Γκουάβα
Γκουάβα | ||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Γκουάβα από μήλο (Psidium guajava)
| ||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||
| ||||||||||||
Eίδη | ||||||||||||
Περίπου 100, βλέπε κείμενο. |
Η γκουάβα (ισπανικά: guava· ισπανική προφορά: γουάβα) είναι γένος τροπικών θάμνων και μικρών δέντρων της οικογένειας των Μυρτοειδών. Περιλαμβάνει γύρω στα 100 είδη και είναι ιθαγενές στο Μεξικό, την Κεντρική Αμερική, τη βορειότερη Νότια Αμερική, σε μέρη της Καραϊβικής και σε μερικά μέρη της Βόρειας Αφρικής. Σήμερα καλλιεργείται σε όλες τις τροπικές περιοχές. Η γκουάβα αναφέρεται με το όνομα Psidium guajava (Ψίδιον η γουαγιάβα)[1] σε ποικίλες ιατρικές αναφορές.
Έχουν τα τυπικά χαρακτηριστικά των Μυρτοειδών, δηλαδή σκληρά φύλλα σκούρου χρώματος, τα οποία είναι απλά και το μήκος τους φθάνει τα 15 εκατοστά. Τα άνθη τους είναι λευκά, με πέντε πέταλα και πολυάριθμους στήμονες.
Σε πολλές τροπικές περιοχές, μεταξύ των οποίων και στη Χαβάη, μερικά είδη έχουν εξελιχθεί σε ζιζάνια. Από την άλλη πλευρά, μερικά είδη είναι πολύ σπάνια και ήδη τουλάχιστον ένα από αυτά, η γκουάβα της Τζαμάικας ή P. dumetorum έχει πια εξαφανιστεί.
Τα γένη Accara και Feijoa (Φεϊζόα) (= Acca, Άκκα, γκουάβα ανανάς) είχαν συμπεριληφθεί παλαιότερα.
Ετυμολογία και τοπικά ονόματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ονομασία προέρχεται από τη γλώσσα των ιθαγενών Αραουάκων «guayabo» («δέντρο γκουάβα»), μέσω του Ισπανικού guayaba. Έχει προσαρμοστεί σε πολλές Ευρωπαϊκές και Ασιατικές γλώσσες, που έχει παρόμοια μορφή.
Ένας άλλος όρος για τις γκουάβες είναι το «περού», που προέρχεται από το αχλάδι. Είναι κοινή στις χώρες που συνορεύουν με το δυτικό Ινδικό ωκεανό και κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από τα ισπανικά ή τα πορτογαλικά.
Στην Ινδική υποήπειρο και τη Μέση Ανατολή, η γκουάβα ονομάζεται «amrood», ενδεχομένως, μια παραλλαγή του «armoot» που σημαίνει «αχλάδι» στην αραβική και την τουρκική γλώσσα.
Στα σουαχίλι ονομάζεται «mapera».
Καλλιέργειες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα φυτά αυτά καλλιεργούνται σε τροπικές και υποτροπικές χώρες για τον εδώδιμο καρπό τους. Πολλά είδη καλλιεργούνται για εμπορικούς σκοπούς. Η γκουάβα-μήλο (P. guajava, Ψίδιον η γουαγιάβα) είναι η πιο γνωστή διεθνώς.
Τα ώριμα δέντρα στα περισσότερα είδη είναι κάπως ανθεκτικά στο κρύο και μπορούν να αντέξουν θερμοκρασίες των 5 °C, σε αντίθεση με τα ώριμα φυτά.
Γαστρονομία και διατροφική αξία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γκουάβα | |
---|---|
(Διατροφική δήλωση ανά 100 γραμμάρια) | |
Ενέργεια | 36-50 kcal |
Νερό | 77-86 g. |
Μακροθρεπτικά Συστατικά | |
Λιπαρά | 0,1-0,5 g. |
Κορεσμένα | {{{κορεσμένα}}} g |
Μονοακόρεστα | {{{μονοακόρεστα}}} g |
Πολυακόρεστα | {{{πολυακόρεστα}}} g |
ω-3 | {{{ω-3}}} g |
ω-6 | {{{ω-6}}} g |
Υδατάνθρακες | 9,5-10 g. |
Σάκχαρα | {{{σάκχαρα}}} g |
Πρωτεΐνες | 0,9-1,0 g. |
Βιταμίνες | |
Βιταμίνη Α | 200-400 I.U. |
Βιταμίνη D | ~ I.U. |
Βιταμίνη Ε | ~ mg. |
Βιταμίνη Κ | ~ mg. |
Βιταμίνη Β1 | 0,046 mg. |
Βιταμίνη Β2 | 0,03-0,04 mg. |
Βιταμίνη Β3 | 0,6-1,068 mg. |
Bιταμίνη Β5 (παντοθενικό οξύ) | ~ mg. |
Bιταμίνη Β6 | ~ mg. |
Bιταμίνη Β7 (βιοτίνη) | ~ mg. |
Φυλλικό οξύ | ~ mg. |
Βιταμίνη Β12 (κυανοκοβαλαμίνη) | ~ mg. |
Βιταμίνη C | 37-400 mg. |
Ιχνοστοιχεία: Μέταλλα | |
Ασβέστιο | 9,1-17 mg. |
Σίδηρος | ~ mg. |
Μαγνήσιο | ~ mg. |
Κάλιο | ~ mg. |
Νάτριο | ~ mg. |
Ψευδάργυρος | ~ mg. |
Χαλκός | ~ mg. |
Μαγγάνιο | ~ mg. |
Φώσφορος | ~ mg. |
Άλλα | |
Καφεΐνη | ~ mg. |
Θεοβρωμίνη | ~ mg. |
Τέφρα | 0,43-0,7 g. |
*με το σύμβολο ~ δηλώνεται έλλειψη στοιχείων στην εγκυκλοπαίδεια | |
[εκκρεμεί παραπομπή] |
Τα φρούτα γκουάβα είναι στρογγυλά σε σχήμα αχλαδιού, ενώ η διάμετρός τους κυμαίνεται από 3 ως 10 εκατοστά. Έχουν χρώμα ωχροπράσινο προς κίτρινο (το δεύτερο όταν είναι ώριμα, μόνο σε μερικά είδη, ή ροζ με κόκκινο σε άλλα). Ο πολτός του είναι λευκός ή πορτοκαλί προς σομόν και έχει πολλά σκληρά κουκούτσια και άρωμα, που θυμίζει αυτό των αρωματικών φρούτων, όπως μήλων, φρούτων του πάθους ή φράουλας. Έχει ξινή αλλά ευχάριστη γεύση και άρωμα που θυμίζει αυτό των ροδοπετάλων.
Το φρούτο τρώγεται εξ ολοκλήρου. Πολλοί άνθρωποι προτιμούν να αποκόπτουν τους μεσαίους σκληρούς σπόρους που βρίσκονται μέσα στον πολτό. Ο πολτός είναι πολύ γλυκός στο κέντρο του, ενώ προς τα έξω είναι πικρός όπως στα άγουρα αχλάδια, ενώ η φλούδα είναι πικρή στη γεύση αλλά πλούσια σε φυτικές χημικές ουσίες. Συνήθως την αφαιρούν, όμως μπορεί να αποτελέσει μέρος δίαιτας ως πλούσια πηγή φυτικών ινών.[2]
Συχνά επίσης το φρούτο προσφέρεται ως επιδόρπιο. Στις χώρες της Ασίας, η φρέσκια άγουρη γκουάβα εμβαπτίζεται σε σκόνη από δαμάσκηνο ή αλάτι. Η γκουάβα που είναι βρασμένη χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την παρασκευή γλυκών, μαρμελάδων, ζελέ και χυμών. Επίσης στην Ασία παρασκευάζεται αφέψημα από τα φύλλα και τους καρπούς του φυτού. Ο χυμός γκουάβας είναι πολύ δημοφιλής στο Μεξικό, στην Αίγυπτο και στη Νότια Αφρική. Οι κόκκινες guavas μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για αλατισμένα προϊόντα και να αντικαταστήσουν την τομάτα, ειδικά σε όσους είναι ευαίσθητοι στα οξέα της τελευταίας.
Το ξύλο του φυτού χρησιμοποιείται για τη προετοιμασία καπνιστού κρέατος και για διαγωνισμούς μπάρμπεκιου στη Χαβάη.
Συχνά τα φρούτα γκουάβα θεωρούνται υπερφρούτα, πλούσια σε βιταμίνες Α και C, Ω-3 και Ω-6 λιπαρά οξέα και φυτικές ίνες. Χαρακτηριστικό είναι ότι μία μόνο γκουάβα περιέχει 4 φορές τις ίδιες βιταμίνες C με ένα πορτοκάλι. Το φρούτο είναι επίσης πλούσιο σε κάλιο και μαγνήσιο [3].
Η διατροφική αξία εξαρτάται από το είδος, καθώς η γκουάβα-φράουλα περιέχει μόλις 37 χιλιοστογραμμάρια βιταμίνης C για κάθε 100 γραμμάρια.[4]
Τα φρούτα περιέχουν ακόμα πολλά αντιοξειδωτικά.[5][6][7] As pigments provide plant food their colors, guavas that are red, yellow or orange in color have more potential value as antioxidants sources than unpigmented species.[8]
Εχθροί
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα είδη του γένους Psidium χρησιμοποιούνται ως τροφή από ορισμένα Λεπιδόπτερα, όπως την Erinnyis ello, Eupseudosoma aberrans, Snowy Eupseudosoma (E. involutum) και Hypercompe icasia. Τα είδη της μηλογκουάβας προσβάλλονται από ζιζάνια αλλά και από το βακτήριο Erwinia psidii. Εχθροί των φυτών είναι επίσης πολλά θηλαστικά και πτηνά. Στο γεγονός αυτό οφείλεται και η διάδοση του φυτού, καθώς τα ζώα συνήθως τρώνε τον καρπό και σκορπούν στη γη τους σπόρους με τις κουτσουλιές τους.
Στην ιατρική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα φύλλα κυρίως του φυτού έχουν γίνει αντικείμενο έρευνας για τις θεραπευτικές τους ιδιότητες από τη δεκαετία του 1950.[9] Επί παραδείγματι, από προκαταρκτικές ιατρικές μελέτες, έχει διαπιστωθεί η χρήση του φυτού για τη θεραπεία του καρκίνου, φλεγμονών και του πόνου.[10][11][12] Τα αρωματικά έλαια από τα φύλλα γκουάβας έχουν δείξει ισχυρή δράση κατά του καρκίνου σε πειράματα στο εργαστήριο.[13]
Στην παραδοσιακή ιατρική, τα φύλλα γκουάβας χρησιμοποιούνται για τη διάρροια[14] και για τη θεραπεία του διαβήτη.[15][16]
Επιλεγμένα είδη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Psidium amplexicaule (Ψίδιον το περίβλαστον)
- Psidium araao Raddi
- Psidium araca Raddi
- Psidium australe Cambess.
- Psidium cinereum (Ψίδιον το σταχτόχρωμον)
- Psidium dumetorum – κοιν. γκουάβα της Τζαμάικας (Jamaican psidium) (έχει εκλείψει από τη δεκαετία του 1970)
- Psidium firmum O.Berg
- Psidium friedrichsthalium (Ψίδιον το Φριντριχσθάλιον) – κοιν. γκουάβα της Κόστα Ρίκα, cas guava
- Psidium galapageium (Ψίδιον το Γκαλαπάγειον) – κοιν. γκουάβα των Γκαλαπάγκος
- Psidium guajava (Ψίδιον η γουαγιάβα) – κοιν. μηλογκουάβα, κοινή γκουάβα
- Psidium guineense (Ψίδιον το Γουινεϊκόν) Sw. – κοιν. γκουάβα της Γουινέας
- Psidium harrisianum (Ψίδιον το Χαρισιανόν)
- Psidium havanense (Ψίδιον το Αβανικόν)
- Psidium incanescens Mart.
- Psidium littorale (Ψίδιον το παράκτιον) – συν. P. cattleianum (Ψίδιον το Κατλεϊανόν) – κοιν. γκουάβα του Κάττλεϊ (Cattley guava), γκουάβα του Περού, "αραζά" ("arazá") (Κολομβία), "κινέζικη γκουάβα" (ως είδος που είναι ζιζάνιο)
- Psidium littorale var. cattleianum (Ψίδιον το παράκτιον ποικ. Κατλεϊάνον) – κοιν. γκουάβα-φράουλα
- Psidium littorale var. littorale (Ψίδιον το παράκτιον ποικ. παράκτιο) – κοιν. λεμονογκουάβα
- Psidium montanum (Ψίδιον το ορεινόν) – κοιν. γκουάβα του βουνού
- Psidium pedicellatum (Ψίδιον το ποδισκοφόρον)
- Psidium robustum (Ψίδιον το εύρωστον) O.Berg
- Psidium rostratum (Ψίδιον το ρυγχωτόν)
- Psidium sartorianum – (Ψίδιον το Σαρτοριανόν) – κοιν. γκουάβα του Σαρτρ (Sartre Guava), "αραγιάν" ("arrayán"), guayabita del Perú (Παναμάς, Κόστα Ρίκα)
- Psidium sintenisii (Ψίδιον του Ζιντένις) – κοιν. στα ισπανικά hoja menuda
- Psidium socorrense
- Psidium spathulatum Mattos
-
Ταϊλανδέζικες γκουάβες
-
Αγίνωτες γκουάβες
-
Ώριμες γκουάβες
-
Γκουάβες της Ινδονησίας
-
Μηλογκουάβες
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «γκουαγιάβα, γουάβα». Interactive terminology for Europe (στα Αγγλικά και Ελληνικά). Ανακτήθηκε στις 18 Μαΐου 2013.
- ↑ Jiménez-Escrig A, Rincón M, Pulido R, Saura-Calixto F. Guava fruit (Psidium guajava L.) as a new source of antioxidant dietary fiber. J Agric Food Chem. 2001 Nov;49(11):5489-93.
- ↑ Guava facts
- ↑ «Nutrient facts comparison for common guava, strawberry guava, and oranges». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Ιανουαρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 2008.
- ↑ Mahattanatawee K, Manthey JA, Luzio G, Talcott ST, Goodner K, Baldwin EA. Total antioxidant activity and fiber content of select Florida-grown tropical fruits. J Agric Food Chem. 2006 Sep 20;54(19):7355-63. [1]
- ↑ Hassimotto NM, Genovese MI, Lajolo FM. Antioxidant activity of dietary fruits, vegetables, and commercial frozen fruit pulp. J Agric Food Chem. 2005 Apr 20;53(8):2928-35.
- ↑ Jiménez-Escrig A, Rincón M, Pulido R, Saura-Calixto F. Guava fruit (Psidium guajava L.) as a new source of antioxidant dietary fiber. J Agric Food Chem. 2001 Nov;49(11):5489-93.[2]
- ↑ Wrolstad R. The possible health benefits of anthocyanin pigments and polyphenolics, Linus Pauling Institute, 2001
- ↑ Gutiérrez RM, Mitchell S, Solis RV. Psidium guajava: A review of its traditional uses, phytochemistry and pharmacology. J Ethnopharmacol. 3 Φεβρουαρίου 2008 [3]
- ↑ Chen KC, Hsieh CL, Peng CC, Hsieh-Li HM, Chiang HS, Huang KD, Peng RY. Brain derived metastatic prostate cancer DU-145 cells are effectively inhibited in vitro by guava (Psidium gujava L.) leaf extracts. Nutr Cancer. 2007;58(1):93-106.[4]
- ↑ Mahfuzul Hoque MD, Bari ML, Inatsu Y, Juneja VK, Kawamoto S. Antibacterial activity of guava (Psidium guajava L.) and Neem (Azadirachta indica A. Juss.) extracts against foodborne pathogens and spoilage bacteria. Foodborne Pathog Dis. 2007 Winter;4(4):481-8.[5]
- ↑ Ojewole JA. Antiinflammatory and analgesic effects of Psidium guajava Linn. (Myrtaceae) leaf aqueous extract in rats and mice. Methods Find Exp Clin Pharmacol. 2006 Sep;28(7):441-6.[6]
- ↑ Manosroi J, Dhumtanom P, Manosroi A. Anti-proliferative activity of essential oil extracted from Thai medicinal plants on KB and P388 cell lines. Cancer Lett. 2006 Apr;235(1):114-20.[7]
- ↑ Kaljee et al. (2004)
- ↑ Mukhtar HM, Ansari SH, Bhat ZA, Naved T, Singh P. Antidiabetic activity of an ethanol extract obtained from the stem bark of Psidium guajava (Myrtaceae). Pharmazie. 2006 Aug;61(8):725-7. [8]
- ↑ Oh WK, Lee CH, Lee MS, Bae EY, Sohn CB, Oh H, Kim BY, Ahn JS. Antidiabetic effects of extracts from Psidium guajava. J Ethnopharmacol. 2005 Jan 15;96(3):411-5. [9]
- Kaljee, Linda M.; Thiem, Vu Dinh; von Seidlein, Lorenz; Genberg, Becky L.; Canh, Do Gia; Tho, Le Huu; Minh, Truong Tan; Thoa, Le Thi Kim; Clemens, John D. & Trach, Dang Duc (2004): Healthcare Use for Diarrhoea and Dysentery in Actual and Hypothetical Cases, Nha Trang, Viet Nam. Journal of Health, Population and Nutrition 22(2): 139-149. PDF fulltext