Μετάβαση στο περιεχόμενο

Καγκελάριος της Γερμανίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ομοσπονδιακός Καγκελάριος της Γερμανίας
Λογότυπο του Καγκελαρίου
Έμβλημα του Καγκελαρίου
Κάτοχος
Όλαφ Σολτς

από 8 Δεκεμβρίου 2021
Αρχικός κάτοχοςΌττο φον Μπίσμαρκ
Δημιουργία21 Μαρτίου 1871
ΙστοσελίδαΕπίσημος Ιστότοπος

Ο Καγκελάριος της Γερμανίας είναι ο επικεφαλής της Κυβέρνησης της Γερμανίας. Ο επίσημος τίτλος του αξιώματος είναι Bundeskanzler ή Bundeskanzlerin (Ομοσπονδιακός Καγκελάριος ή Ομοσπονδιακή Καγκελάριος). Στη γερμανική πολιτική το αξίωμα του καγκελάριου (γερμανικά: Kanzler ή Kanzlerin) θεωρείται γενικά ισοδύναμο με αυτό του Πρωθυπουργού στις χώρες όπου το πολίτευμα είναι Προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Σημερινός καγκελάριος είναι ο Όλαφ Σολτς, ο οποίος εξελέγη στο αξίωμα στις 8 Δεκεμβρίου 2021.

Ο τίτλος περιστασιακά χρησιμοποιήθηκε σε πολλά κράτη της Γερμανόφωνης Ευρώπης.

Από το 1867 έως το 1871 ο τίτλος Bundeskanzler (ομοσπονδιακός καγκελάριος) χρησιμοποιήθηκε στην Γερμανική γλώσσα κατά την εποχή της Βόρειας Γερμανικής Συνομοσπονδίας. Από το 1871 έως το 1945, το αξίωμα ονομάστηκε Reichskanzler (λογοτεχνικά, «Καγκελάριος του Στέμματος»). Με το σύνταγμα της Γερμανίας του 1949, ο επίσημος τίτλος του αξιώματος στη Γερμανική γλώσσα έγινε πάλι Bundeskanzler.

Στα ελληνικά χρησιμοποιείται σχεδόν πάντοτε ο απλός τίτλος «Καγκελάριος».

Ιστορική επισκόπηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το αξίωμα του Καγκελαρίου έχει μακρά ιστορία, που ανάγεται στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Τότε, εξαιτίας των διοικητικών του καθηκόντων, η κεφαλή του παρεκκλησιού του αυτοκρατορικού παλατιού έφερε τον τίτλο «Καγκελάριος». Ο Αρχιεπίσκοπος του Μάιντς ήταν ex officio Γερμανός Καγκελάριος μέχρι το τέλος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 1806, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος της Κολωνίας ήταν Καγκελάριος της Ιταλίας και ο Αρχιεπίσκοπος της Τρηρ Καγκελάριος της Βουργουνδίας. Αυτοί οι τρεις Αρχιεπίσκοποι ήταν επίσης Πρίγκιπες εκλέκτορες της Αυτοκρατορίας.

Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους, ο Καγκελάριος είχε πολιτική δύναμη όπως ο Ουίλλιγκις του Μάιντς (Αρχικαγκελάριος 975–1011, αντιβασιλιάς του Όθωνα Γ' 991–994) ή ο Ράιναλντ φον Ντάσσελ (Καγκελάριος 1156–1162 και 1166–1167) υπό τον Φρειδερίκο Α' Βαρβαρόσσα.

Καγκελάριος της Βόρειας Γερμανικής Συνομοσπονδίας (1867–1871)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σύγχρονο αξίωμα ιδρύθηκε με την Βόρεια Γερμανική Συνομοσπονδία, ο επικεφαλής της ομοσπονδιακής κυβέρνησης της οποίας έφερε τον τίτλο του Ομοσπονδιακού Καγκελαρίου (Bundeskanzler). Το μόνο πρόσωπο που έφερε το αξίωμα ήταν ο Όττο φον Μπίσμαρκ, Πρωθυπουργός της Πρωσσίας.

Ο Βασιλιάς της Πρωσσίας εστέφθη Γερμανός Αυτοκράτορας στο Παλάτι των Βερσαλλιών στις 18 Ιανουαρίου 1871. Παρά ταύτα, η Βόρεια Γερμανική Συνομοσπονδία δεν έπαψε να υπάρχει μέχρις ότου το Σύνταγμα της Γερμανίας τέθηκε σε ισχύ στις 16 Απριλίου του 1871. Ως τότε, ο Μπίσμαρκ παρέμεινε Καγκελάριος της Συνομοσπονδίας. Κατά την διάρκεια αυτών των μηνών, η Βόρεια Γερμανική Συνομοσπονδία αναφερόταν και ως απλώς Γερμανική Συνομοσπονδία, καθώς σε αυτήν προσχώρησαν και τα Νότια Γερμανικά κράτη (εκτός της Αυστρίας).

Ο Καγκελάριος διορίστηκε από τον Βασιλιά της Πρωσσίας υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου της Βόρειας Γερμανικής Συνομοσπονδίας. Ο ρόλος του και οι εξουσίες του ήταν παρόμοιες με αυτές του αξιώματος του Καγκελαρίου μετά το 1871.

Από αριστερά προς δεξιά:

Καγκελάριος της Γερμανικής Αυτοκρατορίας (1871–1918)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Γερμανική Αυτοκρατορία του 1871, ο Καγκελάριος υπηρέτησε και ως πρώτος υπουργός του Αυτοκράτορα, και ως προεδρεύων αξιωματούχος του Bundesrat, της Άνω Βουλής του Γερμανικού κοινοβουλίου. Δεν εκλεγόταν, ούτε ήταν υπεύθυνος στο κοινοβούλιο. Αντιθέτως, ο Καγκελάριος διοριζόταν από τον Αυτοκράτορα και ήταν υπεύθυνος μόνο ως προς αυτόν.

Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση αποτελείτο από

  • ένα ομοσπονδιακό συμβούλιο (Bundesrat), αποτελούμενο από αντιπροσώπους των ομοσπονδιακών κρατιδίων, στο οποίο προέδρευε ο Βασιλιάς της Πρωσσίας
  • ένα κοινοβούλιο, καλούμενο Reichstag
  • ένα ομοσπονδιακό εκτελεστικό όργανο με επικεφαλής τον Πρώσο πρωθυπουργό, Ότο φον Μπίσμαρκ, ως Ομοσπονδιακό καγκελάριο σε μια προσωπική ένωση

Τεχνικά, οι ξένοι υπουργοί των κρατών της αυτοκρατορίας έδωσαν εντολή στους εκπροσώπους τους στο Ομοσπονδιακό Συμβούλιο (Bundesrat) και έκτοτε υποβάθμισαν τον Καγκελάριο. Γι'αυτό τον λόγο, ο Μπίσμαρκ συνέχισε να υπηρετεί ως πρωθυπουργός και υπουργός εξωτερικών της Πρωσσίας παράλληλα με το αξίωμά του ως καγκελάριος της αυτοκρατορίας, εφόσον ήθελε να συνεχίσει να ασκεί εξουσία.

Το Σύνταγμα της Γερμανίας τροποποιήθηκε στις 29 Οκτωβρίου 1918 και τότε δόθηκε στο Κοινοβούλιο το δικαίωμα να απαλλάσσει τον Καγκελάριο από τα καθήκοντά του. Όμως, η αλλαγή δεν μπόρεσε να αποτρέψει την έκρηξη της επανάστασης λίγες μέρες μετά.

Επαναστατική περίοδος 1918-19

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 9 Νοεμβρίου 1918, ο Καγκελάριος Μαξ φον Μπάντεν παρέδωσε το αξίωμά του στον Φρίντριχ Έμπερτ. Ο Έμπερτ συνέχισε να υπηρετεί ως Αρχηγός της Κυβέρνηση κατά τους τρεις μήνες μεταξύ του τέλους της Γερμανικής Αυτοκρατορίας τον Νοέμβριο του 1918 και την πρώτη συγκέντρωση της Εθνοσυνέλευσης το Φεβρουάριο του 1919, αλλά δεν χρησιμοποίησε τον τίτλο του Καγκελάριου.

Αυτήν την περίοδο, ο Έμπερτ επίσης υπηρέτησε ως Πρόεδρος του Συμβουλίου των Λαϊκών Αντιπροσώπων, έως τις 29 Δεκεμβρίου 1918 μαζί με τον Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκράτη Ούγκο Χάαζε.

Καγκελάριος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1919–1933)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το αξίωμα του Καγκελαρίου συνεχίστηκε στην Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Βαϊμάρης του 1919, ο Καγκελάριος διοριζόταν από τον Πρόεδρο και ήταν υπεύθυνος προς το Κοινοβούλιο (Ράιχσταγκ).

Υπό την Δημοκρατία της Βαϊμάρης, ο Καγκελάριος ήταν μια αρκετά αδύναμη θέση. Σχεδόν όπως ο Γάλλος ομόλογος του, υπηρετούσε σαν κάτι περισσότερο από έναν πρόεδρο ομόσπονδου κρατιδίου. Οι κυβερνητικές αποφάσεις λαμβάνονταν με ψήφο πλειοψηφίας. Ουσιαστικά πολλές από τις κυβερνήσεις της Βαϊμάρης εξαρτώνταν πολύ από τη συνεργασία του Προέδρου, εξαιτίας της δυσκολίας να επιτευχθεί πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο.

Ο Χίτλερ στο παράθυρο της Καγκελαρίας, ενώ επευφημείται από το πλήθος, το απόγευμα της αναγόρευσής του ως καγκελαρίου, στις 30 Ιανουαρίου 1933.

Καγκελάριος του Τρίτου Ράιχ (1933–1945)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αδόλφος Χίτλερ έγινε καγκελάριος της Γερμανίας το 1933, σημείο που οι ιστορικοί συμφωνούν ότι σηματοδοτεί την αρχή του Τρίτου Ράιχ, της δικτατορίας των Ναζί. Με την ανάληψη του αξιώματός του ο Χίτλερ άρχισε να συσσωρεύει εξουσία και να αλλάζει την φύση της Καγκελαρίας. Μετά από μόλις δύο μήνες στο αξίωμα, και μετά την πυρπόληση του κτηρίου του Ράιχσταγκ, το Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο πέρασε Εξουσιοδοτικό Νόμο, ο οποίος έδινε στον Καγκελάριο πλήρεις νομοθετικές εξουσίες για μα περίοδο τεσσάρων ετών – ο Καγκελάριος μπορούσε να παρουσιάσει οποιοδήποτε νόμο χωρίς να συμβουλευτεί το Κοινοβούλιο.

Η εξουσία της Καγκελαρίας έγινε ακόμη μεγαλύτερη τον Αύγουστο του 1934 όταν πέθανε ο Πρόεδρος Πάουλ φον Χίντενμπουργκ. Ο Χίτλερ έθεσε το Σύνταγμα της Βαϊμάρης στην άκρη, χρησιμοποιώντας τον Εξουσιοδοτικό Νόμο για να συγχωνεύσει το αξίωμα του Καγκελαρίου με αυτό του Προέδρου. Δημιούργησε έτσι ένα νέο αξίωμα, τον Φύρερ. Αν και τα αξιώματα συγχωνεύθηκαν, ο Χίτλερ συνέχισε να έχει την προσφώνηση "Führer und Reichskanzler" δείχνοντας ότι ο Αρχηγός του Κράτους και ο Αρχηγός της Κυβέρνησης ήταν ακόμη ξεχωριστές θέσεις, αν και κατέχονταν από τον ίδιο άνδρα. Αυτός ο διαχωρισμός έγινε ακόμη πιο εμφανής όταν τον Απρίλιο 1945 ο Χίτλερ έδωσε εντολή μετά τον θάνατό του το αξίωμα του Φύρερ να διαλυθεί και να υπάρχει εκ νέου ένας Πρόεδρος και ένας Καγκελάριος.

Στις 30 Απριλίου 1945 ο Χίτλερ αυτοκτόνησε και τον διαδέχθηκε βραχύβια ως Καγκελάριος ο Γιόζεφ Γκέμπελς, όπως υπαγορεύθηκε στην Τελευταία Διαθήκη του Χίτλερ. Μετά την αυτοκτονία του Γκέμπελς, τη θέση του Προέδρου πήρε ο Ναύαρχος Καρλ Νταίνιτς, ο οποίος διόρισε επικεφαλής Υπουργό τον κόμη Γιόχαν Λούντβιχ φον Κρόσιγκ. Ο Νταίνιτς και ο φον Κρόσιγκ συνθηκολόγησαν και συμφώνησαν την παράδοση της Γερμανίας στους Συμμάχους.

Κατά την διάρκεια τηςτετραετούς Συμμαχικής κατοχής της Γερμανίας που ακολούθησε, δεν υπήρξε ανεξάρτητη γερμανική κυβέρνηση, ούτε αξίωμα Καγκελαρίου.

Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο πρώην κράτος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ, Ανατολική Γερμανία), η οποία υπήρξε από τις 7 Οκτωβρίου 1949 έως τις 3 Οκτωβρίου 1990 (οπότε το έδαφός της προσχώρησε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας), δεν δημιουργήθηκε ξανά το αξίωμα του Καγκελαρίου. Η ισοδύναμη θέση ονομαζόταν είτε «Πρόεδρος Υπουργών» (Ministerpräsident) είτε «Πρόεδρος του Συμβουλίου Υπουργών της ΛΔΓ» (Vorsitzender des Ministerrats der DDR).

Το Γραφείο του Καγκελάριου στο Βερολίνο

Ο Καγκελάριος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας επανασυστήθηκε ως αξίωμα το 1949, με την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

Το γερμανικό σύνταγμα του 1949, ο Βασικός Νόμος (Grundgesetz), περιβάλλει τον Καγκελάριο με ευρείες εξουσίες στην βασική κυβερνητική πολιτική. Γι' αυτό το λόγο, μερικοί παρατηρητές αναφέρονται στο Γερμανικό πολιτικό σύστημα ως μια «καγκελαρική δημοκρατία», αντικατοπτρίζοντας τον ρόλο του Καγκελαρίου ως το πρόσωπο με την ανώτερη εκτελεστική εξουσία. Η εξουσία του καγκελαρίου πηγάζει από τις προβλέψεις του Βασικού Νόμου και πρακτικά από την θέση του ή της ως ηγέτη/ηγέτιδας του κόμματος (ή συνασπισμού κομμάτων) που έχει την πλειοψηφία των εδρών στη Bundestag (ομοσπονδιακό κοινοβούλιο). Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση (Bundesregierung) αποτελείται από τον Καγκελάριο και τους υπουργούς της κυβέρνησης. Ο Καγκελάριος είναι υπεύθυνος για την επιλογή όλων των μελών της κυβέρνησης και για την διεξαγωγή των εργασιών και συναντήσεων του υπουργικού συμβουλίου.

Ο καγκελάριος συνήθως είναι και πρόεδρος του κόμματος του, αλλά οι εξαιρέσεις είναι συχνές, όπως αυτή του Χέλμουτ Σμιτ, του Γκέρχαρντ Σρέντερ μετά την παραίτηση του από την προεδρία του SPD το 2004, και του σημερινού καγκελαρίου Όλαφ Σολτς. Τα μεγάλα κόμματα (CDU/CSU ή SPD) συμμετέχουν στις ομοσπονδιακές εκλογές υπό την ηγεσία αυτού που προτείνουν για Καγκελάριο, ο οποίος ονομάζεται «υποψήφιος καγκελάριος» (Kanzlerkandidat).

Με την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, ο Γερμανός Καγκελάριος έχει επίσημα την προσφώνηση "Herr Bundeskanzler". Η μόνη γυναίκα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ είχε την επίσημη προσφώνηση "Frau Bundeskanzlerin", την θηλυκή μορφή του τίτλου. Η χρήση του μικτού όρου "Frau Bundeskanzler" απορρίφθηκε από την κυβέρνηση το 2004 ως αγενής[1].

Κατάλογος Καγκελαρίων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Όλαφ ΣολτςΆνγκελα ΜέρκελΓκέρχαρντ ΣρέντερΧέλμουτ ΚολΧέλμουτ ΣμιτΒάλτερ ΣέελΒίλλυ ΜπραντΚουρτ Γκέοργκ ΚίζινγκερΛούντβιχ ΈρχαρτΚόνραντ ΑντενάουερΓιόχαν Λούντβιχ Γκραφ Σβερίν φον ΚρόζιγκΓιόζεφ ΓκαίμπελςΑδόλφος ΧίτλερΚουρτ φον ΣλάιχερΦραντς φον ΠάπενΧάινριχ ΜπρύνινγκΧανς ΛούτερΒίλχελμ ΜαρξΓκούσταβ ΣτρέζεμανΒίλχελμ ΚούνοΓιόζεφ ΒιρτΚονσταντίν ΦέρενμπαχΧέρμαν Μύλερ (πολιτικός)Γκούσταφ ΜπάουερΦίλιπ ΣάιντεμανΦρίντριχ ΈμπερτΜαξιμιλιανός του Μπάντεν (1867-1929)Γκέοργκ φον ΧέρτλινγκΓκέοργκ ΜιχαέλιςΤέομπαλντ φον Μπέτμαν-ΧόλβεγκΜπέρνχαρντ φον ΜπύλοβΧλόντβιχ του Χόενλοε-ΣίλινγκσφιρστΛέο φον ΚαπρίβιΌττο φον Μπίσμαρκ

Στον παρακάτω κατάλογο εμφανίζονται κατά χρονολογική σειρά οι διατελέσαντες σε θέση καγκελαρίου της Γερμανίας από το 1867 έως σήμερα.

Αρ. Πορτραίτο Ονοματεπώνυμο

(γέννηση-θάνατος)

Θητεία Κόμμα
Έναρξη θητείας Τέλος θητείας Διάρκεια θητείας
Καγκελάριοι της Βόρειας Γερμανικής Συνομοσπονδίας (1867-1871)
1 Όττο φον Μπίσμαρκ
(1815-1898)
1 Ιουλίου 1867 21 Μαρτίου 1871 3 χρόνια, 363 ημέρες Ανεξάρτητος
Αυτοκρατορικοί Καγκελάριοι της Γερμανικής Αυτοκρατορίας (1871-1917)
(1) Όττο φον Μπίσμαρκ
(1815-1898)
21 Μαρτίου 1871 20 Μαρτίου 1890 18 χρόνια, 364 ημέρες Ανεξάρτητος
2 Λέο φον Καπρίβι
(1831-1899)
20 Μαρτίου 1890 26 Οκτωβρίου 1894 4 χρόνια, 220 ημέρες Ανεξάρτητος
3 Χλόντβιχ του Χόενλοε-Σίλινγκσφιρστ
(1819-1901)
29 Οκτωβρίου 1894 17 Οκτωβρίου 1900 5 χρόνια, 353 ημέρες Ανεξάρτητος
4 Μπέρνχαρντ φον Μπύλοβ
(1849-1929)
17 Οκτωβρίου 1900 14 Ιουλίου 1909 8 χρόνια, 270 ημέρες Ανεξάρτητος
5 Τέομπαλντ φον Μπέτμαν-Χόλβεγκ
(1856-1921)
14 Ιουλίου 1909 13 Ιουλίου 1917 7 χρόνια, 364 ημέρες Ανεξάρτητος
6 Γκέοργκ Μιχαέλις
(1857-1936)
14 Ιουλίου 1917 1 Νοεμβρίου 1917 110 ημέρες Ανεξάρτητος
7 Γκέοργκ φον Χέρτλινγκ
(1843-1919)
1 Νοεμβρίου 1917 30 Σεπτεμβρίου 1918 333 ημέρες Κόμμα του Κέντρου
8 Μαξιμιλιανός του Μπάντεν
(1867-1929)
3 Οκτωβρίου 1918 9 Νοεμβρίου 1918 37 ημέρες Ανεξάρτητος
Καγκελάριοι της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1918-1933)
9 Φρίντριχ Έμπερτ
(1871-1925)
9 Νοεμβρίου 1918 13 Φεβρουαρίου 1919 96 ημέρες Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα
10 Φίλιπ Σάιντεμαν
(1865-1939)
13 Φεβρουαρίου 1919 20 Ιουνίου 1919 127 ημέρες Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα
11 Γκούσταφ Μπάουερ
(1870-1944)
20 Ιουνίου 1919 26 Μαρτίου 1920 280 ημέρες Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα
12 Χέρμαν Μύλερ
(1876-1931)
26 Μαρτίου 1920 21 Ιουνίου 1920 87 ημέρες Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα
13 Κονσταντίν Φέρενμπαχ
(1852-1926)
25 Ιουνίου 1920 4 Μαΐου 1921 313 ημέρες Κόμμα του Κέντρου
14 Γιόζεφ Βιρτ
(1879-1956)
10 Μαΐου 1921 14 Νοεμβρίου 1922 1 χρόνος, 188 ημέρες Κόμμα του Κέντρου
15 Βίλχελμ Κούνο
(1876-1933)
22 Νοεμβρίου 1922 12 Αυγούστου 1923 263 ημέρες Ανεξάρτητος
16 Γκούσταβ Στρέζεμαν
(1878-1929)
12 Αυγούστου 1923 30 Νοεμβρίου 1923 110 ημέρες Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα
17 Βίλχελμ Μαρξ
(1863-1946)
30 Νοεμβρίου 1923 15 Ιανουαρίου 1925 1 χρόνος, 46 ημέρες Κόμμα του Κέντρου
18 Χανς Λούτερ
(1879-1962)
15 Ιανουαρίου 1925 12 Μαΐου 1926 1 χρόνος, 117 ημέρες Ανεξάρτητος
19 Βίλχελμ Μαρξ
(1863-1946)
17 Μαΐου 1926 12 Ιουνίου 1928 2 χρόνια, 26 ημέρες Κόμμα του Κέντρου
20 Χέρμαν Μύλερ
(1876-1931)
28 Ιουνίου 1928 27 Μαρτίου 1930 1 χρόνια, 272 ημέρες Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα
21 Χάινριχ Μπρύνινγκ
(1885-1970)
30 Μαρτίου 1930 30 Μαΐου 1932 2 χρόνια, 61 ημέρες Κόμμα του Κέντρου
22 Φραντς φον Πάπεν
(1879-1969)
1 Ιουνίου 1932 17 Νοεμβρίου 1932 169 ημέρες Ανεξάρτητος
23 Κουρτ φον Σλάιχερ
(1882-1934)
3 Δεκεμβρίου 1932 28 Ιανουαρίου 1933 56 ημέρες Ανεξάρτητος
Καγκελάριοι της Ναζιστικής Γερμανίας (1933-1945)
24 Αδόλφος Χίτλερ
(1889-1945)
30 Ιανουαρίου 1933 30 Απριλίου 1945 12 χρόνια, 90 ημέρες Εθνικοσοσιαλιστικό ΓερμανικόΕργατικό Κόμμα
25 Γιόζεφ Γκαίμπελς
(1897-1945)
30 Απριλίου 1945 1 Μαΐου 1945 1 ημέρα Εθνικοσοσιαλιστικό ΓερμανικόΕργατικό Κόμμα
26 Γιόχαν Λούντβιχ Γκραφ Σβερίν φον Κρόζιγκ
(1887-1977)
2 Μαΐου 1945 23 Μαΐου 1945 21 ημέρες Εθνικοσοσιαλιστικό ΓερμανικόΕργατικό Κόμμα
Ομοσπονδιακοί Καγκελάριοι της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (1949-σήμερα)
1 Κόνραντ Άντεναουερ
(1876-1967)
15 Σεπτεμβρίου 1949 15 Οκτωβρίου 1963 14 χρόνια, 30 ημέρες Χριστιανοδημοκρατική Ένωση
2 Λούντβιχ Έρχαρτ
(1897-1977)
16 Οκτωβρίου 1963 30 Νοεμβρίου 1966 3 χρόνια, 45 ημέρες Χριστιανοδημοκρατική Ένωση
3 Κουρτ Γκέοργκ Κίζινγκερ
(1904-1988)
1 Δεκεμβρίου 1966 21 Οκτωβρίου 1969 2 χρόνια, 324 ημέρες Χριστιανοδημοκρατική Ένωση
4 Βίλλυ Μπραντ
(1913-1992)
22 Οκτωβρίου 1969 7 Μαΐου 1974 4 χρόνια, 197 ημέρες Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα
5 Χέλμουτ Σμιτ
(1918-2015)
16 Μαΐου 1974 1 Οκτωβρίου 1982 8 χρόνια, 138 ημέρες Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα
6 Χέλμουτ Κολ
(1930-2017)
1 Οκτωβρίου 1982 27 Οκτωβρίου 1998 16 χρόνια, 26 ημέρες Χριστιανοδημοκρατική Ένωση
7 Γκέρχαρντ Σρέντερ
(1944-)
27 Οκτωβρίου 1998 22 Νοεμβρίου 2005 7 χρόνια, 26 ημέρες Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα
8 Άνγκελα Μέρκελ
(1954-)
22 Νοεμβρίου 2005 8 Δεκεμβρίου 2021 16 χρόνια, 16 ημέρες Χριστιανοδημοκρατική Ένωση
9 Όλαφ Σολτς
(1958-)
8 Δεκεμβρίου 2021 Σήμερα Εν ενεργεία Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα
  1. «"Frau Bundeskanzler" oder ... "Frau Bundeskanzlerin"? - n-tv.de». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Ιανουαρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 14 Μαΐου 2010. 
  • Klein, Herbert, ed. 1993. The German Chancellors. Berlin: Edition.
  • Padgett, Stephen, ed. 1994. The Development of the German Chancellorship: Adenauer to Kohl. London: Hurst.

Περαιτέρω ανάγνωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Harlen, Christine M. 2002. "The Leadership Styles of the German Chancellors: From Schmidt to Schröder." Politics and Policy 30 (2 (June)): 347–371.
  • Helms, Ludger. 2001. "The Changing Chancellorship: Resources and Constraints Revisited." German Politics 10 (2): 155–168.
  • Mayntz, Renate. 1980. "Executive Leadership in Germany: Dispersion of Power or 'Kanzler Demokratie'?" In Presidents and Prime Ministers, ed. R. Rose and E. N. Suleiman. Washington, D.C: American Enterprise Institute. pp. 139–71.
  • Smith, Gordon. 1991. "The Resources of a German Chancellor." West European Politics 14 (2): 48–61.