Τροβαδούρος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Μπερνάρ ντε Βερταντόρν, τροβαδούρος του μεσσαίωνα. Από εικόνα ενός χειρόγραφου του δέκατου τρίτου αιώνα.

Κατά τη διάρκεια του πρώιμου μεσαίωνα (1100-1230), ο τροβαδούρος, θηλ. - τροβατρίτσε, (γνωστός στα οξιτανικά ως τρουβαδούρ/trobador - οξιτανική προφορά: [tɾuβaˈðuɾ], αρχικά [tɾuβaˈðoɾ] - θηλυκή μορφή: τρουβαϊρίτς/trobairitz [tɾuβajˈɾits]) ήταν συνθέτης και ερμηνευτής της λυρικής οξιτανικής ποίησης (δηλαδή ποιητικά και μελωδικά κείμενα), που χρησιμοποίησε την "γλώσσα του όκ"(γλώσσα του ναι), η οποία ήταν η κυριότερη γλώσσα στο νότιο τμήμα της Γαλλίας.

Οι Τροβαδούροι δεν χρησιμοποιούσαν τη λατινική γλώσσα του εκκλησιαστικού κλήρου, αλλά χρησιμοποιούσαν την οξιτανική γλώσσα. Αναμφίβολα, η καινοτομία της γραφής στην καθομιλούμενη Λαϊκή Λατινική γλώσσα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τους τροβαδούρους, μια υπόθεση η οποία ισχυροποιείται από το έντονο πνεύμα ανεξαρτητοποίησης και εθνικισμού (βλέπε την περίοδο των Δήμων, τη γέννηση των Πανεπιστημίων, αιρέσεις και χριστιανικές ανεξαρτησίες). Αντλούσαν τα θέματα τους κυρίως από τα κινήματα του ιπποτισμού και του αυλικού έρωτα.[1]

Εισαγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένας τροβαδούρος (Περντιγκόν) παίζει το βιέλ.

Η σχολή ή η παράδοση των τροβαδούρων αρχίζει τον ενδέκατο αιώνα στην Οξιτανία (περιοχή πολιτισμικά αυτόνομη σε σχέση με αυτή στο βορρά, όπου μιλούσαν άλλη γλώσσα, την Οΐλ), και συνεχίζει στους αιώνες, τον δωδέκατο και τον δέκατο τρίτο στις αριστοκρατικές αυλές. Ύστερα, μετά τη σταυροφορία κατά των Αλμπιγκέζι, οι τροβαδούροι μεταφέρθηκαν στη βόρεια Ιταλία, στη Σικελία, στην αυλή του Φρειδερίκου Β', στην Ισπανία (κυρίως στην Καταλονία) και ακόμα και στην Ελλάδα. Το κύρος τους θα επηρεάσει όλες τις μεγάλες λογοτεχνικές παραδόσεις της Ευρώπης: την Μίννεσανγκ στη Γερμανία, τη λεγόμενη σχολή της Σικελίας, την ποίηση της Τοσκάνης από την γέννησή της, την ποίηση της μοζαραβικής γλώσσας, τον τροβαδορισμό στην Γαλικία και στην Πορτογαλία, και αυτή των τρουβέρων (trouvères) στη βόρεια Γαλλία. Οι τελευταίοι διέφεραν από τους τροβαδούρους στο γεγονός ότι ήταν ενεργοί στη βόρεια Γαλλία και γράφανε στη γλώσσα του Οΐλ.

Μετά την κλασική περίοδο, γύρω στο τέλος του δέκατου τρίτου αιώνα, και μια αναγέννηση στα μέσα του αιώνα, η τέχνη των τροβαδούρων παρακμάζει από τον δέκατο τέταρτο αιώνα, και στο τέλος εξαφανίζεται, σε συνδυασμό με την επιδημία της μαύρης πανώλης (1348). Ωστόσο, κατά το δέκατο τέταρτο και δέκατο πέμπτο αιώνα, οι Ζε φλορώ (Jeux floraux) οργανωμένοι από τους Κονσιστόρι της Τουλούζης θα τολμήσουν (με κάποια επιτυχία) να συνεχίσουν την παράδοση της ποίησης και της γλώσσας των τροβαδούρων.

Τα έργα των τροβαδούρων είναι γνωστά κυρίως μέσα από τις χειρόγραφες συλλογές, γνωστές ως καντσιονέρι.

Οι συνθέσεις των τραγουδιών των τροβαδούρων ήταν μονοφωνικές, δηλαδή μια μόνο φωνή, ενώ τα κείμενα είχαν για κύριο θέμα τα θέματα του ιπποτισμού και της αυλικής αγάπης, στο μεγαλύτερο μέρος μεταφυσικό, πνευματικό και στερεοτυπικό περιεχόμενο. Πολλά είναι κωμικά, σατιρικά, ή χυδαία. Τα έργα μπορούν να ομαδοποιηθούν σε τρεις μορφές: τα trobar leu (ελαφρύς), τα trobar ric (πλούσιο) και τα trobar clus (κλειστό). Με τον ίδιο τρόπο, υπάρχουν πολλά είδη. Το δημοφιλέστερο είδος είναι το κανσό, ενώ άλλα δημοφιλή είδη (ιδιαίτερα δημοφιλή στην ύστερη κλασική περίοδο) είναι τα σιρβέντες και τένσος, στην Ιταλία. Αυτά τα είδη ήταν πολύ δημοφιλή μεταξύ των τροβαδούρων γυναικών, τις επονομαζώμενες τροβαϊρίτς (trobairitz).

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άγαλμα του τροβαδούρου στο πάρκο του κάστρου της Αϊρέν

Συζητήσημη είναι η προέλευση του οξιτανικού ονόματος "trobador" και των άλλων λέξεων ή όλων των παρόμοιων και σε άλλες γλώσσες: trov(i)èro και, στη συνέχεια, trovatore στο ιταλικά, trovador στα ισπανικά και πορτογαλικά, trobador στα καταλανικά και τα γαλικιανά.

Η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκε η λέξη trobadors είναι σε ένα οξιτανικό κείμενο του δωδέκατου αιώνα του Πέιρε ντ'Αλβέρνιε. Η γαλλική λέξη troubadour τεκμηριώνεται για πρώτη φορά γραπτώς το 1575, σε ένα ιστορικό πλαίσιο σχεδιασμένο για την ανάδειξη του "ποιητή της λανγκ ντ'οκ", ο οποίος δραστηριοποιούταν στις αυλές των βασιλέων κατά τον 12ο με 13ο αιώνα.[2]

Γενικά, είναι αποδεκτό το γεγονός ότι η ιταλική λέξη "il trovatore" παίρνει το νόημά της από τη σημασία της οξιτανικής λέξης trobar: "κάνω ποίηση". Αντιστοιχεί στη γαλλική λέξη trouvère (τον δωδέκατο αιώνα), λέξη που προέρχεται από την ιταλική trov(i)èro.

Η λέξη "Trovare" (βρίσκω), με την τωρινή ιταλική έννοια, δεν έχει την ίδια έννοια με τα λατινικά, όπου η ίδια έννοια χρησιμοποιείται για τα ρήματα "invenio" και "reperio".

Έχουν γραφτεί πολλά κείμενα σχετικά με την προέλευση της λέξης από την προβηγκιανή γλώσσα, αλλά οι μεγαλύτερες προτάσεις μπορούν να συνοψιστούν σε δύο:

  • η πρώτη, που έδινε την προέλευση του "trovare" από το λατινικό turbare
  • η άλλη, αναδομούσε τη λέξη tropare, με τη σημασία πρώτα του "trovare" αργότερα του "comporre" και τέλος του "comparare" δίνοντας το ρήμα confrontare.

Το ρήμα "trovare", επίσης, χρησιμοποιήθηκε από το περιβάλλον των αλιέων, ως ονομασία μιας τεχνικής για να χτυπήσουν με διάφορα μέσα το νερό για να τρομάξουν τα ψάρια και στη συνέχεια να τα πιάσουν (και, στη συνέχεια, να ψάξουν για να τα βρουν). Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η έννοια του "battere"(χτυπώ) δεν έχει ποτέ καταγραφεί, για το "turbare". Επίσης η φωνητική εξέλιξη, τουλάχιστον για την Προβηγκία, δεν υποστηρίζεται.

O Γ. Πάρις πρότεινε ότι η λέξη προέρχεται από τη λατινική λέξη tropus (από την ελληνική λέξη τρόπος) με την έννοια της "καλλιτεχνικής χρήσης της λέξης", όπου ο Βενάντσιο Φορτουνάτο το απέδωσε με την έννοια του "τρόπος να τραγουδάω τραγούδια".

Με τις επιδιορθώσεις η έννοια προχώρησε ακόμα περισσότερο διαμέσου των γερμανικών όρων dar tröv "παράγω έναν ήχο", και του dar triev "δίνω άκουσμα" στο Vox Romanica XI, σαν επιβεβαίωση της μουσικής ενασχόλησης.

Ποίηση των τροβαδούρων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μουσική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα τραγούδια των Τροβαδούρων ήταν συνήθως μονοφωνικά. Από τις 2.500 περίπου μελωδίες που έχουν εκτελεστεί έχουν διασωθεί λιγότερες από 300, των οποίων το μεγαλύτερο μέρος συντέθηκαν από τους ίδιους τους τροβαδούρους. Μερικές προσαρμόστηκαν σε μουσικά θέματα που προϋπήρχαν. Ο Ραμπάουτ ντε Βακέιρας (Raimbaut de Vaqueiras) έγραψε το δικό του έργο Kalenda maya ("le Calende di Maggio") με μουσική που συνέθεσε από τους ζογκλέρ του Μονφεράτο.

Γραμματική και λεξικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ξεκινώντας από τις αρχές του δέκατου τρίτου αιώνα η εξάπλωση της δυτικής ποίησης επιζητούσε γραμματικές και λεξικά, ειδικά για εκείνον που δεν είχε σαν μητρική γλώσσα κάποια δυτική ρομανική γλώσσα, όπως οι καταλανοί και οι ιταλοί τροβαδούροι και οι μιμητές τους. Η παραγωγή αυτών των έργων αυξάνεται μονάχα με την είσοδο της τροβαδουρικής λυρικής μουσικής στον ακαδημαϊκό χώρο.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Troubadours genealogy project». geni_family_tree. Ανακτήθηκε στις 14 Μαρτίου 2020. 
  2. Jean de Nostre Dame, Vies des anciens poetes provençaux, p. 14 in Gdf. Compl.

Βλέπε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]