Τυφλοί μουσικοί

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αγία Καικίλια του Γκουίντο Ρένι, 1606

Οι τυφλοί μουσικοί είναι τραγουδιστές ή οργανοπαίκτες οι οποίοι είναι τυφλοί.

Διαθέσιμοι πόροι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστορικά, πολλοί τυφλοί μουσικοί, πολύ από τους οποίους διάσημοι, έχουν παίξει μουσική χωρίς το πλεονέκτημα της επίσημης διδασκαλίας, καθώς αυτή η διδασκαλία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη γραπτή μουσική σημειογραφία. Ωστόσο, σήμερα υπάρχουν πολλοί διαθέσιμοι πόροι για τυφλούς μουσικούς που επιθυμούν να μάθουν δυτική μουσική θεωρία και κλασική σημειογραφία. Ο Λουί Μπράιγ, ο άνθρωπος που δημιούργησε το αλφάβητο Μπράιγ για τυφλούς, δημιούργησε και ένα σύστημα κλασικής σημειογραφίας για τυφλούς που ονομάζεται μουσική Μπράιγ. Αυτό το σύστημα επιτρέπει στους τυφλούς να διαβάζουν και να γράφουν μουσική όπως και οι βλέποντες. Η μεγαλύτερη συλλογή από μουσικές παρτιτούρες σε Μπράιγ βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου στην Ουάσιγκτον.[1] Εκτός ΗΠΑ, η μεγαλύτερη συλλογή από παρτιτούρες Μπράιγ βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη Τυφλών στην Αγγλία.[2]

Η τεχνολογία υπολογιστών και το διαδίκτυο επιτρέπουν σε τυφλούς μουσικούς να είναι πιο ανεξάρτητοι στη σύνθεση και τη μελέτη μουσικής. Στην πράξη, ωστόσο, τα περισσότερα προγράμματα βασίζονται σε γραφικές διεπαφές χρήστη, στις οποίες είναι δύσκολο να πλοηγηθούν οι τυφλοί. Έχει σημειωθεί κάποια πρόοδος στη δημιουργία διεπαφών για τυφλούς, ειδικά για τα λειτουργικά συστήματα Microsoft Windows.[3]

Σήμερα, υπάρχουν αρκετές οργανώσεις για την υποστήριξη τυφλών μουσικών. Το Εθνικό Κέντρο Πόρων για Τυφλούς Μουσικούς και το Μουσικό Εκπαιδευτικό Δίκτυο για άτομα με προβλήματα όρασης είναι αφιερωμένα στη μουσική εκπαίδευση τυφλών.

Εικόνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τυφλός αρπιστής, από τοιχογραφία της δέκατης όγδοης δυναστείας Φαραώ της Αιγύπτου, 15ος αιώνας π.Χ.

Η εικόνα του τυφλού μουσικού είναι κεντρική σε πολλούς πολιτισμούς, ακόμη και σε όσους η επιρροή των τυφλών στη μουσική ήταν περιορισμένη. Η ιδέα του Ομήρου, του τυφλού ποιητή, για παράδειγμα, είχε μεγάλη επιρροή στη δυτική παράδοση, παρόλο που η ακρίβειά της είναι αβέβαιη. Ο θρυλικός Βρετόνος δρυΐδης και βάρδος του 6ου αιώνα Κίαν Γκουένχλαν απεικονίζεται ως φυλακισμένος αφού του έβγαλαν τα μάτια επειδή αρνήθηκε να ασπαστεί τον Χριστιανισμό και τραγουδούσε ότι δεν φοβάται να πεθάνει. Ιστορικά, οι τυφλοί μουσικοί συνδέθηκαν στενά με το στερεότυπο του τυφλού επαίτη,[4] όμως συγχρόνως θεωρούνταν φορείς πολιτισμού και παράδοσης, αποτελώντας πηγή ιστορικών και θρησκευτικών πληροφοριών.[5]

Στο βιβλίο του Singer of Tales, ο Άλμπερτ Φορντ εξηγεί ότι βρήκε στη Γιουγκοσλαβία πολλές ιστορίες τυφλών μουσικών, αλλά λίγους σύγχρονους μουσικούς που ήταν στην πραγματικότητα τυφλοί.[6] Η Νάταλι Κονονέκτο είχε παρόμοια εμπειρία στην Τουρκία, όπως ο πολύ ταλαντούχος Τούρκος μουσικός, ο Ασίκ Βεϊζέλ, που ήταν στην πραγματικότητα τυφλός.[7] Η δημοτικότητα της ιδέας του τυφλού μουσικού έχει εμπνεύσει αρκετούς καλλιτέχνες. Ο Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ ζωγράφισε έναν πίνακα το 1912 με βάση αυτό το θέμα[8] και ο Ζορζ ντε Λα Τουρ έχει δημιουργήσει ολόκληρη σειρά από πίνακες αφιερωμένους σε τυφλούς μουσικούς.[9]

Αν και η ιδέα των τυφλών μουσικών μπορεί να είναι ακόμη πιο διαδεδομένη από την πραγματικότητα, παραμένει αλήθεια ότι σε πολλά σημεία της ιστορίας και σε πολλούς διαφορετικούς πολιτισμούς, οι τυφλοί μουσικοί, μεμονωμένα ή ομαδικά, έχουν συμβάλει σημαντικά στην ανάπτυξη της μουσικής. Μερικές από αυτές τις συνεισφορές αναφέρονται παρακάτω.

Τυφλοί μουσικοί έχουν επίσης εμφανιστεί σε μουσουλμανικά χαρέμια για να διασκεδάσουν τον άρχοντα και τις γυναίκες του.

Ο Ρόμπερτ Χάινλαϊν έδωσε μια χροιά επιστημονικής φαντασίας στο θέμα «τυφλός βάρδος» στο «The Green Hills of Earth».

Τυφλοί μουσικοί στην παράδοση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κίνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μουσικός της αυλής ήταν παραδοσιακό επάγγελμα για τυφλούς στην Κίνα κατά την αρχαιότητα. Ο πρώτος μουσικός που αναφέρεται στις κινεζικές πηγές, ο Σι Κουάνγκ, ήταν τυφλός και έζησε τον 6ο αιώνα π.Χ. Θεωρείται ότι οι Συντεχνίες Τυφλών Μουσικών και Μάντεων, που υπήρχαν ακόμα στην Κίνα στα μέσα του 20ού αιώνα, υπήρχαν ήδη από το 200 π.Χ.

Ένα από τα πιο δημοφιλή μουσικά έργα στην Κίνα, το "Erquan Yingyue (Το φεγγάρι που αντανακλάται στη δεύτερη άνοιξη)", γράφτηκε το πρώτο μισό του 20ού αιώνα από τον Χουα Γιαν-τζουν, που ήταν τυφλός.[10]

Ιαπωνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ιαπωνία, η Χάικε Μπίβα, μια μορφή αφηγηματικής μουσικής, επινοήθηκε και διαδόθηκε κατά την περίοδο Καμακούρα (1185–1333) από περιπλανώμενους μουσικούς γνωστούς ως μπίβα χόσι, οι οποίοι ήταν συχνά τυφλοί. Αυτοί οι μουσικοί έπαιζαν το μπίβα, ένα είδος λαούτου, και απήγγειλαν ιστορίες. Οι μουσικοί ήταν ενίοτε γνωστοί ως «τυφλοί ιερείς» επειδή φορούσαν ράσα και ξύριζαν το κεφάλι τους, αν και στην πραγματικότητα δεν ήταν βουδιστές ιερείς.[11]

Οι Γκόζε ήταν αντίστοιχες κοινότητες γυναικών με προβλήματα όρασης που έπαιζαν σάμιζε και κοκιού και ταξίδευαν σε όλη τη χώρα τραγουδώντας τραγούδια και ζητιανεύοντας.

Κομπζάροι της Ουκρανίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχει μακρά παράδοση παραστάσεων με τυφλούς ερμηνευτές στην Ουκρανία, που έμειναν γνωστοί ως κομπζάροι. Τουλάχιστον από το 1800 έως το 1930 —και πιθανότατα πολύ πιο πριν— η πλειονότητα των πλανόδιων μουσικών στην Ουκρανία ήταν τυφλοί. Η μουσική ήταν σημαντικό μέρος του πολιτισμού. Όσοι δεν μπορούσαν να κάνουν άλλα επαγγέλματα μπορούσαν να μαθητεύσουν για να γίνουν επαγγελματίες κομπζάροι.

Οι κομπζάροι ήταν σημαντικό μέρος της προφορικής παράδοσης στην Ουκρανία. Σύμφωνα με τον εθνογράφο Π. Ζιτέτσκι, θεωρήθηκε ότι ήταν αρχικά βλέποντες Κοζάκοι, οι οποίοι συνδέονταν ιδιαίτερα με επικά τραγούδια. Η Κονονένκο θεωρεί ότι ήταν τυφλοί εκκλησιαστικοί ερμηνευτές οργανωμένοι σε συντεχνίες που τραγουδούσαν θρησκευτικά τραγούδια και συχνά συνδέονταν με ζητιάνους. Στα μέσα του 19ου αιώνα, οι δύο ομάδες είχαν συγχωνευθεί. Και οι δύο ερμήνευαν πολλά είδη τραγουδιών, όλοι ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες και όλοι ήταν τυφλοί.

Ο Όσταπ Βερεσάι, ο πιο διάσημος κομπζάρος του 19ου αι., με τη σύζυγό του. Όπως και οι άλλοι κομπζάροι της εποχής του, ήταν τυφλός.

Οι κομπζάροι έχουν κεντρική θέση στην εθνική ταυτότητα της Ουκρανίας. Ο λαογράφος Ισμαήλ Σρεζνέσφκι υποστήριξε ότι οι αρχικοί Κοζάκοι ερμηνευτές ήταν πραγματικοί μάρτυρες των μεγάλων μαχών για τις οποίες τραγούδησαν. Η εικόνα των πολεμιστών-βάρδων που τραγουδούσαν έπη ήταν αρκετά δημοφιλής και έγινε παράδοση ότι οι μεγάλοι αρχαίοι αοιδοί ήταν βετεράνοι πολέμου που τυφλώθηκαν στη μάχη. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε στην πεποίθηση ότι η παράδοση των κομπζάρων αποδυναμώθηκε πολύ τον 19ο αιώνα, αφού τα παραδοσιακά τραγούδια τραγουδιόνταν πλέον από ανθρώπους που έμοιαζαν περισσότερο με ζητιάνους παρά με πολεμιστές. Η Κονονένκο επισημαίνει ότι δεν υπάρχει καμία τεκμηριωμένη βάση για αυτή την εικόνα και η έρευνά της δείχνει ότι η παράδοση των τροβαδούρων ήταν ακόμα πολύ ισχυρή και δημιουργική μέχρι τη δεκαετία του 1930.[7]

Σήμερα, το παραδοσιακό ρεπερτόριο των κομπζάρων ερμηνεύεται από βλέποντες, εκπαιδευμένους ερμηνευτές.

Παραδοσιακοί μουσικοί της Ιρλανδίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τον μεσαίωνα και την πρώιμη σύγχρονη εποχή, αρπιστές, αυλητές και άλλοι μουσικοί γύριζαν την Ιρλανδία, παίζοντας μουσική για χορούς και άλλες περιστάσεις. Όπως και στην Ουκρανία, πολλοί Ιρλανδοί μουσικοί ήταν τυφλοί. Ήταν κοινή πρακτική τα τυφλά ή ανάπηρα παιδιά να μαθαίνουν ένα μουσικό όργανο για να αυτοσυντηρηθούν, καθώς δεν μπορούσαν να κάνουν σκληρές εργασίες.

Ο πιο διάσημος από αυτούς τους τυφλούς μουσικούς, ο αρπιστής Τάρλοου Οκάρολαν, συνέθεσε πολλά τραγούδια που έχουν γίνει μέρος του παραδοσιακού ρεπερτορίου, όπως τα "Sidh Beag Sidh Mór" και "Carolan's Concerto".[12]

Τυφλοί οργανοπαίκτες στην Ευρώπη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχει μακρά παράδοση τυφλών οργανοπαικτών, όπως ήταν και ο ίδιος ο Λουί Μπράιγ. Τον 20ό αιώνα, μερικοί από τους μεγαλύτερους οργανοπαίκτες ήταν τυφλοί, όπως ο μεγάλος Γερμανός λόγιος και δάσκαλος του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ Χέλμουτ Γουάλτσα (1907–1991), αλλά και ορισμένοι εξέχοντες Γάλλοι οργανοπαίκτες και συνθέτες εκκλησιαστικού οργάνου, όπως οι Λουί Βιέρν (1870–1937), Αντρέ Μαρσάλ (1894–1980), Γκαστόν Λιτέζ (1909–1991) και Ζαν Λανγκλέ (1907–1991), καθώς και ένας από τους σημερινούς ερμηνευτές της Παναγίας των Παρισίων, ο Ζαν-Πιερ Λεγκιέ (γεν. 1939). Η Αγγλία έχει επίσης λαμπρούς τυφλούς οργανοπαίκτες τον 19ο και τον 20ό αιώνα, όπως οι Άλφρεντ Χόλινς (1865–1942) και Ντέιβιντ Α. Λιντλ (γεν. 1960), ο οποίος ήταν μαθητής του Μαρσάλ και ο οποίος σήμερα απολαμβάνει διεθνή καριέρα. Ωστόσο, είναι μια παράδοση που χρονολογείται από αιώνες: ο Ιταλός Φραντσέσκο Λαντίνι (?–1397), ο Ισπανός δεξιοτέχνης του μπαρόκ Αντόνιο δε Καμπεζόν (1510–1566) και ο Άγγλος Τζον Στάνλεϊ (1712–1786) είναι εξέχοντα παραδείγματα, και θα μπορούσε κανείς να υποστηρίζει ότι ακόμη και ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και ο Γκέοργκ Φρίντριχ Χέντελ, που έχασαν την όρασή τους σε μεγάλη ηλικία αλλά προφανώς συνέχισαν να παίζουν και να συνθέτουν, θα πρέπει να συμπεριληφθούν σε αυτόν τον κατάλογο, μαζί με τον μεγάλο Αμερικανό οργανοπαίκτη Τζορτζ Ράιτ (1920-1998), ο οποίος επίσης έχασε την όρασή του σε προχωρημένη ηλικίας, αλλά συνέχισε να δίνει συναυλίες και να ηχογραφεί μέχρι τον θάνατό του. Ο τυφλός συνθέτης Φράνσις Μακόλιν (1892-1960) κέρδισε Βραβείο Κλεμσόν το 1918. Έμαθε εκκλησιαστικό όργανο από έναν άλλο τυφλό μουσικό, τον Ντέιβιντ Ντάφιλντ Γουντ (1838–1910).[13]

Τυφλοί χορδιστές πιάνου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Γαλλία και την Αγγλία του 19ου αιώνα, οι χορδιστές πιάνου ήταν συχνά τυφλοί. Ο πρώτος τυφλός χορδιστής πιάνου πιστεύεται ότι είναι ο Κλοντ Μοντάλ, ο οποίος έμαθε μόνος του να χορδίζει πιάνα ενώ σπούδαζε στο L'Institut National des Jeunes Aveugles το 1830. Στην αρχή οι δάσκαλοι του Μοντάλ ήταν δύσπιστοι, αμφιβάλλοντας ότι ένας τυφλός θα μπορούσε πραγματικά να εκτελέσει τις απαραίτητες μηχανικές εργασίες. Ωστόσο, η ικανότητα του Μοντάλ ήταν αναμφισβήτητη και σύντομα του ζητήθηκε να κάνει μαθήματα χορδισμού σε συμμαθητές του. Τελικά, διέψευσε τις προκαταλήψεις και απέκτησε αρκετές καλές θέσεις εργασίας ως χορδιστής για καθηγητές και για επαγγελματίες μουσικούς. Η επιτυχία του Μοντάλ άνοιξε τον δρόμο για άλλους τυφλούς χορδιστές, τόσο στη Γαλλία όσο και στην Αγγλία, όπου το παράδειγμα και οι μέθοδοι διδασκαλίας του Μοντάλ υιοθετήθηκαν από τον Τόμας Ρόουντς Έιρμιτατζ. Σήμερα, η εικόνα του τυφλού χορδιστή πιάνου είναι τόσο βαθιά ριζωμένη, που οι άνθρωποι στην Αγγλία εκφράζουν ενίοτε έκπληξη όταν γνωρίζουν έναν χορδιστή που βλέπει.[14] Μια οργάνωση τυφλών χορδιστών πιάνου παραμένει ενεργή στο Ηνωμένο Βασίλειο.[15]

Αμερικανική κάντρι μπλουζ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι τυφλοί μουσικοί έχουν συμβάλει σημαντικά στην αμερικανική λαϊκή μουσική. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα είδη μπλουζ, γκόσπελ, τζαζ και άλλες κυρίως αφροαμερικανικές μορφές – ίσως επειδή οι διακρίσεις εκείνη την εποχή καθιστούσαν πιο δύσκολο σε μαύρους τυφλούς να βρουν άλλη δουλειά. Σε κάθε περίπτωση, η συμβολή των τυφλών Αφροαμερικανών στη μουσική είναι μεγάλη. Ο πρώτος πιανίστας που ηχογράφησε γκόσπελ, ο Αριζόνα Ντρέινς, ήταν τυφλός, όπως και ο Αλ Χίμπλερ και ο Ρέι Τσαρλς, μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της σόουλ μουσικής. Ο Αρτ Τέιτουμ, που συνήθως αναφέρεται ως ο μεγαλύτερος τζαζ πιανίστας όλων των εποχών, ήταν επίσης σχεδόν τυφλός. Ο Στίβι Γουόντερ, ο οποίος τυφλός εκ γενετής, έχει ηχογραφήσει περισσότερες από τριάντα τοπ 10 επιτυχίες στις ΗΠΑ κερδίζοντας 22 βραβεία Grammy[16] (τα περισσότερα που έχει κερδίσει ποτέ σόλο καλλιτέχνης).

Ωστόσο, οι τυφλοί μαύροι μουσικοί εξακολουθούν να συνδέονται πιο έντονα με την κάτρι μπλουζ. Ο πρώτος επιτυχημένος άνδρας κάντρι μπλουζ, ο Μπλάιντ Λέμον Τζέφερσον, ήταν τυφλός, όπως και πολλοί άλλοι, όπως οι Μπλάιντ Γουίλι Μακτέλ, Μπλάιντ Γουίλι Τζόνσον, Σόνι Τέρι, Μπλάιντ Μπόι Φούλερ, Μπλάιντ Μπλέικ και Γκάρι Ντέιβις. Η εικόνα του τυφλού μπλουζίστα έγινε τόσο εμβληματική που όταν ο κιθαρίστας της τζαζ Έντι Λανγκ θέλησε να επιλέξει μαύρο ψευδώνυμο για να ηχογραφήσει μπλουζ με τον Λόνι Τζόνσον, επέλεξε το Μπλάιντ Γουίλι Νταν.[17] Ο Μπόγκους Μπεν Κόβινγκτον ήταν γνωστός επειδή παρίστανε τον τυφλό. Ο Τζον Γουίλιαμ Μπουν, γνωστός ως "Μπλάιντ Μπουν", ήταν σημαντικός Αμερικανός πιανίστας και συνθέτης ράγκταϊμ.

Τυφλοί μουσικοί στην ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύγχρονοι τυφλοί μουσικοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ρόνι Μίλσαπ είναι ένας λευκός βραβευμένος με Grammy Αμερικανός τραγουδιστής, τραγουδοποιός και μουσικός. Ξεκίνησε την καριέρα του ως R&B και σόουλ καλλιτέχνης, αλλά είναι περισσότερο γνωστός για την καριέρα του στην κάντρι και την ποπ μουσική. Ο Τζεφ Χίλεϊ ήταν ένας τυφλός βραβευμένος με Juno και υποψήφιος για Grammy Καναδός τραγουδιστής και μπλουζ ροκ κιθαρίστας, ο οποίος έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής τις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Ο Αμερικανός κιθαρίστας και τραγουδοποιός Ντοκ Γουότσον τυφλώθηκε πριν από τα πρώτα του γενέθλια από μόλυνση στα μάτια και έγινε σημαντικός μουσικός της αμερικανικής bluegrass και φολκ μουσική, γνωστός για τις δεξιότητές του στην κιθάρα καθώς και για τις εκτενείς γνώσεις του περί παραδοσιακών αμερικανικών τραγουδιών.

Ο Ιταλός ποπ τενόρος, Αντρέα Μποτσέλι, ο οποίος γεννήθηκε με συγγενές γλαύκωμα και έχασε εντελώς την όρασή του σε ηλικία 12 ετών, μετά από ένα ποδοσφαιρικό ατύχημα,[18] είναι ο τραγουδιστής με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στην ιστορία της κλασικής μουσικής,[19][20][21][22] με παγκόσμιες πωλήσεις που ξεπερνούν τα 70 εκατομμύρια αντίτυπα.[23]

Το 2009, ο Ιάπωνας Νομπουγιούκι Τσούτζιι, σε ηλικία 20 ετών, έγινε ο πρώτος τυφλός πιανίστας που κέρδισε το κορυφαίο βραβείο σε μεγάλο διεθνή διαγωνισμό, τον 13ο Διεθνή Διαγωνισμό Πιάνου Van Cliburn. Του απονεμήθηκε επίσης βραβείο Beverley Taylor Smith καλύτερης ερμηνείας νέου έργου. Έπαιξε και τις δώδεκα Op. 10 Σπουδές του Φρεντερίκ Σοπέν στα προκριματικά. Εκ γενετής τυφλός, ο Τσούτζιι ανέπτυξε τη δική του τεχνική για τη μελέτη σύνθετων κλασικών πιανιστικών έργων.[24] Με τα δημοφιλή βίντεο με τις ερμηνείες στο διαδίκτυο, η νίκη του Τσούτζιι στον διαγωνισμό έχει κάνει διεθνή αίσθηση. Από το 2010, η δισκογραφία του περιλαμβάνει δέκα CD, μερικά από τα οποία έχουν πουλήσει πάνω από 100.000 αντίτυπα.[25] Έχει εμφανιστεί σε συναυλίες σε όλον τον κόσμο.[26]

Ένας από τους εξέχοντες τυφλούς μουσικούς της Νότιας Ινδίας είναι ο Μ Τσανγασεκάραν, βιρτουόζος του βιολιού που έχει λάβει μερικά από τα υψηλότερα βραβεία από πολλά μουσικά ιδρύματα στην Ινδία. Η μουσική του καριέρα έχει διάρκεια πάνω από έξι δεκαετίες και έχει εμφανιστεί σε πολλά μουσικά φεστιβάλ σε όλη την Ινδία και τον κόσμο.

Ο Ραβίντρα Τζέιν (28 Φεβρουαρίου 1944 – 9 Οκτωβρίου 2015) ήταν τυφλός Ινδός μουσικοσυνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής πλέιμπακ. Ξεκίνησε την καριέρα του στις αρχές της δεκαετίας του 1970, συνθέτοντας μουσική για επιτυχημένες ταινίες όπως Chor Machaye Shor (1974), Geet Gaata Chal (1975), Chitchor (1976) και Ankhiyon Ke Jharokhon Se (1978). Συνέθεσε μουσική και για πολλές τηλεοπτικές εκπομπές βασισμένες σε ινδικά έπη. Του απονεμήθηκε το Πάντμα Σρι, το τέταρτο υψηλότερο βραβείο της Ινδίας το 2015 για τη συνεισφορά του στις τέχνες.

Άλλοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Taesch, Richard. «Quick Facts – Braille Music, Music Technology». National Resource Center for Blind Musicians. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Οκτωβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 2009. 
  2. «National Library for the Blind: Braille books & accessible reading for visually impaired people». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Μαρτίου 2005. Ανακτήθηκε στις 17 Ιουνίου 2005. 
  3. «Electronic Musician Magazine». MusicRadar (στα Αγγλικά). 5 Φεβρουαρίου 2024. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2024. 
  4. «Διαφοροποιημένο Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών». openbook. 2004. σελ. 298. 
  5. Στρατιάδου-Παρασκευά, Ελισάβετ (2022). Η μουσική αγωγή σε παιδιά με αναπηρία στην όραση, σελ. 28. doi:10.26268/heal.uoi.11613. https://olympias.lib.uoi.gr/jspui/handle/123456789/31798. 
  6. Lord, Albert (2000). The Singer of Tales. Cambridge: Harvard University Press. ISBN 0-674-00283-0. 
  7. 7,0 7,1 Kononenko, Natalie (1998). Ukrainian Minstrels: And the blind shall sing... M.E. Sharpe. ISBN 0-7656-0144-3. 
  8. Natasha (26 Απριλίου 2001). «The Blind Musicians». Jssgallery.org. Ανακτήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 2013. 
  9. «GEORGES DE LA TOUR'S TORMENT AND PEACE». www.adetocqueville.com. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2024. 
  10. «Making music out of darkness». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Δεκεμβρίου 2004. Ανακτήθηκε στις 17 Ιουνίου 2005. 
  11. «Japanese Traditional Music [ History of Japanese Traditional Music ]». Jtrad.columbia.jp. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Ιουλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 2013. 
  12. «Irish Dance | The music of Ireland». Irelandseye.com. Ανακτήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 2013. 
  13. Internet Archive, Annette Maria (1990). Frances McCollin : her life and music. Metuchen, N.J. : Scarecrow Press. ISBN 978-0-8108-2289-4. 
  14. «History of Piano Tuners by Gill Green MA». Uk-piano.org. Ανακτήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 2013. 
  15. «Piano Tuners, Piano Teachers, History Music British Parts Entertainers Tuning on the UK Piano Page Directory». Uk-piano.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Ιουλίου 2008. Ανακτήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 2013. 
  16. «Archived copy». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Δεκεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2008. 
  17. «Blind Willie Dunn and Lonnie Johnson». Redhotjazz.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Αυγούστου 2013. Ανακτήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 2013. 
  18. «Andrea Bocelli is one of the 50 Most Beautiful people of 1998». People Magazine. 1998. http://www.people.com/people/archive/article/0,,20125222,00.html. Ανακτήθηκε στις 2008-01-20. 
  19. «Operation Bocelli: the making of a superstar». Melbourne: The Age. 26 February 2003. http://www.theage.com.au/articles/2003/02/25/1046064026608.html. 
  20. Wilks, Jon (2 Μαρτίου 2009). «Andrea Bocelli in Abu Dhabi». Timeoutdubai.com. Ανακτήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 2016. 
  21. «REVIEW: Classical music star Andrea Bocelli at Liverpool arena». Liverpool Daily Post. 7 November 2009. http://www.liverpooldailypost.co.uk/liverpool-news/regional-news/2009/11/07/review-classical-music-star-andrea-bocelli-at-liverpool-arena-92534-25114619. Ανακτήθηκε στις 2016-10-28. 
  22. «Andrea Bocelli Announces November 2010 UK Arena Dates». Allgigs.co.uk. 2 Δεκεμβρίου 2009. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Μαΐου 2010. Ανακτήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 2016. 
  23. Beech, Mark (10 Μαΐου 2016). «Classical Business Lessons From 80-Million-Selling Andrea Bocelli». Hollywood & Entertainment. Forbes. Ανακτήθηκε στις 27 Αυγούστου 2020. Andrea Bocelli . . . has sold 80 million albums and counting. 
  24. Chung, Juliet (12 Ιουνίου 2009). «Blind Pianist Nobuyuki Tsuji Blazes a New Path in Classical Music - WSJ». Online.wsj.com. Ανακτήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 2016. 
  25. «NOBUYUKI TSUJII - CHOPIN PIANO WORKS (2CD)». Amazon.com. Ανακτήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 2016. 
  26. «Cliburn Live». Cliburn.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Μαρτίου 2012. Ανακτήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 2016.