Δωροθέα Γκαράι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δωροθέα Γκαράι
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1410
Βούδα
ΘάνατοςΣεπτέμβριος 1438
Χώρα πολιτογράφησηςΒασίλειο της Ουγγαρίας
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΟυγγρικά
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΣύζυγοςΤβρτκο Β' της Βοσνίας
ΓονείςΙωάννης Γκαράι και Γιαντβίγκα της Μαζοβίας
ΟικογένειαΟίκος των Γκαράι
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Δωροθέα Γκαράι, Dorothy Garai, ουγγρικά: Garai Dorottya‎‎, σερβοκροατικά: Doroteja Gorjanska‎‎/Доретеја Горјанска (1410 - απεβ. μεταξύ 19 και 24 Σεπτεμβρίου 1438) ήταν μία Ουγγαρέζα ευγενής, που έγινε βασίλισσα της Βοσνίας μετά τον γάμο της με τον Tβρτκο Β΄ το 1428. Λειτούργησε ως προστάτιδα της τέχνης και άσκησε σημαντική επιρροή στον σύζυγό της, ιδιαίτερα στις σχέσεις του με εκκλησιαστικούς αξιωματούχους, γεγονός που της έδωσε μεγάλη φήμη στους μοναστικούς κύκλους. Ο γάμος ήταν αρμονικός, αλλά άτεκνος και συντομεύτηκε από το τέλος της στα είκοσί της χρόνια.

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Δωροθέα γεννήθηκε στον Οίκο των Γκαράι, μία εξαιρετικά ισχυρή ευγενή οικογένεια τού βασιλείου της Ουγγαρίας. Ήταν μία από τις κόρες του Ιωάννη Γκαράι, κόμη (istpán) της κομητείας Tέμες και κυβερνήτη (ban) της βοσνιακής περιοχής Oυσόρα. Ο Νικόλαος Α΄ και ο Νικόλαος Β΄ Γκαράι, πάππος και θείος της Δωροθέας αντίστοιχα, υπηρέτησαν ως παλατινοί (κόμητες) της Ουγγαρίας, υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι στο βασίλειο.[1][2] Η μητέρα της ήταν η Γιαντβίγκα των Πιαστ, κόρη του Σιεμόβιτ Δ΄ δούκα της Μαζοβίας.[2] Η Δωροθέα μπορεί να ήταν εξοικειωμένη με την ουγγρική βασιλική Αυλή λόγω οικογενειακών δεσμών, καθώς ο θείος της ήταν ο παλατινός (κόμης) και κουνιάδος του βασιλιά Σιγισμούνδου της Γερμανίας.[2]

Η Δωροθέα εμφανίζεται για πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του 1420, όταν διέμενε στη Ρωμαιοκαθολική Επισκοπή του Πετς και τότε είχε αποβιώσει ο πατέρας της.[2] Εκείνη την εποχή, ο βασιλιάς Tβρτκo Β΄ της Βοσνίας διαπίστωσε, ότι η αντίθεση των υποτελών του στους στενούς δεσμούς του με το γειτονικό βασίλειο της Ουγγαρίας έθετε τον θρόνο του σε κίνδυνο. Οι ευγενείς ανησυχούσαν, ότι η ουγγρική συμμαχία θα προκαλούσε επίθεση από τους Οθωμανούς και ότι οι Ούγγροι θα τον βοηθούσαν να εδραιώσει την εξουσία του σε βάρος τους. Ο Tβρτκo Β΄ απάντησε, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τη συμμαχία του με τους Ούγγρους. Ο Σιγισμούνδος του πρότεινε γάμο με τη Δωροθέα και ο Tβρτκo Β΄ δέχτηκε.[1]

Αρραβώνας και γάμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα φίδι που καταπίνει μια καρδιά είναι το οικόσημο της βασίλισσας Δωροθέας, όπως απεικονίζεται σε ένα τεχνούργημα, που βρέθηκε στο παρεκκλήσιο Μπομπόβατς.

Ωστόσο ο αρραβώνας δεν έλαβε αμέσως υποστήριξη από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, επειδή οι θρησκευτικές πεποιθήσεις του Tβρτκo Β΄ δεν ήταν αρκετά σαφείς. Παραδέχτηκε, ότι οι υπήκοοί του ήταν «επισφαλείς χριστιανοί», που συχνά άλλαζαν πίστη από την Καθολική Εκκλησία στην Εκκλησία της Βοσνίας (Βογόμιλοι) ή ακόμη και την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία και αντίστροφα, αλλά ο Tβρτκo Β΄ κατάφερε να διαλύσει τις αμφιβολίες για την πίστη του στον πάπα και ο γάμος προχώρησε.[2][3] Οι πηγές που αναφέρουν αυτές τις διαπραγματεύσεις γάμου, είναι επίσης οι μόνες, που αναφέρουν τη Δωροθέα ονομαστικά, γι' αυτό και οι ιστορικοί ήταν για πολύ καιρό απρόθυμοι να την αναγνωρίσουν ως σύζυγο τού Tβρτκo Β΄.[2]

Όλες οι πληροφορίες για τον βασιλικό γάμο προέρχονται από τα έγγραφα, που εκδόθηκαν από τα θεσμικά όργανα της Δημοκρατίας της Ραγκούσας: οι πατρίκιοι της Ραγκούσας ήθελαν να μάθουν όσο το δυνατόν περισσότερα για τη νύφη του βασιλιά της Βοσνίας. Η Δωροθέα έπρεπε να γίνει δεκτή από τον Tβρτκo Β΄ στο Mιλόντραζ στις 12 Ιουλίου 1428, αλλά η τελετή τού γάμου δεν φαίνεται να είχε γίνει πριν από τον Αύγουστο. Οι εορτές τού γάμου κράτησαν για ημέρες.[2] Πολλοί Βόσνιοι ευγενείς, συμπεριλαμβανομένου του μεγάλου δούκα Σαντάλγι Χράνιτς Κοσάτσα, αρνήθηκαν να παρευρεθούν, λόγω διαμαρτυρίας.[1] Οι εκπρόσωποι της Ραγκούσας στις 31 Ιουλίου ζήτησαν από τη νεαρή βασίλισσα να έρθει στο Ποντβισόκι για να λάβει δώρα, καθώς οι Ραγκούσιοι είχαν μία σημαντική εμπορική αποικία σε εκείνη την πόλη.[1] [4] Η νέα βασίλισσα μπορεί να συνόδευσε τον σύζυγό της στην επίσκεψή του στην έδρα της οικογένειας Kοσάτσα στο Μπλάγκαγι, με σκοπό να επιδιορθώσει τις σχέσεις μεταξύ τού υποτελή και του επικυρίαρχου, την άνοιξη του 1429.[2]

Βασίλισσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως βασίλισσα, η Δωροθέα φαίνεται να ήταν και πολιτικά ενεργή και προστάτιδα της τέχνης. Οι αρχές της Ραγκούσας απευθύνθηκαν στη βασίλισσα, αλλά και στον βασιλιά και προσπάθησαν να την κολακεύσουν στέλνοντας ακριβά δώρα και τονίζοντας τις παραδοσιακά στενές σχέσεις της οικογένειάς της με τη Δημοκρατία. Την επικαλέστηκαν συγκεκριμένα το 1432, όταν ζήτησαν να εξοριστεί η ληστρική οικογένεια ευγενών Λγιουμπιμπράτιτς. Η έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα στη βασιλική Αυλή στο Μπομπόβατς κατά τη διάρκεια της βασίλισσας της Δωροθέας συνδέεται είτε με την ίδια προσωπικά, είτε με την επιθυμία του Tβρτκo Β΄ να την ευχαριστήσει.[2]

Το 1432 ο πάπας Ευγένιος Δ΄ έστειλε τον Άγιο Ιάκωβο των Οδοιπορειών να μεταρρυθμίσει την Φραγκισκανική Επαρχία της Βόσνα Σρεμπρένα και να εξαλείψει τη Βοσνιακή Εκκλησία. Έγινε εφημέριος και εξουσιοδοτήθηκε πλήρως ως ιεροεξεταστής της Βοσνίας το 1435 και παρέμεινε στο βασίλειο για άλλα τέσσερα χρόνια. Η επιθετική προσέγγισή του στη Βοσνιακή Εκκλησία αντιτάχθηκε σθεναρά από τον βασιλιά Tβρτκo Β΄, αλλά φαίνεται ότι ο κύριος εχθρός του ήταν η βασίλισσα. Οι διαφορές τους ήταν τέτοιες, που η Δωροθέα, «αυτή η κακιά γυναίκα», κατηγορήθηκε ότι προσπάθησε να δολοφονήσει τον Ιάκωβο σε πολλές περιπτώσεις, αλλά αυτός σωζόταν από διάφορα θαύματα. Φέρεται ότι τελικά κουράστηκε να προσπαθεί να τον ξεφορτωθεί και αντ' αυτού έκανε ειρήνη με τον ιεροεξεταστή. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εγκρίθηκε ο γάμος της με τον Tβρτκo Β΄ δεν αφήνουν χώρο για αμφιβολίες σχετικά με την πίστη της στην Καθολική Εκκλησία και οι κατηγορίες φαίνονται επομένως αβάσιμες. Ωστόσο, δείχνουν ότι είχε μεγάλη επιρροή στη θρησκευτική πολιτική τού συζύγου της.[3]

Το τέλος και απόγονοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανακατασκευασμένο παρεκκλήσιο στο Μπομπόβατς, που αρχικά κτίστηκε πιθανότατα για τη βασίλισσα Δωροθέα.

Ο γάμος της Δωροθέας και του Tβρτκo Β΄ έγινε σίγουρα για πολιτικούς λόγους, αλλά οι αναφορές των Ραγκουσίων για τους γάμους τους και το τέλος της, που έλαβε χώρα μεταξύ 19 και 24 Σεπτεμβρίου 1438, δείχνουν ότι ο βασιλιάς είχε γνήσια στοργή για τη σύζυγό του. Τάφηκε στο παρεκκλήσιο του Μπομπόβατς, που πιθανότατα είχε κτιστεί για εκείνη. Παρά τα προβλήματα διαδοχής, ο χήρος βασιλιάς δεν ξανανυμφεύτηκε και τάφηκε δίπλα της πέντε χρόνια αργότερα. Έκτοτε ο τάφος της λεηλατήθηκε. Ανθρωπολογικές έρευνες δείχνουν, ότι ήταν στα είκοσί της όταν απεβίωσε.[2]

Δεν είναι ξεκάθαρο αν η Δωροθέα είχε παιδιά. Οι πηγές δεν αναφέρουν κάποιον απόγονο τού Τβρτκο Β΄ και της Δωροθέας, οπότε γενικά θεωρείται ότι το ζευγάρι ήταν άτεκνο. Ωστόσο οι αρχαιολογικές ανασκαφές τον 20ό αι. οδήγησαν στην ανακάλυψη ενός παιδικού τάφου ανάμεσα στους τάφους του Tβρτκo Β΄ και της Δωροθέας, υποδεικνύοντας ότι μπορεί να είχαν ένα παιδί, που απεβίωσε λίγο μετά τη γέννησή του.[2][5]

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παντρεύτηκε τον Τβρτκο Β΄ των Κοτρομάνιτς βασιλιά της Βοσνίας. Μάλλον είχαν ένα τέκνο, που απεβίωσε νωρίς.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Van Antwerp Fine, John (1994), The Late Medieval Balkans: A Critical Survey from the Late Twelfth Century to the Ottoman Conquest, University of Michigan Press, σελ. 473, ISBN 0472082604 
  2. 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 2,10 Anđelić, Pavao (1973), Bosanska kraljica Doroteja Gorjanska, Glasnik Zemaljskog muzeja Bosne i Hercegovine u Sarajevu 
  3. 3,0 3,1 John Van Antwerp Fine, The Bosnian Church: Its Place in State and Society from the Thirteenth to the Fifteenth Century, Saqi in association with The Bosnian Institute, 2007
  4. Pavo Živković, Tvrtko II Tvrtković: Bosna u prvoj polovini xv stoljeća, Institut za istoriju u Sarajevu, 1981
  5. Živković, Pavo (1981). Tvrtko II Tvrtković: Bosna u prvoj polovini xv stoljeća (στα Σερβοκροατικά). Sarajevo: Institut za istoriju. σελίδες 124–125. ISBN 0-472-08260-4.