Κυπριακή διάλεκτος της ελληνικής γλώσσας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(δείτε επίσης: Ελληνικό αλφάβητο)
Πρωτοελληνική (περ. 3000 π.Χ.)
Μυκηναϊκή (περ. 1600–1200 π.Χ.)
Ομηρική (περ. 1200–800 π.Χ.)
Αρχαία ελληνική (περ. 800–300 π.Χ.)
Διάλεκτοι:
Αιολική, Αρκαδοκυπριακή,
ΑττικήΙωνική, Δωρική, Παμφυλιακή, Ομηρική
Μακεδονική

Ελληνιστική Κοινή (περ. από 330 π.Χ. ως 700)


Ιδιώματα: Ασιανισμός, Αττικισμός


Μεσαιωνική ελληνική (περ. 700–1700)
Νέα ελληνική γλώσσα (από το 1700)
Ιδιώματα: Δημοτική, Καθαρεύουσα, Αττικισμός
Διάλεκτοι:
Καππαδοκική, Κατωιταλική , Κρητική, Κυπριακή, Ποντιακή, Ρωμανιώτικη, Τσακωνική

Άλλες μορφές (από 19ο/20ό αιώνα)
Ελληνικός κώδικας Μπράιγ,
Ελληνική νοηματική γλώσσα,
Κώδικας Μορς

Η κυπριακή διάλεκτοςκυπριακά) είναι διάλεκτος της Ελληνικής γλώσσας που ομιλείται από πέραν των περίπου οκτακοσίων ογδόντα χιλιάδων (880.000) το έτος 2020 (σύμφωνα με τη Cyprus Times) Ελληνοκυπρίους στην Κύπρο και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνοκυπρίους της διασποράς, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστραλία, τις ΗΠΑ, καθώς και την Ελλάδα. Σχεδόν ποτέ δεν χρησιμοποιείται ως επίσημος γραπτός λόγος, αλλά είναι η κοινή ομιλουμένη των περισσοτέρων Ελληνοκυπρίων. Είναι, επίσης, η πρώτη γλώσσα πιο ηλικιωμένων Τουρκοκυπρίων από χωριά όπως η Λουρουκίνα και από την περιοχή της Τυλληρίας, ενώ περισσότεροι ηλικιωμένοι Τουρκοκύπριοι μιλούν τα Ελληνικά με Κυπριακή Διάλεκτο ως δεύτερη γλώσσα.

Σε επίσημο περιβάλλον θεωρείται πιο αποδεκτή η χρήση της Κοινής Νέας Ελληνικής (όπως στα σχολεία, στο κοινοβούλιο, στα μέσα ενημέρωσης και παρουσία μη Κυπρίων ομιλητών της Ελληνικής). Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, επίσημες γλώσσες της νήσου είναι η Ελληνική και η Τουρκική[1]. Η έντονη επίδραση της Κοινής Νέας Ελληνικής διαμέσου των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, της Εκπαίδευσης, του τύπου και της λογοτεχνίας, έχει ως αποτέλεσμα να υποχωρεί σταδιακά η διάλεκτος έναντι της επίσημης Ελληνικής ή/και να απλοποιείται, γεγονός που παρατηρείται και στις υπόλοιπες διαλέκτους της Ελληνικής Γλώσσας.

Στη νεότερη εποχή σημαντικοί ποιητές όπως ο Βασίλης Μιχαηλίδης (1849-1917) και ο Δημήτρης Λιπέρτης (1866-1937) και ακόμα νεότεροι όπως ο Παύλος Λιασίδης (1901-1985) χρησιμοποιούν τη διάλεκτο σε γραπτή μορφή[2]. Πολλοί άλλοι λογοτέχνες, συνήθως ποιητές αλλά και πεζογράφοι, χρησιμοποιούν ακόμα την Κυπριακή διάλεκτο. Υπάρχει επίσης πληθώρα κυπριακών τραγουδιών (παραδοσιακά, δημοτικά και σύγχρονα), αλλά και σκετς, θεατρικά και τηλεοπτικές σειρές που χρησιμοποιούν τη διάλεκτο.

Διαλεκτολογική ένταξη και έρευνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Κυπριακή διάλεκτος αποτελεί στη σύγχρονη εποχή τη μεγαλύτερη ελληνική διάλεκτο -ακολουθούμενη από τα Ποντιακά, Κρητικά, Κατωιταλικά και άλλες διαλέκτους-, η οποία είναι μητροδίδακτη και παραγωγική στο νησί της Κύπρου. Ανήκει στον γεωγραφικό και διαλεκτικό χώρο της αρχαίας Αρκαδοκυπριακής και, μολονότι δεν προέρχεται άμεσα από αυτήν, είναι δυνατόν ακόμη και σήμερα να εντοπίσει κανείς κατάλοιπά της στο λεξιλόγιο των ομιλητών.

Κατά τη διάρκεια της Ελληνιστικής Κοινής και των πρώιμων μεσαιωνικών χρόνων, θεωρείται ότι η Κυπριακή διάλεκτος αποτέλεσε μέρος μιας ζώνης ανατολικών διαλέκτων (με δωρικές επιρροές), στις οποίες ανήκαν τα ιδιώματα της Δωδεκανήσου και της Μικράς Ασίας. Ωστόσο, η κοινή αυτή πορεία διακόπηκε το 1191 από τους σταυροφόρους, όταν η Κύπρος τέθηκε υπό τη γαλλική δυναστεία των Λουζινιανών και, ως εκ τούτου, μεταβλήθηκε σε φραγκικό κρατίδιο. Φαίνεται ότι μέσα στους τρεις επόμενους αιώνες η διάλεκτος απέκτησε τα περισσότερα από τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της, όπως επιμαρτυρείται από τα πρώτα διαθέσιμα κείμενα, που είναι οι νομικού περιεχομένου Ασσίζες (14ος αιώνας) και το Χρονικόν του Λεοντίου Μαχαιρά (15ος αιώνας). Η μακρά παρουσία των Φράγκων ερμηνεύει την είσοδο αρκετών λέξεων από την παλαιά γαλλική, οι οποίες απουσιάζουν από άλλες διαλέκτους της Ελληνικής. Επιπλέον, η απομόνωση της διαλέκτου επί τόσους αιώνες εξηγεί γιατί ακόμη και σήμερα αποτελεί αξιόπιστο μάρτυρα της μεσαιωνικής γραμματικής της ελληνικής γλώσσας.

Άλλοι σημαντικοί σταθμοί στην ιστορία της διαλέκτου, οι οποίοι άφησαν αξιοσημείωτα ίχνη στη σύγχρονη μορφή της, υπήρξαν η Ενετοκρατία (από το 1489) και κατόπιν η Τουρκοκρατία (από το 1571). Τέλος, η ισχυρή πολιτιστική επιρροή της αγγλικής γλώσσας είναι εμφανής (από το 1878) και συνεχής στην Κυπριακή διάλεκτο.

Από διαλεκτολογικής πλευράς, η Κυπριακή συγκαταλέγεται στα νότια ιδιώματα της Ελληνικής γλώσσας, καθώς διατηρεί αμετάβλητα τα φωνήεντα των άτονων συλλαβών (εν αντιθέσει προς τα βόρεια ιδιώματα, όπου παρατηρούμε εκτεταμένες στενώσεις και κωφώσεις). Ακόμη ανήκει στη λεγόμενη νησιωτική ζώνη του ίντα, επειδή χρησιμοποιεί την αντωνυμία ίντα (< τι ένι τα) αντί της αντωνυμίας τι στην εισαγωγή ερωτηματικών προτάσεων. Στην ίδια διαλεκτική ζώνη ανήκουν επίσης η Κρητική διάλεκτος, καθώς και τα ιδιώματα των Κυκλάδων και της Δωδεκανήσου.

Βασικά χαρακτηριστικά της Κυπριακής διαλέκτου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φωνολογικά χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεταγραφή στο ΔΦΑ της λέξης έχει (μπλε - κοινή νεοελληνική) και της κυπριακής προφοράς τής αντίστοιχης λέξης (κόκκινο)
  1. Διατήρηση της προφοράς των διπλών συμφώνων (εκτός από το -ρρ-), αλλά και υστερογενής διπλασιασμός απλών συμφώνων, συνήθως σε ενδοφωνηεντική θέση και στο ληκτικό τέρμα -ννω των ρημάτων (λ.χ. άλ-λος, άμ-μος, βράσ-σω, αλ-λάσ-σω – σήμ-μερα, ποτ-τέ, πίν-νω, γκρεμ-μός) ή μεταξύ λέξεων (λ.χ. απ-πέξω, ταμ μάθκια «τα μάτια»).
    Σημείωση: Η ανάπτυξη υστερογενών διπλών φαίνεται ότι έχει την αφετηρία της στην ελληνιστική εποχή, όταν ακόμη διετηρείτο η προφορά των διπλών συμφώνων στον ελληνόφωνο κόσμο (άποψη Seiler και Καραναστάση).
  2. Διατήρηση του τελικού -ν των ονομάτων (κυρίως) και των ρημάτων της μεσαιωνικής Ελληνικής (λ.χ. χαρτίν, τραπέζιν, βουνόν, αιτιατική θάλασ-σαν, ταμίαν, τέθκοιαν ημέραν, ρήματα (α)δονούσεν, τραυούμεν, έλαμνεν, εν νοδκιά «είναι ομίχλη [νοτιά]»), αλλά και ανάπτυξή του σε άλλες θέσεις, χωρίς ιστορική βάση (λ.χ. πρόγραμ-μαν, γ΄ πρόσ. εξέβην).
  3. Αφομοίωση του ερρίνου με τους άηχους κλειστούς φθόγγους, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό νέων διπλών συμφώνων (λ.χ. αθ-θός < ανθός, νύφ-φη < νύμφη, συχ-χωρώ < συγχωρώ, ακάθ-θα < ακάνθα). Το φαινόμενο λειτουργεί επίσης μεταξύ λέξεων (λ.χ. εδ δακ-κάν-νει «δεν δαγκώνει», εθ θέλω «δεν θέλω») και μαρτυρείται ήδη από τον μεσαίωνα.
  4. Σίγηση των ενδοφωνηεντικών β, γ, δ (ηχηρών διαρκών) και κατόπιν συχνή συγχώνευση των φωνηέντων ή έκκρουση του ασθενεστέρου (λ.χ. φοούμαι «φοβούμαι», μαειρεύκω «μαγειρεύω», τριυρίζω, γάαρος < γάδαρος, ετσά < ετσιδά).
  5. Εκτεταμένη ουράνωση και δασύς τσιτακισμός του κ σε κ̌, καθώς και προσθίωση του χ σε χ̌ προ των φωνηέντων /e, i/ (λ.χ. κ̌εφαλή «κεφαλή», κ̌υώνιν «κυδώνι», χαρκ̌ίν < χαλκείον, παχ̌ιά < παχιά, φτώχ̌ια < φτώχια, σ̌κ̌ύλλος < σκύλος.
  6. Προφορά των αήχων κλειστών κ, π, τ συνοδευόμενων από δασύ πνεύμα (περίπου όπως τα ανακεκαμμένα αρχικά σύμφωνα στα αγγλικά take, tall, λ.χ. κόκκ'αλον, ποτ'έ).
  7. Ανομοίωση διάρκειας των συμφωνικών συμπλεγμάτων βγ > βg/βκ, βδ > βd/βτ, γδ > γτ, μβ > μπ, ργ/ρχ > ρg/ρκ (λ.χ. αρκή < αρχή, αρκάντžελος < αρ-χάγγελος, κόβκω < κόβγω, γτύννω < (ε)γδύννω < εκδύω, να (ε)μπολιαστώ < να εμβολιαστώ) και αφομοίωση ηχηρότητας των συμφωνικών συμπλεγμάτων χρ > γρ, φρ > βρ, φλ > βλ, θρ > δρ (λ.χ. Γριστούγεν-να, βρίσσω «σωπαίνω» < φρίττω, δρέφει «επουλώνει, γιαίνει» < θρέφει).
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της κυπριακής είναι τα διπλά σύμφωνα. Στην περίπτωση της λέξης χάνω σημειώνεται με μαύρο η κοινή νεοελληνική προφορά και με πράσινο η κυπριακή.
Άλλο χαρακτηριστικό της διαλέκτου είναι η δασεία προφορά των κλειστών συμφώνων π, κ, τ. Η λέξη πέφτω πάνω με την κοινή προφορά και κάτω με τον πρώτο φθόγγο δασύ, όπως προφέρεται στην κυπριακή.

Μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Διατήρηση των ληκτικών επιθημάτων -ουσιν και -ασιν στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα και μέλλοντα (το -ουσιν) και του αορίστου (το -ασιν). Πρόκειται για αξιοσημείωτο αρχαϊσμό της διαλέκτου (λ.χ. κλώθουσιν, φεύκουσιν, αναστενάξασιν, εχαθήκασιν). Ωστόσο, και τα επιθήματα -ουν και -αν της Νεοελληνικής Κοινής επιδίδουν με αυξανόμενο ρυθμό.
  2. Εκτεταμένη παρουσία του ρηματικού παραγωγικού επιθήματος -ίσκω, είτε επειδή διατηρήθηκε από παλαιότερη φάση τής γλώσσας είτε από κατ’ αναλογίαν σχηματισμό με βάση το αοριστικό θέμα. Προσδίδει στο ρήμα εναρκτική ή θαμιστική σημασία (λ.χ. κριν-ίσκω, μειν-ίσκω, φαν-ίσκω «υφαίνω», ταντžυν-ίσκω < ταγγός).
  3. Διατήρηση αξιοσημείωτων αρχαϊσμών στον παρατατικό των πρώην συνηρημένων ρημάτων (λ.χ. θωρώ: εθώρουν, εθώρες, εθώρεν…) και παραμονή του τόνου στην προπαραλήγουσα στη μέση φωνή των προπαροξύτονων ρημάτων (λ.χ. šαίρουμαι: εšαίρουμουν, εšαίρεσουν, εšαίρετουν…, ρέουμαι < ορέγομαι: ερέουμουν, ερέεσουν, ερέετουν…, αλλάσσουμαι: αλλάσσουμουν, αλλάσσεσουν, αλλάσσετουν…, βάλλουμαι: εβάλλουμουν, εβάλλεσουν, εβάλλετουν, έρκουμαι: έρκουμουν, έρκεσουν, έρκετουν…).
  4. Επίταξη του εγκλιτικού μετά το ρήμα, όπως συμβαίνει και με άλλα νησιωτικά ιδιώματα (λ.χ. έδοξέν μου «μου φάνηκε», λαχαίννει του, έωκέν μας «μας έδωσε», λαλεί του «του λέει»).
  5. Χρήση του άρθρου τα ως αναφορικής αντωνυμίας με σημασία «αυτά που, τα οποία» (λ.χ. τα γρικώ στ’ αφθιά μου, θαρρώ ζυγώνουσί με «αυτά που ακούω στα αφτιά μου, θαρρώ πως με ζυγώνουν»).
  6. Χρήση της εμφατικής άρνησης ’εν τžαι (< δεν και) αντί του απλού δεν (λ.χ. ’εν τžαι διά μου, ’εν τžαι είδα τον).
  7. Χρήση του περιφραστικού δείκτη εν να, ο οποίος προέρχεται από τη φρ. θέλω να (απρόσ. θέλει να) > θελ’ να > θεν’ να > εν να, για τον σχηματισμό του διαρκούς και του στιγμιαίου μέλλοντα (λ.χ. εν να κλαίω – εν να κλάψω).
  8. Κλίση του ρήματος είμαι σε ενεστώτα και παρατατικό: (ενεστώτας) είμαι, εί-σαι, είναι / έναι / έν(ι), είμαστιν, είσαστιν, είναι / έναι / έν(ι), (παρατατικός) ήμουν, ήσουν, ήτουν / ήταν, ήμαστιν, ήσαστιν, ήτουν / ήταν).
  9. Η κλίση των προσωπικών αντωνυμιών της διαλέκτου αποτυπώνεται στον ακόλουθο πίνακα:
Η λέξη άλλος στο ΔΦΑ, πάνω η κοινή νεοελληνική προφορά και κάτω η κυπριακή. Εδώ η κυπριακή διατηρεί την προφορά των διπλών συμφώνων.
  Ισχυροί τύποι Κλιτικά
Ονομ. Αιτ. Γεν. Αιτ. Γεν.
1ο πρόσωπο Εν.
Πληθ.
(εγιώ / εγιώνι) / εγώ(νι)
εμείς
εμένα(ν)
εμάς
με
μας
μου
μας
2ο πρόσωπο Εν.
Πληθ.
εσού / εσούνι
εσείς
εσένα(ν)
εσάς
σε
σας
σου
σας
3ο πρόσωπο Εν. αρσ.
θηλ.
ουδ.
τούτος
τούτη(ν)
τούτο(ν)
τούτο(ν)/τούντο(ν)
τούτη(ν)/τούντη(ν)
τούτο(ν)/τούντο(ν)
τούτου/τούντου
τούτης/τούντης
τούτου/τούντου
το(ν)
τη(ν)
το
του
της
του
Πληθ. αρσ.
θηλ.
ουδ.
τούτοι
τούτες
τούτα
τούτους/τούντους
τούτες/τούντες
τούτα/τούντα
τούτων/τούντων
τούτων/τούντων
τούτων/τούντων
τους
τες
τα
τους
τους
τους

Λεξιλογικά χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξαιτίας των διαφόρων γλωσσικών στρωμάτων που ανά τους αιώνες συνδέθηκαν με το νησί της Κύπρου, μπορούμε σήμερα να εντοπίσουμε τις ακόλουθες χαρακτηριστικές λεξιλογικές ομάδες, πέρα από το λεξιλόγιο που είναι κοινό κτήμα με τις υπόλοιπες διαλέκτους και με την Κοινή:

  1. Αρχαϊσμοί: Αξιοσημείωτος είναι ο λεξιλογικός πλούτος που διασώζει στοιχεία από την αρχαία και ελληνιστική εποχή της Ελληνικής. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: άφτω «ανάβω» (< άπτω), φτείρα «ψείρα» (< αρχ. φθείρ, -ρός), šοίρος (< χοίρος), ποζέγνω (< αρχ. ἀποζεύγνυμι), δρόπης (< ελνστ. ὑδρόφις, -εως), καμμώ «κλείνω τα μάτια» (< αρχ. καμμύω), κίλλης «μικρόσωμος γάιδαρος» (λ. τής αρχ. Κυπριακής), ροθέσιν (< αρχ. ὁροθέσιον), ορτσούμαι «χορεύω» (< αρχ. ὀρχοῦμαι), ξαργκώ «μένω αδρανής» (< αρχ. ἐξαργῶ), στρούθος «σπουργίτης» (< αρχ. στρουθός).
  2. Ιδιωματισμοί: Σε αυτούς περιλαμβάνονται λέξεις και φράσεις γνωστές στον ελληνόφωνο κορμό, οι οποίες όμως έχουν αποκτήσει εντελώς διακριτή σημασία και χρήση. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: γέν-νημαν ήλιου «ανατολή», χαρτωμένος «αρραβωνιασμένος» (από το χαρτί τού προικοσυμφώνου), θαρκούμαι «νομίζω» (< θαρρούμαι), κούκ-κουρον «παξιμάδι» (υποκορ. τού ουσ. κόκκος), μιτά μου «μαζί μου».
  3. Παλαιά Γαλλικά δάνεια: Λέξεις της παλαιάς Γαλλικής και των διαλέκτων της εισήλθαν μεταξύ του 12ου και του 14ου αιώνα, καθιστώντας την Κυπριακή διάλεκτο μοναδική από αυτή την άποψη στον ελληνόφωνο κόσμο. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: τσαέρα «καρέκλα» (< προβηγκ. chaira), τσαΐνα «αλυσίδα» (< προβηγκ. chaina), βλαντζίν «συκώτι» (< παλ. γαλλ. flanc), κουμανταρία «γλυκό κρασί τής Κύπρου» (< παλ. γαλλ. vin de commanderie «κρασί τού τάγματος Commanderie των Ιωαννιτών ιπποτών»), κουμουδκιάζω «ετοιμάζω ταφή νεκρού» (< προβηγκ. accoumoudar), κουφουρκιάζω «παρηγορώ» (< προβηγκ. coumfortar), μίζαρον «σάβανο» (< παλ. γαλλ. mise à mort).
  4. Ιταλικά και Βενετικά δάνεια: Η περίοδος της Βενετοκρατίας άφησε αξιοσημείωτα ίχνη στη διάλεκτο. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: βαντζάρω «προχωρώ» (< avanzare), γάρπος «καμάρι» (< garbo), ζόπ-πος «αδέξιος» (< zoppo), κάστϊον «βάσανο» (< castigo), κουρτέλ-λα «μαχαίρι» (< coltella), πιν-νιάδα «πήλινη χύτρα» (< pignada).
  5. Τουρκικά δάνεια: Οι τουρκικές λέξεις είναι πολυάριθμες και απαντούν προσαρμοσμένες στα μορφολογικά σχήματα της διαλέκτου. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: άσ̌κοσ-σου «μπράβο» (< aşk olsun), ζατ-τίν «έτσι κι αλλιώς» (< zatî), ζϊαφέτ-τιν «συμπόσιο» (< ziyafet), καΐσ̌ιν «παγίδα» (< kayış), κκουσ̌μάς «κουβέντα» (< konuşma), μέσελα «δηλαδή;» (< mesela).
  6. Αγγλικά δάνεια: Οι αγγλικές λέξεις έχουν εισέλθει από την περίοδο της αγγλοκρατίας και διευρύνουν έκτοτε διαρκώς την παρουσία τους στο λεξιλόγιο της διαλέκτου, πράγμα που προωθείται από τη διαρκώς ενισχυόμενη επιρροή του αγγλόφωνου κόσμου στη νήσο. Όσες έχουν προσαρμοστεί μορφολογικά υπέστησαν αξιοσημείωτη αλλοίωση. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: φούρπ’ος «ποδόσφαιρο» (< football), σέντερ «αποστολέας (αλληλογραφίας)» (< sender), τšαρτšάρω «χρεώνω» (< charge), τρενάρω «εκπαιδεύω» (< train). Χαρακτηριστικός άγγλισμός είναι επίσης το ρ. απολογούμαι, που έχει αποκτήσει τη σημ. «ζητώ συγγνώμη» με επίδραση του ελληνογενούς αγγλ. apologise.

Δείγματα της διαλέκτου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η 9η Ιουλίου του 1821 (Γράφτηκε στα χρόνια 1884-1895)
18 «Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζαιρη του κόσμου,

κανένας δεν εβρέθηκεν για να την ι-ξηλείψη,

κανένας, γιατί σιέπει την που τα 'ψη ο Θεός μου.

Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντες ο κόσμος λείψει!

19 Σφάξε μας ούλους τζι ας γενεί το γαίμαν μας αυλάτζιν,

κάμε τον κόσμον ματζιελλειόν τζαι τους Ρωμιούς ταούλλια,

αμμά ξέρε πως ύλαντρον όντες κοπεί καβάτζιν

τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.

Το 'νιν αντάν να τρώ' την γην, τρώει την γην θαρκέται

μα πάντα τζιείνον τρώεται τζαι τζιείνον καταλυέται.

Είσαι πολλά πικράντερος, όμως αν θεν να σφάξης,

σφάξε τους λας που πολεμούν αλλού αρματωμένοι.

Εμάς με σιέρκα όφκαιρα γιατί να μας πειράξεις,

πού 'μαστον δίχως άρματα, τζι είμαστον νεπαμέν


8 Η νύχτα πκιον αρκίνησεν περίτου ν' αναρκώνη,

εγίνην η ανατολή κροκότσιηνη περίτου,

άρτζιεψεν πκιον το Σάββατον να πικροξημερώννη

τζι ακούστηκεν του ξύλενου σημάντρου η φωνή του.

Εξέβην ο Τζιυπριανός με τζιείνον τον καμόν του,

τζι επήεν εις την εκκλησ'ιάν τζαι βάλλει τον σταυρόν του

τζι ήτουν όσον τζι εκάμασιν αρκήν της λειτουργίας,

τζι εστάθηκεν περίλυπος τζαι σγιαν να δκιαλοίστην,

τζι επήεν τζι εγονάτισεν ομπρός της Παναίας

τζαι κάτι εψουψούρισεν τζι ευτύς εκλαμουρίστην.


27 «Εγιώ, αφέντη, μανιχά άκουσα να λαλούσιν,

πως ήρτεν ένας τοπκιανός καλόηρος που πέρα

τζι έφερεν κάμποσα χαρκιά πο τζιει που πολεμούσιν

τζι έδωκεν τα τζαι χάθηκεν, δεν έμεινεν με μέραν,

τζαι τζιείνα ούλλα τα χαρκιά πως ήταν του πολέμου.

Τα άλλα ούλλα που λαλείς εν τάκουσα ποττέ μου.»

«Είντα μας περιπαίζεις, βρε, είμαστον μισταρκοί σου;

Είπες το με το στόμαν σου μεσ' σ' τόσον παναύριν,

πε το, γιατί σκοτώννω σε, κόβκω την τζιεφαλήν σου.

Φέρτε μου τον τζιελλάττην δα, ναν δαχαμαί χαζίριν!»


30 Τότες πκιον εσυντύχασιν ούλοι κάμποσην ώραν,

για τζιείνους πων να κόψουσιν τζι αννοίξαν το δεφτέριν

τζι είδασιν πόσοι εν π' αλλού τζιαι πόσοι που την Χώραν

τζιαι πόσοι για συρτοθηλειάν τζιαι πόσοι για μασιαίριν.

τζι είσιεν πεντ' έξι πούπασιν πως εν πολλοί τζι εν κρίμαν,

τζι ο Μουσελλίμης είπεν τους: «Εν ούλλοι για το μνήμαν»!

Ο ήλιος πκιον εστύλλωσεν, εγίνην μεσομέριν

τζι ακούστην εις τον μιναρέν ο χότζ'ας να φωνάζη

τζι επάψασιν την συντυσιάν τζι αφήκαν το δεφτέριν

τζι εσηκωθήκαν ούλοι τους τζι επήαν στο ναμάζι.

Πλαίσιο 1: Δίστιχα

Αντά σειστείς κ̌αι λυγιστείς κ̌αι σιγοπερπατήσεις,
ούλου του κόσμου τους καμούς εν να μου τους ποτίσεις.

κ̌ινούρκο[nb 1] δ-δαχτυλίν φ-φορείς απά στο δαχτυλό σ-σου,
στην πέτρα γράφει απάνω κ̌ει , να γίνω 'γιώ γαμπρός σ-σου.

Την αγαπώ χαρτολοούν[nb 2] κ̌αι μενά εν ρωτούσιν,
πάλε τα μ-μάδκια μου δικλούν την αγαπώ να δούσιν.

κ̌αι να ’μουν κλήμαν κρεμ-μαστόν εις την κληματερή σ-σου,
νά ’ρκεσουν νά ’π-πεφτες στο σ̌κ̌ιος, να χόρταν-να το δειν[nb 3] σ-σου.

Τα παραπάνω δίστιχα σε φωνητική μεταγραφή στο ΔΦΑ

[andasːiˈstis tʃɛ liːˈstis tʃɛ siɣɔpɛɾpaˈtisis

ˈulu tu ˈkɔzmu tus kaˈmus ɛnːa mu tus pɔˈtisis

tʃiˈnuɾkɔ ðːaxtiˈliði fːɔˈɾisːtɔ ˈʃɛɾisːu

stim ˈbɛtɾa ˈɣɾafi ˈpanɔ na ˈʝinɔ ˈtɛɾisːu

tin aɣaˈpɔ xaɾtɔlɔˈunːdʒɛˈmɛm baɾi.ɔˈɾusin

ˈpalɛ ta ˈmːaðca mu ðiˈklun din aɣaˈpɔ na ˈðusin

tʃɛ ˈnamuŋ gˈlimaŋ gɾɛmːasˈtɔn

is tiŋ glimatɛˈɾisːu

ˈna ɾcɛsuˈ nːa pːʰɛftɛsːtɔ ˈʃːɔz na ˈxɔɾtanːa tɔ ˈðisːu]


  1. καινούργιο
  2. παντρεύουν
  3. δει < απρφ. ιδείν
Πλαίσιο 2: Παραμύθι, περ. Κυπριακαί Σπουδαί, τόμ. ΙΓ΄, Λευκωσία 1949, σ. 26-7
Κυπριακή διάλεκτος Μεταγραφή στην Κοινή Νέα Ελληνική

Η κοντονούρα η αλουπού, άμα κ̌ι’ αρκ̌έψασιν οι άλ-λες να την περιπαίζουν, εγίνην φ-φωδκιά ’που το θ-θυμόν της, αμ-μά εν είπε λ-λέξη. Γιάλι-άλι έφυεν κ̌αι πήε μ-μανιχ̌ή της αλ-λού. Ύστερις που λ-λίες ημέρες ευρεθήκασιν πάλε, αμ-μά, η κοντονούρα η αλουπού εχών-νετουν που λ-λόου τους να δει ίντα που λαλούσιν. Ακούει τες κ̌αι παραπονιούνται πως εν ιβρίσκουν τίποτες να φάσιν.

Η αλεπού με την κομμένη ουρά, όταν άρχισαν οι άλλες να την κοροϊδεύουν, έγινε φωτιά από τον θυμό της, αλλά δεν είπε λέξη. Αργά-αργά (αγάλι-αγάλι) έφυγε και πήγε μοναχή της αλλού. Ύστερα από λίγες ημέρες βρέθηκαν πάλι, αλλά η αλεπού με την κομμένη ουρά κρυβόταν απ' αυτές, για να δει τι λένε. Τις ακούει να παραπονούνται ότι δεν βρίσκουν τίποτα να φάνε.

Μεταγραφή στο ΔΦΑ

[i kɔndɔˈnuɾa i alɛˈpu ˈama tʃaɾˈtʃɛpsan i ˈalːɛz na tim bɛɾiˈpɛzun|ɛ.ˈini fːɔˈðca pu tɔ θːiˈmɔn dis|aˈmːan ipɛ ˈlːɛksi‖ ˈʝali ˈaliˈɛfi.en dʒɛ ˈpi.emːaniˈʃi tis aˈlːu‖ ˈistɛɾa pu ˈlːi.es iˈmɛɾɛs ɛvɾɛˈθikasim ˈbalɛ|amːa i kɔndɔˈnuɾa i alɛˈpu ɛˈxɔnːɛtum bu ˈlːɔu tuz na ˈðiˈːndam bu laˈlun‖ aˈku.i tɛs tʃɛ paɾapɔˈɳundɛ pɔs ˈɛn ivˈɾiskunˈdipɔtɛ na ˈfasin]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Καρυολαίμου, Μαριλένα (2008). «Τι απέγινε η Κυπριακή Διάλεκτος; Δημογραφία και Γλωσσική Επαφή στην Κύπρο του 21ου αιώνα». www.academia.edu. Επετηρίδα Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών ΧΧΧΙV. Ανακτήθηκε στις 10 Απριλίου 2018. 
  2. Μιχαηλίδης, Βασίλης. «Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού». Νέα Ελληνική Λογοτεχνία και Πολιτισμός. Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού. Ανακτήθηκε στις 10 Απριλίου 2018. 

Βιβλιογραφικές πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Beaudouin, M. 1884: Étude du dialecte chypriote moderne et medieval (Paris).
  • Horrocks, G. 1997: Greek: A History of the Language and its Speakers (London), ελλ. μτφ. υπό Μ. Σταύρου & Μ. Τζεβελέκου (Αθήνα 2006).
  • Thumb, A. 1909: Handbuch der griechischen Dialekte (Heidelberg).
  • Γιαγκουλλής, Κ. 1997: Μικρός ερμηνευτικός και ετυμολογικός θησαυρός τής κυπριακής διαλέκτου (Λευκωσία).
  • Κοντοσόπουλος, Ν. 1994(2): Διάλεκτοι και Ιδιώματα της Νέας Ελληνικής (Αθήνα).
  • Μενάρδος, Σ. 1969: Γλωσσικαί Μελέται (Λευκωσία).
  • Μηνάς, Κ. 1987: «Αφομοίωση του ερρίνου με τους άηχους κλειστούς φθόγγους στην ελληνική γλώσσα» ― Πρακτικά Β΄ Διεθνούς Κυπριολογικού Συνεδρίου, τόμος 3, σελ. 253-283 (Λευκωσία).
  • Μηνάς, Κ. 2000: «Φωνητικά και ετυμολογικά τής Κυπριακής διαλέκτου» ― Νεοελληνική Διαλεκτολογία 3, σελ. 151-188.
  • Newton, B. 1972: Cypriot Greek. Its phonology and inflexion (The Hague: Mouton).
  • Παντελίδης, Χ. 1929: Φωνητική των Νεοελληνικών Ιδιωμάτων Κύπρου, Δωδεκανήσου και Ικαρίας (Αθήνα).
  • Παπαγγέλου, Ρ. 2001: Το Κυπριακό Ιδίωμα. Μέγα Κυπρο-ελληνο-αγγλικό (και με λατινική ορολογία) Λεξικό (Αθήνα), εκδόσεις Ιωλκός.
  • Χατζηιωάννου, Κ. 1996: Ετυμολογικό Λεξικό τής Ομιλουμένης Κυπριακής Διαλέκτου (Λευκωσία).
  • Χατζηιωάννου, Κ. 1999: Γραμματική τής Ομιλουμένης Κυπριακής Διαλέκτου (Λευκωσία).
  • Χριστοδούλου, Μ. 1970: «Περί των διαλεκτικών ζωνών εν τη νέα Ελληνική γλώσση και της θέσεως της κυπριακής διαλέκτου εν αυταίς» - Επετηρίς Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου, τόμ. 3, σελ. 119-138.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λογισμικό Γραφής της Κυπριακής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]