Χερσόνησος η Ταυρική

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Χερσών)
Για την πόλη στην ηπειρωτική Ουκρανία, δείτε: Χερσώνα. Για τη συνολική χερσόνησο, δείτε: Ταυρική.

Συντεταγμένες: 44°36′46.368″N 33°29′37.943″E / 44.61288000°N 33.49387306°E / 44.61288000; 33.49387306

Χερσόνησος η Ταυρική
Χάρτης
Είδοςαρχαιολογική θέση, αρχαία πόλη και πόλις[1]
Γεωγραφικές συντεταγμένες44°36′46″N 33°29′38″E
Διοικητική υπαγωγήΣεβαστούπολη
ΧώραΟυκρανία
ΙδιοκτήτηςAncient Greek colonization of the Northern Black Sea
Προστασίατμήμα μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς (από 2013), State Register of Immovable Monuments of Ukraine και μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς στη Ρωσία
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα

Η Χερσόνησος η Ταυρική (ουκρανικά: Херсонес Таврійський, ρωσικά: Херсонес Таврический), επίσης γνωστή ως Χερσών (παλαιοσλαβικά: Корсунь),[2] ήταν αρχαία ελληνική αποικία των Μεγαρέων στα δυτικά της Ταυρικής Χερσονήσου (Κριμαία) η οποία εκτιμάται πως ιδρύθηκε στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. σε τοποθεσία που πιθανώς υπήρχε παλαιότερος ελληνικός οικισμός, και αποτέλεσε κομβικό κέντρο εμπορίου στη νοτιοδυτική Ταυρική διατηρώντας απομακρυσμένες ναυτιλιακές συνδέσεις.[3] Κατά τη ρωμαιοβυζαντινή περίοδο, αποτέλεσε έως τον 12ο αιώνα το ισχυρότερο φρούριο στον βόρειο Εύξεινο Πόντο, ενώ η πόλη είναι σημαντική και για την ορθόδοξη εκκλησία καθώς εκεί εκχριστιανίστηκε ο Βλαδίμηρος Α´ του Κιέβου κατά τον γάμο του με την Άννα Πορφυρογέννητη, κάτι που αποτέλεσε την αφετηρία του εκχριστιανισμού των Σλάβων. Στη σύγχρονη εποχή σε απόσταση 3 χλμ. ανατολικά βρίσκεται η πόλη της Σεβαστούπολης στην Κριμαία.[3] Η αρχαία πόλη και τα περίχωρα της ανακηρύχθηκαν Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την ΟΥΝΕΣΚΟ το 2013 ως μνημείο της Ουκρανίας.[4]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ίδρυση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αρχαίες ελληνικές αποικίες στον Εύξεινο Πόντο. Η Χερσόνησος βρισκόταν στο νοτιοδυτικό τμήμα της Ταυρικής χερσονήσου.

Η πόλη ιδρύθηκε από αποίκους της Ηράκλειας της Ποντικής, η οποία με τη σειρά της ήταν αποικία των Μεγαρέων στην Αττική.[2] Οι περισσότερες πληροφορίες για την ίδρυση της πόλης προέρχονται στα γραπτά του Ψευδοσκύλακα (4ος αιώνας π.Χ.), ο οποίος αναφέρει επίσης πως συμμετείχαν και κάτοικοι της Δήλου στη δημιουργία της αποικίας, κάτι που οδηγεί στην εκτίμηση πως η πόλη ιδρύθηκε κατά το 422 με 421 π.Χ. καθώς η χρονολογία συμπίπτει με τις επιθέσεις που δέχτηκαν από τους Αθηναίους τόσο η Ηράκλεια όσο και η Δήλος την περίοδο αυτή, ενώ ο Στράβωνας (1ος αιώνας π.Χ.) απλά αναφέρει πως ιδρύθηκε από την Ηράκλεια. Έχει επίσης γίνει η υπόθεση πως η πόλη ιδρύθηκε έναν αιώνα πριν, το 528 με 527 π.Χ., βάσει χρονολόγησης διαφόρων οστράκων και ειδών κεραμικής που έχουν ανακαλυφθεί, και βάσει παρομοίων συνθηκών σε Δήλο και Ηράκλεια που ευνοούσαν τη μετακίνηση των κατοίκων.[5]Σύμφωνα με νεότερα στοιχεία ωστόσο, στην πόλη χρησιμοποιούνταν το μιλησιακό αλφάβητο (ιωνικό), ενώ τα ονόματα των κατοίκων ήταν δωρικά.[6]

Η αρχική της ονομασία κατά τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο (1ος αιώνας μ.Χ.) φέρεται να ήταν Μεγαρίς, ενώ κατά τον Στράβωνα ήταν γνωστή και ως η μικρά Χερσόνησος έτσι ώστε να διακρίνεται από τη συνολική χερσόνησο της Ταυρικής.[2][5]Ο ιθαγενής λαός της περιοχής ήταν αυτός των Ταύρων.[5]

Η τοποθεσία της πρόσφερε αμυντικά πλεονεκτήματα, καθώς στη βόρεια και ανατολική πλευρά της πόλης βρισκόταν η θάλασσα, ενώ στη νότια και δυτική πλευρά τις προστατεύονταν από φαράγγια. Σημαντική ήταν η τοποθεσία της και από εμπορική άποψη καθώς αποτελούσε διασταύρωση των θαλασσίων εμπορικών οδών μεταξύ των πόλεων στην Ταυρική, αλλά και σταθμό για τα πλοία που ερχόταν από τα νότια παράλια του Ευξείνου Πόντου στη Μικρά Ασία όπως η Σινώπη.[5]

Επέκταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άποψη του αρχαίου θεάτρου της πόλης

Κατά τον 3ο αιώνα π.Χ., είχε υπό τον έλεγχο της τις γειτονικές ελληνικές αποικίες του Καλού Λιμένα και της Κερκινίτιδας.[3][6]Κατά τις επιγραφικές μαρτυρίες που ανακαλύφθηκαν, στην πόλη υπήρξαν συγκρούσεις μεταξύ της δημοκρατικής και της αριστοκρατικής παράταξης, με την τελευταία να εξορίζεται.[5]Ανάμεσα στις διάφορες επιγραφές που έχουν βρεθεί, διασώζονται ο όρκος των πολιτών της πόλης (3ος αιώνας π.Χ.)[7] και το βούλευμα του Διόφαντου (τέλη 2ου αιώνα π.Χ.)[8].[3]Η πόλη επίσης διέθετε θέατρο, και αποτελεί το μοναδικό γνωστό θέατρο των ελληνικών αποικιών του βορείου Ευξείνου Πόντου.[5]

Η κύρια θεότητα της πόλης ήταν η Αθηνά Παρθένος, η οποία περιείχε στοιχεία της Αρτέμιδος[5] ως Αρτέμιδος Ταυροπόλεως, ενώ η ιθαγενής φυλή των Ταύρων λάτρευε μια παρόμοια θεότητα η οποία κατά την παράδοση ήταν η Ιφιγένεια, κόρη του Αγαμέμνονα κατά τον μύθο, κάτι τέτοιο όμως είναι πιθανό ότι οφείλεται σε πρόσμιξη με τις ελληνικές επιρροές. Κατά την παράδοση η Άρτεμις ήταν η ιδρύτρια της πόλης, και στην πόλη υπήρχε μεγάλο ιερό της το οποίο ονομάζονταν Παρθένιο, το οποίο όμως ενδέχεται να ήταν αφιερωμένο σε άλλη θεότητα κατά τον Στράβωνα ο οποίος στις αναφορές του δεν ονομάζει την Άρτεμη, ενώ αναφέρει πως ο ναός βρισκόταν σε απόσταση 100 σταδίων από την πόλη, και υπάρχει πλήθος μεταγενέστερων εκτιμήσεων ως προς την πιθανή τοποθεσία του ναού.[2]

Η πόλη είχε δικό της νόμισμα και νομισματοκοπείο από τον 4ο αιώνα π.Χ.[3][6]. Στην παράσταση των νομισμάτων της εμφανιζόταν η Άρτεμις ως κοινή παράσταση, μερικές φορές μαζί με τον Απόλλωνα, ή τον Ηρακλή ο οποίος λατρεύονταν στην Ηράκλεια Ποντική από όπου προήλθαν οι ιδρυτές της πόλεως της Χερσονήσου, ενώ κοινή ήταν η και η παράσταση ελαφιών και ταύρων.[2][5]

Κατά τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο η περιφέρεια των τειχών της εκτείνονταν σε 5 μίλια, αν και βάσει μετρήσεων του 1820 όταν τα ίχνη των τειχών ήταν ακόμα διακριτά εκτιμήθηκε πως ήταν μόνο το 1/4 του μεγέθους αυτού, και είναι πιθανό πως ο Πλίνιος συμπεριέλαβε και κάποια γειτονικά τείχη τα οποία εκτείνονταν προς τον ισθμό, τα οποία κατά τον Στράβωνα ήταν 40 στάδια μήκος. Πιθανώς υπήρχε και επιπλέον τείχος το οποίο ανεγέρθηκε από το βασίλειο του Βοσπόρου στο οποίο ενσωματώθηκε η πόλη, ως άμυνα έναντι των σκυθικών φυλών.[2]Τα τείχη ήταν ισχυρά και διέθεταν πύργους, ενώ η ίδια η πόλη είχε συνολική έκταση 38 εκταρίων.[3]

Ρωμαϊκή και ύστερη αρχαιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τμήμα παλιάς βυζαντινής εκκλησίας του 6ου αιώνα, γνωστής ως βασιλική του 1935

Κατά τα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ., συμμετείχε μαζί με την Ηράκλεια Ποντική στη συμμαχία εναντίον του Φαρνάκη Α´ του βασιλείου του Πόντου από τον οποίο προηγουμένως είχε ζητήσει βοήθεια έναντι των συνεχών επιδρομών των Σκυθών. Αργότερα συμμάχησε με τον Μιθριδάτη ΣΤ´ καθώς συνέχισε να αντιμετωπίζει πολλούς κινδύνους από τις γειτονικές σκυθικές φυλές,[3][6] και η πόλη ενσωματώθηκε στο βασίλειο του Πόντου.[5] Μετά την ήττα του Μιθριδάτη από τους Ρωμαίους κατά τον Γ´ Μιθριδατικό Πόλεμο, επανέκτησε εν μέρει την ανεξαρτησία της ως προτεκτοράτο των Ρωμαίων, και έγινε γνωστή ως Χερσών, ευημερώντας κατά το μεγαλύτερο διάστημα του Μεσαίωνα υπό τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.[2][5]Τα περισσότερα ευρήματα που έχουν ανακαλυφθεί από την ρωμαϊκή περίοδο αποτελούν ταφικά μνημεία, πορτραίτα και σαρκοφάγους με σκηνές του Έρωτα, γρύπες, και άλλες μυθολογικές μορφές.[3]

Κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ., η πόλη υπήρξε η βάση εξάπλωσης του Χριστιανισμού προς την υπόλοιπη Ταυρική, ενώ κατά την παράδοση υπήρξε ο τόπος μαρτυρίου του Κλήμη του Αλεξανδρινού κατά τις διώξεις του αυτοκράτορα Τραϊανού.[6]

Στην περιοχή εξακολουθεί να διασώζεται τμήμα της βασιλικής του 1935, όπου πρόκειται για βασιλική ναού η οποία πιθανώς κτίστηκε κατά τον 6ο αιώνα επί τοποθεσίας παλαιότερου ναού, πιθανώς συναγωγής. Το προσδιοριστικό 1935 αναφέρεται στο έτος ανασκαφής,[9] ενώ το κτίσμα είναι αντιπροσωπευτικό της περιοχής και έχει χρησιμοποιηθεί ως παράσταση στο χαρτονόμισμα της μιας γρίβνα της Ουκρανίας.[10]

Μεσαίωνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άποψη μεσαιωνικής πύλης της πόλης

Υπό τη Βυζαντινή αυτοκρατορία αποτέλεσε σημαντική πόλη ως βορειοανατολικό προπύργιο των Βυζαντινών, και τα αρχαία τείχη επισκευάστηκαν και επεκτάθηκαν σημαντικά αρκετές φορές κατά τον 5ο, 7ο και 8ο αιώνα, ενώ κτίστηκε και μεγάλος αριθμός εκκλησιών.[6] Η πόλη κατακτήθηκε για μικρό χρονικό διάστημα από τους Χάζαρους κατά τα τέλη του 8ου αιώνα, όμως επανακτήθηκε από τους Βυζαντινούς και παρέμεινε υπό τη διοίκηση τους έως και τον 12ο αιώνα ως το σημαντικότερο φρούριο στον βόρειο Εύξεινο Πόντο. Στη Χερσόνησο διαχείμασαν οι Κύριλλος και Μεθόδιος κατά το 860/861 πριν ταξιδέψουν προς τα βόρεια, ενώ το 988 τελέστηκε στην πόλη ο γάμος του Βλαδίμηρου Α´ του Κιέβου και της Άννας Πορφυρογέννητης. Ο Βλαδίμηρος υπήρξε ο πρώτος Σλάβος ηγεμόνας που ασπάστηκε τον Χριστιανισμό καθώς βαπτίστηκε στην πόλη πριν τον γάμο του, και εισήγαγε τη νέα θρησκεία στο κράτος των Ρως από όπου εξαπλώθηκε και στις υπόλοιπες σλαβικές περιοχές.[11]

Μετά την κατάκτηση της Σινώπης -κύριος προμηθευτής σιτηρών της Χερσονήσου- από τους Σελτζούκους το 1194, και την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, η Χερσόνησος περιήλθε υπό τη διοίκηση των Κομνηνών της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Ωστόσο η άφιξη των Βενετών και Γενοβέζων εμπόρων στην ευρύτερη περιοχή και η ίδρυση δικών τους εμπορικών σταθμών, της στέρησε το προνόμιο της αποκλειστικότητας που απολάμβανε έως τότε και συνέβαλε στην παρακμή της. Το 1299 η πόλη μετά βίας επέζησε επιδρομής των Μογγόλων της Χρυσής Ορδής, ενώ η τελευταία αναφορά της από βυζαντινές πηγές γίνεται το 1396, και εκτιμάται πως εγκαταλείφθηκε οριστικά μερικές δεκαετίες αργότερα.[5]

Μετέπειτα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η καμπάνα της Χερσονήσου, ρωσική κατασκευή του 1778 στην ακτή της πόλης

Έως τα τέλη του 17ου αιώνα διασώζονταν μεγάλο τμήμα των ερειπίων της πόλης, αρκετά καταστράφηκαν όμως από στρατεύματα που βρέθηκαν στην περιοχή και χρησιμοποίησαν τα ερείπια ως πρώτες ύλες για την κατασκευή κτηρίων και αμπελουργείου. Πολλά από τα γλυπτά και στήλες που διασώζονταν πάρθηκαν από τους Οθωμανούς και στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Κατόπιν κατά τον 18ο αιώνα η πόλη πέρασε υπό τον έλεγχο των Ρώσων οι οποίοι ξεκίνησαν τη συστηματική ανασκαφή του χώρου και ανασκαφή ευρημάτων και διασωζόμενων κτισμάτων,[5] αναφέρεται ωστόσο πως προκλήθηκαν και πολλές ζημιές στις κλασικές και ελληνιστικές αρχαιότητες καθώς οι ανασκαφές επικεντρώνονταν στην ανεύρεση χριστιανικών μνημείων.[2] Από την εποχή αυτή, διασώζεται ακόμα η καμπάνα της Χερσονήσου την οποία κατασκεύασαν οι Ρώσοι το 1778 χρησιμοποιώντας το μέταλλο των τουρκικών κανονιών που απέκτησαν μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1768-1774,

Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν τον 20ό αιώνα υπό την ΕΣΣΔ, με τη σημαντικότερη ανακάλυψη να είναι η ανασκαφή του αρχαίου θεάτρου το 1958, το οποίο είναι το μοναδικό γνωστό στις ελληνικές αποικίες του Εύξεινου Πόντου.[5] Στην περιοχή έχουν ανακαλυφθεί πολλές αρχαιότητες και νομίσματα, μαζί με απλούς τάφους χωρίς ταφικά κτερίσματα.[2]

Πολιτιστική κληρονομιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χρυσό αναμνηστικό νόμισμα 100 γρίβνα της Ουκρανίας αφιερωμένο στην πόλη της Χερσονήσου, έτος κυκλοφορίας 2009[12]

Το 2013 η Χερσόνησος αναγνωρίστηκε ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την ΟΥΝΕΣΚΟ υπό τον τίτλο Αρχαία πόλη της Ταυρικής Χερσονήσου και της Χώρας της.[4]Κατά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014, η περιοχή πέρασε υπό ρωσικό έλεγχο, ωστόσο η ΟΥΝΕΣΚΟ εξακολουθεί να αναγνωρίζει την καταχώριση ως μνημείο της Ουκρανίας.[13]

Ο αρχαιολογικός χώρος απειλείται από την έντονη οικοδομική δραστηριότητα στην περιοχή, καθώς και από την έλλειψη χρηματοδότησης.[14][15][16]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «An Inventory of Archaic and Classical Poleis». (Αγγλικά) Inventory of Archaic and Classical Poleis. 2004.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 2,7 2,8 «Dictionary of Greek and Roman Geography (1854), TAU´RICA CHERSONE´SUS». www.perseus.tufts.edu. Ανακτήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2017. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 3,7 «The Princeton Encyclopedia of Classical Sites, CHERSONESOS Crimea». www.perseus.tufts.edu. Ανακτήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2017. 
  4. 4,0 4,1 Centre, UNESCO World Heritage. «Ancient City of Tauric Chersonese and its Chora». whc.unesco.org (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2017. 
  5. 5,00 5,01 5,02 5,03 5,04 5,05 5,06 5,07 5,08 5,09 5,10 5,11 5,12 Kovalenko, Sergei (19 Δεκεμβρίου 2007). «Χερσόνησος Ταυρική (Αρχαιότητα)». Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού - Εύξεινος Πόντος. Μτφρ. Κούτρας, Νικόλαος. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. Ανακτήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2017. 
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 6,5 Wilson, Nigel (31 Οκτωβρίου 2013). Encyclopedia of Ancient Greece. Routledge. σελ. 156. ISBN 9781136787997. 
  7. Syll. 360 Αρχειοθετήθηκε 2018-01-19 στο Wayback Machine. - αγγλική μετάφραση
  8. IosPE 1.352 - αγγλική μετάφραση
  9. «Базилика 1935 года - Городище - О Херсонесе». www.chersonesos.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Μαΐου 2011. Ανακτήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2017. 
  10. «Галопом по банкнотах». tyzhden.ua. Ανακτήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2017. 
  11. «Sevastopol Sights | Chersonesus Greek City | UNESCO World Heritage». ukraine-kiev-tour.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Δεκεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2017. 
  12. «Про введення в обіг пам'ятної монети "Херсонес Таврійський"» (στα αγγλικά). Laws of Ukraine. http://zakon3.rada.gov.ua/laws/show/en/v4045500-09. Ανακτήθηκε στις 2017-12-14. [νεκρός σύνδεσμος]
  13. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Νοεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2017. 
  14. «Managing the Archaeological Heritage at the National Preserve of Tauric Chersonesos: Problems and Perspectives». Ukrainian Museum. October 2006. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2017-10-12. https://web.archive.org/web/20171012035312/http://www.ukrainianmuseum.org/news_061001chersonesos.html. Ανακτήθηκε στις 2017-12-14. 
  15. «GHF». Global Heritage Fund. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Αυγούστου 2012. Ανακτήθηκε στις 31 Αυγούστου 2012. 
  16. «""Херсонес" возвращается в лоно Минкульта"». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Οκτωβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2017. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ζώνας Λ. & Σβανά Ειρ., Οι αποικίες των Μεγάρων, Ναύπλιο 2015, σελ. 33-35. (ISBN 978-618-81554-5-9)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]