Βυζαντινά νομισματοκοπεία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τα Ρωμαϊκά νομισματοκοπεία στην εποχή του Ιουστινιανού Α (μέσα 6ου αιώνα).

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με έδρα την Κωνσταντινούπολη ίδρυσε και λειτούργησε αρκετά νομισματοκοπεία σε όλη την ιστορία της (330-1453). Εκτός από το κύριο μητροπολιτικό νομισματοκοπείο στην πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη, δημιουργήθηκε επίσης ποικίλος αριθμός επαρχιακών νομισματοκοπείων σε άλλα αστικά κέντρα, ειδικά κατά τον 6ο αιώνα. Τα περισσότερα νομισματοκοπεία της επαρχίας -εκτός από τις Συρακούσες- έκλεισαν ή χάθηκαν από εισβολές στα μέσα του 7ου αιώνα. Μετά την απώλεια των Συρακουσών το 878, η Κωνσταντινούπολη έγινε το μοναδικό νομισματοκοπείο για χρυσά και αργυρά νομίσματα μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν να εμφανίζονται ξανά μεγάλα επαρχιακά νομισματοκοπεία. Πολλά νομισματοκοπεία, τόσο αυτοκρατορικά όσο και -όσο κατακερματιζόταν ο βυζαντινός κόσμος- νομισματοκοπεία που ανήκαν σε αυτόνομους τοπικούς κυβερνήτες, λειτούργησαν από τον 12ο έως τον 14ο αιώνα. Η Κωνσταντινούπολη και η Τραπεζούντα, έδρα της ανεξάρτητης ηγεμονίας της Τραπεζούντας (1204–1461), επέζησαν μέχρι την κατάκτησή τους από τους Οθωμανούς Τούρκους στα μέσα του 15ου αιώνα.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το αρχικό ρωμαϊκό δίκτυο νομισματοκοπείων αναδιοργανώθηκε και συγκεντρώθηκε από τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό (βασ. 284–305) στο τέλος του 3ου αιώνα, παράλληλα με την αναδιάρθρωση της επαρχιακής και φορολογικής διοίκησης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Τα νομισματοκοπεία περιορίζονταν σε ένα ανά επαρχία (εκτός από μερικές εξαιρέσεις) και τέθηκαν υπό τον διπλό έλεγχο των πραιτοριανών επάρχων και του κόμη του ιερού θησαυροφυλακίου. [1] [2] Κατά τους επόμενους δύο αιώνες, μερικά νομισματοκοπεία έκλεισαν και άλλα άνοιξαν, όπως υπαγόρευε η δημοσιονομική ανάγκη ή οι διοικητικές αλλαγές. Επιπλέον, οι διάφοροι Αυτοκράτορες είχαν νομισματοκοπεία επισυναπτόμενα στην ακολουθία τους (comitatus), που τους ακολουθούσαν στα ταξίδια και τις εκστρατείες τους σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Έπειτα από έναν νόμο που εκδόθηκε το 366/369, η κοπή νομισμάτων πολύτιμων μετάλλων περιορίστηκε σε εκείνα τα κομιτικά νομισματοκοπεία, που λειτουργούσαν είτε σε μόνιμη βάση, είτε κάνοντας χρήση των τοπικών νομισματοκοπείων, που ήταν πλησιέστερα στην τρέχουσα τοποθεσία του αυτοκράτορα και της comitatus (ακολουθίας) του. Διαφορετικά, τα περιφερειακά νομισματοκοπεία περιορίζονταν κυρίως στην έκδοση νομισμάτων βασικών μετάλλων. [2]

Κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα, το ρωμαϊκό σύστημα κοπής κατέρρευσε. Το Δυτικό ήμισυ της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατακλύστηκε από γερμανικές φυλές, αν και μερικά νομισματοκοπεία παρέμειναν ενεργά στη Δύση υπό τους νέους βάρβαρους ηγεμόνες και συνέχισαν να κόβουν νομίσματα, συμπεριλαμβανομένου του υψηλής ποιότητας χρυσού σόλιδου, στο όνομα των ανατολικών Αυτοκρατόρων, κυρίως στην Ιταλία των Οστρογότθων και τη Βουργουνδία. [3] Στην Ανατολή, τα περισσότερα νομισματοκοπεία φαίνεται να ήταν ενεργά μέχρι κάποια χρονική στιγμή της βασιλείας του Ζήνωνα (βασ. 475–491), αλλά με τη διαδοχή του Αναστάσιου Α΄ (βασ. 491–518) μόνο τα νομισματοκοπεία της Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης παρέμειναν ενεργά. [4] [2] Το 498 ο Αναστάσιος ξεκίνησε μια σημαντική νομισματική μεταρρύθμιση -που πραγματοποιήθηκε από τον κόμη του ιερού θησαυρού Ιωάννη τον Παφλαγόνα [5]- που θεωρείται ότι σηματοδοτεί την έναρξη του «βυζαντινού» συστήματος νομισμάτων. Ταυτόχρονα, άνοιξε ξανά τα νομισματοκοπεία στη Νικομήδεια και αργότερα στην Αντιόχεια. [4] Ο αριθμός των νομισματοκοπείων επεκτάθηκε σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού Α΄ (βασ. 527–565), σε μεγάλο βαθμό λόγω της ανάκτησης της Ιταλίας, της Αφρικής και τμημάτων της Ισπανίας. Δεκατέσσερα νομισματοκοπεία ήταν ενεργά κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού Α΄, με νέα νομισματοκοπεία να ανοίγουν ή να έχουν ανακτηθεί από τους Βανδάλους και τους Οστρογότθους στην Καρχηδόνα, τη Ρώμη, τη Ραβέννα, την Καρθαγένη και σε μικρότερα επαρχιακά κέντρα. Τα περισσότερα από αυτά περιορίζονταν σε χάλκινα νομίσματα. Η Ραβέννα και η Καρθαγένη παρήγαγαν μόνο αργυρά νομίσματα σε ποσότητα, ενώ οι κοπές χρυσού περιορίζονταν στην Κατάνια, τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο, οι δύο τελευταίες πόλεις ξεπέρασαν κατά πολύ τις υπόλοιπες. [4] [6] [7]

Οι εδαφικές απώλειες των αρχών του 7ου αιώνα, με τον Βυζαντινό–Σασσανιδικό πόλεμο του 602–628, τις σλαβικές επιδρομές στα Βαλκάνια και την έναρξη των μουσουλμανικών κατακτήσεων, μείωσαν δραστικά τον αριθμό των ενεργών νομισματοκοπείων. Το 628/629, ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος (βασ. 610–641) έκλεισε όλα τα εναπομείναντα επαρχιακά νομισματοκοπεία στην Ανατολή εκτός από την Αλεξάνδρεια, η οποία έπεσε στους Άραβες το 646. Στη Δύση επίσης, μία προς μία οι πόλεις που φιλοξενούσαν τα διάφορα νομισματοκοπεία, έπεσαν σε διάφορους εχθρούς, μέχρι τον 9ο αιώνα και μόνο οι Συρακούσες παρέμειναν. [1] [8] [9]

Με την πτώση των Συρακουσών το 878, η Κωνσταντινούπολη παρέμεινε το μοναδικό νομισματοκοπείο χρυσού και αργύρου μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα. Το επαρχιακό νομισματοκοπείο στη Χερσώνα άνοιξε εκ νέου περί το 860, αλλά η παραγωγή του περιορίστηκε σε χάλκινα νομίσματα. Η Θεσσαλονίκη έγινε το κύριο επαρχιακό νομισματοκοπείο, αφού άνοιξε ξανά το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα και άλλα επαρχιακά κέντρα -η Θήβα, η Κόρινθος στη νότια Ελλάδα, η Φιλαδέλφεια τον 14ο αιώνα, η Μαγνησία και η Νίκαια κατά τη διάρκεια που η Αυτοκρατορία έδρευε στη Νίκαια (1204–1261)- ήταν ενεργά κατά καιρούς κατά τους τελευταίους αιώνες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σφετεριστές ή ημιαυτόνομοι τοπικοί άρχοντες δημιούργησαν περιστασιακά δικά τους νομισματοκοπεία, όπως ο Ισαάκιος Κομνηνός της Κύπρου, ο Λέων Γκαμπαλάς της Ρόδου ή η οικογένεια Γαβρά της Τραπεζούντας. Η Κωνσταντινούπολη ωστόσο παρέμεινε το κύριο νομισματοκοπείο, παρέχοντας το μεγαλύτερο μέρος της νομισματοκοπίας. [1] [10]

Κατάλογος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τοποθεσία Επιβεβαιωμένη δράση Έμβλημα του νομισματοκοπείου Σχόλια
Αδριανούπολη 1354–1356 Ενεργό νομισματοκοπείο για τον συναυτοκράτορα Ματθαίο Καντακουζηνό κατά την εξουσία του επί της Θράκης (1347–1357). Το Διδυμότειχο είναι μία άλλη θέση.[11]
Αλεξανδρέττα 609–610 ΑΛΕΞΑΝΔ Ενεργό επί Ηρακλείου (β.610–641), όταν εξεγέρθηκε εναντίον του Φωκά (β.602–610).[12]
Αλεξάνδρεια Πριν το 330 ως μετά το 475, π. 525–646 ΑΛΕΞ, ΑΛΞΟΒ Ενεργό πριν από τον Διοκλητιανό (β.284–305) ως τον Ζήνωνα (β.475–491), ήταν το νομισματοκοπείο της Διοίκησης της Αιγύπτου. Επανιδρύθηκε περί το 525 και έμεινε ενεργό ως την πτώση της στους Άραβες.[13]
Αντιόχεια Πριν το 330 ως μετά το 475, π. 512–610 ΑΝ, ΑΝΤΙΚ, ΑΝΤΧ; THEUP, THEUPO, ΘVΠOΛS Ενεργό πριν τον Διοκλητιανό (β.284–305) ως τον Ζήνωνα (β. 475–491), ήταν το νομισματοκοπείο της Διοίκησης της Ανατολής. Επανιδρύθηκε από τον Αναστάσιο Α΄ (β.491–518). Η Αντιόχεια μετονομάστηκε σε Θεούπολις έπειτα από τον σεισμό του 526.[14] Δεν υπάρχουν νομίσματα μετά το 610, ίσως η δράση του μεταφέρθηκε στην Ιερουσαλήμ (δείτε παρακάτω).[15]
Άρτα π. 1204–1271 Κύριο νομισματοκοπείο για το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Η ύπαρξή του είναι υποθετική, αλλά είναι πιθανή καθώς η Άρτα ήταν πρωτεύουσα του Δεσποτάτου.[16]
Καρχηδόνα 533 – π. 695 CAR, KAR, KART, CT, CRTG, KRTG Ιδρύθηκε από τον Διοκλητιανό (β.284–305) περί το 296, αλλά έπαυσε το 307 και η εγκατάσταση μεταφέρθηκε στην Όστια.[17] Οι Βάνδαλοι εγκατέστησαν εκεί ένα νέο νομισματοκοπείο, η ανακαταλήφθηκε όμως από τους Ρωμαίους το 533. Υπήρχε ως π. το 692/693 ή το 695, όταν μεταφέρθηκε στη Σαρδηνία λόγω της απειλής της Αραβικής κατάκτησης.[18]
Καρθαγένη π. 560–624 Ενεργό στη νότιο Ισπανία ως την πτώση των τελευταίων Ρωμαϊκών οχυρών στους Βησιγότθους π. το 624.[19]
Κατάνια π. 582–629 CAT Ιδρύθηκε το 582/583 και οι τελευταίες κοπές έγιναν το 628/629.[20]
Χερσώνα 6ος αι. τέλη 9ου – αρχές 11ου αι. ΧΕΡCWΝΟC, ΧΕΡCΟΝΟC, Ενεργό υπό Ιουστινιανού Α΄ (β.527–565), Μαυρικίου (β.582–602) και πάλι από τη βασιλεία του Βασιλείου Α΄ (β.867–886) ως τον Βασίλειο Β΄ (β.976–1025).[21]
Κωνσταντία η εν Κύπρω 610 και π. 626–629 ΚΥΠΡΟV, ΚΥΠΡΕ, KYΠΡ, CΠΡ Ενεργό από την εξέγερση του Ηρακλείου και ξανά το 626–629, κυρίως για να καλύψει στρατιωτικές ανάγκες.[22]
Κωνσταντίνη η εν Νουμιδία 540/541–592/593 CON Σποραδικά μόνο ενεργό· η απόδοση τώρα γενικά απορρίπτεται.
Κωνσταντινούπολη 330–1204, 1261–1453 CON, CONOB, CONOS, COB Ενεργό σε όλη την περίοδο, εκτός της λειτουργίας του ως νομισματοκοπείο της Λατινικής Αυτοκρατορίας (1204–1261).
Κύζικος 518–629 KYZ, KY Ενεργό πριν από τον Διοκλητιανό (β.284–305}), που το έκανε για τη Διοίκηση της Ασίας.[23] Επανιδρύθηκε από τον Αναστάσιο Α΄ (491–518), έμεινα ενεργό ως το 629/630, με μία διακοπή το 614/615–625/626 λόγω του πολέμου με την Περσία των Σασσανιδών.[24]
Ισαυρία 617/618–618/619 ISAYR Ιδρύθηκε για να καλύψει στρατιωτικές ανάγκες κατά τον Βυζαντινο-Περσικό Πόλεμο (602-628). Είχε μεταφερθεί από τη Σελεύκεια το 617 και έπαυσε σύντομα μετά, μάλλον λόγω της Περσικής προώθησης.[25]
Ιερουσαλήμ 608–614/615 ΙΠ, ΙΧ, IEΡOCO, XC NIKA Ιδρύθηκε το 608/609 κατά την εξέγερση του Ηρακλείου εναντίον των πιστών στον Φωκά, ίσως μεταφέροντας εδώ το νομισματοκοπείο της Αντιόχειας. Διατηρήθηκε ώσπου οι Πέρσες υπό τους Σασσανίδες έλαβαν την πόλη το 614/615.
Μαγνησία 1214–1261 Κύριο νομισματοκοπείο και θησαυροφυλάκιο της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας έπειτα από τη μεταφορά του νομισματοκοπείου της Νίκαιας εδώ.[26][27]
Νάπολη Μετά π. το 661 ως π. το 830–840 NE Ενεργό από τη βασιλεία του Κωνσταντίου Δ΄ (β.641–685), ίσως μετά π. το 661/662, όταν έγινε η έδρα δούκα, ως τον Θεόφιλο (β.829–842). Στην πράξη ήταν έξω από τη βασιλική εξουσία, καθώς ο δούκας γινόταν όλο και πιο πολύ ανεξάρτητος.[28]
Νίκαια π. 1208–1214 Κύριο νομισματοκοπείο της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, ώσπου μεταφέρθηκε στη Μαγνησία, ίσως διότι η περιοχή της Βιθυνίας ήταν κοντά στη Λατινική Αυτοκρατορία και για να είναι πλησιέστερα στο Νυμφαίο, προσφιλή έδρα των Αυτοκρατόρων.[29]
Νικομήδεια 498–627 NIK, NIKO, NIC, NIKM, NIKOMI, NI Ιδρύθηκε από τον Διοκλητιανό (β.284–305) π. το 294 για τη Διοίκηση του Πόντου. Ενεργό ως τον 5ο αι, επαναλειτούργησε από τον Αναστάσιο Α΄ (β.491–518) π. το 498 και ενεργό ως το 629/630, με διακοπή το διάστημα 617/8–625/6 λόγω των Πολέμου με την Περσία των Σασσανιδών.[30]
Λευκωσία 1184–1191 Κύριο νομισματοκοπείο του σφετεριστή Ισαακίου Κομνηνού της Κύπρου. Και άλλα νομισματοκοπεία είχαν ιδρυθεί στην Κύπρο.[31]
Περούτζα 552/553 P Υποθετική θέση, που τώρα γενικά απορρίπτεται.[32]
Φιλαδέλφεια 1188–1189, 14ος αι. ΦΛΔΦ Οι πρώτες κοπές έγιναν από τον -για λίγο- σφετεριστή Θεόδωρο Μαγκαφά το 1188–1189.[33] Τα νομίσματα του 13ου αι. φέρουν το έμβλημα ΦΛΔΦ και αποδίδονται στην πόλη. Ως την Άλωση της Φιλαδέλφειας (1390) ήταν ένα Ρωμαϊκό περίκλειστο και αποσπασμένο έδαφος, περιτριγυρισμένο από Σελτζούκους.[34]
Φιλιππούπολη 1092 και λίγα έτη μετά Ενεργό κατά τις πρώτες νομισματικές μεταρρυθμίσεις του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081–1118). Η Αδριανούπολη έχει επίσης προταθεί ως μία εναλλακτική έδρα.[35]
Ραβέννα π. το 540 ως τις αρχές του 8ου αι. RAV, RA, RAB, RAVEN, RAVENNA Υπήρχε ως την πτώση του Εξαρχάτου της Ραβέννας (584–751) στο βασίλειο των Λομβαρδών το 752.[36]
Ρόδος π. 1232 ως π. το 1248 Τοπικές κοπές των αδελφών Λέοντα και Ιωάννη των Γαβαλάδων, αυτόνομων ηγεμόνων της Ρόδου και των κοντινών νήσων.[37]Η κοπές συνεχίστηκαν ως την ανάκτηση της πρωτεύουσας από τον Μιχαήλ Η΄ και διατηρήθηκαν ως την πρώτη περίοδο βασιλείας (που ήταν μόνος) τού Ανδρόνικου Β΄ (1282-1294/5) και έπαυσε κατά την ενωμένη βασιλεία του Ανδρόνικου Β΄ με τον γιο του Μιχαήλ Θ΄ ως το 1306-1310, οπότε η Ρόδος κατακτήθηκε από τους Ιωαννίτες ιππότες.
Ρώμη π. 540 ως π. το 750 ROM, ROMA, ROMOB, Θεωρητικά ήταν σε λειτουργία ως π. το 751, όταν η Ρώμη και ο πάπας αποσπάστηκαν από τη Ρωμαϊκή εξουσία. Υπό παπικό έλεγχο ήδη από τον 7ο αι.[38]
Σαλώνα Δαλματίας π. το 535 και μετά Πιθανή τοποθεσία, αλλά όχι σίγουρη· ενεργό μόνο κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού Α΄ (β.527–565).
Σαρδηνία π. το 695 ως μετά το 717 S Ιδρύθηκε πιθανώς στο Κάλιαρι, όταν μεταφέρθηκε εδώ το νομισματοκοπείο της Καρχηδόνας το 692/3 ή το 695. Πιστοποιείται ως τον Λέοντα Γ΄ τον Ίσαυρο (β.717–741).[39]
Σελεύκεια η εν Ισαυρία π. 615–616 SELISU, SEL Ιδρύθηκε για να καλύψει τις ανάγκες του πολέμου ενάντια στην Περσία των Σασσανιδών. Μεταφέρθηκε στην Ισαυρία το 617.
Συρακούσες Μετά το 643/644 ως το 878 SECILIA, CVΡΑΚΟVCI Ενεργό από π. το 643/644 ως την πτώση του στους Άραβες το 878, μερικές φορές το συμπλήρωνε η Κατάνια. Πριν από αυτό, νομι΄σματα κομμένα στην Κωνσταντινούπολη μεταφερόταν εδώ, όπου επισημαινόταν με το SC[L].[40]
Θήβα Δεύτερο ήμισυ του 12ου αι. Η απόδοση είναι υποθετική· αφορά ένα νομισματοκοπείο που ιδρύθηκε για να κόβει μισά τεταρτηρά για τα ενωμένα θέματα της Ελλάδος και της Πελοποννήσου. Η Κόρινθος και η Αθήνα έχουν προταθεί εναλλακτικά ως θέσεις του. Πιστοποιείται σταθερά από τη βασιλεία του Μανουήλ Α΄ (β.1143–1180) ως την πρώτη βασιλεία του Ισαακίου Α΄ (β.1185–1195), ίσως ιδρύθηκε τόσο νωρίς όσο π. το 1092.[41]
Θεσσαλονίκη 330–629/630, τέλη 11ου ως τα μέσα του 14ου αι. TES, ΘΕC, ΘΕS, THESSOB, TESOB, THSOB Ενεργό πριν από τον Διοκλητιανό (β.284–305), που το έκανε νομισματοκοπείο για τη Διοίκηση Μοισίας. Αργότερα έγινε το κύριο νομισματοκοπείο για τη Διοίκηση Μακεδονίας και την Υπαρχία του Ιλλυρικού, ως το 629/630.[42] Επαναδραστηριοποιήθηκε από τον Αλέξιο Α΄ (β.1081–1118). Από το 1204 ως το 1224, ήταν ενεργό ως το νομισματοκοπείο του λατινικού βασιλείου της Θεσσαλονίκης, έπειτα της αυτοκρατορίας της Θεσσαλονίκης των Αγγέλων ως την κατάκτηση από τους Ρωμαίους της Νίκαιας το 1246. Οι τελευταίες κοπές του έγιναν το 1369–1387.[43]
Τραπεζούντα Τέλη 11ου ως τα μέσα του 12ου αι, π. 1230–1461 Τοπικές κοπές της οικογένειας Γαβρά, ημιανεξάρτητων ηγεμόνων της Χαλδίας στα τέλη του 11ου/αρχές του 12ου αι. Από τη βασιλεία του Ανδρόνικου Α΄ Γίδου (β.1222–1235) ήταν η έδρα του νομισματοκοπίου της ηγεμονίας της Τραπεζούντας (1204–1461).[44]

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Grierson, Philip (1982). Byzantine Coins. London: Methuen. ISBN 978-0-416-71360-2.
  • Grierson, Philip (1999). Byzantine Coinage (PDF). Washington, DC: Dumbarton Oaks. ISBN 978-0-88402-274-9.
  • Hendy, Michael F. (1985). Studies in the Byzantine Monetary Economy c. 300–1450. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 0-521-24715-2.
  • Hendy, Michael F. (1989). The Economy, Fiscal Administration and Coinage of Byzantium. London: Variorum Reprints. ISBN 0-86078-253-0.
  • Kazhdan, Alexander, ed. (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. Oxford and New York: Oxford University Press. ISBN 0-19-504652-8.
  • Sear, David R.; Bendall, Simon; O'Hara, Michael Dennis (1987). Byzantine Coins and their Values. London: Seaby.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]