria. Ανακτήθηκε στις 10  Μαρτίου 2019.
  4. «Einwohnerzahl 1.1.2018 nach Gemeinden mit Status, Gebietsstand 1.1.2018». Statistics Austria. Ανακτήθηκε στις 9  Μαρτίου 2019.
  5. McIntosh, Jane. (2009). Handbook to life in prehistoric Europe. Oxford: Oxford University Press
  6. Megaw, M. Ruth. (2001). Celtic art: from its beginnings to the Book of Kells. Megaw, J. V. S. (Rev. and expanded ed.). New York: Thames & Hudson
  7. Celtic culture: a historical encyclopedia. Koch, John T. Santa Barbara, Calif.: ABC-CLIO. 2006
  8. Megaw, M. Ruth. (2001). Celtic art: from its beginnings to the Book of Kells. Megaw, J. V. S. (Rev. and expanded ed.). New York: Thames & Hudson
  9. Megaw, M. Ruth. (2001). Celtic art: from its beginnings to the Book of Kells. Megaw, J. V. S. (Rev. and expanded ed.). New York: Thames & Hudson
  10. Megaw, M. Ruth. (2001). Celtic art: from its beginnings to the Book of Kells. Megaw, J. V. S. (Rev. and expanded ed.). New York: Thames & Hudson

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]