Σιλίστρα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 44°07′N 27°16′E / 44.117°N 27.267°E / 44.117; 27.267


Σιλίστρα

Σημαία

Έμβλημα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Σιλίστρα
44°6′33″N 27°15′55″E
ΧώραΒουλγαρία
Διοικητική υπαγωγήΔήμος της Σιλίστρα
Έκταση27,159 km²
Υψόμετρο6 μέτρα
Πληθυσμός33.650 (15  Δεκεμβρίου 2023)[1]
Ταχ. κωδ.7500
Τηλ. κωδ.086
Ζώνη ώραςUTC+02:00 (επίσημη ώρα)
UTC+03:00 (θερινή ώρα)
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Σιλίστρα (βουλγαρικά: Силистра) είναι πόλη-λιμάνι στη βορειοανατολική Βουλγαρία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και μια από τις σημαντικές πόλεις της ιστορικής περιοχής της Νότιας Δοβρουτσάς. Έχει πληθυσμό 35.230 κατοίκους (2012). Είναι χτισμένη στη νότια όχθη του ποταμού Δούναβη, φυσικού συνόρου με τη Ρουμανία, στο σημείο όπου ο ποταμός παύει να αποτελεί το σύνορο των δύο χωρών και στρέφεται στη Ρουμανία.

Η Σιλίστρα είναι μεγάλο πολιτιστικό, βιομηχανικό, συγκοινωνιακό και εκπαιδευτικό κέντρο της βορειοανατολικής Βουλγαρίας. Υπάρχουν πολλά ιστορικά αξιοθέατα, μεταξύ αυτών ένας πλούσια διακοσμημένος υστερορωμαϊκός τάφος, υπολείμματα του Μεσαιωνικού φρουρίου, ένα Οθωμανικό φρούριο και μια πινακοθήκη.

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το όνομα Σιλίστρα προέρχεται πιθανόν από τη ρίζα του παλιού Θρακικού ονόματος του κάτω τμήματος του Δούναβη ή αλλιώς Ίστρου. Κατα μιαν άλλη εκδοχή το όνομα της πόλης προέρχεται από τις Λατινικές λέξεις "σίλο" και "στρα" που σημαίνουν "σουβλί" και "στρατηγική"[εκκρεμεί παραπομπή].

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σιλίστρα είναι στο βορειοανατολικό τμήμα της Βούλγαρίας, στη νότια όχθη του ποταμού Δούναβη. Βρίσκεται στο Βουλγαρικό τμήμα της Δοβρουτσάς.

Ο Δήμος της Σιλίστρα καλύπτει έκταση 516 τ.χλμ. και περιλαμβάνει την πόλη και 18 χωριά. Η έκταση της κυρίως πόλης είναι 27,159 τ.χλμ.

Η Σιλίστρα είναι 431 χλμ. από τη Σόφια, πρωτεύουσα της Βουλγαρίας, 141 χλμ. από τη Βάρνα και 119 χλμ. από το Ρούσε.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ντουροστόρουμ

Οι Ρωμαίοι έχτισαν ένα φρούριο το 29 μ.Χ. στη θέση παλαιότερου Θρακικού οικισμού και διατήρησαν το όνομά του ΝτουροστόρουμΝτοροστόρουμ). Οι πρώτοι άγιοι της Βουλγαρίας είναι Ρωμαίοι στρατιώτες που θανατώθηκαν στο Ντουροστόρουμ κατά τον Διωγμό του Διοκλητιανού (303–313), μεταξύ αυτών οι Αγιος Δάσιος και Αγιος Ιούλιος ο Βετεράνος. Το Ντουροστόρουμ έγινε σημαντικό στρατιωτικό κέντρο της Ρωμαϊκής επαρχίας της Μοισίας και αναβαθμίστηκε σε πόλη την εποχή του Μάρκου Αυρήλιου. Το 388 το Ντουροστόρουμ έγινε έδρα Χριστιανικής επισκοπής και κέντρο του Χριστιανισμού στην περιοχή. Στην πόλη γεννήθηκε το 396 ο Ρωμαίος στρατηγός Φλάβιος Αέτιος, που νίκησε τον Ούνο βασιλιά Αττίλα στη μεγάλη μάχη των Καταλαυνικών πεδίων, to 451 μ.Χ. Μετά τη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε Ανατολική και Δυτική η πόλη (γνωστή ως Δορύστολον ή Δουρόστολον στα Βυζαντινά Ελληνικά) αποτέλεσε τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τα οχυρά της τείχη, που είχαν καταστραφεί τον 4ο αιώνα, πιθανά από τους Βησιγότθους, τα ξαναέκτισαν οι Βυζαντινοί, ισχυρότερα αυτή τη φορά, τον 5ο ή τον 6ο αι. Κι αυτά με τη σειρά τους καταστράφηκαν και ξανακτίστηκαν από τους Βουλγάρους τον 9ο αι.[2] Ως τμήμα της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας το Δορύστολον έγινε γνωστό ως Ντράσταρ τη Μεσαιωνική εποχή.

To φρούριο της Σιλίστρα
Ιστορικό Μουσείο

Γύρω στα τέλη του 7ου αιώνα η πόλη ενσωματώθηκε στην Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία και ο επίσκοπος του Ντράσταρ (Дръстър στα Βουλγαρικά) ανακηρύχτηκε πρώτος πατριάρχης της Βουλγαρίας. Το 895 (κατά τον Βουλγαροουγγρικό Πόλεμο του 894-896) οι Ούγγροι, σύμμαχοι των Βυζαντινών, πολιόρκησαν τον Βουλγαρικό στρατό υπό την προσωπική διοίκηση του Συμεών Α΄ του Μέγα στο φρούριο της πόλης αλλά αναχαιτίστηκαν. Τον επόμενο χρόνο οι Ούγγροι ηττήθηκαν οριστικά στη Μάχη του Νότιου Μπουγκ (στη σημερινή Ουκρανία).

Η πόλη καταλήφθηκε από τις δυνάμεις του Σβιατοσλάβ Α΄ του Κιέβου το 969 αλλά δύο χρόνια αργότερα ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιωάννης Τσιμισκής κατέλαβε την πόλη μετά από τη Μάχη του Δορυστόλου. Μετονομάστηκε Θεοδωρόπολις, από τον στρατιωτικό άγιο Θεόδωρο τον Στρατηλάτη, που λέγεται ότι προσέτρεξε να βοηθήσει τον αυτοκράτορα κατά τη μάχη. Το 976 ο Τσάρος Σαμουήλ επανέφερε τη Βουλγαρική κυριαρχία στην περιοχή μέχρι το 1001, οπότε περιήλθε πάλι στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Το 1186, μετά την Εξέγερση των Ασέν και Πέτρου η πόλη έγινε τμήμα της Δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας και ξαναονομάστηκε Ντράσταρ.

Το 1279, υπό τον Αυτοκράτορα Ιβάιλο το Ντράσταρ δέχθηκε επίθεση των Μογγόλων, αλλά μετά από τρίμηνη πολιορκία οι Βούλγαροι κατάφεραν να τους αποκρούσουν. Η πόλη παρέμεινε τμήμα της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας μέχρι την Οθωμανική κατάληψη των Βαλκανίων γύρω στα 1400. Καθόλο τον Μεσαίωνα το Ντράσταρ (πιθανόν γνωστό επίσης με το όνομα Σιλίστρα) ήταν από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες πόλεις της Βουλγαρίας.

Κατά την Οθωμανική κυριαρχία η Σιλίστρα (Σιλίστρε στα Οθωμανικά Τουρκικά) ήταν τμήμα της Επαρχίας της Ρούμελης και διοκητικό κέντρο του ομώνυμου σαντζακίου. Αργότερα το σαντζάκι αυτό αναβαθμίστηκε και έγινε Επαρχία Σιλίστρας, εκτεινόμενη στο μεγαλύτερο μέρος των δυτικών ακτών της Μαύρης Θάλασσας.

Η πόλη καταλήφθηκε και ανακαταλήφθηκε πολλές φορές από Ρωσικές δυνάμεις στη διάρκεια πολλών Ρωσοτουρκικών Πολέμων και πολιορκήθηκε μεταξύ 14 Απριλίου και 23 Ιουνίου 1854 κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο. Ο Ναμίκ Κεμάλ (Τούρκος συγγραφέας, 1840-1888) έγραψε το γνωστότερο θεατρικό του έργο, Βατάν Γιαχούτ Σιλίστρε ("Πατρίδα ή Σιλίστρε") με θέμα την πολιορκία αυτή και στο οποίο ανέπτυξε τις ιδέες του πατριωτισμού και του φιλελευθερισμού. Το έργο πρωτοανέβηκε την 1 Απριλίου 1873 και κατέληξε στην εξορία του Αμμόχωστο.

Η Οθωμανική Επαρχία Σιλίστρας είχε περιοριστεί σε μέγεθος, καθώς οι περιοχές Οζί και Χοτσάμπεη και η Βεσσαραβία παραχωρήθηκαν στη Ρωσική Αυτοκρατορία στο τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Το 1830 από τις νότιες περιοχές της δημιουργήθηκε η Επαρχία της Αδριανούπολης. Τελικά η Επαρχία της Σιλίστρας συγχωνεύτηκε με τις επαρχίες του Βίντιν και της Νις το 1864 για να σχηματίσουν την Επαρχία του Δούναβη. Την ίδια χρονιά η Σιλίστρα υποβαθμίστηκε σε κέντρο καζά του σαντζακίου του Ρούσε της επαρχίας αυτής.

Μεταξύ 1819 και 1826 ραββίνος της Εβραϊκής κοινότητας της Σιλίστρας ήταν ο Ελιέζερ Πάπο - διάσημος λόγιος - καθιστώντας διάσημη την πόλη μεταξύ των ορθόδοξων Εβραίων. Ακόμη και σήμερα ο τάφος του είναι εστία προσκυνήματος, με μερικούς προσκυνητές να φθάνουν από το Ισραήλ, ακόμη και από τη Λατινική Αμερική στη Βουλγαρία για τον σκοπό αυτό.

Το 1878, μετά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του (1877-1878) η Σιλίστρα προσαρτήθηκε στη Βουλγαρία.

Τον Μάιο του 1913, μετά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο και τις ανεπιτυχείς Βουλγαρορουμανικές διαπραγματεύσεις στο Λονδίνο, οι δύο χώρες δέχθηκαν τη μεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων, που πσαραχώρησαν τη Σιλίστρα και τη γύρω περιοχή της σε ακτίνα 3 χλμ. στο Βασίλειο της Ρουμανίας στη Συνδιάσκεψη της Αγίας Πετρούπολης. Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1913 παραχώρησε τη Σιλίστρα και όλη τη Νότια Δοβρουτσά στη Ρουμανία. Η Σιλίστρα μετονομάστηκε από τους Ρουμάνους Ντίρστορ. Η Βουλγαρία ανέκτησε την πόλη μεταξύ 1916 και 1918 κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1918), με την οποία η Ρουμανία παραδόθηκε στις Κεντρικές Δυνάμεις (όπου ανήκε και η Βουλγαρία). Η Συνθήκη του Νεϊγύ (1919) μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο την επέστρεψε στη Ρουμανία. Η Σιλίστρα παρέμεινε τμήμα της Ρουμανίας μέχρι τη Συνθήκη της Κραϊόβα το 1940, οπότε η πόλη έγινε πάλι τμήμα της Βουλγαρίας, μεταβίβαση που επικυρώθηκε με τις Συνθήκες Ειρήνης των Παρισίων το 1947. Μεταξύ 1913 και 1938 ήταν πρωτεύουσα του Νομού Ντούροστορ (πλην του διαστήματος Βουλγαρικής κυριαρχίας) και τμήμα της Περιφέρειας Μίριι 1938-1940. Μετά την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Βουλγαρίας η Σιλίστρα αναπτύχθηκε ως βιομηχανικό και γεωργικό κέντρο της περιοχής, συγκρίσιμο με το Ρούσε (λόγω της στρατηγικής της θέσης στον Δούναβη) και το Ντόμπριτς (λόγω της άφθονης εύφορης γης). Αυτό οδήγησε σε μεγάλη πληθυσμιακή αύξηση που συνεχίστηκε μέχρι το 1985. Στη συνέχεια ο πληθυσμός σιγά-σιγά άρχισε να μειώνεται. Μετά την κατάρρευση της Λαϊκής Δημοκρατίας το 1989 πολλοί από τους κατοίκους της μετανάστευσαν σε άλλα μέρη της χώρας ή στο εξωτερικό.

Πανόραμα της Σιλίστρας και του Δούναβη.

Κλίμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σιλίστρα έχει εύκρατο κλίμα με χειμώνες κρύους με χιόνι και ζεστά καλοκαίρια.

Κλιματικά δεδομένα Σιλίστρα (2000-2013)
Μήνας Ιαν Φεβ Μάρ Απρ Μάι Ιούν Ιούλ Αύγ Σεπ Οκτ Νοε Δεκ Έτος
Υψηλότερη Μέγιστη °C (°F) 25.5 30.9 34.8 38.1 39.2 42.4 44.1 42.9 40.2 35.7 30.6 26.9 44,1
Μέση Μέγιστη °C (°F) 6.1 10.4 15.7 20.2 25.7 29.2 30.3 29.9 26.2 20.0 12.3 7.8 19,48
Μέση Μηνιαία °C (°F) 3.7 6.8 10.7 14.4 19.3 24.0 25.2 24.7 22.0 16.2 9.0 5.1 15,09
Μέση Ελάχιστη °C (°F) 1.2 3.1 5.6 8.6 12.9 18.8 20.0 19.5 17.8 12.3 5.6 2.4 10,65
Χαμηλότερη Ελάχιστη °C (°F) −13.1 −10.4 −7.9 −1.4 3.8 6.5 10.1 6.8 2.8 −3.2 −7.4 −10.8 −13,1
Υετός mm (ίντσες) 99,8 79,4 86,8 92,3 59,4 61,1 48,2 52,6 66,1 86,4 82,2 93,3 907,6
Μέσες ημέρες βροχόπτωσης 15 11 13 14 9 10 7 8 11 13 13 14 138
Μέσες ημέρες χιονόπτωσης 5 4 2 1 0 0 0 0 0 0 2 5 19
Μέσες μηνιαίες ώρες ηλιοφάνειας 101.1 138.5 169.6 221.1 264.6 301.8 300.4 264.5 202.8 165.5 111.2 89.6 2.330,7
Πηγή: Stringmeteo.com

Πληθυσμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Ιανουάριο του 2012 η Σιλίστρα είχε 35,230 κατοίκους μέσα στα όρια της πόλης, ενώ ο ομώνυμος δήμος, μαζί με τα ανήκοντα σε αυτόν χωριά 50.780. Ο αριθμός των κατοίκων της πόλης (όχι του δήμου) κορυφώθηκε την περίοδο 1986-1991, οπότε ξεπέρασε τις 70.000.

Εθνική σύνθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 2011 τα άτομα που δήλωσαν την εθνική τους ταυτότητα κατανέμονταν ως εξής :

Σύνολο: 35.607

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. www.grao.bg/tna/t41nm-15-12-2023_2.txt.
  2. Kazhdan Alexander (επιμ.) The Oxford Dictionary of Byzantium, Oxford University Press, 1991, σ. 653, ISBN 0-l9-504652—8.