Κόκκινο ελάφι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κόκκινο ελάφι
Αρσενικά κόκκινα ελάφια (υποείδος C. e. elaphus)
Αρσενικά κόκκινα ελάφια (υποείδος C. e. elaphus)
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Αρτιοδάκτυλα (Artiodactyla)
Οικογένεια: Ελαφίδες (Cervidae)
Υποοικογένεια: Ελαφίνες (Cervinae)
Γένος: Έλαφος (Cervus)
Είδος: Cervus elaphus
Διώνυμο
Cervus elaphus (Έλαφος ο ευγενής)
Linnaeus, 1758
Υποείδη

C. e. elaphus
C. e. hippelaphus
C. e. bactrianus
C. e. barbarus
C. e. brauneri
C. e. corsicanus
C. e. hispanicus
C. e. maral
C. e. scoticus
C. e. antlaticus
C. e. yarkandensis

Το κόκκινο ελάφι είναι ένα από τα μεγαλύτερα είδη ελαφοειδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η κατανομή του ελαφιού εκτείνεται από τη Δυτική Ευρώπη μέχρι τη Δυτική Ασία και στα Όρη του Άτλαντα, στην περιοχή ανάμεσα στο Μαρόκο και την Τυνησία και τη Βόρεια Αμερική, καθώς έχει εισαχθεί στη Νέα Ζηλανδία, στο Περού, στην Ουρουγουάη, στη Χιλή και στην Αργεντινή. Η επιστημονική του ονομασία είναι Cervus elaphus και περιλαμβάνει 12 υποείδη.

Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος C. e. hippelaphus.

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ανοδική ↑[1]

Συστηματική ταξινόμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σκελετός Κόκκινου ελαφιού

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο στο έργο του Systema naturae το 1758 σύμφωνα με το ισχύον διώνυμό του. Το είδος Cervus elaphus περιλαμβάνει 12 υποείδη: Παλαιότερα θεωρούσαν πως το κόκκινο ελάφι ήταν ίδιο είδος με το καναδικό ελάφι (Cervus canadensis). Πλέον όμως τα έχουν ταξινομήσει σε διαφορετικά είδη.

Εξέλιξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα αρχαιότερα απολιθωμένα ευρήματα ελαφιών του γένους Cervus χρονολογούνται πριν από 12 εκατομμύρια χρόνια κατά το Μειόκαινο στην Ευρασία. Ένα εξαφανισμένο γένος ελαφιών γνωστό ως Μεγαλόκερος (Megalocerus giganteus), συγγενικό του κόκκινου ελαφιού, ήταν το μεγαλύτερο μέλος της οικογένειας των ελαφιών, γνωστό από τα αρχεία απολιθωμάτων. Νέες φυλογενετικές αναλύσεις δίνουν την ιδέα μιας κοντινής συγγένειας ανάμεσα στο πλατώνι (Dama dama) και τον Μεγαλόκερο. Ωστόσο, πιο πρόσφατες μορφολογικές εργασίες έδειξαν πως ο Μεγαλόκερος έχει πιο στενή συγγένεια με τους σύγχρονους περιφερειακούς ομολόγους από το κόκκινο ελάφι[2]. Γι' αυτόν τον λόγο, το όνομα "Γιγάντιο Ελάφι" χρησιμοποιείται σε νέες δημοσιεύσεις[3].

Γεωγραφική εξάπλωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κόκκινο ελάφι εξαπλώνεται σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη, από τη Ν. Σκανδιναβία στα βόρεια μέχρι την Ιβηρική χερσόνησο, την Κορσική, την Ιταλία και τη Σαρδηνία, τη Βόρεια Μακεδονία, τη Βουλγαρία και τη B. Ελλάδα στα νότια, εκτός από τη Φινλανδία, την Αλβανία και ορισμένα μεσογειακά νησιά. Επίσης, εξαπλώνεται στη Β. Αφρική και τις περισσότερες οροσειρές της Κ. Ασίας. Έχει επανεισαχθεί στην Ιρλανδία, ενώ έχει εισαχθεί σε Χιλή, Αργεντινή, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία.

Το Βερβερικό ελάφι (το οποίο μοιάζει με το Δυτικοευρωπαϊκό κόκκινο ελάφι), είναι το μόνο μέλος της οικογένειας των ελαφοειδών που εκπροσωπεί την Αφρική, με τον όλο πληθυσμό να συγκεντρώνεται στα Όρη του Άτλαντα. Στα μέσα του 1990, το Μαρόκο, Τυνησία και Αλγερία ήταν οι μόνες αφρικανικές χώρες που ήταν γνωστό πως υπήρχαν κόκκινα ελάφια[4].

Παλαιά (ανοιχτό πράσινο) και πρόσφατη (σκούρο πράσινο) εξάπλωση του Κόκκινου Ελαφιού

Στις Κάτω Χώρες, ένα τεράστιο κοπάδι (περίπου 3.000 άτομα από τα τέλη του 2012) ζει στο Oostvaarders Plassen ένα φυσικό καταφύγιο. Η Ιρλανδία έχει το δικό της μοναδικό υποείδος. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι αυτόχθονες πληθυσμοί εξαπλώνονται στη Σκωτία, τη Λίμνη Ντίστρικτ και τα Νοτιοδυτικά της Αγγλίας (κυρίως στο Έξμουρ).

Στην Ελλάδα το κόκκινο ελάφι έχει περιοριστεί στη Ροδόπη και την Πάρνηθα, αλλά υπάρχει κι ένας πιθανός πολύ μικρός πληθυσμός στην Ήπειρο.

Περιοχές εισαγωγής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Νέα Ζηλανδία, το κόκκινο ελάφι εισήχθη με εγκλιματισμό μαζί με κάποια άλλα είδη ελαφιών. Τα πρώτα κόκκινα ελάφια ήταν ένα ζευγάρι που το έφερε ο Λόρδος Πέτρος το 1851 από το κοπάδι στο πάρκο Thorndon. Σήμερα το είδος ευημερεί και στα δύο νησιά της Νέας Ζηλανδίας.

Στην Αυστραλία, τα πρώτα κόκκινα ελάφια ήταν πιθανώς έξι άτομα που εισήχθησαν το 1860 από τον Πρίγκιπα Αλβέρτο, στο Werribie Park. Σήμερα το είδος έχει αναπτυχθεί πολύ στη χώρα, με αρνητικά αποτελέσματα για την ενδημική πανίδα[5].

Στην Αργεντινή και τη Χιλή, τα κόκκινα ελάφια έχουν αρνητικές επιπτώσεις σε άλλα αυτόχθονα είδη, όπως το ελάφι των Νότιων Άνδεων (Hippocamelus bisulcus)- η Διεθνής Ένωση της Διατήρησης της Φύσης και Φυσικών Πόρων έχει ονομάσει το είδος ως ένα από τους 100 χειρότερους εισβολείς του κόσμου.

Αριθμός Εικόνα & Όνομα Υποείδη Εξάπλωση

1

Δυτικοευρωπαϊκό κόκκινο ελάφι

C. e. elaphus Δυτική Ευρώπη

2

Κεντροευρωπαϊκό κόκκινο ελάφι

C. e. hippelaphos Κεντρική Ευρώπη, Βαλκάνια

3

Κασπιακό κόκκινο ελάφι

C. e. maral Μ.Ασία, Κριμαία, Καύκασος, περιοχές του Βορειοδυτικού Ιράν

4

Σκωτσέζικο κόκκινο ελάφι

C. e. scoticus Σκωτία και Αγγλία

5

Ιβηρικό κόκκινο ελάφι

C. e. hispanicus Ιβηρική χερσόνησος

6

Κορσικό κόκκινο ελάφι

C. e. corsicanus Κορσική, Σαρδηνία, πιθανότατα εισήχθη κατά τους ιστορικούς χρόνους και είναι ολόιδιο με το Βερβερικό Ελάφι

7

Βακτριανό ελάφι

C. e. bactrianus Αφγανιστάν, Καζακστάν, Κιργιζία, Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν

8

Κεντρασιατικό ελάφι C. e. yarkandensis Σιντζιάνγκ

9

Βερβερικό Ελάφι

C. e. barbarus Αλγερία, Τυνησία, Μαρόκο

10

Ελάφι της Κριμαίας C. e. brauneri Κριμαία

11

Νορβηγικό ελάφι C. e. antlaticus Νορβηγία

(σημ: με έντονα γράμματα τα υποείδη που απαντούν στην Ελλάδα)

Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κόκκινο ελάφι προτιμά τα μικτά δάση πλατύφυλλων-κωνοφόρων ειδών σε ορεινές περιοχές έως και των 5.000 μέτρων, χωρίς υπόροφο και με πολλά διάκενα (γιατί ο όγκος και τα κέρατά του δεν το καθιστούν κατάλληλο για μετακινήσεις μέσα στο πυκνό δάσος) και παραποτάμιες και αλπικές περιοχές, μακριά από ανθρώπινες δραστηριότητες. Παραμένει κοντά σε πηγές και ρέματα και του αρέσουν πολύ οι λάσπες, στις οποίες κυλιέται για να αποβάλλει τα παράσιτα.

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κόκκινο ελάφι είναι το τέταρτο μεγαλύτερο ελαφοειδές, μετά την άλκη, το καναδικό ελάφι και το ελάφι σαμπάρ. Το σώμα τους είναι μακρόστενο και στιβαρό, ο λαιμός μακρύς, το στήθος ευρύ και τα σκέλη ψηλά και ισχυρά[6]. Ο φυλετικός διμορφισμός είναι έντονος, καθώς τα αρσενικά είναι μεγαλύτερα από τα θηλυκά και είναι τα μόνα που έχουν κέρατα. Το μέγεθος ποικίλει στα διάφορα υποείδη με το μεγαλύτερο απ' όλα, που έχει σχετικά μικρά κέρατα, ελάφι των Καρπαθίων (C. e. elaphus), το οποίο ζυγίζει 550 κιλά. Στο άλλο άκρο της κλίμακας, το Κορσικό ελάφι (C. e. corsicanus), ζυγίζει περίπου 80-100 κιλά, αν και άτομα από άλλα υποείδη κόκκινων ελαφιών, που ζουν σε φτωχά οικοσυστήματα, μπορούν να ζυγίζουν το λιγότερο 53-112 κιλά.

Τα ίχνη του κόκκινου ελαφιού είναι αισθητά μεγαλύτερο από των άλλων άγριων οπληφόρων και λίγο μικρότερο και λεπτότερο από της αγελάδας. Οι διαστάσεις του είναι οι εξής: 10 Χ 7 εκ.. Στο μπροστινό πόδι, η οπλή ανοίγει, ενώ στο πίσω πόδι η οπλή μένει κλειστή.

Η οδοντοφυΐα των ενήλικων περιλαμβάνει 34 δόντια και αποτελείται, για κάθε ήμισυ της άνω σιαγόνας, από έναν κυνόδοντα, τρεις προγομφίους και τρεις γομφίους. Το ήμισυ της κάτω σιαγόνας έχει επιπλέον τρεις κοπτήρες[7].

Θηλυκό άτομο

Το ελάφι έχει εξαιρετική όσφρηση που του επιτρέπει να μυρίζεται τους εχθρούς και να αναγνωρίζει τους ομοειδείς του. Σε κάθε μάτι, κάτω από την εσωτερική γωνία της οφθαλμικής κόγχης, ανοίγεται ένα δακρυϊκό βοθρίο, το οποίο στα αρσενικά εκρίνει ένα λιπαρό και αρωματικό υγρό. Τις εκκρίσεις αυτές αποθέτει στο έδαφος ή τη βλάστηση και το μήνυμα που μεταφέρουν μεταδίδεται για πολλές ώρες ίσως και μέρες. Μέχρι πρόσφατα, θεωρείτο ότι ο κύριος ρόλος των ουσιών αυτών ήταν το σημάδεμα της επικράτειας, σήμερα όμως πιστεύεται ότι πρόκειται για έναν πολύπλοκο κώδικα επικοινωνίας που ρυθμίζει πολλές, άγνωστες ακόμα, πτυχές της κοινωνικής τους ζωής (όπως οι σχέσεις ιεραρχίας, κ.ά.)[8].Τα θηλυκά φέρουν δύο μαστούς.

Το χρώμα του τριχώματός του είναι κοκκινόξανθο ως γκριζοκάστανο το καλοκαίρι, ενώ τον χειμώνα πιο γκρίζο με σκουρότερο λαιμό. Η κοιλιά και τα εσωτερικά μέρη των ποδιών του (σκέλη) είναι υπόλευκα, όπως επίσης και η περιοχή γύρω από τη βάση της ουράς (κάτοπτρο). Τα αρσενικά από πολλά υποείδη αποκτούν μια μικρή χαίτη γύρω από τον λαιμό κατά το φθινόπωρο και όλα τα υποείδη αποκτούν πιο σκληρό τρίχωμα, που τον προστατεύει ύστερα από το ψύχος του χειμώνα. Επίσης, στο είδος απαντάται αλφισμός.

Δομή κεράτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μόνο τα αρσενικά φέρουν ελαφοκέρατα (γνωστά και ως κλαδοκέρατα), τα οποία αρχίζουν να αναπτύσσονται από την άνοιξη και πέφτουν κάθε χρόνο, συνήθως στο τέλος του χειμώνα. Τα ελαφοκέρατα μπορούν να φτάσουν τα 71 εκ. σε μάκρος και να ζυγίζουν έως και 1 κιλό, αν και πολλές φορές φτάνουν τα 115 εκ. και ζυγίζουν 5 κιλά. Αποτελούνται από κόκαλο και μεγαλώνουν 2,5 εκ. τη μέρα. Τα πρώτα κέρατα εμφανίζονται σε ηλικία 8 μηνών. Έχουν μήκος 25-30 εκατοστά[9], είναι χωρίς διακλαδώσεις και μοιάζουν με αντιλόπης. Όταν αναπτύσσονται την άνοιξη, τα ελαφοκέρατα καλύπτονται από χνουδωτό σαν βελούδο δέρμα που τα προστατεύει μέχρι την πλήρη ανάπτυξή τους, όπου το δέρμα χαλαρώνει και τα ελάφια το αφαιρούν τρίβοντάς το στα κλαριά των δέντρων.

Ο αριθμός των διακλαδώσεων των κεράτων εξαρτάται από την ηλικία του ζώου, ενώ το μέγεθος τους εξαρτάται από τα γενετικά χαρακτηριστικά του ζώου και την ποιότητα της τροφής
  • Επειδή στη Σκωτία τα κόκκινα ελάφια ζουν για το μεγαλύτερο μέρος ή το σύνολο της ζωής τους πάνω σε λόφους, τρέφονται με φτωχότερη ποιότητα τροφής, και μόνο ένα μικρό ποσοστό των κεράτων αναπτύσσεται πάνω από 12 πόντους. Τα ελάφια που ζουν σε περιοχές με πολύ καλύτερη ποιότητα γρασιδιού, όπως αυτές ελάφια πάρκα και ακόμη και εκείνοι σε μέρη στα νότια του Ηνωμένου Βασιλείου, συχνά τα κέρατά τους αναπτύσσονται πολύ περισσότερο[10].

Βιομετρικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μήκος σώματος: ♂ 170 έως 250 εκατοστά, ♀ 160 έως 210 εκατοστά
  • Ύψος στους ώμους: 95 έως 150 εκατοστά
  • Μήκος ουράς: 12 έως 19 εκατοστά
  • Μήκος κεράτων: 71 έως 115 εκατοστά
  • Βάρος: ♂ 160 έως 240 κιλά, ♀ 120 έως 170 κιλά
  • Οδοντικός τύπος:

Φωνή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κόκκινο ελάφι τρέφεται με βοσκή ενδιάμεσου τύπου. Αυτό περιλαμβάνει βλαστούς, φύλλα και καρπούς θάμνων (π.χ. βελανίδια) και δέντρων, καθώς και με πόες. Επίσης τρέφεται και με δένδρα, φρούτα και μανιτάρια.

Ηθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα μεγάλο κοπάδι κόκκινων ελαφιών στη Γερμανία

Λόγω των ανθρωπογενών επιδράσεων, το κόκκινο ελάφι μετατράπηκε από ημερόβιο σε σχεδόν νυκτόβιο είδος. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, πρόκειται για είδος κοινωνικό που ζει σε αγέλες: τα αρσενικά σχηματίζουν ανεξάρτητες αγέλες, ενώ τα θηλυκά συνοδεύονται πάντοτε από τα μικρά τους ηλικίας 1-3 ετών, για σχεδόν όλη τη διάρκεια του έτους.

Η σήμανση του εδάφους γίνεται μέσω του φλοιού ορισμένων δέντρων (εδώ ενός νεαρού βελανιδιάς, Δάσος Μπιαλογουέζα), από την περιήγηση ή το τράβηγμα αποκομμάτων του φλοιού

Στις ομάδες των θηλυκών, την ηγεσία έχει το πιο ηλικιωμένο άτομο το οποίο είναι υπεύθυνο για την προστασία των υπολοίπων. Έτσι, όταν παρουσιασθεί κίνδυνος προειδοποιεί με κραυγές και τότε η αγέλη τρέπεται σε φυγή με οργανωμένο τρόπο. Ο αρχηγός οδηγεί την ομάδα, ενώ το δεύτερο ισχυρότερο άτομο μένει τελευταίο. Στις αρσενικές αγέλες παρατηρείται μια απλή συνάθροιση χωρίς καμιά οργάνωση και φυσικά τυχαίος διασκορπισμός σε περίπτωση κινδύνου.

Η σήμανση του εδάφους γίνεται μέσω του φλοιού ορισμένων δέντρων, από την περιήγηση ή το τράβηγμα αποκομμάτων του φλοιού.

Συνηθισμένη περίπτωση επίσης είναι οι ομάδες να αποτελούνται από ένα αρσενικό και πολλά θηλυκά ή από μερικά νεαρά αρσενικά.

Τα κόκκινα ελάφια στην Ευρώπη περνούν τον χειμώνα στα χαμηλότερα υψόμετρα σε περισσότερες δασωμένες εκτάσεις. Το καλοκαίρι επιστρέφουν στα ορεινά δάση όπου οι προμήθειες τροφίμων είναι μεγαλύτερες και καλύτερες για την εποχή του τοκετού. Tο μέγεθος του ζωτικού του χώρου κυμαίνεται από 2.500-10.000 στρέμματα, με το μικρότερο μέγεθος σε μεσογειακά ενδιαιτήματα[11][12].

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μικρό ελάφι, που έχει ακόμα το χαρακτηριστικό καστανό τρίχωμα με τις κηλίδες

Το θηλυκό ωριμάζει αναπαραγωγικά στην ηλικία των 2 ετών, ενώ το αρσενικό συνήθως, ωριμάζει αναπαραγωγικά ένα έτος αργότερα[13]. Η εποχή αναπαραγωγής είναι το φθινόπωρο, από τα τέλη Σεπτεμβρίου ως τα μέσα Οκτωβρίου.

Τότε τα αρσενικά τρέφονται λίγο και κάνουν συνεχώς δυνατούς ήχους, για να συγκεντρώσουν πολλά θηλυκά για χαρέμι (το ελάφι είναι πολυγαμικό είδος), που συνήθως αποτελούνται από 20 άτομα, αν και ορισμένες φορές μπορεί να φθάσει και τα 50. Πηγαίνουν σε σε μια πηγή νερού και αναγκάζουν τα θηλυκά να πλησιάσουν. Αν ένα αρσενικό προσπαθήσει να πάρει τη θέση άλλου μέσα στην ομάδα των θηλυκών, γίνεται σκληρή μάχη μεταξύ τους[14], οι οποίες συχνά μπορεί να καταλήξουν στον θάνατο του ενός και σπανιότερα και των δύο αντιπάλων. Σπάνια, τα χτυπήματα κατευθύνονται στην κοιλιά του αντιπάλου ενώ ο ηττημένος θα ξεθυμάνει σε κάποιο δύστυχο δεντράκι.

Η κυοφορία διαρκεί 8 μήνες. Το θηλυκό γεννά μια φορά τον χρόνο (κάθε 10 μήνες)[15] ένα, σπάνια δύο, μικρά, κατά την περίοδο Μαΐου-Ιουνίου, σε μέρος ερημικό και καλά κρυμμένο. Το μικρό είναι ανοιχτό καστανό με άσπρες κηλίδες. Αποκτά το κανονικό του τρίχωμα το φθινόπωρο. Μέσα σε μια εβδομάδα είναι σε θέση να ακολουθεί τη μητέρα του και να τρέχει[16].

Θηρευτές και προσδόκιμο ζωής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στους φυσικούς εχθρούς του κόκκινου ελαφιού συγκαταλέγονται διάφορα σαρκοφάγα θηλαστικά, όπως ο λύκος (Canis lupus), ο λύγκας (Lynx lynx) και η καφέ αρκούδα (Ursus arctos), ενώ πιο σπάνια είναι ο χρυσαετός (Aquila chrysaetus). Το προσδόκιμο ζωής του είναι λιγότερο από 15 χρόνια, αλλά αν καταφέρνει να επιβιώνει ζει και 27 χρόνια[17].

Απειλές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κύρια απειλή για το κόκκινο ελάφι είναι η ανάμιξη των διαφόρων υποειδών, από την Ασία προς την Ευρώπη και αντίστροφα, συμπεριλαμβανομένων και του καναδικού ελαφιού από τη Βόρεια Αμερική, καθώς και ο υβριδισμός με το ελάφι σίκα (Cervus nippon)[18]. Η εισαγωγή των ζώων από τη Βόρεια Αμερική προς την Ευρώπη έχει επίσης ως αποτέλεσμα την εξάπλωση των παρασίτων και των ασθενειών που προηγουμένως δεν επηρέαζε τους υποπληθυσμούς (π.χ. σκουλήκια του ήπατος)[1]. Σε κάποιες περιοχές (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας) απειλή αποτελεί το εντατικό κυνήγι ή η λαθροθηρία, όπου οι πληθυσμοί είναι μικροί και σπάνιοι. Σε άλλες περιοχές όμως, το κυνήγι αποτελεί λύση, καθώς το είδος αυξάνεται.

Στην Ελλάδα η σημαντικότερη απειλή για όλους τους πληθυσμούς είναι το παράνομο κυνήγι και δευτερευόντως η υποβάθμιση του ενδιαιτήματος και η όχληση εξαιτίας ανθρώπινων δραστηριοτήτων.

Κατάσταση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρσενικό άτομο του υποείδους C. e. hispanicus σε αιχμαλωσία

Το κόκκινο ελάφι είναι ευρέως διαδεδομένο και άφθονο σε πολλές περιοχές της σημερινής κατανομής του, αν και υπάρχει αυξανόμενος κατακερματισμός των πληθυσμών στη βόρεια Αφρική και την κεντρική Ευρώπη, και το είδος έχει χαθεί από ορισμένες περιοχές. Σε όλη την Ευρώπη, εκτός από τη Ρωσία, το είδος που αριθμούσε 1.250.000 άτομα το 1985 και 2,4 εκατομμύρια το 2005. Οι πυκνότητες είναι συνήθως 1-5 άτομα ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, μερικές φορές έως και 15 άτομα ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο[19]. Η ετήσια συγκομιδή αυξήθηκε κατά την ίδια περίοδο από 270.000 σε 500.000 άτομα. Στη Γερμανία υπάρχουν αναφορές που προτείνουν πως 60.000 ζώα θηρεύονται ετησίως. Οι πιο πρόσφατες εγγραφές δείχνουν το μέγεθος του πληθυσμού των 150,000-180,000 στη Γερμανία[20]. Το είδος έχει εξαφανιστεί σε ιστορικούς χρόνους από τον Λίβανο, τη Συρία, το Ισραήλ και την Ιορδανία[1].

Κατάσταση πληθυσμού στη Ρωσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Ρωσία, περίπου 500 καθαρόαιμα κόκκινα ελάφια (υποείδος C. e. hippelaphus) εκτιμάται ότι θα εισαχθούν στο Voronezskii Zapovednik. Τα ζώα από εδώ είχαν μετατοπιστεί στην ευρωπαϊκή Ρωσία, ταυτόχρονα με σιβηρικά ελάφια (C. c. sibiricus), υβριδικά ζώα από Askania-Nova και από ελάφια σίκα, έτσι ώστε τα υπόλοιπα ζώα της Ευρωπαϊκής Ρωσίας (κατ 'εκτίμηση 20.000 άτομα) δεν μπορούν να θεωρηθούν καθαρά κόκκινα ελάφια[21]. Έξω από την ευρωπαϊκή Ρωσία, οι αυτόχθονες πληθυσμοί αριθμούν περίπου 3.000 άτομα. Το Μαράλ (C. e. maral) μειώθηκε σοβαρά στο ρωσικό τμήμα του Καυκάσου το 1990, αλλά ανέκαμψε ελαφρώς από το 2000, αν και εξακολουθεί να απειλείται σοβαρά. Στη Γεωργία και άλλες περιοχές του Καυκάσου είναι ακόμα πολύ σπάνιο. Δεν υπάρχουν δεδομένα σχετικά με το ελάφι της Κριμαίας (C. e. brauneri) από τη χερσόνησο της Κριμαίας, αλλά φαίνεται να είναι πολύ σπάνιο[22].

Κατάσταση πληθυσμού του Κορσικανικού ελαφιού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κορσικανικό ελάφι (C. e. corsicanus), και το βερβερικό ελάφι (C.e.barbarus) παραμένουν σπάνια. Το κορσικανιό ελάφι υποβλήθηκε σε μια δραματική μείωση, και εξαφανίστηκε από την Κορσική το 1969, ενώ μειώθηκε γύρω στα 100 άτομα στη Σαρδηνία το 1970. Το υποείδος επανείλθε σταδιακά στη Σαρδηνία, η οποία αριθμεί 8.000 ζώα το 2014 και το 1985 ένα πρόγραμμα επανεισαγωγής ξεκίνησε στην Κορσική[19].

Κατάσταση πληθυσμού στην Ιταλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ιταλία, το κόκκινο ελάφι ήταν ευρέως διαδεδομένο και κατανεμημένο σε όλη τη χερσόνησο μέχρι τον 10ο-11ο αιώνα. Η επίδραση των δασικών μετατροπών και του κυνηγιού εκείνη την εποχή υπήρξε τόσο έντονη, ώστε μεταξύ Μεσαίωνα και Αναγέννησης εξαφανίστηκε από το μεγαλύτερο μέρος των πεδινών περιοχών και των λόφων και κατέφυγε στις Άλπεις και τα Απέννινα. Σήμερα, οι πληθυσμοί των ελαφιών που υπάρχουν στην Ιταλία είναι αποτέλεσμα αυθόρμητου νέου αποικισμού ζώων προερχόμενων από την Αυστρία, την Ελβετία και τη Σλοβενία και των επιχειρήσεων επανεισαγωγής που ακολούθησαν.[23]

Κατάσταση πληθυσμού στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κοπάδι ελαφιών στην Πάρνηθα.

Στη χώρα μας το ελάφι ήταν αρκετά διαδεδομένο στο παρελθόν, κυρίως στη βόρεια και Κεντρική Ελλάδα, καθώς και στην Εύβοια. Μέχρι το 1940 υπήρχε σε όλα τα δάση της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Θράκης. Εξαφανίστηκε από την Ήπειρο τη δεκαετία του 1960, αλλά συνέχισε να επιβιώνει στην Αν. Μακεδονία και στη χερσόνησο της Σιθωνίας της Χαλκιδικής, όπου το 1969 αριθμούσε περισσότερα από 100 άτομα[24]. Ο τελευταίος πληθυσμός εξαφανίστηκε σχετικά πρόσφατα.

Σήμερα ο μοναδικός φυσικός πληθυσμός ελαφιού, 20-30 ατόμων, ζει στα δάση της Ροδόπης. Η Πάρνηθα είναι η μόνη πλέον περιοχή της Ελλάδας που έχει υγιή πληθυσμό. Ενώ το 2009 υπήρχαν 500-600 άτομα, σε λίγα χρόνια ξεπέρασαν τα 1.000[25]. Ο πληθυσμός αυτός προήλθε από άτομα που εισήχθησαν από τη Δανία, την πρώην Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία τον περασμένο αιώνα[26][27], ο οποίος παρουσιάζει σε κάποιο βαθμό χαρακτηριστικά "εξημέρωσης" και υπέστη σοβαρή θνησιμότητα, όπως και σοβαρή καταστροφή του ενδιαιτήματός του κατά την πυρκαγιά του 2007. Στην Ήπειρο επιβιώνει ένας οριακός πληθυσμός, περίπου 10 ατόμων, στην παραποτάμια περιοχή των ποταμών Άραχθου και Καλαρρύτικου, στην ευρύτερη περιοχή Ραφταναίων-Πραμάντων του Ν. Ιωαννίνων, από προηγούμενη εισαγωγή του Υπουργείου Γεωργίας με άτομα από το εκτροφείο Κουρί Κοζάνης[28]. Έχει εισαχθεί στα εκτροφεία Χρυσοπηγής Σερρών, Ιεράς Μονής Αγάθωνος Λαμίας, Καλουσίου Πάτρας, Κουρίου Κοζάνης και Ι.Μ. Βησσαρίωνα Τρικάλων[29]. Ο πληθυσμός που είχε εισαχθεί στην Ελεγχόμενη Κυνηγετική Περιοχή Κόζιακα Τρικάλων δεν υφίσταται πλέον.

Μέτρα διαχείρισης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχοντα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Η απαγόρευση θήρευσης του είδους από τον Δασικό Κώδικα
  • Η Ροδόπη και η Πάρνηθα ανήκουν στο δίκτυο Natura 2000, ενώ η Πάρνηθα είναι Εθνικός Δρυμός
  • *Η διατήρηση μικρών πληθυσμών σε κρατικά εκτροφεία (όχι επαρκές μέτρο από μόνο του)

    Απαιτούμενα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Προϊόντα του ελαφιού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Κύρια προϊόντα του ελαφιού αποτελούν κυρίως το κρέας, το δέρμα και τα κέρατά του. Το κρέας του είναι από τα πιο νόστιμα και είναι ανεκτίμητο για τους αρρώστους. Επίσης, το δέρμα του χρησιμοποιείται για ενδύματα και κάθε λογής δερμάτινα είδη. Τα κέρατά του είναι πολύτιμα για την κατασκευή λαβών διάφορων αντικειμένων, όπως πιρούνια, μαχαίρια, μπαστούνια κλπ., καθώς επίσης και για κόλλα και ζελατίνα. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή στολιδιών ή άλλων αντικειμένων, όπως για θήκες κεριών. Παλιότερα αποτελούσαν μια από τις σπουδαιότερες πρώτες ύλες για την παραγωγή αμμωνίας[30].

    Κουλτούρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Το ελάφι αναφέρεται από τον λαό στα τραγούδια και τις παροιμίες του. Επίσης και στη μυθολογία αναφέρεται σε σχέση με τη θεά Άρτεμη, θεά του κυνηγιού. Όλα αυτά δείχνουν πως το κόκκινο ελάφι είναι αγαπημένο Ζώο του λαού από παλιά. Από παλιά αποτελούσε αγαπητό θήραμα των κυνηγών (απεικονίζεται και σε προϊστορικές τοιχογραφίες). Εμφανίζεται επίσης και σε πολλές στιγμές της μυθολογίας, όπως στον Άθλο του Ηρακλή.

    Θήκη κεριού από κέρατο ελαφιού

    Παραδόσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    Για το ελάφι, έχουν δημιουργηθεί πολλοί θρύλοι και παραδόσεις π.χ. στο χωριό Βροντερό των Τρικάλων, υπάρχει ένας θρύλος που λέει πως, την ημέρα της γιορτής του χωριού, έστελνε ένα ελάφι, το οποίο οι πιστοί θυσίαζαν και έτρωγαν όλοι. Κάποτε όμως το ελάφι άργησε, οι χωριανοί ετοιμάστηκαν για την εκκλησία και όταν το ελάφι φάνηκε, εκείνοι αρνήθηκαν να το θυσιάσουν για να μη λερώσουν τα γιορτινά τους ρούχα, με αποτέλεσμα ο Άγιος να δυσαρεστηθεί και να μην τους ξαναστείλει ελάφι[31].

    Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    1. 1,0 1,1 1,2 http://www.iucnredlist.org/details/55997072/0
    2. Kuehn, Rottmann, 2005
    3. Vislobokova, I. A., 2012
    4. Scott, P. ed, 1965
    5. Flueck, Werner
    6. Εθνικό, Τυπογραφείο (2013). Κυνηγετικός Οδηγός. Ελλάδα: Τυπογραφείο. σελ. σ.45. 
    7. Δομή, τόμος 5, σ. 255
    8. http://www.env-edu.gr/Chapters.aspx?id=90
    9. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Αυγούστου 2016. Ανακτήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 2016. 
    10. http://www.nwcu.police.uk/animal-of-the-month/red-deer/
    11. Catt & Staines 1987
    12. Carranza et al. 1991
    13. «Κόκκινο ελάφι - ΔΙΚΤΥΑΚΟΣ ΤΟΠΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ». www.biodiversity-info.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Αυγούστου 2016. Ανακτήθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 2016. 
    14. Σουπιονά, p. 95
    15. http://www.stougiannidis.gr/AENAON/AS1/elafi.pdf
    16. Σουπιονά, p 95
    17. http://greekzoos.blogspot.gr/2011/10/blog-post_7072.html
    18. Koubek and Zima, 1999
    19. 19,0 19,1 Wilson and Mittermeier, 2011
    20. M. Stubbe pers. comm., 2006
    21. O. Pereladova pers
    22. O. Pereladova pers.
    23. Mainarnti & Fereti, p. 124
    24. Ποϊραζίδης & Παράσχη, 1992
    25. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Μαρτίου 2020. Ανακτήθηκε στις 31 Ιουλίου 2020. 
    26. Αμοργιανιώτης, 1997
    27. Λατσούδης & Kret, 2008
    28. Σφουγγάρης, 2002
    29. Παπαγεωργίου, 1990
    30. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Νοεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 2016. 
    31. http://www.fatsimare.gr/kserete-oti/2013/04/26/thryloi-kai-paradoseis-toy-nomoy-trikalon

    Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    • Lovari, S., Lorenzini, R., Masseti, M., Pereladova, O., Carden, R.F. & Brook, S.M. (2016). "Cervus elaphus" Κόκκινος κατάλογος της IUCN Version 2015.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης. Αναρτήθηκε στις 25 September 2016.
    • International Union for Conservation of Nature and Natural Resources. Archived from the original on June 30, 2007. Retrieved 2006-10-03.
    • Kuehn, R.; Ludt, C. J.; Schroeder, W.; Rottmann, O. (2005). "Molecular Phylogeny of Megaloceros giganteus — the Giant Deer or Just a Giant Red Deer?". Zoological Science. 22 (9): 1031–44. doi:10.2108/zsj.22.1031. PMID 16219984.
    • Vislobokova, I. A. (2012). "Giant deer: Origin, evolution, role in the biosphere". Paleontological Journal. 46 (7): 643–775. doi:10.1134/S0031030112070027

    Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

    • Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992.
    • Εγκυκλοπαίδεια Δομή, τόμος 5, Αθήνα 1999.
    • Σουπιονά Άννα, Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, εκδ. Χριστόπουλος, Αθήνα 1983.
    • Υπουργείο Περιβάλλοντος Ενέργειας & Κλιματικής Αλλαγής, Κυνηγετικός Οδηγός, 2013.
    • Danilo Mainardi, Gianluca Fereti, Claudia Fontareto, RCS ''Il Lupo e gli animali di montagna'', 2008.
    • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).