Ασπαρούχ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ασπαρούχ
Ηγεμόνας της Βουλγαρίας
Περίοδος681 - 701
ΠροκάτοχοςΧουβράτης
ΔιάδοχοςΤέρβελ
Γέννηση640
Θάνατος701
κοντά στο Δνείπερο, στη σημερινή Ουκρανία
ΕπίγονοιΤέρβελ
ΟίκοςΟίκος των Ντούλο
ΠατέραςΧουβράτης
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Ασπαρούχ (Аспару̀х, 640 - 701) ήταν Βούλγαρος ηγεμόνας (Κάνας, кънѧѕь, kŭnędzĭ) κατά το δεύτερο μισό του 7ου αιώνα και θεωρείται ως ο ιδρυτής της πρώτης Βουλγαρικής αυτοκρατορίας το 681. Συναντάται επίσης ως Ισπερίχ και το όνομά του σημαίνει αυτός που έχει ψυχή αλόγου.

Θεωρείται γενάρχης του σύγχρονου βουλγαρικού έθνους. Υπό την ηγεσία του μερικές χιλιάδες άνθρωποι, φυγάδες από τις στέπες της Ουκρανίας, εγκαταστάθηκαν στα Βαλκάνια σε πείσμα της βυζαντινής υπερδύναμης και συγκρότησαν την Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία, πρόγονο της σημερινής Βουλγαρίας (αν και τα εδάφη τους δεν ταυτίζονται γεωγραφικά).

Καταγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ασπαρούχ ήταν ένας από τους νεότερους γιους του ΚουμπράτΧουβράτη). Αυτός εξουσίαζε τη «Μεγάλη Βουλγαρία», μια ομοσπονδία τουρκογενών φύλων που εκτεινόταν βορείως της Μαύρης Θάλασσας, και βρισκόταν σε διαρκή ανταγωνισμό με τους Χαζάρους και τους Αβάρους.

Ο Χουβράτης πέθανε μάλλον το 665 και τον διαδέχθηκε ο πρωτότοκος γιος του Μπατ ΜπαγιάνΜπεζμέρ) που όμως δεν κατάφερε να κρατήσει το κράτος ενωμένο. Το 668 οι Χάζαροι εισέβαλαν από τα ανατολικά (πιθανώς παρακινημένοι από άλλους Βούλγαρους φυλάρχους) και ανάγκασαν τον Μπατ Μπαγιάν να παραδοθεί. Τότε οι μικρότεροι αδελφοί του, ο καθένας ως επικεφαλής της φυλής που διοικούσε, σκόρπισαν προς διάφορες κατευθύνσεις.

Σύγκρουση με τους Βυζαντινούς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ασπαρούχ με 800.000 άτομα εγκαταστάθηκε στις εκβολές του ποταμού Δούναβη, ανάμεσα σε διάσπαρτα σλαβικά φύλα (στη σημερινή Βεσσαραβία και ανατολική Ρουμανία). Από εκεί οργάνωνε ληστρικές επιδρομές εναντίον εδαφών και εμπορικών δρομολογίων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τον πρώτο καιρό ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Δ' δεν αντέδρασε ιδιαίτερα, αφού ο βυζαντινός στρατός είχε να αποκρούσει τρεις πολύ σοβαρότερες απειλές: την εξέγερση στη Σικελία (όπου είχε πεθάνει - ή πιθανώς δολοφονηθεί - ο πατέρας του Κώνστας Β'), τη σλαβική επίθεση στη Θεσσαλονίκη και πάνω απ' όλα την κυριαρχία των Αράβων στο Αιγαίο Πέλαγος, μέσω του οποίου έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη και την πολιόρκησαν (674-678).

Υπ' αυτές τις συνθήκες, ο Ασπαρούχ παρέμεινε ανενόχλητος για μια δεκαετία. Όταν λοιπόν οι Βυζαντινοί εξανάγκασαν τους Άραβες σε αποχώρηση (679) και αποφάσισαν να ασχοληθούν με τους Βουλγάρους, αυτός είχε ήδη ενοποιήσει πολιτικά τις φατρίες που τον ακολούθησαν. Παράλληλα είχε συνάψει συμμαχία αμοιβαίας στρατιωτικής υποστήριξης με τους Σλάβους της Μοισίας (τις Επτά Σλαβικές Φυλές), για το ενδεχόμενο βυζαντινής επέμβασης.

Το καλοκαίρι του 680, βυζαντινά στρατεύματα (περίπου 50.000 άνδρες) υπό τον Κωνσταντίνο μεταφέρθηκαν με πλοία στο δέλτα του Δούναβη και περικύκλωσαν τις δυνάμεις του Ασπαρούχ. Για καλή τύχη του τελευταίου, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να αποσυρθεί για λίγες ημέρες, προκειμένου να θεραπεύσει παλιό σοβαρό τραύμα στο πόδι του. Αυτό λειτούργησε διαλυτικά για το βυζαντινό στρατό: διαδόθηκε η φήμη ότι ο αυτοκράτορας είναι ετοιμοθάνατος ή ότι εγκατέλειψε την πολεμική προσπάθεια, με αποτέλεσμα να πέσει κατακόρυφα το ηθικό και να σημειωθούν μαζικές λιποταξίες. Τότε ο Ασπαρούχ και οι Σλάβοι σύμμαχοί του αντεπιτέθηκαν, έσπασαν τον κλοιό και παρέσυραν τους Βυζαντινούς στα έλη του δέλτα, όπου τους κατέσφαξαν σχεδόν έναν προς έναν.

Εγκατάσταση στα Βαλκάνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όντας πλέον εντελώς ανεξέλεγκτοι, οι Βούλγαροι ξεχύθηκαν στα Βαλκάνια και ίδρυσαν στη Μοισία το Βουλγαρικό Χανάτο, το οποίο σήμερα αποκαλείται από τους ιστορικούς Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία. Βέβαια σ' αυτήν την πρώτη φάση η «αυτοκρατορία» δεν ήταν παρά μια χαλαρή συνομοσπονδία των Βουλγάρων και των Σλάβων της περιοχής υπό την ηγεσία του Ασπαρούχ, με σκοπό την προστασία από έξωθεν απειλές και την οργάνωση επιδρομών εναντίον των πλούσιων πόλεων της Θράκης.

Οι Βυζαντινοί βρέθηκαν στο δίλημμα να εκστρατεύσουν εκ νέου εναντίον των νέων γειτόνων τους ή να αποδεχθούν την ηγεμονία τους στη Μοισία, διασφαλίζοντας τουλάχιστον ότι θα σταματούσαν τις λεηλασίες. Τελικά όντας αδύναμοι να κάνουν πόλεμο, επέλεξαν την ειρήνη. Έτσι το 681 ο Κωνσταντίνος και ο Ασπαρούχ συνομολόγησαν συνθήκη ειρήνης, η οποία συνοδευόταν από ετήσια χρηματικά ανταλλάγματα προς τους Βουλγάρους - αυτό σήμαινε μεταξύ άλλων ότι πλέον η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αναγνώριζε ντε φάκτο το νεοσύστατο βουλγαρικό κράτος.

Ύστερα χρόνια - Κληρονομιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ασπαρούχ βασίλεψε για τουλάχιστον δεκαπέντε ακόμα χρόνια. Του αποδίδεται - χωρίς να λείπουν οι αντίθετες απόψεις - η ίδρυση σημαντικών πόλεων, όπως η ΠλίσκαΠλίσκουσα κατά τους Γεώργιο Κεδρηνό και Άννα Κομνηνή) και το Ντράσταρ (η σημερινή Σιλίστρα). Η Πλίσκα θεωρείται επίσης από τους περισσοτέρους ως η πρώτη πρωτεύουσα του κράτους του.

Για το θάνατό του, που συνέβη κάπου μεταξύ 695 και 701, δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα, πέρα από όσα έχουν διασωθεί μέσω των λαϊκών μύθων. Σύμφωνα με την επικρατέστερη αντίληψη, πέθανε πολεμώντας τους Χαζάρους στην περιοχή του Κάτω Δούναβη. Δεν γνωρίζουμε επίσης ποια ήταν η πραγματική ηλικία του - ένα κατά πολύ μεταγενέστερο και εν γένει αναξιόπιστο χειρόγραφο αναφέρει ότι ήταν ηγεμόνας των Βουλγάρων επί 61 χρόνια. Εκτιμάται ότι αυτή ήταν μάλλον η ηλικία του όταν πέθανε, οπότε πρέπει να γεννήθηκε τη δεκαετία του 630. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Τέρβελ.

Την εποχή του θανάτου του Ασπαρούχ, η Αυτοκρατορία που ίδρυσε, εκτεινόταν από τις εκβολές του Δούναβη στη Μαύρη Θάλασσα και ακολουθούσε το ρου του ποταμού έως το Βίντιν, συμπεριλαμβάνοντας σε μεγάλο βάθος εκτάσεις και από τις δύο όχθες του ποταμού - τη σημερινή βόρεια Βουλγαρία και νότια Ρουμανία, μαζί με ένα τμήμα της Μολδαβίας. Στους επόμενους αιώνες, σε αυτά τα εδάφη οι Βούλγαροι του Ασπαρούχ και οι Σλάβοι θα δημιουργούσαν έναν κοινό πολιτισμό (υπό την επιρροή του Βυζαντίου), με αποτέλεσμα να γεννηθεί το βουλγαρικό έθνος όπως το γνωρίζουμε σήμερα.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]