Κόμης της ιδιωτικής περιουσίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Comes rerum privatarum)

Ο κόμης της Ιδιωτικής Περιουσίας (λατιν.: comes Rerum Privatarum) ήταν, στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατά τα τέλη της αρχαιότητας, ο αξιωματούχος που ήταν υπεύθυνος για τη διαχείριση των κτημάτων του Αυτοκράτορα. Δεν διαχειριζόταν δημόσια εδάφη, αν και η διάκριση μεταξύ της ιδιωτικής ιδιοκτησίας του Αυτοκράτορα και της κρατικής ιδιοκτησίας δεν ήταν πάντα σαφής, ούτε εφαρμόστηκε με συνέπεια. Ο κόμης εισέπραττε ενοίκια, χειριζόταν πωλήσεις κινητών και ακινήτων, προστάτευε τα κτήματα από σφετερισμό και δεχόταν εδάφη, που δίδονταν στον Αυτοκράτορα μέσω δωρεάς, κληροδοτήματος, δήμευσης ή κατάσχεσης. [1] Κενές εκτάσεις (bona vacantia) και ιδιοκτησίες άκληρων (bona caduca) κατέληγαν και οι δύο στον Αυτοκράτορα. [2]

Το αξίωμα πιθανότατα δημιουργήθηκε γύρω στο 318, ταυτόχρονα με εκείνη του κόμη των Ιερών Θησαυρών (comes Sacrarum Largitionum), αν και δεν αναφέρεται ρητά, μέχρι την περίοδο 342-345. Ο κόμης ήταν ένας από τους κόμητες του Συμβουλίου (comites Consistoriales). [1] Κατείχε, λόγω του αξιώματός του, την τάξη του εκλαμπροτάτου ανδρός (vir illustris) και ήταν αυτόματα μέλος της Συγκλήτου της Παλαιάς Ρώμης ή της Συγκλήτου της Κωνσταντινούπολης. Ο τίτλος comes ("ακόλουθος") δείχνει ότι ήταν μέλος της συνοδείας (comitatus) του Αυτοκράτορα. Τα δύο αξιώματα (Rerum Privatarum και Sacrarum Largitionum) ήταν τα υψηλότερη στην Aυτοκρατορική γραφειοκρατία από τον 4ο ως τον 6ο αι. [2] Το τμήμα της Ιδιωτικής Περιουσίας ήταν λίγο μικρότερο. Είχε πέντε υπο-τμήματα (scrinia, γραφεία) στην Αυλή και επίσης αξιωματούχους σε επίπεδο επισκοπικό και επαρχιακό. Στην πρωτεύουσα, τα scrinia στελεχώνονταν από τους παλατινούς της Ιδιωτικής Περιουσίας (palatini Rerum privatarum), όπου ο όρος παλατινοί ήταν κοινός για τους υπαλλήλους, που υπηρετούσαν στην Αυλή του Παλατιού (Palatium). Αυτοί αποστέλλονταν κάθε χρόνο, για να επιβλέπουν το έργο των επισκοπικών και επαρχιακών αξιωματούχων. [2] Σύμφωνα με τον Θεοδοσιανό Κώδικα, το 399 υπήρχαν 300 τέτοιοι υπάλληλοι ως Rerum Privatarum. [1] O κόμης μερικές φορές ομαδοποιούσε κτήματα, για να σχηματίσουν μία domus divinae ("θεϊκή ιδιοκτησία") και τοποθετούσε έναν υπάλληλο, διαφορετικό από αυτόν που ήταν υπεύθυνος για την επαρχία ή τη νομαρχία. [2]

Μέχρι το 414 η θεϊκή ιδιοκτησία της Καππαδοκίας είχε μεταφερθεί από την αρμοδιότητα του κόμη της Ιδιωτικής Περιουσίας σε εκείνη του υπεύθυνου του Ιερού Κοιτώνος (praepositus Sacri Cubiculi). Στη Δυτική Αυτοκρατορία ο Αυτοκράτορας Γλυκέριος (β. 473-474) δημιούργησε ένα νέο αξίωμα, του comes patrimonii, για τη διαχείριση των άμεσα κατεχομένων Αυτοκρατορικών κτημάτων, αφήνοντας στον comes Rerum Privatarum μόνο τις ενοικιαζόμενες ιδιοκτησίες και τις δικαστικές λειτουργίες, που συνδέονται με δωρεές και κληρονομίες. [2] Πριν από το 509, πιθανώς τη δεκαετία του 490, ο Αναστάσιος Α΄ o Δίκορος αντέγραψε τη μεταρρύθμιση αυτή του Γλυκερίου στην Ανατολική Αυτοκρατορία. Σταδιακά το αξίωμα έχασε την οικονομική αρμοδιότητά του και απέκτησε ακόμη ευρύτερη δικαστική αρμοδιότητα· τελικά ασχολήθηκε ακόμη και με υποθέσεις, που αφορούσαν σοβαρές ληστείες και γάμους. Πριν τελειώσει ο 7ος αι. το αξίωμα είχε εξαφανιστεί εντελώς· εν μέρει αντικαταστάθηκε από τον Σακελάριο. [1] Κατά τη διάρκεια της βασιλείας τού Ιουστινιανού Α΄ (527–65), το μεγαλύτερο μέρος του domus divinae είχε τοποθετηθεί στα χέρια επιμελητών ανεξάρτητων από τον κόμη της Ιδιωτικής Περιουσίας. [2]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Barnish, Sam; Lee, A. D.; Whitby, Michael (2000). "Government and Administration". In Cameron, Averil; Ward-Perkins, Bryan; Whitby, Michael (eds.). The Cambridge Ancient History, Volume XIV: Late Antiquity: Empire and Successors, A.D. 425–600. Cambridge: Cambridge University Press. pp. 164–206. ISBN 9780521325912.
  • Kazhdan, Alexander (1991). "Comes Rerum Privatarum". In Kazhdan, Alexander (ed.). The Oxford Dictionary of Byzantium. Oxford and New York: Oxford University Press. pp. 485–486. ISBN 0-19-504652-8.