Μάνγκο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτό το λήμμα αφορά το φρούτο. Για το φυτό, δείτε: Μανγκοφόρος.
Καρποί μάνγκο.

Το Μάνγκο ή φρούτο της καρδιάς ή καρδόγια[1] είναι ο καρπός του αειθαλούς καρποφόρου δέντρου με την πυκνή κόμη του γένους Μανγκοφόρος (Mangifera). Τα φύλλα του είναι βαθυπράσινα και δερματώδη ενώ τα άνθη μικρά, αρωματικά και κιτρινωπά. Το μάνγκο είναι ένα χυμώδες πυρηνόκαρπο φρούτο και παράγεται από πολυάριθμα τροπικά καρποφόρα δέντρα, τα οποία καλλιεργούνται κυρίως για τα βρώσιμα φρούτα τους. Οι καρποί τους είναι χυμώδεις, σφαιρικοί ή ωοειδείς και μπορεί να ζυγίζουν έως και τα 500 γρ. Σε ορισμένα δέντρα υπάρχει η τάση να καρποφορούν χρόνο παρά χρόνο, με ασυνήθιστα καλή παραγωγή. Το κάθε δέντρο δύναται να παραγάγει ανά σοδειά έως και 1000 καρπούς μάνγκο.[2]

Η πλειονότητα αυτών των ειδών βρίσκονται στη φύση ως άγρια μάνγκο. Όλα ανήκουν στα ανθοφόρα φυτά της οικογένειας των Ανακαρδιοειδών (Anacardiaceae). Το μάνγκο προέρχεται από τη Νότια και τη Νοτιοανατολική Ασία, από όπου έχει εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο για να γίνει ένα από τα πιο καλλιεργούμενα φρούτα στους τροπικούς. Η υψηλότερη συγκέντρωση του γένους Μανγκοφόρος (Mangifera) βρίσκεται στην Ινδία.[3]

Άνθη μάνγκο σε δέντρο στη Σρι Λάνκα.

Ενώ άλλα είδη Mangifera (π.χ. το χορς μάνγκο (Μ. foetida) Μ. η δυσώδης) καλλιεργούνται επίσης σε μια πιο τοπική βάση, η Μ. η ινδική (Mangifera indica) γνωστή ως το «κοινό μάνγκο» ή το «Ινδικό μάνγκο», είναι το μόνο ευρέως καλλιεργούμενο δέντρο μάνγκο σε πολλές τροπικές και υποτροπικές περιοχές. Προέρχεται από την Ινδική υποήπειρο (σημερινή Ινδία και Πακιστάν) και τη Μιανμάρ.[3][4]

Είναι το εθνικό φρούτο της Ινδίας, του Πακιστάν και των Φιλιππίνων και το εθνικό δέντρο του Μπανγκλαντές.[5] Σε αρκετές κουλτούρες, τα φρούτα και τα φύλλα του, χρησιμοποιούνται σε τελετουργικούς ανθοστολισμούς γάμων, σε δημόσιες γιορτές και σε θρησκευτικές τελετές.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άγουρα μάνγκο.

Το μάνγκο είναι το μεγαλύτερο οπωροφόρο δένδρο στον κόσμο, ικανό να φθάσει σε ύψος τα 35-40 μέτρα (115–131 πόδια), με μέση ακτίνα τα 10 μέτρα (33 πόδια).[6] Τα δέντρα είναι μακρόβια, καθώς ορισμένα δείγματα εξακολουθούν να φέρουν καρπούς μετά και από 300 χρόνια. Συνήθως η καρποφορία ξεκινά τον 4ο με 6ο χρόνο από την φύτευσή του και η παραγωγή μειώνεται όταν το δέντρο είναι περίπου 40 ετών.[2] Σε βαθιά εδάφη, η κύρια ρίζα κατεβαίνει σε βάθος 6 μέτρων (20 ποδών), με άφθονη, ευρεία εξάπλωση ριζών τροφοδοσίας, το δέντρο αποστέλλει επίσης τις πολλές ρίζες αγκίστρωσης, που διεισδύουν αρκετά μέτρα εντός του εδάφους. Τα φύλλα είναι άφθονα, εναλλασσόμενα, δερματώδη, γυαλιστερά βαθυπράσινα, λογχοειδή, έως 30 εκ. (12 ίντσες), μυτερά στις άκρες τους και αρωματικά όταν τριφτούν. Όταν τα φύλλα είναι νέα, είναι πορτοκαλί-ροζ, ταχέως μεταβαλλόμενα σε ένα σκούρο, γυαλιστερό κόκκινο, στη συνέχεια και καθώς ωριμάζουν, σε σκούρο πράσινο.[7] Τα άνθη παράγονται σε τερματικές φούντες 10-40 εκ (3.9 έως 15.7 in) μάκρος. Κάθε λουλούδι είναι μικρό και άσπρο με πέντε πέταλα 5-10 χιλ. (0,20 έως 0,39 in) μακριά, με μια ήπια, γλυκιά οσμή που υποδηλώνει κρίνο της κοιλάδας. Πάνω από 400 ποικιλίες των μάνγκο είναι γνωστές, πολλές από τις οποίες ωριμάζουν το καλοκαίρι, ενώ ορισμένες δίνουν διπλή σοδειά.[8] Για να ωριμάσει ο καρπός, χρειάζεται τρεις έως έξι μήνες. Εάν ο καρπός κοπεί ανώριμος, τότε δεν θα αναπτυχθεί η καλύτερή του γεύση, η ωρίμανσή του όμως, θα συνεχιστεί και μετά τη συγκομιδή.[2]

Το ώριμο φρούτο διαφέρει σε μέγεθος και χρώμα. Οι καλλιέργειες διαφέρουν ποικιλοτρόπως σε κίτρινες, πορτοκαλί, κόκκινες, ή πράσινες και φέρουν ένα ενιαίο στενόμακρο πεπλατυσμένο κέλυφος το οποίο μπορεί να είναι ινώδες ή τριχωτό στην επιφάνεια και το οποίο δεν διαχωρίζεται εύκολα από τον πολτό. Τα ώριμα, μη αποφλοιωμένα μάνγκο αναδύουν ένα διακριτικό ρητινώδες, γλυκό άρωμα. Μέσα στο κέλυφος (πάχους 1-2 χιλ.) υπάρχει μια λεπτή επένδυση η οποία καλύπτει ένα μεμονωμένο σπόρο (μήκους 4-7 χιλ.). Ο σπόρος περιέχει το έμβρυο φυτό. Τα μάνγκο έχουν «απείθαρχους» σπόρους, οι οποίοι δεν επιβιώνουν στην κατάψυξη και στην ξήρανση.[9]

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πράσινα μάνγκο.

Η λέξη μάνγκο προέρχεται από την Αγγλική λέξη mango (πληθυντικός mangoes ή mangos) και πηγάζει πάνω από 4000 χρόνια από τη λέξη mann της γλώσσας των Χίντι (η επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας της Ινδίας) που σημαίνει καρδιά ή από τη λέξη māṅṅa της γλώσσας των Μαλαγιάλαμ (η Δραβιδιανή γλώσσα του ινδικού κρατιδίου της Κεράλα, που είναι στενά συνδεδεμένη με τα Ταμίλ) μέσω της Πορτογαλικής λέξης «μάνγκα» ("manga") κατά τη διάρκεια του εμπορίου των μπαχαρικών με την Κεράλα το 1498.[10][11][1]

Πρώτη καταγεγραμμένη μαρτυρία της λέξης σε ευρωπαϊκή γλώσσα ήταν ένα κείμενο γραμμένο από τον Ludovico di Varthema στα ιταλικά το 1510, ως "manga". Οι πρώτες καταγεγραμμένες εμφανίσεις σε γλώσσες όπως τα γαλλικά και τα μετακλασικά λατινικά εμφανίζονται να είναι μεταφράσεις από αυτό το κείμενο στην ιταλική γλώσσα. Η προέλευση του τελικού "-o" στα αγγλικά είναι ασαφής.[12] Το μάνγκο αναφέρεται επίσης από τον Hendrik van Rheede, τον Ολλανδό διοικητή του Μαλαμπάρ (Malabar) (Βόρεια Κεράλα) στο βιβλίο του Hortus Malabaricus, μια επιτομή των φυτών του Μαλαμπάρ με βάση την οικονομική και την φαρμακευτική τους αξία, που δημοσιεύθηκε το 1678.[13] Όταν τα μάνγκο εισήχθησαν για πρώτη φορά στις αμερικανικές αποικίες στα μέσα του 17ου αι, έπρεπε να γίνουν τουρσί λόγω της έλλειψης ψύξης. Και άλλα φρούτα επίσης που γίνονταν τουρσί κατέληξαν να αποκαλούνται «μάνγκο», ειδικά οι πιπεριές φούσκες και από τον 18ο αιώνα η λέξη "mango" έγινε ένα ρήμα που σημαίνει «τη διατήρηση».[14]

Καλλιέργεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα μάνγκο καλλιεργούνται στη Νότια Ασία για χιλιάδες χρόνια και φτάσανε στην Ανατολική Ασία μεταξύ του 5ου και 4ου αι π.Χ.[15] Η καλλιέργειά του στην Ανατολική Αφρική (Κένυα, Ουγκάντα, Τανζανία), ξεκίνησε κατά το 10ο αι μ.Χ.[15] Ο Μαροκινός ταξιδιώτης του 14ου αι Ιμπν Μπαττούτα (Ibn Battuta) το ανέφερε στο Μογκαντίσου.[16] Η καλλιέργειά του ήρθε αργότερα στη Βραζιλία, τις Δυτικές Ινδίες και το Μεξικό, όπου το κατάλληλο κλίμα, επέτρεψε την ανάπτυξή του.[15] Το μάνγκο πλέον καλλιεργείται στα περισσότερα τροπικά και θερμότερα υποτροπικά κλίματα που δεν έχουν παγετό. Σχεδόν το ήμισυ της παραγωγής των μάνγκο παγκοσμίως, καλλιεργούνται αποκλειστικά στην Ινδία, με τη δεύτερη μεγαλύτερη πηγή παραγωγής να είναι στην Κίνα.[17][18][19] Τα μάνγκο καλλιεργούνται επίσης στην Ανδαλουσία της Ισπανίας (κυρίως στην επαρχία της Μάλαγα), καθώς το παράκτιο υποτροπικό της κλίμα είναι ένα από τα λίγα μέρη στην ηπειρωτική Ευρώπη, που επιτρέπει την ανάπτυξη των τροπικών φυτών και οπωροφόρων δέντρων. Οι Κανάριοι Νήσοι είναι άλλη μια αξιόλογη Ισπανική παραγωγός του καρπού. Επίσης από το 2015 και έπειτα συστηματικές καλλιέργιες υπάρχουν και στην Ελλάδα στα νησιά Κρήτη, Ρόδο και Πάρο. Άλλοι καλλιεργητές υπάρχουν στη Βόρεια Αμερική (στη Νότια Φλόριντα και στη Καλιφόρνια, στην κοιλάδα Coachella), Νότια και Κεντρική Αμερική, την Καραϊβική, τη Χαβάη, τη Νότια, Δυτική και την Κεντρική Αφρική, την Αυστραλία, την Κίνα, το Πακιστάν, το Μπανγκλαντές και τη Νοτιοανατολική Ασία. Αν και η Ινδία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός των μάνγκο, αντιπροσωπεύει ποσοστό λιγότερο από το 1% του διεθνούς εμπορίου μάνγκο. Η Ινδία καταναλώνει το μεγαλύτερο μέρος της δικής της παραγωγής.[20]

Οι 12 κυριότεροι παραγωγοί Μάνγκο - 2005
σε εκτάρια (104 μ2)
Ινδία 1.600.000
Κίνα 433.600
Ταϊλάνδη 285.000
Ινδονησία 273.440
Μεξικό 173.837
Φιλιππίνες 160.000
Πακιστάν 151.500
Νιγηρία 125.000
Γουινέα 82.000
Βραζιλία 68.000
Βιετνάμ 53.000
Μπανγκλαντές 51.000
Παγκόσμια παραγωγή 3.870.200
Πηγή:
UN Food & Agriculture Organisation

(FAO)[1]

Πολλές εμπορικές καλλιεργούμενες ποικιλίες, μπολιάζονται με το σκληραγωγημένο στο κρύο ρίζωμα, της ποικιλίας μάνγκο «Gomera-1» που προέρχεται από την Κούβα. Το ριζικό του σύστημα είναι καλά προσαρμοσμένο για ένα παράκτιο μεσογειακό κλίμα.[21] Πολλές από τις 1000 και πλέον ποικιλίες, καλλιεργούνται εύκολα με τη χρήση εμβολιασμένων δενδρυλλίων, που κυμαίνονται από το «τερπεντάιν μάνγκο» (turpentine mango) (το όνομά του οφείλεται από την έντονη γεύση τερεβινθίνης (νεφτιού))[22]) έως το «χουέβος ντε τόρο» (huevos de toro) (σημαίνει αυγά του ταύρου, αναφερόμενο εγκωμιαστικά στο σχήμα και το μέγεθος των όρχεων του ταύρου). Οι ποικιλίες του νάνου ή του μισονάνου χρησιμεύουν ως καλλωπιστικά φυτά και μπορούν να αναπτυχθούν σε γλάστρες.

Μία μεγάλη ποικιλία από ασθένειες μπορούν να πλήξουν τα μάνγκο.

Συνθήκες ανάπτυξης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δέντρα μάνγκο με καθαρό ουρανό στο φόντο
Περιβόλι με Μάνγκο στο Μουλτάν, Πακιστάν.

Τα μάνγκο Mangifera indica ορισμένες φορές, φυτρώνουν με επιτυχία και στις εύκρατες περιοχές, όμως ένα ηλιόλουστο, προφυλαγμένο περιβάλλον είναι απαραίτητο. Θα πρέπει να προστατεύονται από τους ψυχρούς ανέμους και μπορούν να ανεχθούν τους παγετούς από τη στιγμή που έχουν ριζώσει καλά. Παρά το γεγονός ότι το ίδιο το δέντρο μπορεί να αναπτυχθεί σε κάτω από λιγότερο από άριστες κλιματολογικές συνθήκες, οι απαιτήσεις του για την παραγωγή καρπών είναι πιο απαιτητικές. Για την καλή παραγωγή των φρούτων, είναι απαραίτητα τουλάχιστον 600 χιλ βροχής ανά έτος, αλλά είναι σημαντικό να έχουν ξηρές καιρικές συνθήκες κατά τη διάρκεια της ανθοφορίας και στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης του καρπού. Γι'αυτό το λόγο, όταν αναπτύσσονται μάνγκο σε πιο ψυχρές περιοχές, οι καλές σοδειές συχνά περιορίζονται από τις υπερβολικές βροχοπτώσεις της άνοιξης.[2]

Δέντρο μάνγκο σε πλήρη ανθοφορία στην Κεράλα, Ινδία.

Καλλιεργητικές ποικιλίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα μάνγκο «Αλφόνσο» ("Alphonso") ονομάστηκαν έτσι από τον Afonso de Albuquerque, που συνέστησε τον καρπό στη Γκόα (Goa).
Κοντινή λήψη από ένα κλαδί μάνγκο του δέντρου «Αλφόνσο» που φέρει άνθη και ανώριμους καρπούς, DeogadDevgad), Μαχαράστρα, Valsad-Γκουτζαράτ, Ινδία.

Υπάρχουν πολλές εκατοντάδες ονοματισμένων καλλιεργειών μάνγκο. Στα περιβόλια των μάνγκο, οι διάφορες ποικιλίες συχνά διασταυρώνονται για τη βελτίωση της επικονίασης. Πολλές επιθυμητές ποικιλίες είναι μονοεμβρυονικές (monoembryonic) και πρέπει να πολλαπλασιαστούν με εμβολιασμό (μπόλιασμα) άλλως, δεν αναπαράγονται σωστά. Μια κοινή μονοεμβρυονική (monoembryonic) ποικιλία είναι η «Αλφόνσο», που αποτελεί ένα σημαντικό εξαγώγιμο προϊόν, θεωρούμενο ως «ο βασιλιάς των μάνγκο».[23]

Ποικιλίες που υπερέχουν σε ένα κλίμα, μπορεί να αποτύχουν κάπου αλλού. Για παράδειγμα, οι ινδικές ποικιλίες όπως η "Julie", μια παραγωγική ποικιλία στη Τζαμάικα, απαιτεί ετήσια μυκητοκτόνα θεραπεία, για να ξεφύγει από την θανατηφόρα ασθένεια των μυκήτων ανθράκνωσης (anthracnose) στη Φλόριντα. Τα ασιατικά μάνγκο είναι ανθεκτικά στην ανθράκνωση (anthracnose).

Η τρέχουσα παγκόσμια αγορά κυριαρχείται από την ποικιλία "Tommy Atkins", ένα δενδρύλλιο του "Haden" που πρωτοκάρπισε το 1940, στη νότια Φλόριντα. Αρχικά, είχε απορριφθεί από τους εμπορικούς ερευνητές της Φλόριντα.[24] Για παράδειγμα, το 80% των μάνγκο στα σούπερ μάρκετ του Ηνωμένου Βασιλείου είναι "Tommy Atkins". Παρά την ινώδη σάρκα του και μοναδικής ωραίας γεύσης, οι καλλιεργητές σε όλο τον κόσμο έχουν αγκαλιάσει την ποικιλία για την εξαιρετική της παραγωγικότητα, την ανθεκτικότητά της στις ασθένειες, τη μεγάλη διάρκεια ζωής (στα ράφια), τη δυνατότητα μεταφοράς, το μέγεθος και το ελκυστικό της χρώμα.

Οι ποικιλίες μάνγκο «Αλφόνσο», "Benishaan" και «Κέσαρ» είναι δημοφιλής στις πολιτείες της νότιας Ινδίας, ενώ η ποικιλία "Chaunsa", μεταξύ άλλων, είναι δημοφιλής στις βόρειες πολιτείες (της Ινδίας) και το Πακιστάν.

Οι αγορές στη Γουατεμάλα πωλούν μια ποικιλία που ονομάζεται «μάνγκο de leche» που είναι πιο ρητινώδης εξωτερικά και εσωτερικά.

Σε γενικές γραμμές, τα ώριμα μάνγκο έχουν ένα πορτοκαλί-κίτρινο ή κοκκινωπό φλοιό και είναι ζουμερά στο φάγωμα, ενώ τα εξαγώγιμα φρούτα συχνά επιλέγονται όταν είναι πράσινα με πράσινες φλούδες. Μολονότι παράγουν αιθυλένιο (ethylene) όσο ωριμάζουν, τα ανώριμα εξαγώγιμα μάνγκο δεν έχουν την ίδια ή χυμώδη γεύση όπως οι φρέσκοι καρποί.

Όπως και στα άλλα πυρηνόκαρπα, τα μάνγκο εμφανίζονται σε δυο ποικιλίες: σε αυτά των οποίων διαχωρίζεται σχετικά εύκολα η σάρκα από τον πυρήνα (κουκούτσι) και στα συμπύρηνα, σε αυτά δηλ. των οποίων ο πυρήνας είναι προσκολλημένος στον καρπό.

Παραγωγή και κατανάλωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας του των Ηνωμένων Εθνών, προβλέπει το 2012, τη παγκόσμια παραγωγή μάνγκο σε 42 εκατομμύρια μετρικούς τόνους (βλ. παρακάτω πίνακα). Η Ινδία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός του μάνγκο με το 36% της παγκόσμιας παραγωγής.

Κορυφαίοι παραγωγοί μάνγκο, μαγγουστών και γκουάβα κατά το 2012
Χώρα Παραγωγή σε εκατομμύρια τόνων
Ινδία Ινδία
15,25
Κίνα Κίνα
4,40
Ταϊλάνδη Ταϊλάνδη
2,65
Ινδονησία Ινδονησία
2,38
Πακιστάν Πακιστάν
1,95
Μεξικό Μεξικό
1,76
Βραζιλία Βραζιλία
1,18
Παγκόσμιο σύνολο
42,14
Source: UN FAOSTAT [25]

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα μάνγκο είναι γενικά γλυκά, αν και η γεύση και η υφή της σάρκας διαφέρει μεταξύ των ποικιλιών, μερικά έχουν μαλακή, πλαδαρή υφή παρόμοια με το υπερώριμο δαμάσκηνο, ενώ άλλα είναι πιο σφριγηλά, όπως το πεπόνι ή το αβοκάντο και μερικά μπορούν να έχουν ινώδη υφή. Το δέρμα των άγουρων μάνγκο, ως τουρσί ή ως μαγειρεμένων μάνγκο μπορεί να καταναλωθεί, αλλά έχει τη δυνατότητα, σε ευαίσθητα άτομα, να προκαλέσει δερματίτιδα όταν έρθουν σε επαφή με τα χείλη, τα ούλα ή τη γλώσσα.

Μαγειρική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το στυλ «σκαντζόχοιρος» είναι μια μορφή προετοιμασίας του μάνγκο.

Τα μάνγκο χρησιμοποιούνται ευρέως στη μαγειρική. Τα ξινά, άγουρα μάνγκο χρησιμοποιούνται σε chutneys, athanu, τουρσιά,[26] συνοδευτικά πιάτα, ή μπορεί να φαγωθούν ωμά με αλάτι, τσίλι, ή σάλτσα σόγιας. Ένα καλοκαιρινό ρόφημα που ονομάζεται aam panna προέρχεται από το μάνγκο. Πολτός μάνγκο σε ζελέ ή μαγειρεμένος με κόκκινα ρεβίθια dhal και πράσινες πιπεριές μπορεί να σερβιριστεί με μαγειρεμένο ρύζι. Το mango lassi είναι δημοφιλές σε όλη τη Νότια Ασία,[27] που παρασκευάζεται με την ανάμειξη ώριμων μάνγκο ή πολτού μάνγκο με βουτυρόγαλο και ζάχαρη. Τα ώριμα μάνγκο χρησιμοποιούνται επίσης για να γίνουν κάρυ. Το aamras είναι ένας δημοφιλής παχύς χυμός μάνγκο με ζάχαρη ή γάλα και καταναλώνεται με chapatis ή pooris. Ο πολτός από ώριμα μάνγκο, επίσης χρησιμοποιείται για να γίνει μια μαρμελάδα που ονομάζεται mangada. Το andhra aavakaaya είναι ένα τουρσί που παρασκευάζεται από νωπά, άγουρα, πλαδαρά και ξινά μάνγκο, που αναμιγνύεται με τη σκόνη τσίλι, σπόρους fenugreek, σκόνη μουστάρδας, αλάτι και φυστικέλαιο. Το μάνγκο χρησιμοποιείται επίσης στο Andhra Pradesh για να κάνουν τις προετοιμασίες του Dahl. Οι κάτοικοι του Gujarat χρησιμοποιούν τα μάνγκα για να κάνουν chunda (μια τριμμένη λιχουδιά μάνγκο).

Τα μάνγκο χρησιμοποιούνται σε κομπόστες, όπως moramba, amchur (αποξηραμένα και κονιοποιημένα άγουρα μάνγκο) και τουρσιά, συμπεριλαμβανομένου ενός πικάντικου τουρσί μουστάρδας λαδιού και αλκοόλ. Τα ώριμα μάνγκο συχνά κόβονται σε λεπτές στρώσεις, αποξηραίνονται, διπλώνονται και στη συνέχεια κόβονται. Αυτές οι μπάρες είναι παρόμοιες με τις μπάρες των αποξηραμένων φρούτων γκουάβα που διατίθενται σε ορισμένες χώρες. Ο καρπός προστίθεται επίσης σε προϊόντα δημητριακών όπως το μούσλι (muesli) και τη βρώμη granola. Στη Χαβάη, τα μάνγκο συχνά διατίθενται απανθρακωμένα.

Τα άγουρα μάνγκο μπορεί να καταναλωθούν με bagoong (ειδικά στις Φιλιππίνες), σάλτσα ψαριών ή με μια πρέζα αλάτι. Αποξηραμένες λωρίδες από γλυκά ώριμα μάνγκο (μερικές φορές σε συνδυασμό με ταμαρίνδο χωρίς κουκούτσια που σχηματίζουν το mangorind) είναι επίσης δημοφιλή. Τα μάνγκο μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να γίνουν χυμός, νέκταρ μάνγκο και ως σημαντικό αρωματικό συστατικό σε παγωτά και sorbetes.

Χυμός μάνγκο προσφέρεται σε εστιατόριο στο Πατόνγκ, Πουκέτ, Ταϊλάνδη.

Το μάνγκο χρησιμοποιείται για την παρασκευή χυμών, smoothies, παγωτών, μπάρες φρούτων, raspados (πληθ. Μεξικανικής γρανίτας), aguas frescas, πίτες και γλυκιά σάλτσα τσίλι ή να αναμιχθεί με chamoy (μια γλυκιά και πικάντικη πάστα τσίλι). Είναι δημοφιλές, ένα ξύλινο ραβδί βυθισμένο σε ζεστή σκόνη τσίλι και αλάτι ή ως το κύριο συστατικό σε συνδυασμούς φρέσκων φρούτων. Στην Κεντρική Αμερική, το μάνγκο είτε τρώγεται πράσινο αναμεμιγμένο με αλάτι, ξύδι, μαύρο πιπέρι και καυτερή σάλτσα ή ώριμο σε διάφορες μορφές. Τα ψημένα με αλεσμένο σπόρο κολοκύθας (πεπίτα), με λάιμ (lime) και αλάτι, τρώγονται με πράσινα μάνγκο. Κομμάτια μάνγκο μπορούν να πολτοποιηθούν σε πουρέ και να χρησιμοποιηθούν ως επικάλυμμα στο παγωτό ή αναμεμιγμένο με γάλα και πάγο σαν μίλκσεϊκ (milkshake). Γλυκό κολλώδες ρύζι, αρωματισμένο με καρύδα και σερβιρισμένο με φέτες μάνγκο, τρώγεται σαν επιδόρπιο. Σε άλλα μέρη της Νοτιοανατολικής Ασίας, τα μάνγκο μαρινάρονται με σάλτσα ψαριού και ξύδι ρυζιού. Πράσινα μάνγκο μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε σαλάτα μάνγκο, με σάλτσα ψαριού και αποξηραμένες γαρίδες. Το μάνγκο με συμπυκνωμένο γάλα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επικάλυμμα γρανιτών (shaved ice).

Συστατικά τροφίμων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θρεπτικά συστατικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ενεργειακή αξία ανά μερίδα των 100g (3.5 oz) του κοινού μάνγκο είναι 250kJ (60kcal) και αυτή του μάνγκο μήλου είναι ελαφρώς υψηλότερη (79kcal ανά 100g). Το νωπό μάνγκο περιέχει μια ποικιλία θρεπτικών συστατικών, αλλά μόνο η βιταμίνη C και το φυλλικό οξύ είναι σε σημαντικές ποσότητες από την Ημερήσια Τιμή έως 44% και 11% αντιστοίχως.[28][29]

Φυτοχημικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλά φυτοχημικά υπάρχουν στη φλούδα και στον πολφό του μάνγκο, όπως τριτερπένια (triterpene), λουπεόλη (lupeol) η οποία είναι υπό τη βασική έρευνα για τις πιθανές βιολογικές επιδράσεις της.[30] Ένα εκχύλισμα του φλοιού από το κλαδί του μάνγκο, που ονομάζεται vimang και το οποίο περιέχει πολλές πολυφαινόλες (polyphenols),[31] έχει μελετηθεί για τις αντιοξειδωτικές του ιδιότητες.[32]

Χρωστικές ουσίες της φλούδας του μάνγκο περιλαμβάνουν καροτενοειδή (carotenoids) όπως, η ένωση προβιταμίνης Α (provitamin A compound), βήτα-καροτένιο (beta-carotene), λουτεΐνη (lutein) και άλφα-καροτένιο (alpha-carotene),[33][34] και πολυφαινόλες (polyphenols), όπως κουερσετίνη (quercetin), καιμπφερόλη (kaempferol), γαλλικό οξύ (gallic acid), καφεϊκό οξύ (caffeic acid), κατεχίνες (catechins) και ταννίνες (tannins).[35][36] Το μάνγκο περιέχει ένα μοναδικό xanthonoid ονομάζεται mangiferin.[37]

Το φυτοχημικό και διατροφικό περιεχόμενο φαίνεται να διαφέρει μεταξύ των ποικιλιών μάνγκο.[38] Έως και μέχρι 25 διαφορετικά καροτινοειδή έχουν απομονωθεί από τον πολφό μάνγκο, με πυκνότερη την βήτα-καροτίνη, η οποία ευθύνεται για τον κίτρινο-πορτοκαλί χρωματισμό στις περισσότερες καλλιέργειες μάνγκο.[39] Τα φύλλα του μάνγκο επίσης έχουν σημαντική περιεκτικότητα σε πολυφαινόλη, συμπεριλαμβανομένων των xanthonoids, mangiferin και του γαλλικού οξέος (gallic acid).[40]

Η χρωστική euxanthin, γνωστή και ως «ινδικό κίτρινο», συχνά πιστεύεται ότι παράγεται από τα ούρα των βοοειδών που τρέφονται με φύλλα μάνγκο, αυτή η πράξη περιγράφεται πως έχει τεθεί εκτός νόμου το 1908 λόγω του υποσιτισμού των βοοειδών και την πιθανή δηλητηρίασή τους με ουρουσχιόλη (urushiol).[Σημ. 1][41][42][43][44][45][46] Αυτή η υποτιθέμενη καταγωγή του euxanthin φαίνεται να βασίζεται σε μια ενιαία, ανέκδοτη πηγή καθώς τα νομικά έγγραφα της Ινδίας δεν απαγορεύουν μια τέτοια πρακτική.[40] [47]

Αρώματα και γεύσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημαντικές χημικές γεύσεις του μάνγκο Alphonso από την Ινδία.

Η γεύση των καρπών του μάνγκο αποτελείται από διάφορες πτητικές οργανικές χημικές ουσίες που ανήκουν κυρίως στην κατηγορία των τερπενίων (terpene), φουρανωνών (furanone), λακτονών (lactone) και εστέρων (ester classes). Διαφορετικές ποικιλίες ή καλλιέργειες μάνγκο μπορεί να έχουν γεύση που αποτελείται από διαφορετικές πτητικές χημικές ουσίες ή ίδιες πτητικές χημικές ουσίες σε διαφορετικές ποσότητες.[48][49]

Σε γενικές γραμμές, οι ποικιλίες μάνγκο στο Νέο Κόσμο, χαρακτηρίζονται από την κυριαρχία του δ-3-καρένιο (δ-3-carene), ένα αρωματικό μονοτερπένιο (monoterpene flavorant), όπου η υψηλή συγκέντρωση των άλλων μονοτερπενίων όπως των (Ζ)-ocimene και μυρκενίου (myrcene), καθώς και η παρουσία των λακτονών (lactones) και φουρανόνων (furanones), είναι το μοναδικό χαρακτηριστικό των καλλιεργειών του Παλαιού Κόσμου.[49][50][51] Στην Ινδία, το μάνγκο "Alphonso" ("Alphonso") είναι μια από τις πιο δημοφιλείς ποικιλίες. Στα μάνγκο "Alphonso" ("Alphonso"), οι λακτόνες (lactones) και φουρανόνες (furanones) συντίθεται κατά τη διάρκεια της ωρίμανσης, ενώ τα τερπένια (terpenes) και τα άλλα αρωματικά (flavorants), υπάρχουν τόσο κατά την ανάπτυξη (ανώριμων) αλλά και την ωρίμανση των φρούτων.[52][53][54][55]

Το αιθυλένιο (ethylene), μια ορμόνη ωρίμανσης πολύ γνωστή ότι εμπλέκεται στην ωρίμανση των καρπών μάνγκο, προκαλεί επίσης αλλαγές στη σύνθεση της γεύσης των φρούτων μάνγκο κατά την εξωγενή τους εφαρμογή.[56][57] Σε αντίθεση με την τεράστια ποσότητα των διαθέσιμων πληροφοριών σχετικά με τη χημική σύνθεση της γεύσης των μάνγκο, η βιοσύνθεση αυτών των χημικών ουσιών δεν έχει μελετηθεί σε βάθος, μέχρι σήμερα έχουν χαρακτηριστεί, μόνο μια χούφτα των γονιδίων, που κωδικοποιούν τα ένζυμα των βιοσυνθετικών οδών της γεύσης.[58][59][60][61]

Δυναμικό για δερματίτιδα εξ επαφής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επαφή με τα έλαια στα φύλλα των μάνγκο, τους μίσχους, τους χυμούς του δέντρου και το δέρμα μπορεί να προκαλέσει σε ευαίσθητα άτομα, δερματίτιδα και αναφυλαξία.[62] Το έλαιο του μάνγκο περιέχει mangiferin και μια resinol που ονομάζεται mangiferol. Άτομα με ιστορικό δερματίτιδας εξ επαφής, που προκαλείται από την ουρουσχιόλη (urushiol), μπορεί να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για δερματίτιδα εξ επαφής από το μάνγκο.[63] Διασταυρωτές αντιδράσεις μπορεί να συμβούν μεταξύ των αλλεργιογόνων μάνγκο και της ουρουσχιόλης, η οποία είναι παρούσα στα φύλλα και τους μίσχους μάνγκο.[64] Κατά τη διάρκεια της κύριας εποχής ωρίμανσης των μάνγκο, η ουρουσχιόλη (urushiol) είναι η πιο κοινή αιτία της δερματίτιδας από το φυτό, στη Χαβάη.[65]

Ολόκληρος ο καρπός μάνγκο και η διατομή του.
Αφορά τον ωμό καρπό από το μάνγκο.
Διατροφική αξία
100 g (3.5 oz)
Ενέργεια 250 kJ
Θερμίδες 60 kcal
Υδατάνθρακες 15 g
Σάκχαρα 13,7 g
Διαιτητικές ίνες 1,6 g
Λιπαρά 0,38 g
Πρωτεΐνες 0,82 g
Βιταμίνες
Βιταμίνη Α 54 μg (7%)
βήτα-καροτένιο 640 μg (6%)
λουτεΐνη ζεαξανθίνη 23 μg
Θειαμίνη1) 0,028 mg (2%)
Ριβοφλαβίνη2) 0,038 mg (3%)
Νιασίνη3) 0,669 mg (4%)
Παντοθενικό οξύ5) 0,197 mg (4%)
Βιταμίνη Β6 0,119 mg (9%)
Φυλλικό οξύ9) 43 μg (11%)
Χολίνη 7,6 mg (2%)
Βιταμίνη C 36,4 mg (44%)
Βιταμίνη E 0,9 mg (6%)
Βιταμίνη K 4,2 μg (4%)
Ίχνη μετάλλων
Ασβέστιο 11 mg (1%)
Σίδηρος 0,16 mg (1%)
Μαγνήσιο 10 mg (3%)
Μαγγάνιο 0,063 mg (3%)
Φωσφόρος 14 mg (2%)
Κάλιο 168 mg (4%)
Νάτριο 1 mg (0%)
Ψευδάργυρος 0,09 mg (1%)
Μονάδες μέτρησης

μg = micrograms, mg = milligrams
IU = International units
Τα ποσοστά είναι χοντρικά χρησιμοποιώντας τις συστάσεις των ΗΠΑ για τους ενήλικες.
Πηγή: usda[66]

Πολιτιστική σημασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια εικόνα της Αμπίκα (Ambika) κάτω από ένα δέντρο μάνγκο στο Σπήλαιο 34 των Ellora Caves.

Το μάνγκο είναι το εθνικό φρούτο της Ινδίας,[67] του Πακιστάν και των Φιλιππίνων. Είναι επίσης το εθνικό δέντρο του Μπανγκλαντές.[68] Στην Ινδία, η συγκομιδή και η πώληση των μάνγκο είναι κατά τη διάρκεια του Μαρτίου-Μαΐου και αυτό καλύπτεται ετησίως από τα ειδησεογραφικά πρακτορεία. Το «Φρούτι» (Frooti) είναι ένα ινδικό ποτό από μάνγκο και η εταιρεία Coca-Cola, για να το ανταγωνιστεί, ξεκίνησε το δικό της ποτό, που ονομάζεται Maaza.[23]

Λέγεται ότι ο Mughal αυτοκράτορας Akbar (1556-1605 μ.Χ.), είχε δώσει εντολή να φυτευτεί ένα περιβόλι με 100.000 δέντρα μάνγκο στη Darbhanga, στην ανατολική Ινδία.[69] Η θεά των Jain Ambika, παραδοσιακά αναπαρίσταται να κάθεται κάτω από ένα δέντρο μάνγκο.[70]

Στον Ινδουισμό, το τέλειο ώριμο μάνγκο, κρατείται συχνά από τον Lord Ganesha ως ένα σύμβολο της επίτευξης αναφορικά με την ενδεχόμενη τελειότητα των πιστών. Άνθη μάνγκο χρησιμοποιούνται επίσης, στη λατρεία της θεάς Saraswati. Καμία Πρωτοχρονιά των Τελούγκου / Κανάντας (Telugu / Kannada) που ονομάζεται Ugadi, δεν περνά χωρίς να φάνε το φαγητό ugadi pachadi, που γίνεται με τεμάχια μάνγκο ως ένα από τα συστατικά του.

Αποξηραμένες φλούδες μάνγκο και τα κουκούτσια τους χρησιμοποιούνται επίσης στην Ayurvedic φαρμακευτική.[26] Τα φύλλα μάνγκο χρησιμοποιούνται για να διακοσμήσουν καμάρες και πόρτες στα ινδικά σπίτια και κατά τη διάρκεια γάμων και εορτών, όπως το Ganesh Chaturthi. Μοτίβα μάνγκο και σχέδια paisleys (είδος μάλλινου υφάσματος), χρησιμοποιούνται ευρέως σε διαφόρων ινδικού στυλ κεντήματα και απαντώνται στα σάλια του Κασμίρ, στα μεταξωτά sarees (σάρι) από το Kanchipuram κλπ. Τα paisleys είναι επίσης κοινά στην ιρανική τέχνη, λόγω του προ-ισλαμικού - Ζωροαστρικού τους παρελθόντος.

Στα Ταμίλ Nadu, το μάνγκο αναφέρεται ως ένα από τα τρία βασιλικά φρούτα, μαζί με την μπανάνα και το jackfruit (αρτόδεντρο), για τη γλυκύτητα και τη γεύση τους.[71] Αυτή η τριάδα των φρούτων αναφέρεται ως ma-pala-vazhai.

Ο Urdu ποιητής Mirza Asadullah Khan Ghalib, παρείχε πολλές ανέκδοτες ιστορίες σχετικά με την αγάπη του για τα μάνγκο.[72] Ο Rabindranath Tagore, ήταν λάτρης του μάνγκο και έγραψε ποιήματα για τα άνθη του aamer monjori.

Στις Δυτικές Ινδίες, η έκφραση «να πάει μάνγκο βόλτα» ("to go mango walk") σημαίνει να κλέψουν τους καρπούς μάνγκο, κάποιου άλλου. Αυτό εορτάζεται στο διάσημο τραγούδι, "The Mango Walk".

Στην Αυστραλία, ο πρώτος εποχικός δίσκος με μάνγκο, πωλείται παραδοσιακά σε δημοπρασία, για φιλανθρωπία.[73]

Ο κλασικός σανσκριτικός ποιητής Kalidasa τραγούδησε το εγκώμιο των μάνγκο.[74]

Χημικά συστατικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μάνγκο, υγρές τροπικές περιοχές της Βραζιλίας.

Η Μανγκιφερίνη (Mangiferin) (ένα φαρμακολογικώς δραστικό φλαβονοειδές, ένας C-γλυκοσίδης ξανθόνης), εκχυλίζεται από το μάνγκο σε υψηλές συγκεντρώσεις από τα νεαρά φύλλα (172g/kg), τον φλοιό (107g/kg) και από τα γέρικα φύλλα (94g/kg).[75] Η αλλεργιογόνος ουρουσιόλη (urushiol) (βλ. σχετική επεξηγηματική σημείωση παρακάτω), αποτελείται από ένα μείγμα παραγώγων κατεχόλης (katehole), το οποίο είναι παρών στο φλοιό των καρπών και μπορεί να προκαλέσει σε ευαισθητοποιημένα άτομα δερματίτιδα εξ επαφής. Αυτή η αντίδραση είναι πιθανότερο να συμβεί σε άτομα που έχουν εκτεθεί σε άλλα φυτά από την οικογένεια των Ανακαρδιοειδών (Anacardiaceae), όπως το δηλητήριο της βελανιδιάς και του δηλητηριώδους κισσού, τα οποία είναι ευρέως διαδεδομένα στις Ηνωμένες Πολιτείες.[76]

Διατροφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο καρπός του μάνγκο είναι πολύτιμη πηγή βιταμίνης A, περιέχει επίσης τις βιταμίνες B και C. Επίσης βοηθάει στην καλύτερη παραγωγή σπέρματος.[2]

Παραδοσιακή ιατρική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Αγιουρβέδα (Ayurveda), χρησιμοποιείται σε έναν τύπο Ρασαϊάνα (Rasayana) (βλ.), εκκαθάρισης της πέψης και της οξύτητας που οφείλεται ένεκα της πίτα (θερμότητας), ορισμένες φορές με άλλες ήπιες ξινίλες και shatavari (σπαράγγια racemosus) και guduchi (tinospora cordifolia). Σε αυτό το ανατολίτικο σύστημα παραδοσιακής ιατρικής, ποικίλες φαρμακευτικές ιδιότητες αποδίδονται σε διάφορα μέρη του δέντρου. Το μάνγκο τόσο ως τρόφιμο όσο αλλά και ως φάρμακο, είναι ένα αντιδιουρητικό, αντιδιαρροϊκό, αντιεμετικό και καρδιακό βότανο.[77]

Ξυλεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το δέντρο είναι περισσότερο γνωστό για τους καρπούς του και όχι για την ξυλεία του. Ωστόσο, τα δέντρα μάνγκο μπορούν να μετατραπούν σε ξυλεία όταν στη διάρκεια της ζωής τους η καρποφορία έχει πια τελειώσει. Το ξύλο είναι επιρρεπές σε τραυματισμούς από μύκητες και έντομα.[78] Το ξύλο χρησιμοποιείται για την κατασκευή μουσικών οργάνων όπως το ουκουλέλε (ukulele) (μικρή τετράχορδη κιθάρα από τη Χαβάη), κόντρα πλακέ και έπιπλα χαμηλού κόστους.[79] Το ξύλο είναι επίσης γνωστό για την παραγωγή φαινολών ουσιών που μπορούν να προκαλέσουν δερματίτιδα εξ επαφής.[80]

Πολιτισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναφέρεται σε τραγούδια του σανσκριτικού ποιητή Καλιντάσα (Kalidasa), του 4ου αιώνα μ.Χ. Πριν από αυτό, πιστεύεται ότι το είχαν δοκιμάσει ο Μέγας Αλέξανδρος (3ο αιώνα π.Χ.) και ο Κινέζος προσκυνητής Χιέουν Τσάνγκ (Hieun Tsang) (7ο αιώνα μ.Χ.). Αργότερα το 16ο αιώνα, ο αυτοκράτορας των Μουγκχάλ (Mughal) Άκμπαρ (Akbar), λέγεται ότι φύτευσε 100.000 δέντρα μάνγκο στη Ντάρμπχανγκα (Darbhanga) και στο Μπιχάρ, σε μια θέση που είναι σήμερα γνωστή ως Λάκχι Μπάγκχ (Lakhi Bagh) στην ανατολική Ινδία.[81] Το είδος φαίνεται να έχει εξημερωθεί στην Ινδία, γύρω στο 2000 π.Χ.[82] Κατά το 400-500 π.Χ. φέρεται από την Ινδία, στην Ανατολική Ασία, κατόπιν, τον 15ο αιώνα στις Φιλιππίνες και στη συνέχεια, τον 16ο αιώνα από τους Πορτογάλους, στην Αφρική και τη Βραζιλία.[83] Το είδος αυτό περιγράφηκε για την επιστήμη, από τον Λινναίο (Linnaeus) το 1753.[84] Στο Θεραβάντα Βουδισμό,[Σημ. 2] το μάνγκο λέγεται ότι έχει χρησιμοποιηθεί ως το δέντρο για το ότι πέτυχε την φώτιση, ή Μπόδχι (Bodhi) από τον 23ο Λόρδο Βούδα[Σημ. 3] που ονομάζεται Σίκχι (Sikhi - සිඛි). Το φυτό αυτό είναι γνωστό ως άμπχια (ambhia - අඹ) στη σινχάλα (sinhala) ενώ στην Ανατολική Αφρική (Κένυα, Ουγκάντα, Τανζανία), το μάνγκο είναι γνωστό στα Σουαχίλικα (Swahili) ως έμπε (embe).

Εικόνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Η ουρουσχιόλη (urushiol), είναι ένα ελαιώδες οργανικό αλλεργιογόνο που βρίσκεται στα φυτά της οικογένειας των Ανακαρδιοειδών (Anacardiaceae), ειδικά στα Toxicodendron spp. (π.χ. δηλητηριώδη δρυ, δέντρο λάκας, δηλητηριώδη κισσό (Toxicodendron radicans), δηλητηριώδη σουμάκ (Toxicodendron vernix)) καθώς επίσης και στα μάνγκο.
  2. Θεραβάντα (Theravāda) (Pāli, κυριολεκτικά «το σχολείο των γερόντων μοναχών»), είναι ένας κλάδος του Βουδισμού, που χρησιμοποιεί τη διδασκαλία του Pāli Canon, μια συλλογή από τα αρχαιότερα καταγεγραμμένα βουδιστικά κείμενα, ως δογματικό του πυρήνα, αλλά περιλαμβάνει επίσης, μια πλούσια πολυμορφία παραδόσεων και πρακτικών, που έχουν αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια της μακράς ιστορίας, της αλληλεπίδρασης με διάφορους πολιτισμούς και κοινότητες.
  3. Ο Γκαουτάμα Βούδας, επίσης γνωστός ως Σιντάρτα Γκαουτάμα, Σακιαμούνι ή απλά ο Βούδας, ήταν ένας φιλόσοφος, στου οποίου την διδασκαλία, ιδρύθηκε ο Βουδισμός.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Monita Soni (20 Απριλίου 2012). «20. Mango Madness». My Light Reflections (στα Αγγλικά). United States: AuthorHouse. σελ. 33. ISBN 9781468574470. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 Maclay, σελ. 174, 537-538
  3. 3,0 3,1 Morton J (1987). «Fruits of warm climates». NewCROP, New Crop Resource Online Program, Center for New Crops & Plant Products, Purdue University. σελίδες 221–239. 
  4. , Kostermans AJHG, Bompard JM, 1993. The Mangoes: Their Botany, Nomenclature, Horticulture and Utilization
  5. «Mango tree, national tree». 15 Νοεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2013. 
  6. (1846). The Missionary guide-book, p.180. Seeley, Burnside, and Seeley.
  7. Frances Perry, σελ. 32
  8. «Mango (Mangifera indica) varieties». toptropicals.com. Ανακτήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 2014. 
  9. Marcos-Filho, Julio. «Physiology of Recalcitrant Seeds» (PDF). Ohio State University. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 24 Ιανουαρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2014. 
  10. Mango Merriam Webster Dictionary.
    "Origin of mango: Portuguese manga, probably from Malayalam māṅga. First Known Use: 1582"
  11. «Definition for mango - Oxford Dictionaries Online (World English)». Oxforddictionaries.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Φεβρουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 17 Ιουνίου 2012. 
  12. OED Online entry mango, n. 1. (Draft revision Sept. 2010, retrieved 13/10/2010)
  13. Hendrik Adriaan Van Reed Tot Drakestein 1636-1691 and Hortus, Malabaricus - J. Heniger - Google Books
  14. Creed, Richard (2010-09-05). «Relative Obscurity: Variations of antigodlin grow». Winston-Salem Journal. http://www2.journalnow.com/content/2010/sep/05/032140/relative-obscurity-variations-of-antigodlin-grow/. Ανακτήθηκε στις 2010-09-06.  [νεκρός σύνδεσμος]
  15. 15,0 15,1 15,2 Ensminger 1994: 1373
  16. Watson, Andrew J. (1983). Agricultural innovation in the early Islamic world: the diffusion of crops and farming techniques, 700–1100. Cambridge, UK: Cambridge University Press. σελίδες 72–3. ISBN 0-521-24711-X. 
  17. Jedele, S.· Hau, A.M.· von Oppen, M. «An analysis of the world market for mangoes and its importance for developing countries. Conference on International Agricultural Research for Development, 2003» (PDF). 
  18. «India world's largest producer of mangoes, Rediff India Abroad, April 21, 2004». Rediff.com. 31 Δεκεμβρίου 2004. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2013. 
  19. «Mad About mangoes: As exports to the U.S. resume, a juicy business opportunity ripens, India Knowledge@Wharton Network, June 14, 2007». Knowledge.wharton.upenn.edu. 14 Ιουνίου 2007. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2013. 
  20. «USAID helps Indian mango farmers access new markets, USAID-India, May 3, 2006». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Ιουνίου 2006. Ανακτήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2014. 
  21. «actahort.org». actahort.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Φεβρουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2013. 
  22. According to the Oxford Companion to Food
  23. 23,0 23,1 Jonathan Allen (10 May 2006). «Mango Mania in India». New York Times. http://travel.nytimes.com/2006/05/10/travel/10mumbailetter.html?pagewanted=1&_r=0. Ανακτήθηκε στις 4 September 2013. 
  24. Susser, Allen (2001). The Great Mango Book. New York: Ten Speed Press. ISBN 1-58008-204-1. 
  25. «Statistics from: Food And Agricultural Organization of United Nations: Economic And Social Department: The Statistical Division». UN Food and Agriculture Organization Corporate Statistical Database. 
  26. 26,0 26,1 D.Devika Bal (8 May 1995). «Mango's wide influence in Indian culture». New Strait Times. http://news.google.com/newspapers?id=Pg5PAAAAIBAJ&sjid=ZB8EAAAAIBAJ&pg=4543,3020333&dq=mango&hl=en. Ανακτήθηκε στις 4 September 2013. 
  27. «Vah Chef talking about Mango Lassi's popularity and showing how to make the drink». Vahrehvah.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Αυγούστου 2013. Ανακτήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2014. 
  28. «Nutrient profile for mango from USDA SR-21». Nutritiondata.com. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2013. 
  29. «USDA National Nutrient Database for Standard Reference, SR-23, Fruit Reports-09, Mango, raw (page 449), 2010» (PDF). USDA. [νεκρός σύνδεσμος]
  30. Chaturvedi PK, Bhui K, Shukla Y (2008). «Lupeol: connotations for chemoprevention». Cancer Lett 263 (1): 1–13. doi:10.1016/j.canlet.2008.01.047. PMID 18359153. 
  31. Rodeiro I, Cancino L, González JE, et al. (2006). «Evaluation of the genotoxic potential of Mangifera indica L. extract (Vimang), a new natural product with antioxidant activity». Food Chem Toxicol 44 (10): 1707–13. doi:10.1016/j.fct.2006.05.009. PMID 16857303. 
  32. Pardo-Andreu GL, Philip SJ, Riaño A, et al. (2006). «Mangifera indica L. (Vimang) protection against serum oxidative stress in elderly humans». Arch Med Res 37 (1): 158–64. doi:10.1016/j.arcmed.2005.04.017. PMID 16314203. 
  33. Berardini N, Fezer R, Conrad J, Beifuss U, Carle R, Schieber A (2005). «Screening of mango (Mangifera indica L.) cultivars for their contents of flavonol O – and xanthone C-glycosides, anthocyanins, and pectin». J Agric Food Chem 53 (5): 1563–70. doi:10.1021/jf0484069. PMID 15740041. 
  34. Gouado I, Schweigert FJ, Ejoh RA, Tchouanguep MF, Camp JV (2007). «Systemic levels of carotenoids from mangoes and papaya consumed in three forms (juice, fresh and dry slice)». Eur J Clin Nutr 61 (10): 1180–8. doi:10.1038/sj.ejcn.1602841. PMID 17637601. https://archive.org/details/sim_european-journal-of-clinical-nutrition_2007-10_61_10/page/1180. 
  35. Mahattanatawee K, Manthey JA, Luzio G, Talcott ST, Goodner K, Baldwin EA (2006). «Total antioxidant activity and fiber content of select Florida-grown tropical fruits». J Agric Food Chem 54 (19): 7355–63. doi:10.1021/jf060566s. PMID 16968105. 
  36. Singh UP, Singh DP, Singh M, et al. (2004). «Characterization of phenolic compounds in some Indian mango cultivars». Int J Food Sci Nutr 55 (2): 163–9. doi:10.1080/09637480410001666441. PMID 14985189. https://archive.org/details/sim_international-journal-of-food-sciences-and-nutrition_2004-03_55_2/page/163. 
  37. Andreu GL, Delgado R, Velho JA, Curti C, Vercesi AE (2005). «Mangiferin, a natural occurring glucosyl xanthone, increases susceptibility of rat liver mitochondria to calcium-induced permeability transition». Arch Biochem Biophys 439 (2): 184–93. doi:10.1016/j.abb.2005.05.015. PMID 15979560. 
  38. Rocha Ribeiro SM, Queiroz JH, Lopes Ribeiro de Queiroz ME, Campos FM, Pinheiro Sant'ana HM (2007). «Antioxidant in mango (Mangifera indica L.) pulp». Plant Foods Hum Nutr 62 (1): 13–7. doi:10.1007/s11130-006-0035-3. PMID 17243011. 
  39. Chen JP, Tai CY, Chen BH (2004). «Improved liquid chromatographic method for determination of carotenoids in Taiwanese mango (Mangifera indica L.)». J Chromatogr A 1054 (1–2): 261–8. PMID 15553152. 
  40. 40,0 40,1 Barreto JC, Trevisan MT, Hull WE, et al. (2008). «Characterization and quantitation of polyphenolic compounds in bark, kernel, leaves, and peel of mango (Mangifera indica L.)». J Agric Food Chem 56 (14): 5599–610. doi:10.1021/jf800738r. PMID 18558692. 
  41. Source: Kühn. «History of Indian yellow, Pigments Through the Ages». Webexhibits.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Δεκεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2013. 
  42. Julius M. Cruse, MD· Robert E. Lewis (2010). Atlas of Immunology (2η έκδοση). CRC Preess. σελίδες 464–. ISBN 978-0849394898. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουνίου 2014. 
  43. «Can Reaction to Poison Ivy Cause Mango Allergy?». American College of Allergy, Asthma, and Immunology. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Αυγούστου 2014. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουνίου 2014. 
  44. «Urushiol: Human Health Effects». NIH. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουνίου 2014. 
  45. Alexander A. Fisher (2007). Fisher's Contact Dermatitis. Pmph Usa. σελίδες 862–. ISBN 978-0849394898. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουνίου 2014. 
  46. Appleby, Maia (Αύγουστος 2013). «Mango & Skin Rashes». Livestrong. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουνίου 2014. 
  47. Finlay, Victoria (2003). Color: A Natural History of the Palette. New York: Random House Trade Paperbacks. ISBN 0-8129-7142-6. 
  48. Macleod AJ, Pieris NM, 1984. Comparison of the volatile components of some mango cultivars. Phytochemistry 23, 361-366.
  49. 49,0 49,1 Pandit SS, Chidley HG, Kulkarni RS, Pujari KH, Giri AP, Gupta VS, 2009, Cultivar relationships in mango based on fruit volatile profiles, Food Chemistry, 144, 363–372.
  50. Narain N, Bora PS, Narain R and Shaw PE (1998). Mango, In: Tropical and Subtropical Fruits, Ed. by Shaw PE, Chan HT and Nagy S. Agscience, Auburndale, FL, USA, pp. 1-77.
  51. Kulkarni RS, Chidley HG, Pujari KH, Giri AP and Gupta VS, 2012, Flavor of mango: A pleasant but complex blend of compounds, In Mango Vol. 1: Production and Processing Technology Αρχειοθετήθηκε 2013-12-03 στο Wayback Machine. (Eds. Sudha G Valavi, K Rajmohan, JN Govil, KV Peter and George Thottappilly) Studium Press LLC.
  52. Pandit SS, Kulkarni RS, Chidley HG, Giri AP, Köllner TG, Degenhardt J, Gershenzon J, Gupta VS, 2009, Changes in volatile composition during fruit development and ripening of "Alphonso" mango. Journal of Science of Food and Agriculture, 89, 2071–2081.
  53. Gholap, A. S., Bandyopadhyay, C., 1977. Characterization of green aroma of raw mango (Mangifera indica L.). Journal of the Science of Food and Agriculture 28, 885-888
  54. Idstein, H., Schreier, P., 1985. Volatile constituents of Alphonso mango (Mangifera indica). Phytochemistry 24, 2313-2316.
  55. Kulkarni RS, Chidley HG, Pujari KH, Giri AP and Gupta VS, 2012, Geographic variation in the flavour volatiles of Alphonso mango. Food Chemistry, 130, 58–66.
  56. Lalel HJD, Singh Z, Tan S, 2003, The role of ethylene in mango fruit aroma volatiles biosynthesis, Journal of Horticultural Science and Biotechnology, 78, 485-496.
  57. Chidley HG, Kulkarni RS, Pujari KH, Giri AP and Gupta VS, 2013, Spatial and temporal changes in the volatile profile of Alphonso mango upon exogenous ethylene treatment. Food Chemistry, 136, 585-594.
  58. Pandit SS, Kulkarni RS, Giri AP, Köllner TG, Degenhardt J, Gershenzon J, Gupta VS, 2010, Expression profiling of various genes during the development and ripening of Alphonso mango, Plant Physiology and Biochemistry, 48, 426–433.
  59. Singh RK, Sane VA, Misra A, Ali SA, Nath P, 2010, Differential expression of the mango alcohol dehydrogenase gene family during ripening, Phytochemistry, 71, 1485–1494.
  60. Kulkarni RS, Pandit SS, Chidley HG, Nagel R, Schmidt A, Gershenzon J, Pujari KH, Giri AP and Gupta VS, 2013, Characterization of three novel isoprenyl diphosphate synthases from the terpenoid rich mango fruit. Plant Physiology and Biochemistry, 71, 121–131.
  61. Kulkarni RS, Chidley HG, Deshpande A, Schmidt A, Pujari KH, Giri AP and Gershenzon J, Gupta VS, 2013, An oxidoreductase from ‘Alphonso’ mango catalyzing biosynthesis of furaneol and reduction of reactive carbonyls, SpringerPlus, 2, 494.
  62. Miell J, Papouchado M, Marshall A. (1988). «Anaphylactic reaction after eating a mango». British Medical Journal 297 (6664): 1639–40. doi:10.1136/bmj.297.6664.1639. PMID 3147776. 
  63. Hershko K, Weinberg I, Ingber A (2005). «Exploring the mango – poison ivy connection: the riddle of discriminative plant dermatitis». Contact Dermatitis 52 (1): 3–5. doi:10.1111/j.0105-1873.2005.00454.x. PMID 15701120. 
  64. Oka K, Saito F, Yasuhara T, Sugimoto A. (2004). «A study of cross-reactions between mango contact allergens and urushiol». Contact Dermatitis 51 (5–6): 292–6. doi:10.1111/j.0105-1873.2004.00451.x. PMID 15606656. 
  65. McGovern TW, LaWarre S (2001). «Botanical briefs: the mango tree—Mangifera indica L.». Cutis 67 (5): 365–6. 
  66. «Link to USDA Database entry». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Ιουνίου 2016. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2015. 
  67. «National Fruit». Know India. Government of India. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Αυγούστου 2010. Ανακτήθηκε στις 17 Αυγούστου 2010. 
  68. «Mango tree, national tree». BDnews24.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Δεκεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2010. 
  69. Curtis Morgan (18 June 1995). «Mango has a long history as a culinary treat in India». The Milwaukee Journal. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2015-10-04. https://web.archive.org/web/20151004172432/https://news.google.com/newspapers?id=PK4cAAAAIBAJ&sjid=Dy0EAAAAIBAJ&pg=6508,4795536&dq=mango&hl=en. Ανακτήθηκε στις 4 September 2013. 
  70. Tiwari, M.N.P. (1989). Ambika in Jaina arts and literature, New Delhi: Bharatiya Jnanpith.
  71. N. Subrahmanian· S. Hikosaka· GJ Samuel (1997). Tamil social history. σελ. 88. Ανακτήθηκε στις 23 Μαρτίου 2010. 
  72. «36_09». Columbia.edu. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουνίου 2013. 
  73. First tray of mangoes sells for $30,000, Australian Associated Press via The Sydney Morning Herald, September 8, 2010.
  74. «His highness, Mango maharaja: An endless obsession - Yahoo! Lifestyle India». In.lifestyle.yahoo.com. 29 Μαΐου 2012. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Μαρτίου 2013. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουνίου 2013. 
  75. Barreto J.C., Trevisan M.T.S., Hull W.E., Erben G., De Brito E.S., Pfundstein B., Würtele G., Spiegelhalder B., Owen R.W. (2008). «Characterization and quantitation of polyphenolic compounds in bark, kernel, leaves, and peel of mango (Mangifera indica L.)». Journal of Agricultural and Food Chemistry 56 (14): 5599–5610. doi:10.1021/jf800738r. PMID 18558692. 
  76. Urushiol CASRN: 53237-59-5 TOXNET (Toxicology Data Network) NLM (NIH). Retrieved 22 January 2014.
  77. «National R&D Facility For Rasayana». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Οκτωβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2014. 
  78. «Mango». The Wood Database. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Ιανουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 30 Αυγούστου 2014. 
  79. «Economic importance of Mangifera indica». Green Clean Guide. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Φεβρουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 30 Αυγούστου 2014. 
  80. Anthony T. Tu, επιμ. (1983). Handbook of natural toxins. New York: Dekker. σελ. 425. ISBN 0824718933. 
  81. «National Fruit». Govt. of India Official website. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Ιανουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2014. 
  82. Jonathan D. Sauer (1993). Historical geography of crop plants : a select roster. Boca Raton u.a.: CRC Press. σελ. 17. ISBN 0849389011. 
  83. Gepts, P. (n.d.). «PLB143: Crop of the Day: Mango, Mangifera indica». The evolution of crop plants. Dept. of Plant Sciences, Sect. of Crop & Ecosystem Sciences, University of California, Davis. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Δεκεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 2009. 
  84. GRIN (5 Μαΐου 1997). «Mangifera indica information from ARS/GRIN». Taxonomy for Plants. National Germplasm Resources Laboratory, Beltsville, Maryland: USDA, ARS, National Genetic Resources Program. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Δεκεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 2009. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • George Maclay· Peter Joyce· Alan Duggan· Susan Hart· Gabrielle Droomer-Snyman· και άλλοι. (1988). «Fruit». Illustrated Encyclopaedia of Gardening in South Africa. Reader's Digest Association. σελίδες 174, 537–538. ISBN 0 947008 01 2. 
  • Frances Perry, Roy Hay (1982). «Trees». Tropical and Subtropical Plants. Ward Lock Limited. ISBN 0-7063-5964-X. 

Επιπλέον ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]