Οίκος των Κοτρομάνιτς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το οικόσημο των Κοτρομάνιτς, ηγεμόνων της Βοσνίας.

Οι Κοτρομάνιτς (σερβικά κυριλλικά: Котроманић‎‎/Kotromanić, πληθ.: Котроманићи/Kotromanići) ήταν μέλη μίας ύστερης μεσαιωνικής βόσνιας ευγενούς, και αργότερα βασιλικής, δυναστείας. Ανήλθαν στην εξουσία στα μέσα του 13ου αι. ως μπάνοι της Βοσνίας, με έλεγχο λίγο περισσότερο από την κοιλάδα του Βόσνα ποταμού· οι ηγεμόνες Koτρομάνιτς επέκτειναν το βασίλειό τους μέσω μίας σειράς κατακτήσεων, για να συμπεριλάβουν σχεδόν όλη τη σύγχρονη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, μεγάλα τμήματα της σύγχρονης Κροατίας και τμήματα της σύγχρονης Σερβίας και Μαυροβουνίου, με τον Tβρτκο Α΄ να ιδρύει τελικά το βασίλειο της Βοσνίας το 1377. Οι Κοτρομάνιτς ήλθαν σε επιγαμία με αρκετούς βασιλικούς οίκους της νοτιοανατολικής και κεντρικής Ευρώπης. Ο τελευταίος ηγεμόνας, ο Στέφαν Τομάσεβιτς, κυβέρνησε για λίγο ως δεσπότης της Σερβίας το 1459 και ως βασιλιάς της Βοσνίας μεταξύ 1461 και 1463, πριν χάσει και τις δύο χώρες -και το κεφάλι του- από τους Οθωμανούς.

Προέλευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η προέλευση της οικογένειας Κοτρομάνιτς είναι ασαφής. Η παλαιότερη αναφορά τού ίδιου τού ονόματος είναι από το 1404, όταν οι αξιωματούχοι της δημοκρατίας της Ραγκούσας περιγράφουν την οικογένεια από την "παλαιά αριστοκρατία". Το 1432 η κυβέρνηση της Ραγκούσας αναφέρει έναν ιππότη, που ονομαζόταν Kοτρομάν ο Γότθος (Cotromano Gotto) ως πρόγονο της οικογένειας. Ο ιππότης, συγγενής του βασιλιά της Ουγγαρίας, λέγεται ότι ήρθε από την Ουγγαρία και κατέλαβε την περιοχή της Βοσνίας. Αναφερόμενος σε μία πηγή πριν από το 1430, ο χρονικογράφος της Ραγκούσας του 16ου αι. Μαύρο Ορμπίνι έγραψε για έναν ευγενή και πολεμιστή Koτρομάνο τον Γερμανό (Cotromano Tedesco), τον οποίο διόρισε μπαν ο Ούγγρος μονάρχης μετά το τέλος τού μπαν Kούλιν. [2] Μερικοί μεταγενέστεροι ιστορικοί, όπως ο Λάγιος Ταλούτσυ, απέρριψαν τη θεωρία της γερμανικής καταγωγής των Koτρομάνιτς και αντ' αυτού υποστήριξαν, ότι η οικογένεια ήταν ιθαγενής στη Βοσνία. [1]

Ο πρώτος Βόσνιος ηγεμόνας που είναι γνωστό, ότι ανήκε στην οικογένεια Koτρομάνιτς, είναι ο ο Πριγιέζντα Α΄, υποτελής της Ουγγαρίας. [1] Ήταν κατά κάποιο τρόπο συγγενής με τον προκάτοχό του, Mατέι Νινόσλαβ, [1] [3] και προφανώς συγκυβέρνησε μαζί του για κάποιο διάστημα, πριν γίνει ο μοναδικός μπαν της Βοσνίας περί το 1250. [3] Το έργο Ευρωπαϊκές Γενεαλογίες προτείνει, ότι ο Πριγιέζντα Α΄ και ο Nινόσλαβ ήταν πρώτα εξαδέλφια, από διαφορετικούς γιους, κάποιου Koτρομάνου (Cotromanus). Οι ευγενείς Ραντόνια και Ούγκριν, οι οποίοι ήταν μάρτυρες σε ένα καταστατικό που εκδόθηκε από τον Nινόσλαβ, προτείνεται επίσης να είναι εγγονοί του Koτρομάνο, αδελφοί του Nινόσλαβ. [4]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εδραίωση και άνοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βασίλειο του Πριγιέζντα Α΄ ήταν σημαντικά μικρότερο από του Nινόσλαβ, καθώς οι βόρειες περιοχές Ουσόρα και Σόλι είχαν αποσπαστεί από το ουγγρικό στέμμα. Το 1284 αυτή η συνεχόμενη επικράτεια παραχωρήθηκε στον έκπτωτο Ντραγκούτιν βασιλιά της Σερβίας, κουνιάδο τού Λαδίσλαο Δ΄ της Ουγγαρίας. Την ίδια χρονιά ο Πριγιέζντα Α΄ κανόνισε το γάμο τού γιου του, Στεφάνου Α΄, με την κόρη τού Ντραγκούτιν, Eλισάβετ των Νεμάνιτς. Ο γάμος είχε μεγάλες συνέπειες στους επόμενους αιώνες, όταν οι απόγονοι του Στέφανου Α΄ και της Ελισάβετ Νεμάνιτς διεκδίκησαν τον θρόνο της Σερβίας. [5]

Εκτός από τον Στέφανο Α΄, ο Πριγιέζντα Α΄ είχε δύο ακόμη γιους, τον Πριγιέζντα Β΄ και τον Βουκ, και μία κόρη που παντρεύτηκε με ένα μέλος από τη Σλαβονική ηγεμονική οικογένεια Μπαμπόνιτς. Ο Βουκ δεν αναφέρεται μετά το τέλος του Πριγιέζντα Α΄ το 1287, το οποίο οδήγησε την ανάρρηση των Πριέζντα Β΄ και Στέφανου Α΄. Η Πριγιέζντα Β΄ δεν αναφέρεται στη συνέχεια, ενώ η κυριαρχία του Στεφάνου Α΄ στη Βοσνία αμφισβητήθηκε από τους ηγεμόνες Σούμπιτς της Δαλματίας, οι οποίοι κατόρθωσαν να υποτάξουν σχεδόν όλη τη Βοσνία στις αρχές του 14ου αι. [1]

Ο Στέφανος Β΄ στην επιθανάτιο κλίνη του, όπου παρευρίσκονται η κόρη του Ελισάβετ, η κουνιάδα του Γιελένα και οι ανιψιοί του Tβρτκo Α΄ και Βουκ.

Μέχρι το 1314 τον Στέφανο Α΄ τον διαδέχθηκε ο Στέφανος Β΄, ο μεγαλύτερος γιος του από την Ελισάβετ. Αυτή εκδιώχτηκε από τη Βοσνία το 1314 και κατέφυγε στη Ραγκούσα με τα παιδιά της: τους Στέφανο Β΄, Βλαντίσλαβ, Νινόσλαβ (που απεβίωσε νέος) και Αικατερίνη (που παντρεύτηκε με ένα μέλος τού Οίκου των Νεμάντιτς της Ζαχλούμια). Ο Στέφανος Β΄ και ο Βλαντίσλαβ κατάφεραν να επαναβεβαιώσουν την κυριαρχία τής οικογένειας στη Βοσνία, νικώντας την οικογένεια Σούμπιτς το 1322. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ο Στέφανος Β΄ επέκτεινε το βασίλειο των Κοτρομάνιτς στα πιο απομακρυσμένα όρια που είχε ως τότε ("από τον ποταμό Σάβα μέχρι την παραλία και από τον Τσετίνα στον Δρίνα"), διπλασιάζοντας την επικράτεια της Βοσνίας. Παντρεύτηκε δύο ή τρεις φορές: με μία Βουλγάρα πριγκίπισσα, με την Ελισάβετ της Κουγιάβια και πιθανώς (πρώτα) με μία κόρη του Μάινχαρντ Α΄ κόμη του Όρτενμπουργκ. Άφησε δύο κόρες: την Ελισάβετ και την Αικατερίνη. [1] Ο γάμος της Ελισάβετ με τον βασιλιά Λουδοβίκο Α΄ της Ουγγαρίας το 1353 εξύψωσε τη δυναστεία Κοτρομάνιτς και ήταν η πιο διάσημη σύζευξη στην ιστορία της δυναστείας. [6] Ο γάμος της Αικατερίνης με τον κόμη Χέρμαν Α΄ κόμη του Τσέλιε ήταν επίσης δυναστικής σημασίας. Ο γιος του ζευγαριού, Χέρμαν Β΄, αναγνωρίστηκε ως κληρονόμος του βοσνιακού θρόνου το 1427, [1] και μέσω αυτού η δυναστεία Κοτρομάνιτς είναι προγονική των σημερινών βασιλέων της Ευρώπης. [7]

Βασιλεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Στέφανος Β΄ απεβίωσε τον Σεπτέμβριο του 1353. Ο αδελφός του Βλαντίσλαβ αποκλείστηκε από τη διαδοχή για άγνωστους λόγους και τον Στέφανο Β΄ τον διαδέχθηκε απευθείας ο Tβρτκο Α΄, ο γιος του Βλαντίσλαβ από τη Γιελένα Σούμπιτς. [8] Ο Τβρτκο Α΄ έχασε αρχικά ένα σημαντικό μέρος της κληρονομιάς του από τον Λουδοβίκο Α΄, που υποτίθεται ότι το είχε υποσχεθεί ως προίκα της Ελισάβετ [9] και καθαιρέθηκε για λίγο (το 1365-66) υπέρ του μικρότερου αδελφού του, Βουκ. [10] Ωστόσο μετά την αποκατάστασή του, η δύναμη του Tβρτκo Α΄ αυξανόταν σταθερά. Κατέκτησε ορισμένα απομεινάρια της Σερβικής αυτοκρατορίας και, αναφέροντας την καταγωγή του μέσω της γιαγιάς του Ελισάβετ από την δυναστεία Νεμάνιτς της Σερβίας (από την οποία είχαν εκλείψει τα άρρενα μέλη), στέφθηκε βασιλιάς το 1377. [11] Στη συνέχεια προχώρησε στην κατάκτηση μεγάλων τμημάτων της Σλαβονίας, της Δαλματίας και της ίδιας της Κροατίας. [1] Έχοντας καθιερώσει τη Βοσνία ως βασίλειο και έχοντάς την φέρει στη μεγαλύτερη έκτασή της στην ιστορία, ο Tβρτκo Α΄ αποκάλεσε τον εαυτό του "Θεού χάριτι βασιλιά της Ράσκια, της Βοσνίας, της Δαλματίας, της Κροατίας και του Πομόριε". [12] Μετά το τέλος της πρώτης του συζύγου, Δωροθέας των Στρατσίμιρ της Βουλγαρίας, ο Tβρτκo Α΄ διαπραγματευόταν μία συζυγική συμμαχία με την ανερχόμενη αυστριακή οικογένεια των Αψβούργων, αλλά το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε ποτέ λόγω του τέλους του στις 10 Μαρτίου 1391. [13]

Η βασιλική εξουσία αποδυναμώθηκε μετά το τέλος τού Tβρτκo Α΄, αλλά η συνέλευση (stanak) των Βοσνίων ευγενών, εξέλεγε σταθερά μέλη της οικογένειας Koτρομάνιτς στον θρόνο. Ο διάδοχος του Tβρτκo Α΄, Νταμπίσα (βασ. 1391–1395), πιθανότατα νόθος αδελφός ή πιθανώς εξάδελφος, που αναγνώρισε ως κληρονόμο του τον βασιλιά Σιγισμούνδο της Ουγγαρίας, γαμπρό της κόρης τού Στεφάνου Β΄, Ελισάβετ. Οι Βόσνιοι ευγενείς αρνήθηκαν να δεχτούν τον Σιγισμούνδο ως βασιλιά τους μετά το τέλος του Νταμπίσα στις 8 Σεπτεμβρίου 1395 και αντ' αυτού εξέλεξαν τη χήρα του Νταμπίσα, Ελένη Γκρούμπα. Ο Νταμπίσα και η σύζυγός του είχαν μία κόρη, τη Στάνα, η οποία είχε απογόνους. [1]

Ένα ανακατασκευασμένο παρεκκλήσιο στο Μπομπόβακ που στέγαζε έναν τάφο (σε θολωτή εσοχή) της βασιλικής οικογένειας Koτρομάνιτς.

Τον Απρίλιο του 1398 η Ελένη εκθρονίστηκε υπέρ του Oστόγια (βασ. 1398–1404, 1409-1418). Τα έγγραφα τον προσδιορίζουν συχνά ως Oστόγια Κρίστιτς, γεγονός που οδήγησε τους πρώτους ιστορικούς (συμπεριλαμβανομένου του Oρμπίνι) να ισχυριστούν, ότι δεν ήταν Koτρομάνιτς. Έχει γίνει αποδεκτό και επιβεβαιώνεται από ιστορικά έγγραφα, ότι οι Kριστίτσι ήταν ένας πλάγιος κλάδος της οικογένειας Koτρομάνιτς. Ο ίδιος ο Oστόια τόνισε, ότι αντλούσε το δικαίωμά του στο στέμμα της Βοσνίας από τη βασιλική καταγωγή του. Αμέσως αρνήθηκε την κοινή σύζυγό του, Βιτάκα, και νυμφεύτηκε την Κουγιάβα Ραντινόβιτς, μέλος μίας βόσνιας ευγενικής οικογένειας. Η σχέση του με τους μεγιστάνες, κυρίως τον Χρβόιε Βούκσιτς Χρβατίνιτς και τον Σαντάλι Χράνιτς Κοσάτσα, παρουσίαζε διακυμάνσεις. Το 1404 ο Oστόια εκθρονίστηκε από τους μεγιστάνες και αντικαταστάθηκε από τον Tβρτκο Β΄, έναν γιο τού Τβρτκο Α΄, του οποίου η νομιμότητα αμφισβητήθηκε. Ο Tβρτκo Β΄ βασίλευσε ως βασιλιάς μαριονέτα, έως ότου ο Oστόια αποκαταστάθηκε το 1409. Μία βίαιη σύγκρουση με τα πεθερικά του το 1415 οδήγησε τον Oστόια να αποκηρύξει και την Κουγιάβα. Η τρίτη σύζυγός του, Γιελένα Νελίπιτς, έφερε ένα σημαντικό μέρος της γης των Χρβατίνιτς στη βασιλική επικράτεια των Koτρομάνιτς το 1416. Ο Oστόια απεβίωσε το 1418, αφήνοντας έναν νόμιμο γιο από την Κουγιάβα, τον Στέφαν Οστόγιτς της Βοσνίας (βασ. 1418–1420) που τον διαδέχτηκε, και δύο νόθους γιους, τον Ραντιβόι και τον Τόμας. [1]

Ο Τβρτκο Β΄ (βασ. 1420–1443) καθαίρεσε τον Στέφαν Οστόγιτς το 1420, και ο τελευταίος φαίνεται να απεβίωσε στην εξορία λίγο αργότερα. Το 1424, η θέση του Tβρτκo Β΄ απειλήθηκε για λίγο από έναν συγγενή, που ονομαζόταν Βουκ Μπάνιτς, ο οποίος ερμηνεύτηκε είτε ως εγγονός (μέσω μίας κόρης που ονομάζεται Γκρουμπάκα) είτε ως άλλος νόθος γιος του Tβρτκο Α΄. Ένας άλλος υποψήφιος, από το 1433 έως το 1435, ήταν ο γιος του Oστόια, Ραντιβόι, που απολάμβανε την υποστήριξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παρά τους διεκδικητές αυτούς, ο Tβρτκο Β΄ αποκατέστησε σημαντικά τη βασιλική εξουσία και ενίσχυσε την οικονομία της Βοσνίας. Το 1427 τακτοποίησε τη διαδοχή στον Ούγγρο ευγενή Χέρμαν Β΄ κόμη του Τσέλιε, γιο του Χέρμαν Α΄ και της Αικατερίνης της Βοσνίας, και τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε την Ούγγρα ευγενή Δωροθέα Γκαράι. Έχοντας κυβερνήσει ως βασιλιάς περισσότερο από κάθε άλλον Κοτρομάνιτς, ο χήρος Tβρτκο Β΄ απεβίωσε άτεκνος το 1443. Είχε επιζήσει τού Χέρμαν Β΄, τού οποίου ο γιος Φρειδερίκος Β΄ δεν είχε καμία υποστήριξη στη Βοσνία. Ο ίδιος ο Tβρτκo Β΄ φαίνεται να ευνόησε τον νεότερο νόθο γιο τού Oστόια, Tόμας, ως κληρονόμο του. [1]

Η εκλογή του Τόμας (βασ. 1443–1461) στον θρόνο της Βοσνίας δεν έγινε δεκτή από τον Στιέπαν Βούκσιτς Κοσάτσα, τον μεγιστάνα που υποστήριξε τον Ραντιβόι. Η σύγκρουση επιλύθηκε το 1446 με τον γάμο του Τόμας -που πρόσφατα διαζεύχθηκε από μία λαϊκή γυναίκα η οποία ονομαζόταν Βογιάτσα- με την κόρη τού Kοσάτσα, Αικατερίνη Τομάσεβιτς, ενώ ο Ραντιβόι έλαβε ένα εισόδημα και νυμφεύτηκε την Ούγγρα ευγενή Αικατερίνη της Βελίτσα. Εκτός από τον Στεφάν Τομάσεβιτς, έναν γιο από τον πρώτο του γάμο, ο Τόμας είχε άλλα δύο παιδιά από τη δεύτερη σύζυγό του, τον Σιγισμούνδο και την Αικατερίνη Τομάσεβιτς. Η βασιλεία του σημείωσε αύξηση των εχθροπραξιών με το γειτονικό δεσποτάτο της Σερβίας και με τους Οθωμανούς. Οι πρώτες έληξαν το 1459, όταν ο Τόμας κανόνισε τον γάμο τού μεγαλύτερου γιου του, Στεφάν, με την Έλενα Μπράνκοβιτς, τη μεγαλύτερη κόρη του πρόσφατα αποθανόντος Σέρβου δεσπότη Λάζαρ. Ο Στεφά έγινε έτσι ο νέος δεσπότης της Σερβίας. Η βασιλεία του στη Σερβία διήρκεσε δύο μήνες και έληξε, όταν το δεσποτάτο κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς. [1]

Ο Στεφάν (βασ. 1461–1463) έγινε βασιλιάς της Βοσνίας από τον πατέρα του μετά το τέλος τού τελευταίου το 1461. Η βασιλεία του και στη Βοσνία συντομεύτηκε από μία Οθωμανική εισβολή την άνοιξη του 1463. Η οικογένεια Koτρομάνιτς σκορπίστηκε, προσπαθώντας να ξεφύγει από τη σύλληψη, διαφεύγοντας προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Ωστόσο, ο Στεφάν συνελήφθη, όπως και δύο γιοί τού Ραντιβόι (Tβρτκo και Γεώργιος). Και οι τρεις αποκεφαλίστηκαν παρουσία του Μωάμεθ Β΄ στα τέλη Μαΐου. Οι χήρες του βασιλιά Τόμας, του βασιλιά Στεφάν και ο Ραντιβόι διέφυγαν, αλλά τα αδέλφια του Στεφάν (Σιγισμουνδος και Αικατερίνη) αιχμαλωτίστηκαν και εξισλαμίστηκαν. Ένας άλλος γιος του Ραντιβόι, ο Mατίγια (Ματθαίος), λειτούργησε ως οθωμανός βασιλιάς-μαριονέτα της Βοσνίας (με εξουσία μόνο στην κοιλάδα του Λάσβα) από το 1465 έως το 1471. Ο Σιγισμούνδος, γιος του βασιλιά Τόμας, έγινε Οθωμανός πολιτικός και σαντζάκ-μπέης με το όνομα Ισάκ Μπέη Κράλογλου. Τελευταία φορά αναφέρεται το 1492 [1].

Η επικράτεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επικράτεια των Κοτρομάντς περί το 1412 με χρώμα λαδί, περιτριγυρισμένη από γαίες υποτελών στην οικογένεια.

Η επικράτεια (demesne) της οικογένειας Koτρομάνιτς βρισκόταν, ως επί το πλείστον, στην κεντρική Βοσνία, συμπεριλαμβανομένων πόλεων και ορυχείων όπως το Βισόκο, το Μπομπόβατς, το Σουτιέσκα, το Φογινίκα και το Kρεσέβo. Από το 1416 η επικράτειά τους περιελάμβανε επίσης γη, που προηγουμένως διοικείτο από την οικογένεια Χρβατίνιτς, κυρίως το Γιάισε, που ήταν η τελευταία έδρα της δυναστείας. [1]

Θρησκεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι περισσότεροι από τους ηγεμόνες Κοτρομάνιτς ήταν Ρωμαιοκαθολικοί, [14] αλλά ήταν εντελώς αδιάφοροι για τα άλλα δύο δόγματα, που ήταν ευρέως διαδεδομένα στο βασίλειό τους, δηλαδή τη Βοσνιακή Εκκλησία (Βογόμιλοι) και στη Ζαχλούμια την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. [15] Έκαναν επίσης γάμους με πιστές και των τριών δογμάτων. Ο μπαν Στέφανος Β΄ φαίνεται να ήταν Ορθόδοξος (όπως και η μητέρα του) το πολύ μέχρι το 1347, οπότε ασπάστηκε τον Καθολικισμό. [16] Ο Οστόγια ανήκε στη Βοσνιακή Εκκλησία, όπως και οι γιοι του. [17] Ο Τόμας εντάχθηκε στην Καθολική Εκκλησία, όπως φαίνεται αφού εγκατέλειψε τη Βοσνία, λίγο αφότου έγινε βασιλιάς. [14]

Παρά την ονομαστική προσκόλληση της οικογένειας στον Καθολικισμό, η πίστη έγινε σημαντική μόνο για τους δύο τελευταίους βασιλείς Κοτρομάνιτς, τον Τόμας και τον γιο του Στέφαν. Ο Τόμας ήταν ο πρώτος στη δυναστεία που έκανε θρησκευτικούς διωγμούς, μετά από πίεση από την Αγία Έδρα. [15] Ο Στέφαν από την άλλη πλευρά, ήταν ο πρώτος (και τελικά ο μοναδικός) βασιλιάς, του οποίου η στέψη έλαβε την παπική ευλογία. [1] Η τελευταία γνωστή γενιά της οικογένειας, δηλ. ο γιος του Τόμας (ο Σιγισμούνδος) και η κόρη του Αικατερίνη, εξισλαμίστηκαν μερικά χρόνια μετά τη σύλληψή τους από τους Οθωμανούς. [1]

Γενεαλογία του Οίκου των Κοτρομάνιτς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κοτρομάν
ΟΙΚΟΣ ΚΟΤΡΟΜΑΝΙΤΣ
άνδραςάνδρας
Πριγιέζντα Α΄
μπαν της Βοσνίας
ΝινόσλαβΡαντόνιαΟύγκριν
Στέφανος Α΄
μπαν της Βοσνίας
σύζ. Ελισάβετ της Σερβίας
Πριγιέζντα Β΄
μπαν της Βοσνίας
Βουκκόρη
σύζ. Μπομπόνιτς
Στέφανος Β΄
μπαν της Βοσνίας
σύζ.1.κόμισσα του Όρτενμπουργκ
2.Ελισάβετ της Κουγιάβια
Βλαντίσλαβ
μπαν της Βοσνίας
σύζ. Γιελένα Σούμπιτς
ΝινόσλαβΑικατερίνη
σύζ. Νεμάνιτς της Ζαχλούμια
(1) Αικατερίνη της Βοσνίας
σύζ. Χέρμαν Α΄
κόμης του Τσέλιε
(2) Ελισάβετ της Βοσνίας
σύζ. Λουδοβίκος Α΄
βασ. της Ουγγαρίας
ΟΙΚΟΣ ΚΑΠΕΤΙΔΩΝ-ΑΝΖΟΥ
Οστόγια
βασ. της Βοσνίας
σύζ.1.Βιτάτσα
2.Κουγιάβα Ραντινόβιτς
3.Γιελένα Νελίπιτς
Τβρτκο Α΄
βασ. της Βοσνίας
σύζ. Δωροθέα της Βουλγαρίας
Βουκ
μπαν της Βοσνίας
(νόθος)
Νταμπίσα
μπαν της Βοσνίας
σύζ. Ελένη Γκρούμπα
Χέρμαν Β΄
κόμης του Τσέλιε
Μαρία της Ουγγαρίας
σύζ. Σιγισμούνδος
βασ. Βοημίας, Γερμανίας
ΟΙΚΟΣ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ
(νόθος) Ραντιβόι
τιτ. βασ. της Βοσνίας
Στέφαν Οστόγιτς
βασ. της Βοσνίας
(νόθος) Τόμας
βασ. της Βοσνίας
σύζ.1.Βογιάτσα
2.Αικατερίνη Κοσάτσα
Τβρτκο Β΄
βασ. της Βοσνίας
σύζ. Δωροθέα Γκαράι
ΓκρουμπάκαΣτάνα
κυρία του Βελιάτσι
Φρειδερίκος Β΄
κόμης του Τσέλιε
Μπάρμπαρα του Τσέλιε
σύζ. Σιγισμούνδος
βασ. της Βοημίας, Γερμανίας
ΟΙΚΟΣ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ
Ματίγια (Ματθαίος) Σαμπάνσιτς
βασ. της Βοσνίας
(1) Στεφάν Τομάσεβιτς
βασ. της Βοσνίας,
δεσπότης της Σερβίας
σύζ. (Μαρία) Έλενα Μπράνκοβιτς
(2) (Σιγισμούνδος Τομάσεβιτς)
Ισάκ Μπέη Κράλογλου
σαντζάκ-μπέης
(2) Αικατερίνη ΤομάσεβιτςΒουκ ΜπάνιτςΒλαντάβα
σύζ. Γιουράι Ραντιβόιεβιτς
κύριος της Κράινα Μακαρέκα

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 1,12 1,13 1,14 1,15 Ćošković 2005.
  2. King Stephen III of Hungary did send a German knight to dethrone the Bosnian ruler Borić, his enemy, but the knight was Godfrey of Meissen.[1]
  3. 3,0 3,1 Ćirković 1964, σελ. 72.
  4. Prinz zu Isenburg 1960, σελ. 158.
  5. Ćirković 1964, σελ. 75.
  6. Ćirković 1964, σελ. 121.
  7. Šmid 2005.
  8. Fine 1994, σελ. 284–285.
  9. Ćirković 1964, σελ. 124.
  10. Fine 1994, σελ. 369.
  11. Ćirković 1964, σελ. 136-137.
  12. Ćirković 1964, σελ. 164.
  13. Ćirković 1964, σελ. 165.
  14. 14,0 14,1 Fine 1994, σελ. 582.
  15. 15,0 15,1 Fine 1994, σελ. 484.
  16. Fine 1994, σελ. 280.
  17. Fine 1994, σελ. 281.

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]