Μετάβαση στο περιεχόμενο

Εξουσιοδοτικός Νόμος του 1933

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο «Εξουσιοδοτικός Νόμος» (γερμ. Ermächtigungsgesetz), επισήμως Νόμος για την Άρση των Δεινών του Λαού και του Ράιχ (Gesetz zur Behebung der Not von Volk und Reich), ήταν συνταγματική τροπολογία του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, που μεταβίβαζε για περίοδο τεσσάρων χρόνων, την νομοθετική και εκτελεστική εξουσία από το γερμανικό κοινοβούλιο (Ράιχσταγκ) στην κυβέρνηση του Αδόλφου Χίτλερ. Ο νόμος υπερψηφίστηκε στις 23 Μαρτίου 1933, από όλους τους βουλευτές πλην των Σοσιαλδημοκρατών και επικυρώθηκε αμέσως από τον Πρόεδρο του Ράιχ, Πάουλ φον Χίντενμπουργκ. Αυτός ο νόμος ήταν ίσως ο πιο σημαντικός της διακυβέρνησης του Ναζιστικού Κόμματος αφού στην ουσία, καταργώντας την διάκριση των εξουσιών, παρέδωσε δικτατορικές εξουσίες και ανεξέλεγκτη ισχύ στα χέρια ενός μόνο πολιτικού φορέα.

Ο νόμος δημοσιευμένος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Reichsgesetzblatt)

Το Ράιχσταγκ, δεχόμενο την απόφαση του Ράιχσρατ (γερμ. Reichsrat, νομοθετικό σώμα παρόμοιο με τη Βουλή των Λόρδων ή την Άνω Βουλή άλλων χωρών, το οποίο είχε περιορισμένη εξουσία και αρμοδιότητες[1]) ότι η παρακάτω συνταγματική τροπολογία είναι νόμιμη, διακηρύσσει:

Άρθρο 1.
Οι εθνικοί νόμοι μπορούν να θεσπιστούν από το υπουργικό συμβούλιο του Ράιχ καθώς και σύμφωνα με τη διαδικασία που θεσπίζεται στο Σύνταγμα. Αυτό ισχύει και για τους νόμους που αναφέρονται στο άρθρο 85 παράγραφος 2 και στο άρθρο 87 του Συντάγματος.
Άρθρο 2.
Οι εθνικοί νόμοι που θεσπίζονται από το υπουργικό συμβούλιο του Ράιχ μπορούν να αποκλίνουν από το Σύνταγμα εφόσον δεν επηρεάζουν τους θεσμούς του Ράιχσταγκ και του Ράιχσρατ. Οι αρμοδιότητες του Προέδρου παραμένουν οι ίδιες.
Άρθρο 3.
Οι εθνικοί νόμοι που εκδίδονται από το υπουργικό συμβούλιο του Ράιχ προετοιμάζονται από τον καγκελάριο και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Reichsgesetzblatt). Αρχίζουν να ισχύουν, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, την ημέρα μετά τη δημοσίευσή τους. Τα άρθρα 68-77 του Συντάγματος δεν ισχύουν για τους νόμους που θεσπίζει το υπουργικό συμβούλιο του Ράιχ.
Άρθρο 4.
Οι συνθήκες του Ράιχ με τα ξένα κράτη που αφορούν ζητήματα εθνικής νομοθεσίας δεν απαιτούν τη συγκατάθεση των φορέων που συμμετέχουν στη νομοθεσία. Το υπουργικό συμβούλιο του Ράιχ είναι εξουσιοδοτημένο να εκδίδει τις αναγκαίες διατάξεις για την εφαρμογή αυτών των συνθηκών.
Άρθρο 5.
Ο νόμος αυτός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του. Η ισχύ του παύει την 1η Απριλίου 1937. Επίσης παύει να ισχύει εάν το σημερινό υπουργικό συμβούλιο του Ράιχ αντικατασταθεί από άλλο.

[2]

Οι «εξουσιοδοτικοί νόμοι» της Γερμανίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι εξουσιοδοτικοί νόμοι, βασισμένοι στις συνταγματικές προβλέψεις «περί κατάστασης έκτακτης ανάγκης» και στα αντίστοιχα άρθρα του συντάγματος της Βαϊμάρης, δεν ήταν ανακάλυψη της ναζιστικής διακυβέρνησης. Είχαν χρησιμοποιηθεί και σε άλλες περιπτώσεις της νεώτερης γερμανικής ιστορίας, όπως στις 4 Αυγούστου του 1914, με το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν το κοινοβούλιο εξουσιοδότησε την κυβέρνηση, να πάρει όλα τα αναγκαία μέτρα κατά την διάρκεια της πολεμικής περιόδου.

Και κατά την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1919 - 1933), είχαν ενεργοποιηθεί τέτοιοι νόμοι. Συγκεκριμένα, τα έτη 1919, 1921, 1926 και 1927 υπήρξαν χρονικές περίοδοι, κατά τις οποίες μάλιστα νομιμοποιήθηκαν σημαντικές αποφάσεις, που η χώρα κυβερνήθηκε με εξουσιοδότηση, αλλά αυτή πάντα υπήρξε βραχύχρονη και εστιασμένη σε ένα μόνο θέμα. Στην πραγματικότητα, αυτοί ο εξουσιοδοτικοί νόμοι δεν βασίζονταν στο σύνταγμα, αφού το σύνταγμα δεν προέβλεπε τη δυνατότητα μεταφοράς εξουσιών από ένα σώμα (κοινοβούλιο) σε ένα άλλο (κυβέρνηση) για αυτό και πάντα απαιτούνταν αυξημένη πλειοψηφία (τα 2/3 των ψήφων) για να τεθούν σε ισχύ.

Η εναλλακτική δυνατότητα που έδινε το σύνταγμα, το δικαίωμα του Προέδρου του Ράιχ να κυβερνά με διατάγματα, δεν προτιμούνταν από το κοινοβούλιο, παρά μόνο όταν δεν υπήρχε η απαιτούμενη πλειοψηφία. Μετά την είσοδο του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος στο κοινοβούλιο, και την επακόλουθη πολιτική πόλωση, η χώρα από την κυβέρνηση Μπρύνινγκ το 1930 και μετά κυβερνήθηκε με προεδρικά διατάγματα.

Ωστόσο, στην ιστορία παρέμεινε πιο γνωστός ο Εξουσιοδοτικός Νόμος που κατέθεσε στο κοινοβούλιο ο Χίτλερ, γιατί έχοντας βασικές διαφορές από τους προηγούμενους - όπως το τεράστιο όριο των 4 ετών όταν οι προηγούμενοι νόμοι ήταν διάρκειας μερικών μηνών - ή τη δυνατότητα που έδινε στην κυβέρνηση να νομοθετεί και να συνάπτει συμφωνίες με άλλα κράτη - χρησίμευσε και ως Δούρειος Ίππος με τον οποίο ο Χίτλερ δημιούργησε και συντήρησε την μονοκρατορία του.

Κοινοβουλευτική συζήτηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Αδόλφος Χίτλερ στο βήμα του Ράιχσταγκ που στεγάστηκε στο κτίριο Όπερας Κρολ μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ, στην συζήτηση της 23ης Μαρτίου

Μετά το αποτέλεσμα των εκλογών της 5ης Μαρτίου 1933 και αφού ο Χίτλερ είχε καταφέρει να περάσει ήδη το «Διάταγμα για την προστασία του Λαού και του Κράτους» το οποίο καταργούσε το απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής και περιέκοπτε πολλές ατομικές και συλλογικές ελευθερίες, ολοκλήρωσε το νομοθετικό πλαίσιο με το οποίο θα κυβερνούσε με τον «εξουσιοδοτικό νόμο» που έφερε προς ψήφιση στο Κοινουβούλιο στις 23 Μαρτίου του 1933.

Στις 6 Μαρτίου, την επομένη ακριβώς των εκλογών, κήρυξε παράνομο το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα και αφαίρεσε τις θέσεις των βουλευτών του από το Κοινοβούλιο, κατεβάζοντας έτσι τον συνολικό αριθμό των εδρών. Έτσι μπορούσε πλέον να υπολογίζει βάσιμα στην συγκέντρωση των δύο τρίτων που απαιτούνταν (καθώς ήταν συνταγματική τροπολογία χρειαζόταν ενισχυμένη πλειοψηφία) για την υπερψήφιση του νόμου αυτού.

Πράγματι, από την αρχή ήδη μπορούσε να υπολογίζει στις 52 έδρες του «Συνασπισμού Μαύρου - Άσπρου - Κόκκινο» (KSWR, συνασπισμός των δυνάμεων του Γερμανικού Εθνικού Λαϊκού Κόμματος DNVP και της παραστρατιωτικής οργάνωσης Στάλχελμ, αφού τυπικά συγκυβερνούσαν με το NSDAP, ενώ οι διαπραγματεύσεις με τον πρόεδρο του Κόμματος του Κέντρου Λούντβιχ Κάας, κατέληξαν σε συμφωνία στις 22 Μαρτίου. Ο Κάας, καθολικός ιερέας, συμφώνησε να υπερψηφίσει το νόμο με αντάλλαγμα την παροχή υποσχέσεων για την προστασία των καθολικών Γερμανών, των καθολικών σχολείων και την διατήρηση καλών σχέσεων με το Βατικανό. Μάλιστα, ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η υπογραφή του Ραϊχσκονκορδάτου της 20ης Ιουλίου 1933, είναι αποτέλεσμα αυτών των διαπραγματεύσεων.[3] Αν και δεν είχαν όλοι οι βουλευτές του κόμματος του Κέντρου την επιθυμία να ψηφίσουν υπέρ, μάλιστα ένας εξ αυτών, ο πρώην καγκελάριος Χάινριχ Μπρύνινγκ, εξέφρασε ανοιχτά την αντίθεσή του, ωστόσο μετά τις πιέσεις και τους εκβιασμούς που δέχτηκαν από μέλη των Ες-Α και των Ες-Ες, αναγκάστηκαν να ψηφίσουν υπέρ. Μάλιστα, χρόνια αργότερα, το 1948, ένα από τα μέλη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος τότε, ο Φρις Μπάαντε έγραψε: «Αν κάποιοι δεν είχαν εξαναγκάσει ολόκληρο το Κόμμα του Κέντρου, με την χρήση απειλών κατά της ζωής τους, δεν θα υπήρχε πλειοψηφία ούτε σε αυτό το Ράιχσταγκ...Θυμάμαι, κάποιους βουλευτές του Κέντρου να κλαίνε μετά την ψηφοφορία και να μου λένε ότι ήταν πεπεισμένοι ότι θα είχαν δολοφονηθεί αν καταψήφιζαν...»[4]

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο νόμος πήρε 538 έγκυρες ψήφους: 444 υπέρ, 94 κατά. Πιο συγκεκριμένα:

Κόμμα Έδρες Υπέρ Κατά
Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, NSDAP 288 288 0
Συνασπισμός DNVP και Στάλχελμ 52 52 0
Κόμμα του Κέντρου, Zentrum 73 72 0
Λαϊκό Κόμμα της Βαυαρίας, BVP 19 19 0
Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα DStP 5 5 0
Χριστιανοκοινωνικό Κόμμα, CSVd 4 4 0
Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα, DVP 2 1 0
Γερμανικό Κόμμα Αγροτών, Bauernpartei 2 2 0
Landbund 1 1 0
Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας, SPD 120 0 94
Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας, KPD - - -
Σύνολο 538 444 (69 %) 94 (15 %)

Για την παρουσίαση μιας νομιμοφανούς εικόνας του κράτους στο εξωτερικό, ο Χίτλερ, ανανέωσε την ψηφοφορία για την επέκταση της ισχύος του νόμου, το 1937 και έπειτα πάλι το 1941. Όμως αυτές τις φορές, ο νόμος υπερψηφίστηκε από το επονομαζόμενο Εθνικοσοσιαλιστικό Ράιχσταγκ.

Ο νόμος αν και ουσιαστικά έπαψε να ισχύει με την κατάρρευση του ναζιστικού καθεστώτος, καταργήθηκε και επίσημα από νόμο του Συμμαχικού Συμβουλίου Ελέγχου (Kontrollratsgesetz Nr. 1 betreffend die Aufhebung von NS-Recht), στις 20 Σεπτεμβρίου 1945.


  1. «75 έτη από τη διάλυση του Reichsrat» ('Vor 75 Jahren wurde der Reichsrat aufgelöst')
  2. «The "Enabling Act" (March 24, 1933)». German History in Documents and Images (GHDI). 
  3. Klaus Scholder: "The Churches and the Third Reich" τόμος Α, σελ, 160-1
  4. Rudolf Morsey: "Das „Ermächtigungsgesetz“ vom 24. März 1933. Quellen zur Geschichte und Interpretation des „Gesetzes zur Behebung der Not von Volk und Reich“.", Ντύσελντορφ, 1992, σελ. 662