Τοκογλυφία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Τοκογλυφία ονομάζεται η πράξη δανεισμού χρημάτων με τόκο μεγαλύτερο από αυτόν που η εκάστοτε νομοθεσία θεωρεί θεμιτό. Είναι έγκλημα που διαπράττει αυτός που λαμβάνει δυσανάλογα ωφελήματα για την παροχή που έκανε. Τιμωρείται από το νόμο με φυλάκιση και χρηματική ποινή (άρθρο 404 Ποινικού Κώδικα). Τοκογλύφος είναι αυτός που ασκεί την τοκογλυφία.[1]

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λέξη εμφανίστηκε ιστορικά το 1833. Προήλθε από τη λέξη «τοκογλύφος» η οποία στην αρχαιότητα αναφερόταν στη συνήθεια των τοκογλύφων να χαράσσουν με τη γλυφίδα πάνω σε ξύλινο τραπέζι τους τόκους των πελατών τους.[2]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον 7ο π.Χ. αιώνα, στην Αθήνα, η νομοθέτηση της σεισάχθειας από τον Σόλωνα είχε στόχο την απαλλαγή των υπερχρεωμένων νοικοκυριών από τα τοκογλυφικά χρέη. Κάτι ανάλογο έκανε και ο Ιούλιος Καίσαρ στη Ρώμη τον 1ο π.Χ. αιώνα.

Παρά τους απαγορευτικούς κανόνες, η τοκογλυφία γιγαντώθηκε στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ακόμα και μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού χιλιάδες δανειολήπτες, κυρίως αγρότες, σύρονταν στη δουλοπαροικία, επειδή αδυνατούσαν να εξοφλήσουν τα χρέη τους. Χρειάστηκε να παρέμβει η Α' Οικουμενική Σύνοδος, που πραγματοποιήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325, για να διακόψει την πρακτική της χορήγησης δανείων με δυσβάστακτα επιτόκια (Κανόνας ΙΖ΄).

Ο τόκος κατά τον Μεσαίωνα θεωρούνταν από τη Χριστιανική Εκκλησία ως κάτι γενικά ανήθικο, ανεπίτρεπτο, αμαρτωλό. Ο εβραϊκός νόμος επίσης απαγόρευε τη χορήγηση δανείων με τόκο. Όμως με την πάροδο του χρόνου η απαγόρευση αυτή θεωρήθηκε ότι αφορούσε τους ομοεθνείς και ότι δεν απέκλειε τα δάνεια με τόκο προς χριστιανούς. Με το πέρασμα του χρόνου οι πεποιθήσεις αυτές ατόνησαν.

Σήμερα ο έντοκος δανεισμός, ακόμα και η τοκογλυφία, αποτελούν πρακτικές περισσότερο ή λιγότερο συνήθεις στον χριστιανικό και τον ιουδαϊκό κόσμο. Αντίθετα, στα ισλαμικά κράτη η τοκοφορία αντίκειται στους νόμους και στη θρησκεία. Οι τράπεζες λειτουργούν με ειδικό καθεστώς.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Άρθρο 314 Τοκογλυφία». www.dsa.gr. 17 Φεβρουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 29 Οκτωβρίου 2017. 
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ.