Λαούτο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτό το λήμμα αφορά το παραδοσιακό όργανο της Ελλάδας. Για το συγγενές όργανο της Δύσης, δείτε: Αναγεννησιακό λαούτο.
Διάφοροι τύποι λαούτου από την έκθεση του Μουσείου Παραδοσιακών Μουσικών Οργάνων Αθήνας

Το λαούτο ή λαγούτο, είναι έγχορδο όργανο, που στην ελληνική παραδοσιακή μουσική χρησιμοποιείται κυρίως σαν συνοδεία σε βιολί, λύρα, κλαρίνο, ή άλλα όργανα.

Το λαούτο αποτελεί σύνθεση στοιχείων από την αρχαιοελληνική πανδούρα (μακρύ χέρι). Συγγενεύει με το ούτι αλλά έχει μεγαλύτερο μπράτσο. Κουρδίζεται Μι Λα Ρε Σολ (κρητικό λαούτο) και Λα Ρε Σολ Ντο (στεριανό και νησιώτικο λαούτο), από κάτω προς τα πάνω. Είναι όργανο υποτιμημένο, ιδιαίτερα στις στεριανές περιοχές -χρησιμοποιείται όμως αρκετά στα νησιά- παρ'όλα αυτά οι σολιστικές δυνατότητές του είναι πολύ μεγάλες. Ο δεξιοτέχνης του λαούτου Χρήστος Ζώτος συνέβαλε στην ανάδειξη του λαούτου δημιουργώντας μια δική του τεχνική.

Η χρήση του είναι πολύ διαδεδομένη στην Κρήτη, όπου συνοδεύει κυρίως το βιολί και τη λύρα, καθώς και στην Κύπρο, όπου συνοδεύει συνήθως το βιολί. Πολλές φορές όμως, το συναντάμε και μόνο του ή σε ζευγάρια.

Η οικογένεια του λαούτου είναι πολύτεκνη, αποτελείται δηλαδή και από άλλα όργανα, όπως η λάφτα (η οποία λέγεται και πολίτικο λαούτο), το μπονγκ και το αφρικανικό φλάουτο.

Το λαούτο στην Κρήτη συνηθίζεται να λέγεται λαγούτο.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]