Ενετοκρατία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Ενετοκρατία είναι η κυριαρχία της Βενετίας στην Ελλάδα, που ξεκίνησε το 1204 στην Αυτοκρατορία της Ρωμανίας ως μέρος της Φραγκοκρατίας και στη συνέχεια διατηρήθηκε παράλληλα με την Τουρκοκρατία ως το τέλος της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας το 1797.

Η Ελλάδα το 1388. Διακρίνονται οι κτήσεις της Βενετίας.

Από την 4η Σταυροφορία (1204) ως την οθωμανική επικράτηση (1461)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Λατινοκρατία

Οι ενετικές κτήσεις το διάστημα 1462-1540[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έπειτα από την πτώση του δουκάτου της Αθήνας στους Οθωμανούς το 1456, και του Μυστρά το 1560, οι Ενετοί είχαν την Κορώνη, τη Μεθώνη και το Ναβαρίνο (την Πύλο), τα κάστρα της Ναυπλίας, του Άργους και την Αίγινα, τη Ναύπακτο, την Εύβοια και τον Πτελεό (στη Μαγνησία). Στους Λατίνους ανήκαν η Μονεμβασία (στον πάπα) και η παλατινή κομητεία της Κεφαλληνίας με τη Βόνιτσα (στην οικογένεια Τόκκο).

Η ενετική εκστρατεία των ετών 1463-1479: χάνεται το Άργος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βέβαιοι πως οι Οθωμανοί θα τους επετίθεντο, οι Ενετοί προετοίμασαν τα οχυρά τους στην ανάπαυλα που είχαν με τον σουλτάνο, όταν αυτός βρισκόταν στην εκστρατεία εναντίον της Τραπεζούντας (έπεσε το 1461) και της Λέσβου (καταλήφθηκε το 1462). Τότε επισκευάστηκαν τα τείχη της Κορώνης. Το 1462 η Σύγκλητος της Βενετίας αποφάσισε να μεταφέρει ο Βιτόρε Καπέλο την πολύτιμη κάρα του Αγ. Γεωργίου από την Αίγινα στη Βενετία, στον Άγ. Γεώργιο Ματζόρε και αποζημίωσε τους Αιγινήτες με 100 δουκάτα για τον καθένα, που δόθηκαν για να οχυρωθεί το νησί. Οι εχθροπραξίες άρχισαν, όταν ένας σκλάβος του διοικητή της Αθήνας βρήκε άσυλο στη Μεθώνη. Τότε οθωμανικά στίφη λεηλάτησαν τα περίχωρα της Μεθώνης και της Ναυπάκτου, ενώ ο Ισά, διάδοχος του Ζαγανό στη διοίκηση του Μωριά, κατέλαβε το Άργος (Νοέμβριος 1462) μετά από προδοσία. Η Βενετία έστειλε τον Μπερτόλντο ντ'Έστε αρχιστράτηγο του στρατού και τον Λορεντάνο διοικητή του στόλου, ενώ ενίσχυσε τον Σκεντέρμπεη στην Αλβανία, για να ξεσηκώσει τους κατοίκους εκεί. Ο Μπερτόλντο με προκήρυξη κάλεσε τους Έλληνες να ξεσηκωθούν, έτσι εξεγέρθηκαν οι Λάκωνες υπό τον Μιχαήλ Ράλλη, οι Αρκάδες υπό τον Πέτρο Μπούα και οι Μανιάτες. Οι Μονεμβασιώτες ζήτησαν διοικητή και τους εστάλη ένας podestà. Ο ντ'Έστε ελευθέρωσε το Άργος, τη Βοστίτσα (Αίγιο), την Καρύταινα, το Σαναμέρη, το Γεράκι, κ.ά. κάστρα. Αναστηλώθηκε το εξαμίλιον τείχος κατά μήκος του ισθμού μέσα σε 15 ημέρες. Όμως έγινε με βιασύνη: το τείχος ήταν αδύνατο και οι πέτρες χτίστηκαν χωρίς λάσπη. Ο Μπερτόλντο πολιόρκησε την Ακροκόρινθο, αλλά σε μία επίθεση χωρίς κράνος χτυπήθηκε από πέτρα και απεβίωσε. Όταν την ίδια ημέρα έμαθαν οι υπερασπιστές του εξαμιλίου ότι έρχεται ο Μαχμούτ πασάς, το εγκατέλειψαν για τη Ναυπλία. Οι Οθωμανοί κατέστρεψαν το τείχος στον ισθμό και κατέλαβαν το Άργος. Η πόλη κατεδαφίστηκε και οι κάτοικοι εστάλησαν στην Κωνσταντινούπολη. Ο διάδοχος του ντ'Έστε, ο Σιγισμόνδος Μαλατέστα από το Ρίμινι, κατέλαβε τους δύο περιβόλους του Μυστρά, όχι όμως το επάνω κάστρο. Επειδή έπρεπε να γυρίσει στην πατρίδα του για να την υπερασπίσει εναντίον του πάπα, πήρε το οστά του φιλοσόφου Γεωργίου Γεμιστού και τα έθεσε στην εκκλησία του Ρίμινι, όπου τάφηκε και ο Σιγισμόνδος. Τότε η Βενετία έστειλε τον Βιτόρε Καπέλο, που με στόλο ελευθέρωσε τη Λήμνο και τη Σκύρο, Έφτασε στον Πειραιά (θέρος του 1466) και λεηλάτησε την κάτω πόλη της Αθήνας, όχι όμως την απόρθητη ακρόπολη. Τότε ένας ανώνυμος Βενετσιάνος έγραψε μία περιγραφή της πόλης. Η Αθήνα, έπειτα από 7 λοιμούς και το παιδομάζωμα, έπεσε σε αφάνεια.

Η τύχη των Ενετών άλλαξε: ο Μπαρμπαρίγο, διοικητής του Μωρέα, έπεσε σε ενέδρα του πορθητή της Αθήνας Ομέρ, γιου του Τουραχάν· οι Ενετοί και Μωραΐτες αρχηγοί παλουκώθηκαν, ενώ ο Καπέλο απέτυχε να κυριεύσει την Πάτρα και νικήθηκε στην Καλαμάτα. Αποσύρθηκε στη Χαλκίδα, όπου δεν ξαναχαμογέλασε και πέθανε από συμφόρηση. Η εικόνα του σώζεται στον Άγ. Απολλινάριο της Βενετίας. Ο Βησσαρίων είχε πείσει τον πάπα Πίο Β΄ για σταυροφορία, όμως ο πάπας απεβίωσε (1464)· όμοια και ο Σκεντέρμπεης (1468). Τότε η Βενετία συνθηκολόγησε. Από τα 122 κάστρα, τα 50 πήραν οι Οθωμανοί, τα 40 είχαν ερειπωθεί και 26 έμειναν στη Βενετία, που έχασε το Άργος, απέκτησε όμως η Λήμνο, τη Σκύρο, τη Μαΐνη και τη Μονεμβασία.

Η απώλεια της Εύβοιας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο φτερωτός λέων του Αγ. Μάρκου, στο κάστρο Καράμπαμπα (στη Βοιωτία), απέναντι από τη Χαλκίδα

Η Βενετία ζήτησε βοήθεια από τους χριστιανούς ηγεμόνες, όμως μόνο ο παλατινός κόμης της Κεφαλληνίας έστειλε μία γαλέρα. Τον Ιούνιο του 1470 οθωμανικός στόλος με 300 πλοία και 60.000 άνδρες κατέλαβε την Ίμβρο και στην Εύβοια τα Στύρα και το Βασιλικό, έξω από τη Χαλκίδα. Ο στόλος μπήκε στο λιμάνι της Χαλκίδας, τον Βούρκο (νότια της γέφυρας). Ο Μωάμεθ Β΄ με μεγάλη στρατιά ήρθε από τη Θήβα και θαύμασε το κάστρο στη μέση του πορθμού, που είχε τη γέφυρα σηκωμένη. Έκανε γέφυρα με βάρκες στη σειρά και πέρασε με τον στρατό του απέναντι, έξω από τη Χαλκίδα. Στρατοπέδευσε στο ύψωμα νότια της πόλης, ενώ βόρειά της έκανε και δεύτερη γέφυρα από βάρκες. Τα πυροβόλα τα έβαλε στο κάστρο Καράμπαμπα (στη μεριά της Βοιωτίας) και στο νησί. Το τείχος της πόλης είχε τάφρο με νερό και η άμυνα στηριζόταν στον στόλο, που όμως ο κυβερνήτης του Νικολό ντα Κανάλε τον πήγε στον Χάνδακα. Την πόλη αμυνόταν ο βάιλος Πάολο Ερίτσο, ο τελευταίος προνοητής Τζιοβάνι Μποντουμιέρ και ο νέος προνοητής Αλβίζο Κάλβο. Η πόλη είχε 2.500 κατοίκους, πρόσφυγες, 700 άνδρες από τον Χάνδακα και 500 στρατιώτες με αρχηγό τον Τομάζο από τη Δαλματία, που ανέλαβε τις πολεμικές μηχανές. Οι Οθωμανοί στρατιώτες ήταν 120.000, εκτός από αυτούς στον στόλο. Ο Μωάμεθ ζήτησε την παράδοση με ευνοϊκούς όρους, αλλά ο βάιλος του απάντησε υβριστικά (25 Ιουνίου). Τότε ο σουλτάνος άρχισε τον κανονιοβολισμό με 21 πυροβόλα για 5 ημέρες. Οι Οθωμανοί έριξαν κλαδιά στην τάφρο, αλλά οι πολιορκημένοι τα έκαψαν. Το οθωμανικό ιππικό προχώρησε ανατολικά στην Εύβοια σκοτώνοντας καθέναν πάνω από 25 ετών και κατέλαβε το κάστρο Λα Κούπα (νυν Βρύση), στο οποίο είχαν καταφύγει 3.000 Έλληνες. Οι Τούρκοι τούς κομμάτιασαν μπροστά στα τείχη της Χαλκίδας. Όταν αποκαλύφθηκε ότι ο Τομάζο από τη Δαλματία είχε κρυφή συνεννόηση με τον σουλτάνο, ο βάιλος κομμάτιασε τον προδότη. Μία έφοδος αποκρούστηκε από τοξότες από το Ναύπλιο. Ο σουλτάνος ετοιμάστηκε για μεγάλη έφοδο, όμως τότε φάνηκε ο στόλος του ντα Κανάλε με 71 πλοία. Αν χαλούσε τη βόρεια γέφυρα, η πόλη θα σωζόταν, αλλά ήταν αναβλητικός, ίσως ο Μωάμεθ να τον δωροδόκησε. Ο σουλτάνος γέμισε την τάφρο με κλαδιά, βαρέλια και πτώματα. Οι φρουρά της πόλης ύψωσε μαύρες σημαίες, έκκληση προς τον Κανάλε. Τα τείχη άντεξαν μία ημέρα στις επιθέσεις, μετά οι Οθωμανοί εισέβαλαν από το νότιο μέρος. Προχωρούσαν βήμα προς βήμα μέσα, καθώς οι δρόμοι ήτα φραγμένοι με δοκάρια και βαρέλια και οι γυναίκες πετούσαν ασβέστη και στάμνες στα κεφάλια των Τούρκων. Ο Μποντουμιέρ και ο Κάλβο σκοτώθηκαν, ενώ ο βάιλος και γυναικόπαιδα κατέφυγαν στο κάστρο του Ευρίπου και σήκωσαν τη γέφυρα, με την ελπίδα να τους σώσει ο ντα Κανάλε, μάταια όμως. Ο σουλτάνος τους κομμάτιασε και έκοψε στη μέση τον Ερίτσο. Ο σουλτάνος σκότωσε, όσους κατοίκους βρήκε μπροστά στην εκκλησία των Αγ. Αποστόλων και από φόβο μήπως οι γενίτσαροι δεν τους σκότωσαν όλους, διέταξε να αποκεφαλιστεί όποιος έκρυβε κάτοικο. Τα κεφάλια συγκεντρώθηκαν στην πλατεία του Αγ. Φραγκίσκου: ήταν 6.000 χριστιανοί. Οι απώλειες των Τούρκων ήταν 30.000 ή 77.000. Ο Πτελεός, απέναντι από τους Ωρεούς, υποτάχθηκε. Ο σουλτάνος δώρισε τη Χαλκίδα στον γιο του και απέπλευσε με λάφυρα και γυναικόπαιδα. Τα νέα έφθασαν στη Βενετία, που πολλοί θρήνησαν για τον χαμό των συγγενών τους. Η Δημοκρατία έστειλε τον Πιέτρο Μοτσενίγκο να ανακαταλάβει την πόλη, πράγμα που δεν μπόρεσε, και να φέρει σιδηροδέσμιο τον ντα Κανάλε, ο οποίος στη Βενετία δικάστηκε και εξορίστηκε. Οι αρχόντισσες της Εύβοιας που πήγαν πρόσφυγες στη Βενετία, ζούσαν από ελεημοσύνες. Παραδόθηκαν η Βοστίτσα (Αίγιο) και το Ποντικόκαστρο (Μπωβουάρ/Μπελβεντέρε) του Κατάκολου. Χιλιάδες Έλληνες της Ηλείας κατέφυγαν στη Ζάκυνθο των Τόκκων.

Τότε ο πάπας Σίξτος Δ΄ ζήτησε από τους ηγεμόνες να συμμαχήσουν. Ο Ιβάν Γ΄ της Ρωσίας, γαμπρός του Θωμά Παλαιολόγου και διάδοχος της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, προσφέρθηκε, όμως ο βασιλιάς της Νάπολης συμμάχησε με τον σουλτάνο. Το 1477 μεγάλη τουρκική στρατιά πολιόρκησε τη Ναύπακτο για τρεις μήνες και τα πυροβόλα κατεδάφισαν τον εξωτερικό περίβολο. Την πόλη έσωσε η ανδρεία του ρέκτορα Αντόνιο Ζώρζη και η άφιξη του στόλου του Λορεντάνο. Οι Τούρκοι κατέλαβαν το Σκούταρι στην Αλβανία. Τέλος, έπειτα από 16 έτη πολέμου, κλείστηκε ειρήνη το 1479: η Βενετία επέστρεψε τα κάστρα που είχε καταλάβει στον Μωριά και τη Λήμνο. Η Βενετία απώλεσε το Άργος και την Εύβοια και διατήρησε τη Ναυπλία (με το Καστρί, νυν Ερμιόνη, τη γειτονική Θερμησία και την Αίγινα), τη Μονεμβασία (με τα Βάτικα), τη Μεθώνη με την Κορώνη, το Ναβαρίνο, τις Βόρειες Σποράδες, την Τήνο με τη Μύκονο, την Κρήτη, τα Κύθηρα (Τσιρίγο), την Κέρκυρα με τους Παξούς. Όπου έχαναν οι Ενετοί, οι δύστυχοι ντόπιοι πλήρωναν τη νίκη των Τούρκων, που τους αιχμαλώτιζαν. Οι Έλληνες αμύνονταν σθεναρά, όπως δείχνει το παράδειγμα της Μαρούλας Κομνηνής, που όταν ο πατέρας της πέθανε στην πολιορκία της Λήμνου, εκείνη πήρε την ασπίδα του και επιτέθηκε με τη φρουρά του· η Βενετία της έδωσε ευγενή γαμπρό και προίκα. Στη διάρκεια του πολέμου οι Βενετία χρησιμοποίησε για πρώτη φορά ελαφρύ ιππικό από Έλληνες και Αλβανούς, που τους ονόμασε stradioti (περιπλανώμενους), καθώς δεν είχαν μόνιμη διαμονή, αλλά ήταν συνέχεια στον δρόμο (strada). Ήταν κυρίως Λάκωνες, αλλά και Ναυπλιώτες και είχαν ηγέτες από τις οικογένειες Παλαιολόγου και Μπούα. Όπλα τους ήταν το ακόντιο (με αιχμή και στα δύο άκρα) και το ρόπαλο. Ποιητές όπως ο Μάρουλλος ύμνησαν τούς θριάμβους τους στην ελληνική γλώσσα, στο ιδίωμα που μιλιέται σήμερα στην Καλαβρία, όπου ακόμη τραγουδιούνται τα κατορθώματά τους. Αλλά και την αγάπη τους για τα λάφυρα. στραντιότι ήταν και ο Θεόδωρος Σπανδούνης, απόγονος των Καντακουζηνών, ιστορικός της εποχής.

Η παλατινή κομητεία της Κεφαλληνίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Λεονάρδος Γ΄ Τόκκος ήταν παλατινός κόμης (δούκας) της Κεφαλληνίας, Ιθάκης, Ζακύνθου, Λευκάδας και Βόνιτσας στον Αμβρακικό. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, τα νησιά ήταν καταφύγιο: 10.000 Έλληνες είχαν μεταναστεύσει στη Ζάκυνθο και 15.00 στην Αγ. Μαύρα (Λευκάδα), όπου μετέτρεψαν άγονα κτήματα σε εύφορα. Η Κεφαλονιά ευημερούσε και ο Λεονάρδος Γ΄ είχε εισόδημα 12.000 δουκάτα ετησίως. Ήταν τόσο εξελληνισμένος, που χρησιμοποιούσε την ελληνική γλώσσα στα έγγραφά του και για να γίνει αγαπητός, επανέφερε το 1452 τον ορθόδοξο επίσκοπο Κεφαλληνίας· ωστόσο ο κόμης ήταν τυραννικός. Είχε νυμφευτεί τη Μίλιτσα Μπράνκοβιτς, κόρη της Ελένης Παλαιολογίνας. Όταν αυτή απεβίωσε, ο Λεονάρδος Γ΄ νυμφεύτηκε την ανιψιά τού Φερδινάνδου Α΄ της Νάπολης, με σκοπό τη συμμαχία του. Η Βενετία, δυσαρεστημένη, τον εξαίρεσε από τη συνθήκη ειρήνης του 1479 με τους Οθωμανούς και αυτό στοίχησε την κατάλυση της κομητείας του. Έτσι ο Λεονάρδος Γ΄ έπρεπε να πληρώνει 4.000 δουκάτα ετησίως στον σουλτάνο και 500 κάθε φορά που νέος σαντζάκμπεης (διοικητής επαρχίας) πήγαινε στην Άρτα ή τα Ιωάννινα. Όταν ήρθε ένας τέτοιος, ο Λεονάρδος Γ΄ παρουσιάστηκε, όμως αντί για χρήματα, του έδωσε ένα καλάθι φρούτα. Ο προσβεβλημένος διοικητής γνωστοποίησε στον σουλτάνο ότι ο Λεονάρδος Γ΄ είχε δεχθεί στραντιότι της Βενετίας στη Ζάκυνθο και πως δεν είχε περιληφθεί στη συμφωνία ειρήνης. Τότε ο Μωάμεθ διέταξε τον Αχμέτ πασά του Αυλώνα να επιτεθεί με 29 πλοία. Ο Λεονάρδος Γ΄ συγκέντρωσε την κινητή του περιουσία στο φρούριο του Αγ. Γεωργίου της Κεφαλονιάς, αλλά η Νάπολη δεν μπορούσε να τον συνδράμει και οι υπήκοοί του τον μισούσαν. Έτσι ο κόμης έβαλε την οικογένειά του σε ένα βενετσιάνικο πλοίο και έφυγε για τον Τάραντα και μετά για τη Νάπολη. Ο Αχμέτ κατέλαβε τις κτήσεις του, εκτός από τη Ζάκυνθο, σκότωσε όλους τους άρχοντες του κόμη, έκαψε το κάστρο της Κεφαλονιάς και μετέφερε πολλούς χωρικούς στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ο σουλτάνος πάντρεψε τις γυναίκες με Αβυσσηνούς και τους άνδρες με Αβυσσηνές για την παραγωγή σκλάβων. Όταν ο Αχμέτ επέστρεψε για τη Ζάκυνθο, ο Βενετός ναύαρχος είπε πως εδώ ζουν μετανάστες από τον Μωριά και πως είχαν υψώσει τη σημαία του Αγ. Μάρκου. Εκεί ο κοντοτιέρος Πέτρος Μπούας με 500 στραντιότι νίκησε δύο φορές τους Οθωμανούς, όμως το μόνο που κατάφερε ήταν να μπορέσουν να εγκαταλείψουν το νησί. Ο πασάς κατέστρεψε όλα τα σπίτια και τις περισσότερες εκκλησίες.

Ο Λεονάρδος Γ΄ έλαβε ετήσια χορηγία από τον βασιλιά της Νάπολης και από τον πάπα. Ο αδελφός του Αντώνιος με ένα σώμα Καταλανών κατέλαβε την Κεφαλληνία και τη Ζάκυνθο. Τότε η Βενετία διέταξε τον διοικητή της Μεθώνης να καταλάβει τα δύο νησιά, πράγμα που έγινε το 1482 για τη Ζάκυνθο και το επόμενο έτος για την Κεφαλονιά. Η Βενετία κράτησε το πρώτο, με τον όρο να πληρώνει 500 δουκάτα ετησίως. Το δεύτερο το κατείχε, εκτός από το διάστημα 1485-1500. Ο Φερδινάνδος Α΄ κινδύνευε από τη Γαλλία και δεν μπορούσε να συνδράμει τον Λεονάρδο Γ΄. Τη Νάπολη κατέλαβε ο Λουδοβίκος Η΄ της Γαλλίας, που έδωσε στον κόμη τη Μονόπολη. Ο κόμης είχε τρεις γιους και οι απόγονοί τους έφεραν τον τίτλο του δεσπότη της Ηπείρου και του παλατινού κόμη της Κεφαλληνίας· έμεναν στη Ρώμη στο παλάτσο del Santo Piede, όπου βρισκόταν το πόδι της Αγ. Άννας, λειψάνου που ο Λεονάρδος Γ΄ είχε φέρει από την κομητεία του.

Η άλωση της Ναυπάκτου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ακολούθησε 20ετής ειρήνη. Τότε εξεγέρθηκε στη Μαΐνη ο Κροκόδειλος Κλαδάς. Οι Ενετοί στον πόλεμο τον είχαν καπετάνιο των στραντιότι και μετά ο Μωάμεθ Β΄ του είχε παραχωρήσει την πεδιάδα του Έλους. Ο Κλαδάς λοιπόν πήγε στη Μαΐνη και μάζεψε χιλιάδες άτακτους γύρω του. Έτρεψε σε φυγή τους Τούρκους που ήλθαν εναντίον του, όμως διαφώνισε με έναν άλλο καπετάνιο των στραντιότι, τον Θεόδωρο Μπούα. Έτσι σε δεύτερη επίθεση των Τούρκων η χώρα παραδόθηκε και ο Κλαδάς διέφυγε με γαλέρα στη Νάπολη, όπου ο βασιλιάς τού χορήγησε επίδομα.

Ο Ανδρέας Παλαιολόγος, γιος του Θωμά δεσπότη του Μωρέα, ζήτησε τη συνδρομή του Καρόλου Η΄ της Γαλλίας. Αυτός του υποσχέθηκε την ανάκτηση του Μωρέα και ξεκίνησε εκστρατεία στην Ιταλία, όπου έφθασε στη Νάπολη με σκοπό να περάσει την Αδριατική. Οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν και οι Οθωμανοί θορυβήθηκαν, αλλά οι Βενετία φυλάκισε έναν πράκτορά του και έκλεισε τα λιμάνια της, έτσι ο Κάρολος Η΄ επέστρεψε στη Γαλλία. Οι Έλληνες πλήρωσαν τα αντίποινα με τις ζωές τους. Ο Βαγιαζήτ Β΄, οργισμένος από αυτό και από τον Λουδοβίκο Σφόρτσα δούκα του Μιλάνου, ξεκίνησε το 1499 πόλεμο με τη Βενετία για τη Ναύπακτο. Όταν η Τούρκοι είχαν καταλάβει τη Ζάκυνθο, πολλοί κάτοικοι από εκεί είχαν μεταναστεύσει στη Ναύπακτο. Αν και πολλοί επέστρεψαν, όταν το νησί ελευθερώθηκε, στη Ναύπακτο ζούσαν 7.000 άνθρωποι. Η Βενετία έστειλε επίτροπο. Η πόλη είχε τριπλό τείχος και κάστρο στην κορυφή, όμως η κατάσταση των οχυρώσεών της δεν ήταν καλή. Η Βενετία έστειλε στόλο υπό τον Αντόνιο Γκριμάνι με την εντολή να μην αφήσει τον τουρκικό στόλο να μπει στον κορινθιακό κόλπο. Όμως ο Γκριμάνι, που δεν ήταν ικανός, ήταν εφεκτικός και άφησε τον τουρκικό στόλο να πάει στο Ναβαρίνο. Οι συνάδελφοι του Γκριμάνι, ο Λορεντάνο και ο Αλμάν ντ'Αρμέρ, επιτέθηκαν στην τουρκική ναυαρχίδα, αλλά ο Τούρκος Μποράκ Ρέις με αυτοθυσία έβαλε φωτιά και τα τρία πλοία κάηκαν. Ο τουρκικός στόλος εισήλθε στον κορινθιακό κόλπο και οι κάτοικοι της Ναυπάκτου ζήτησαν συνθηκολόγηση. Οι Οθωμανοί τούς υποσχέθηκαν να μην πληρώσουν φόρους για 10 έτη και να διατηρήσουν τις ιδιοκτησίες τους. Έτσι, έπειτα από 92 έτη, στις 29 Αυγούστου, η πόλη παραδόθηκε. Ο Γκριμάνι ήρθε δεμένος στη Βενετία και καταδικάστηκε σε εξορία. Όμως 21 έτη μετά έγινε δόγης (1521-23): τότε ο φρούραρχος του κάστρου βρέθηκε ένοχος και κρεμάστηκε.

Η πτώση της Μεθώνης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βαγιαζήτ Β΄ διέταξε να κτιστούν δύο φρούρια στο στόμιο του Κορινθιακού, το Ρίο στον Μωριά και το Αντίρριο στη Ρούμελη. Επιτέθηκε στη Ναυπλία, αλλά φυλασσόταν καλά από το castel dello Scolio (του βράχου), το σημερινό Μπούρτζι και από τους γενναίους στραντιότι. Ούτε το Ναβαρίνο μπόρεσε να καταλάβει. Τότε στράφηκε εναντίον της Μεθώνης, λιμανιού που σταματούσαν οι προσκυνητές για τους Αγ. Τόπους, από το οποίο η Βενετία εισήγαγε καλό κρασί. Ο διοικητής Γκαμπριέλ προετοιμάστηκε, στέλνοντας τις γυναίκες στην Κρήτη και κρατώντας 7.000 άνδρες. Ο Βαγιαζήτ Α΄ πολιορκούσε τη Μεθώνη έναν μήνα από τη θάλασσα, και από τη στεριά με 50 κανόνια. Ετοιμαζόταν να φύγει, όταν 4 γαλέρες μπήκαν με εφόδια στο λιμάνι και οι φρουρά άφησε τα τείχη και πήγε να τις υποδεχθεί. Τότε οι Τούρκοι σκαρφάλωσαν στον πύργο του μεγάρου του κυβερνήτη και μπήκαν στην πόλη (9 Αυγούστου 1500). Ο Βαγιαζήτ Β΄ αποκεφάλισε όλους πάνω από 12 ετών και έκανε πύργο με τα κεφάλια τους. Τα γυναικόπαιδα πουλήθηκαν σκλάβοι. Διέταξε κάθε χωριό στον Μωριά να στείλει πέντε οικογένειες, ώστε να επανδρωθεί η πόλη. Όταν ο διοικητής του Ναβαρίνου Κονταρίνι έμαθε την πτώση της Μεθώνης, παρέδωσε το Ναβαρίνο, όμως η Βενετία τον αποκεφάλισε γι' αυτό, καθώς η πόλη είχε εφόδια 3 ετών και 3.000 άνδρες για να την υπερασπίσουν. Οι κάτοικοι της Κορώνης άκουσαν πως θα είχαν ευνοϊκούς όρους αν παραδίνονταν και θάνατο αν αντιστέκονταν, έτσι ζήτησαν από τις αρχές να παραδοθεί η πόλη. Ο σουλτάνος εξόρισε τους κατοίκους της Κορώνης και τα έσοδα της Μεθώνης και της Κορώνης αφιερώθηκαν από τότε στη Μέκκα. Ο Βαγιαζήτ Β΄ επέστρεψε έξω από τη Ναυπλία, όμως το ηθικό της φρουράς τον έκανε, αφού κατέλαβε τα Βάτικα, να επιστρέψει στην Αδριανούπολη. Η Βενετία πένθησε την απώλεια των τριών πόλεων και ο κάτοικοι που επέζησαν, κατέφυγαν στην Κεφαλονιά. Το Ναβαρίνο ανακτήθηκε για ένα έτος μόνο. Η Μεθώνη και η Κορώνη ανακτήθηκαν 30 έτη μετά, για λίγο, και πάλι ανακτήθηκαν έπειτα από τον Μοροζίνι.

Ανάκτηση της Κεφαλονιάς και της Λευκάδας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πάπας Αλέξανδρος ΣΤ΄ έπεισε τον Φερδινάνδο Β΄ της Αραγωνίας να στείλει τον διάσημο ναύαρχο Γονθάλο δε Κόρδοβα. Μαζί με τον Βενετό ναύαρχο Πεζάρο οι δύο στόλοι πήγαν να ανακτήσουν τη Μεθώνη. Πρώτα πέρασαν από την Κεφαλονιά, που με τη βοήθεια ενός Έλληνα κατέλαβαν την πρωτεύουσα, το φρούριο του Αγ. Γεωργίου (24 Δεκεμβρίου 1500). Οι Κεφαλονίτες απαλλάχθηκαν από φόρους. Προσωρινά κατελήφθη και η Λευκάδα: ο Πέζαρο με παπικό στόλο υπό τον αρχιεπίσκοπο Πάφου, επιτέθηκαν. Ο αρχιεπίσκοπος απέκλεισε το νησί από τη στεριά και ο Πέζαρο βομβάρδισε το κάστρο. Στις 30 Αυγούστου 1502 μπήκαν στη πόλη και οι μουσουλμάνοι πουλήθηκαν σκλάβοι. Ο Βαγιαζήτ Β΄ δεν έκλεινε ειρήνη αν δεν του επιστρεφόταν η Αγ. Μαύρα, έτσι η Βενετία αναγκάστηκε, έπειτα από ένα έτος, να την αποδώσει. Η ειρήνη των ετών 1502-03 άφησε τη Βενετία με τη Ναυπλία και τη Μονεμβασία στον Μωριά. Η Βενετία και ο σουλτάνος ήταν απασχολημένοι σε άλλα μέρη και έτσι ανανέωσαν τη συνθήκη το 1513 και το 1521. Οι πόλεις απήλαυσαν για 30 έτη ειρήνη, όχι όμως αφθονία, καθώς τα κτήματα γύρω από τις δύο πόλεις είχαν χαθεί και οι κάτοικοι αναγκάζονταν να εισάγουν σιτάρι από περιοχές τουρκοκρατούμενες. Οι κουρσάροι έκαναν επικίνδυνο το εμπόριο. Η Ναυπλία είχε πληθυσμό 10.000 και το Καστρί με το Θερμήσι άλλες 3.300. Το 1519 η Βενετία έπαυσε τους δύο ρέκτορες της Ναυπλίας και έστειλε έναν βάιλο με δύο συμβούλους. Από τις τρεις τάξεις, ευγενών, αστών και λαού, η τρίτη είχε αποκτήσει δικαιώματα προς δυσαρέσκεια του βάιλου. Επειδή οι κάτοικοι είχαν απαλλαγεί από φόρους για τη γενναιότητά τους, τα οικονομικά της πόλης δεν ήταν καλά και τα τείχη είχαν παραμεληθεί. Επιπλέον οι Έλληνες και οι Αλβανοί στραντιότι ήθελαν ηγέτη ο καθένας από τη φυλή του. Την απομακρυσμένη Αίγινα δεν την προτιμούσαν οι Ενετοί και τρεις ρέκτορές της είχαν αδικήσει τους Αιγινήτες, που ζήτησαν την τιμωρία τους. Η Μονεμβασία είχε απωλέσει τα διάσημα αμπέλια της και τα σιτηρά στη στεριά. Ο Βενετός ποντεστά κρατούσε ένα μέρος των φόρων για τα τείχη. Έλληνας αρχιεπίσκοπός της ήταν ο Μάρκος Μουσούρος, επιφανής λόγιος. Για τις υποθέσεις τους οι κάτοικοι πήγαιναν στην Κάνδια (Κρήτη).

Η καταστροφή της Αίγινας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ιππότες του Αγ. Ιωάννη, διωγμένοι από τη Ρόδο το 1523, έλαβαν τη Μάλτα από τον Κάρολο Ε΄ των Αψβούργων. Το 1531 επιχείρησαν με τέχνασμα να καταλάβουν τη Μεθώνη από τη Σαπιέντζα, αλλά μόνο λεηλάτησαν την πόλη και έφυγαν με 1.600 αιχμαλώτους. Ο Κάρολος Ε΄ ήταν σε πόλεμο με τον σουλτάνο και μαζί με τον πάπα και τους Ιωαννίτες έστειλε στόλο υπό τον Αντρέα Ντόρια. Με τη βοήθεια των Ελλήνων κατέλαβε γρήγορα την Κορώνη. Επίσης το Ρίο. Οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν, σκότωσαν τους Τούρκους αφέντες τους, όμως όταν έφυγε ο Γενουάτης ναύαρχος, οι Τούρκοι τούς εκδικήθηκαν. Όταν η Κορώνη πολιορκήθηκε από τους Οθωμανούς, ο Κάρολος Ε΄ κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να την κρατήσει και την πρόσφερε στη Βενετία και μετά στους Ιωαννίτες, όμως κανείς δεν τη δέχθηκε. Τότε μετέφερε τους κατοίκους στη Σικελία και στη Νάπολη και τους απάλλαξε από φόρους. Τον υπηρέτησαν ως στραντιότι πολεμώντας γενναία και τους αντάμειψε. Το 1537 ο Σουλεϊμάν Α΄ έστειλε τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα στις ενετικές κτήσεις. Αυτός μάταια πολιόρκησε την Κέρκυρα, λεηλάτησε όμως την Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο. Τον Οκτώβριο πολιόρκησε την Παλαιοχώρα, πρωτεύουσα της Αίγινας. Την 4η ημέρα η πόλη έπεσε: οι άνδρες σφαγιάστηκαν και 6.000 γυναικόπαιδα σύρθηκαν σκλάβοι. Λίγο μετά ένας γαλλικός στόλος δεν είδε κανέναν κάτοικο στο νησί. Τα ερείπια της Παλαιοχώρας υπάρχουν ως τώρα.

Η παράδοση της Ναυπλίας και της Μονεμβασίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

H Ναυπλία (Napoli di Romagna) σε χάρτη του Βενετού Τζάκομο Φράνκο

Τον Σεπτέμβριο ο Κασίμ πασάς επιτέθηκε από το Άργος στη Ναυπλία, αλλά οι Έλληνες και Αλβανοί στραντιότι αντέταξαν σθεναρή άμυνα και κρέμασαν τα τουρκικά κεφάλια στα τείχη. Το Καστρί (Ερμιόνη) παραδόθηκε, αλλά οι τέσσερις Παλαιολόγοι άρχοντές του αποκεφαλίστηκαν. Το γειτονικό Θερμήσι παραδόθηκε. Όταν ήρθαν ενισχύσεις στη Ναυπλία, το νερό μειώθηκε και η έξοδος για νερό ενός αποσπάσματος, έφερε τον θάνατο του καπετάνιου των Αλβανών ιππέων. Οι Ενετοί είχαν αμελήσει την οχύρωση του Παλαμηδίου, υψώματος που δεσπόζει στην πόλη, που ο Κασίμ το κατέλαβε και με πυροβόλο (τον "κοκκαλοθραύστη") έπληττε την πόλη. Από τους κατοίκους 7.000 προτίμησαν να πεθάνουν από λοιμό παρά να παραδοθούν. Έπειτα από 14 μήνες πολιορκίας επέστρεψε στο Άργος και οι Ενετοί εύκολα κατέλαβαν το Παλαμήδι.

Ο Πάπας Παύλος Γ΄ (1534-49) έπεισε τον Κάρολο Ε΄ και τη Βενετία σε συμμαχία και ο στόλος υπό τον Αντρέα Ντόρια συνάντησε στην Πρέβεζα τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα. Όμως οι αδέξια στρατηγική του Ντόρια έδωσε τη νίκη στον Μπαρμπαρόσα και ο Κάρολος Ε΄ έλυσε τη συμμαχία. Τώρα η Βενετία έπρεπε να συνθηκολογήσει. H ειρήνη του 1540 ήταν ευτελιστική: έπρεπε να παραδοθούν η Ναυπλία και η Μονεμβασία. Ο ναύαρχος Πιέτρο Μοτσενίγκο ανακοίνωσε το νέο στις δύο πόλεις. Τον Νοέμβριο ο στόλος μετέφερε τους στραντιότι, τα πυροβόλα και όσους ήθελαν να ζήσουν στη Βενετία. Τα κλειδιά των δύο φρουρίων δόθηκαν στον Κασίμ πασά. Πέντε ευγενείς μερίμνησαν για την εγκατάσταση των προσφύγων. Η οικογένεια των Ευδαιμονογιάννη της Μονεμβασίας πήρε κτήματα στην Κρήτη. Από την οικογένεια των Μεδίκων της Αθήνας, άλλοι πήγαν στην Κρήτη και άλλοι στη Βερόνα. Άλλοι μετανάστες πήγαν στην Κέρκυρα, τη Δαλματία ή την Κύπρο. Μερικοί πώλησαν τα νέα τους κτήματα και επέστρεψαν ως υπήκοοι της Τουρκίας στη Ναυπλία και τη Μονεμβασία. Έμειναν μόνο τα φτερωτά λιοντάρια στις οχυρώσεις και οι θυρεοί στις κρήνες να θυμίζουν τη Βενετία. Από το ότι έπαιρναν εύκολα τα όπλα για τη Βενετία, φαίνεται ότι οι Έλληνες την προτιμούσαν από τους Οθωμανούς, τον δυτικό πολιτισμό από τον μαρασμό και τη νωθρή μονοτονία των τουρκοκρατούμενων μερών. Ωστόσο ανακουφίστηκαν από τις ασταμάτητες αναστατώσεις, πράγμα που επέφερε τη σταθεροποίηση των στοιχείων του έθνους.

Πίνακας Βενετοκρατίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • William Miller The Latins in the Levant: A history of Frankish Greece (1204-1566), London 1908.
  • Ουίλιαμ Μίλερ Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα, μετάφρ. Άγγ. Φουριώτη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1960.

Βλέπε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]