Θέμα Ελλάδος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χάρτης της διοικητικής διαίρεσης του Βυζαντίου (έτος 900)

Το θέμα Ελλάδος ήταν στρατιωτική-διοικητική περιφέρεια («θέμα») της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στη σημερινή νότια Ελλάδα. Το θέμα περιλάμβανε τμήματα της Στερεάς, της Θεσσαλίας και, μέχρι περίπου το 800, της Πελοποννήσου. Δημιουργήθηκε τον ύστερο 7ο αιώνα και επέζησε μέχρι τον ύστερο 11ο / 12ο αιώνα.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος "Ελλάς" βρισκόταν ήδη σε χρήση τον 6ο αιώνα για να περιγράψει τη σημερινή νότια Ελλάδα, χρησιμοποιούμενος στο Συνέκδημο ως εναλλακτική ονομασία για τη Ρωμαϊκή επαρχία της Αχαΐας.[1][2] Κατά τον 7ο αιώνα, η οριστική κατάρρευση του συνόρου στο Δούναβη επέτρεψε τη διενέργεια μεγάλης κλίμακας Σλαβικών εισβολών και εποικισμών σε ολόκληρη τη Βαλκανική χερσόνησο. Στην Ελλάδα τα σλαβικά φύλα επέδραμαν και εγκαταστάθηκαν σχεδόν εντελώς ελέυθερα, βοηθούμενα από την ενασχόληση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με την αντιμετώπιση των Μουσουλμανικών κατακτήσεων στην Ανατολή. Μέρος του ντόπιου πληθυσμού κατέφυγε στις οχυρωμένες πόλεις, σε νησιά μακριά από την ακτή ή στην Ιταλία.[3]

Η δημιουργία του θέματος της Ελλάδας χρονολογείται μεταξύ του 687 και του 695, κατά την πρώτη βασιλεία του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Β΄ (βασ. 685-695 και 705-711),[1] πιθανώς ως άμεση συνέπεια της εκστρατείας του εναντίον των Σλάβων το 688/689.[4] Ο πρώτος στρατηγός της Ελλάδας μαρτυρείται το 695: ο Λεόντιος, πρώην στρατηγός του θέματος Ανατολικών, που είχε πέσει σε δυσμένεια μετά την ήττα του στη μάχη της Σεβαστουπόλεως.[4][5] Αν και οι σύγχρονες πηγές δε χρησιμοποιούν τον όρο "θέμα" για την Ελλάδα πριν τον 8ο αιώνα, χρησιμοποιώντας αντ' αυτού τον όρο στρατηγία, είναι σχεδόν βέβαιο ότι δημιουργήθηκε εξ αρχής ως πλήρης διοικητική οντότητα, που ήλεγχε τα εδάφη της παλιάς επαρχίας της Αχαΐας που παρέμεναν ακόμη υπό αυτοκρατορικό έλεγχο.[4][6] Η αρχική έκταση του θέματος είναι ασαφής και αμφισβητούμενη, αλλά δεδομένης της έκτασης του Βυζαντινού ελέγχου η επικράτειά του πρέπει να περιελάμβανε την ανατολική ακτή της ηπειρωτικής χώρας (ανατολική Στερεά Ελλάδα και μέρη της Θεσσαλίας), πιθανώς περιλαμβάνοντας και την ανατολική Πελοπόννησο, καθώς και κάποια νησιά του Αιγαίου, όπως η Σκύρος και η Κέα.[1][4][7] Δεν είναι σαφές αν αρχική πρωτεύουσα ήταν η Αθήνα ή η Θήβα· πιθανότερα ήταν η Θήβα, καθώς σίγουρα εκπλήρωνε αυτό το ρόλο στον πρώιμο 10ο αιώνα. Το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα, ωστόσο, η έδρα του στρατηγού μεταφέρθηκε στη Λάρισα.[6][8]

Δεδομένης της έλλειψης βάθους της επικράτειας στην ενδοχώρα, αρχικά το θέμα ήταν μάλλον προσανατολισμένο περισσότερο προς τη θάλασσα.[4] Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β΄ εγκατέστησε εκεί αρκετές χιλιάδες Μαρδαΐτες, που επάνδρωναν φρουρές και πληρώματα σε τοπικές ναυτικές μοίρες. Το πλήθος των χερσαίων στρατευμάτων, από την άλλη, παρέμεινε σχετικά χαμηλό καθόλη την ύπαρξη του θέματος, αριθμώντας ίσως 2.000, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Warren Treadgold.[9] Ο στόλος της Ελλάδος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εικονοφιλική εξέγερση του 726. Κατά τον 8ο αιώνα, ωστόσο, η αυτοκρατορική εξουσία σταδιακά επεκτάθηκε και στο εσωτερικό. Οι ντόπιοι Σλάβοι κάτοικοι εκχριστιανίστηκαν και υποτάχθηκαν στη Βυζαντινή εξουσία, συχνά σε αυτόνομες περιφέρειες υπό δικούς τους άρχοντες.[10] Η διαδικασία αυτή διαταράχθηκε, αλλά δε σταμάτησε από ένα επόμενο κύμα Σλαβικών εποικισμών τη δεκαετία του 740. Η εκστρατεία εναντίον των Σλάβων του αξιωματούχου Σταυράκιου το 783 αποκατέστησε και επέκτεινε ξανα τον αυτοκρατορικό έλεγχο, ιδίως στην Πελοπόννησο και τη σημερινή βόρεια Ελλάδα.[11] Αυτό τελικά οδήγησε στο διαχωρισμό της Πελοποννήσου ώστε να αποτελέσει χωριστό θέμα γύρω στο 800 ή λίγο αργότερα.[12]

Κατά τον 9ο και τον πρώιμο 10ο αιώνα, η Ελλάδα υπέφερε από επιδρομές Σαρακηνών, ιδίως μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Άραβες τη δεκαετίας του 820 (πρβλ. Εμιράτο της Κρήτης), και από επανειλημμένες Βουλγαρικές επιδρομές υπό τον Τσάρο Συμεών (βασ. 893–927) που έφτασαν έως και στην Πελοπόννησο.[13] Ωστόσο, από τον ύστερο 9ο αιώνα και εξής η Ελλάδα, μαζί με την υπόλοιπη επικράτεια της σημερινής Ελλάδας, εμφανίζει σημάδια αυξημένης ευημερίας, όπως η ίδρυση νέων πόλων και η δημιουργία νέων βιοτεχνιών (κυρίως μεταξουργίας στη Θήβα).[14] Η βουλγαρική απειλή επανεμφανίστηκε με τον Τσάρο Σαμουήλ, που κατέλαβε τη Θεσσαλία το 987 και εξαπέλυσε διαδοχικές καταστροφικές επιδρομές στη Στερεά και την Πελοπόννησο μέχρι την ήττα του στη μάχη του Σπερχειού το 997.[15] Η περιοχή απήλαυσε μακρά περίοδο ειρήνης στο εξής, που διαταράχθηκε μόνο από επιδρομές κατά την Εξέγερση του Πέτρου Δελεάνου (1040–1041) και τις αποτυχημένες Νορμανδικές επιδρομές στη Θεσσαλία το 1082–1083.[15]

Κατά τον 10ο και τον 11ο αιώνα, η Ελλάδα διοικήθηκε μαζί με την Πελοπόννησο από έναν στρατηγό και καθώς η πολιτική διοίκηση απέκτησε μεγαλύτερη σημασία, η ίδια πρακτική υιοθετηθηκε και εκεί, καθώς διοριζόταν ένας πρωτονοτάριος, πραίτορας και κριτής και για τα δύο θέματα.[1][16][17] Η Θεσσαλία φαίνεται ότι είχε αποσπαστεί από την Ελλάδα και προστέθηκε στο θέμα Θεσσαλονίκης από τον πρώιμο 11ο αιώνα μέχρι κάποιο σημείο στον πρώιμο 12ο αιώνα.[18] Μέχρι το τέλος του 11ου αιώνα, το ενωμένο θέμα Ελλάδος-Πελοποννήσου περιήλθε υπό τον έλεγχο του Μεγάλου Δούκα, διοικητή του Βυζαντινού ναυτικού. Εξαιτίας της απουσίας του από την περιοχή, ωστόσο, η τοπική διοίκηση ακούνταν από τον τοπικό πραίτορα, θέση που συχνά κατείχαν ανώτεροι και διακεκριμένοι αξιωματούχοι όπως οι νομομαθείς Αλέξιος Αριστηνός και Νικόλαος Αγιοθεοδωρίτης.[16][19] Εμφανίστηκαν, ωστόσο, εμφανίστηκαν μικρότερες δικαιοδοσίες εντός των ορίων και των δύο θεμάτων. Αυτές τελικά εξελίχθηκαν σε μικρότερες φορολογικές περιφέρειες που ονομάζονταν όρια, χαρτουλαράτα και επισκέψεις το 12ο αιώνα,α[›] ενώ τα παλιά θέματα της Ελλάδας και της Πελοποννήσου σταδιακά εξαφανίστηκαν ως διοικητικές οντότητες.[6][20] Η επικράτεια της Ελλάδας έμεινε υπό Βυζαντινό έλεγχο μέχρι τον πρώιμο 13ο αιώνα (1204–1205), όταν, μετά την Τέταρτη Σταυροφορία, περιήλθε υπό τον έλεγχο των Λατινικών κρατών της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας.[1]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • ^ α: Οι επισκέψεις ήταν μεγάλες περιοχές ορισμένες για την υποστήριξη ατόμων, οίκων ευγενών ή εκκλησιών και μοναστηριών.[21] Τα όρια ήταν περιφέρειες επιφορτισμένες με τη συντήρηση στρατιωτικών πλοίων και πληρωμάτων για το ναυτικό. Τα χαρτουλαράτα ήταν περιφέρειες που βρίσκονταν υπό έναν χαρτουλάριο, και επιφορτισμένες με την παροχή του αυτοκρατορικού στρατού με άλογα και φορτηγά ζώα. Φαίνεται επίσης ότι λειτουργούσαν ως στρατιωτικά σημεία συγκέντρωσης, όμοια με τα παλιά μητάτα και άπληκτα.[22]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Kazhdan 1991, σελ. 911.
  2. Koder & Hild 1976, σελ. 52.
  3. Koder & Hild 1976, σελίδες 54–56.
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 Koder & Hild 1976, σελ. 57.
  5. Pertusi 1952, σελ. 170.
  6. 6,0 6,1 6,2 Nesbitt & Oikonomides 1994, σελ. 22.
  7. Pertusi 1952, σελ. 171.
  8. Pertusi 1952, σελ. 172.
  9. Treadgold 1995, σελίδες 26, 66–69, 72.
  10. Nesbitt & Oikonomides 1994, σελίδες 22–24; Koder & Hild 1976, σελίδες 57–58.
  11. Koder & Hild 1976, σελίδες 58–59.
  12. Koder & Hild 1976, σελ. 59.
  13. Koder & Hild 1976, σελίδες 60–61.
  14. Koder & Hild 1976, σελ. 61.
  15. 15,0 15,1 Koder & Hild 1976, σελ. 63.
  16. 16,0 16,1 Nesbitt & Oikonomides 1994, σελίδες 22, 62.
  17. Koder & Hild 1976, σελίδες 61, 66.
  18. Koder & Hild 1976, σελίδες 62, 66.
  19. Magdalino 2002, σελ. 234.
  20. Koder & Hild 1976, σελίδες 66–67.
  21. Magdalino 2002, σελίδες 162ff., 234.
  22. Magdalino 2002, σελίδες 234–235.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]