Πρωτοσύγκελλος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Πρωτοσύγκελλος είναι τίτλος (οφφίκιο) εκκλησιαστικού αξιώματος της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας που ανάγεται στον 8ο αιώνα.

Η λέξη σημαίνει τον Πρώτο των Συγκέλλων, των «ομοδιαίτων» της επισκοπής, των σημερινών δηλαδή γραμματέων μίας Επισκοπής - Μητρόπολης. Διοικητικά ο Πρωτοσύγκελλος αποτελεί ιεραρχικά τον πρώτο βοηθό του Αρχιεπισκόπου ή Μητροπολίτη και είναι ο δεύτερος τη τάξη μετά εκείνου αξιωματούχος της Μητρόπολης. Ο Πρωτοσύγκελλος αντικαθιστά τον Μητροπολίτη όταν αυτός απουσιάζει ή κωλύεται σε διοικητικές υποθέσεις ή εκκλησιαστικές τελετές.

Ο τίτλος αυτός δίδεται κυρίως σε άγαμους κληρικούς που φέρουν το αξίωμα (Οφίκκιο) του Αρχιμανδρίτου συνήθως πτυχιούχων Πανεπιστημίου ή της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.

Ιδιαίτερης σημασίας είναι το οφφίκιο του Μεγάλου Πρωτοσύγκελλου του Οικουμενικού Πατριαρχείου που εκπροσωπεί σε κάθε περίπτωση τον Πατριάρχη και που διευθύνει τον κλήρο της Αρχιεπισκοπής.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκκλησιαστικό Κανονικό Δίκαιο