Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ιερά Μητρόπολις Νικαίας (Οικουμενικό Πατριαρχείο)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Ναός της του Θεού Σοφίας στη Νίκαια της Μικράς Ασίας, όπου συνήλθε η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος το 787.

Η Ιερά Μητρόπολις Νικαίας ήταν μια επαρχία (από τα μέσα του 4ου αιώνα Μητρόπολη) του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως με έδρα την πόλη της Νίκαιας στη Βιθυνία (σημερινό Ιζνίκ της Τουρκίας). Ήταν σπουδαία επαρχία λόγω της εγγύτητάς της με τη βυζαντινή πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη, και επειδή σε αυτήν διεξήχθησαν δύο Οικουμενικές Σύνοδοι, το 325 και 787. Η Μητρόπολη Νικαίας παρέμεινε σημαντική μέχρι την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1331. Κατόπιν, το χριστιανικό στοιχείο στην περιοχή μειώθηκε γρήγορα, με τη φυγή του ελληνικού πληθυσμού και τον εξισλαμισμό των υπολοίπων. Έτσι, η έδρα της Μητρόπολης μεταφέρθηκε στην Κίο. Η Μητρόπολη παρέμεινε ενεργή μέχρι την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Διατηρείται ως τίτλος ιεραρχών του Οικουμενικού Πατριαρχείου, και από τα μέσα του 15ου αιώνα και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Η Νίκαια ήταν σημαντική και ευημερούσα πόλη της Ύστερης Αρχαιότητας και έτσι ήκμασε και η τοπική εκκλησία. Το 325 συνεκλήθη στην πόλη η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος και υπό τον Αυτοκράτορα Ουάλη (364–378) η τοπική επισκοπή αποσπάστηκε από τη γειτονική Νικομήδεια και αναβιβάστηκε σε ξεχωριστή Μητρόπολη[1]. Τον πέμπτο αιώνα απέσπασε τρεις επισκοπές από τη δικαιοδοσία της Νικομήδειας και αργότερα έξι. Το 787 πραγματοποιήθηκε εκεί η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία τερμάτισε την πρώτη περίοδο της Εικονομαχίας. Στη Notitiae Episcopatuum από τον 8ο έως τον 15ο αιώνα, η Νίκαια καταλαμβάνει σταθερά την όγδοη θέση στις Μητροπόλεις που υπάγονται στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως[2].

Η πόλη παρέμεινε σημαντική καθ 'όλη τη μέση βυζαντινή περίοδο (7ος-12ος αιώνας). Μετά την εξέγερση του Νικηφόρου Μελισσηνού, οι Τούρκοι σύμμαχοί του κατέλαβαν την πόλη το 1081 και την έκαναν πρώτη πρωτεύουσα του Σελτζουκικού Σουλτανάτου του Ρουμ, μέχρι την ανακατάληψή της από την Α΄ Σταυροφορία το 1097[1]. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους της Τέταρτης Σταυροφορίας και την ίδρυση της Λατινικής Αυτοκρατορίας (1204), η πόλη έγινε πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας και έδρα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως εν εξορία μέχρι την επανακατάκτηση της Πόλης το 1261[1]. Μεταξύ των 46 επισκόπων που καταγράφει ο Le Quien (Oriens Christianus, τόμ. I, 639–56), οι πιο αξιοσημείωτοι είναι: ο Θέογνις, ο πρώτος γνωστός επίσκοπος, που αφορίστηκε το 325, ο Αναστάσιος τον 6ο αιώνα, ο Πέτρος, ο Θεοφάνης ο Γραπτός (συγγραφέας της Οκτωήχου), ο Ιγνάτιος ο Διάκονος και ο Γρηγόριος Ασβεστάς τον 9ο αιώνα, ο Ευστράτιος στις αρχές του 12ου αιώνα και ο Βησσαρίων ο Τραπεζούντιος τον 15ο αιώνα.

Η πόλη καταλήφθηκε μετά από μια μακρά πολιορκία από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1331[1]. Η μακρά αντίσταση της πόλης, η έξοδος του ελληνικού ορθόδοξου πληθυσμού της σε εδάφη ακόμη ελεγχόμενα από το Βυζάντιο και ο γρήγορος εξισλαμισμός που ακολούθησε την κατάκτηση (παρά το φαινόμενο του κρυπτο-χριστιανισμού) μείωσε γρήγορα το τοπικό ελληνικό ορθόδοξο στοιχείο[3]. Ήδη το 1354, όταν ο Γρηγόριος Παλαμάς επισκέφθηκε την πόλη, βρήκε ότι ο τοπικός χριστιανικός πληθυσμός ήταν πολύ εξαντλημένος[1] και σε μια μερική απογραφή της ίδιας της Νίκαιας που χρονολογείται από το 1454/5, καταγράφονται μόνο επτά χριστιανικά νοικοκυριά[3]. Παρότι ολόκληρη η περιοχή της Βιθυνίας υπέστη απότομη πτώση του χριστιανικού της στοιχείου κατά τη διάρκεια και μετά την οθωμανική κατάκτηση, το Πατριαρχείο διατήρησε ενεργές όλες τις μητροπόλεις της βυζαντινής εποχής καθ'όλη την πρώιμη οθωμανική περίοδο (πέρα από τη Νίκαια, και τη Νικομήδεια, τη Χαλκηδόνα και την Προύσα) σε βαθμό εντελώς δυσανάλογο προς τις δημογραφικές πραγματικότητες. Πέρα από την επιθυμία να διατηρηθούν ενεργές ιστορικές και σπουδαίες επισκοπές όπως αυτή της Νικαίας, αυτή η πρακτική ήταν πιθανότατα αποτέλεσμα της γειτνίασής τους με την έδρα του Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη, η οποία επέτρεψε στους επισκόπους τους να διαχειρίζονται τις επισκοπές τους και παράλληλα να διαδραματίζουν ενεργό ρόλο στην κεντρική διοίκηση της Εκκλησίας. Η πρακτική αυτή επισημοποιήθηκε τον 18ο αιώνα, όταν οι επίσκοποι των πλησιέστερων στην Κωνσταντινούπολη επισκοπών (δηλαδή της Βιθυνίας και της Ανατολικής Θράκης), οι οποίοι συνήθως κατοικούσαν στην οθωμανική πρωτεύουσα και ήταν μέλη της μόνιμης συνόδου του πατριαρχείου, αναβαθμίστηκαν σε «Γέροντες» Μητροπολίτες και σχημάτισαν μια ομάδα με την ισχύ να ελέγχει και να συμβουλεύει τους Πατριάρχες[3].

Ωστόσο, ως αποτέλεσμα της έλλειψης του χριστιανικού στοιχείου στην ίδια τη Νίκαια, η έδρα της Μητρόπολης μεταφέρθηκε στο κοντινό λιμάνι της Κίου, της οποίας καταργήθηκε η αρχιεπισκοπή. Η ακριβής ημερομηνία μεταφοράς της έδρας μας είναι άγνωστη, αλλά μπορεί να συνέβη ήδη στα τέλη του 14ου αιώνα. Η τοπική εκκλησία της Κοιμήσεως (ή η Θεοτόκος Παζαριώτισσα, όπως ήταν γνωστή) χρησίμευσε ως καθεδρικός ναός της Μητρόπολης τουλάχιστον από την ανακαίνισή της το 1692[3].

Η Μητρόπολη γνώρισε μια αναβίωση στα τέλη της Οθωμανικής εποχής, ως αποτέλεσμα της γενικής δημογραφικής αύξησης του ορθόδοξου (όχι μόνο ελληνικού) πληθυσμού αυτήν την περίοδο. Στις αρχές του 20ού αιώνα περιελάμβανε 26 ενορίες, συμπεριλαμβανομένων των Ελληνόφωνων, των Αρμενίων και των Τουρκόφωνων. Σύμφωνα με την (όχι πάντα αξιόπιστη) απογραφή του Πατριαρχείου πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Μητρόπολη ποίμαινε 33.470 άτομα[3].

Επισκοπικός κατάλογος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Όνομα Έτη Σχόλια
Θέογνις 325 – 355 Αρειανιστής, αφορίστηκε
Χριστός 325 – 329
Θέογνις ~ 342 Αρειανιστής[4]
Ευγένιος 355 – 370 Αρειανιστής
Υπάτιος Α΄ 370 – 380 Αρειανιστής
Δωρόθεος 381
Αναστάσιος Α΄ ~ 451 πρώτος με τον τίτλο του Μητροπολίτη, συμμετείχε στη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο[5]
Πέτρος Α΄ 458 – 459
Αναστάσιος Β΄ πριν το 518[6] – μετά το 536[7]
Στέφανος 553
Θεόφιλος περί τον 6ο-7ο αιώνα
Κωνσταντίνος Α΄ 7ος αιώνας[8]
Φώτιος 680 – 681 συμμετείχε στην ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδο[9]
Γεώργιος Α΄ 691
Αναστάσιος Γ΄ τέλη 7ου – αρχές 8ου αιώνα
Υπάτιος Β΄ ~ 787[10]
Ινγκερ τέλη 8ου – αρχές 9ου αιώνα
Πέτρος Β΄ 812 – 827
Θεοφάνης Α΄ ο Γραπτός 843 – 845
Ιγνάτιος ο Διάκονος 845 – 847
Νικηφόρος μετά το 848[11] – 858 α΄ θητεία
Ιωάννης Α΄ 858 – 867
Νικηφόρος 867 – 877 β΄ θητεία
Αμφιλόχιος 877 – 878
Γρηγόριος Ασβεστάς 878 – 880
Κοσμάς[12]
Θεόδωρος Α΄ 10ος αιώνας
Αλέξανδρος 925 – 935
Ιγνάτιος 935 – 945
Δανιήλ Α΄ μέσα του 10ου αιώνα
Θεόδωρος Β΄ 956
Κοσμάς 11ος αιώνας
Κωνσταντίνος Β΄ 1027[13]
Ευστράτιος 1092 – 1117
Νικήτας 12ος αιώνας
Λέων 1144 – 1155
Γεώργιος Β΄ πριν τον Μάρτιο 1166[14] – 1173
Νικόλαος ~ 1177[15]
Γεράσιμος Α΄ 13ος αιώνας
Θεοφάνης Β΄ 1261 – 1283
Αρσένιος 1301 – 1313
Πέτρος Γ΄ 1315[α] – 1318
Καλλίστρατος ~ 1327[17]
Μανασσής 1355 – 1362
Θεοφάνης Γ΄ 1366 – 1380
Αλέξιος 1380 – 1393
Γεώργιος Γ΄ 1393 – 1403
Βησσαρίων 1437 – 1439 προσχώρησε στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και έγινε καρδινάλιος[18]
Νεόφυτος 1439 – 1450[19]
Σταυράκιος 1450
Ματθαίος ~ 1467[20]
Αλέξιος ~ 1528[21]
Αθανάσιος 1530[21]
Μάξιμος ~ 1541[22]
Κύριλλος πριν το 1565 – μετά τον Φεβρουάριο 1585[23] υπογράφει την καθαίρεση του Πατριάρχη Ιωάσαφ Β΄ (Ιαν. 1565)[24]
Παρθένιος 1606 – 1621
Μακάριος ~ 1622/3 από Γάνου και Χώρας, καθαιρέθηκε, κατόπιν εκ νέου Γάνου και Χώρας[25]
Πορφύριος Α΄ 1624 – 17 Ιουνίου 1640[26] παραιτήθηκε[27]
Πορφύριος Β΄ Ιούνιος 1640[28] – 1651[29] καθαιρέθηκε τον Αύγουστο του 1645[30] και αποκαταστάθηκε το 1647[31]
Γρηγόριος Β΄ 22 Απριλίου 1653[32] – 1657
Ναθαναήλ Καλονάρης[33] Απρίλιος 1657[34] – 1657 †
Φιλόθεος Σεπτέμβριος 1657[35] – 12 Ιουλίου 1662[33]
Δαμασκηνός 12 Ιουλίου 1662[36] – ;
Γρηγόριος Γ΄ 1667
Δαμασκηνός 1667 – 1676; παραιτήθηκε[37]
Μεθόδιος ;
Σωφρόνιος Α΄ 1 Φεβρουαρίου 1676[37] – 1687
Ιωαννίκιος τέλη 17ου αιώνα[38] – πριν τον Μάρτιο 1696[39]
Γεννάδιος 1696[39] – ; από πρώην Δρύστρας
Νικόδημος ; – μετά το 1706[39]
Γεννάδιος ο Λέριος 1712 – 25 Φεβρουαρίου 1714 από Χίου, κατόπιν Ηρακλείας
Γεράσιμος ~ 1720 ~ 1725[40]
Καλλίνικος Α΄ πριν το 1741[41] – μετά τον Μάρτιο 1752[42]
Ιερεμίας 1752[43] – μετά τον Φεβρουάριο 1764[44]
Άνθιμος 20 Μαΐου 1764 – 1783[45] από Θηβών, παραιτήθηκε το 1783 υπέρ του Κορίνθου Γαβριήλ
Γαβριήλ 14 Φεβρουαρίου 1783 – Σεπτέμβριος 1792[46] από Κορίνθου[45], κατόπιν Αδριανουπόλεως
Καλλίνικος Β΄ Σεπτέμβριος 1792 – 17 Ιουνίου 1801 από Αδριανουπόλεως, μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης
Δανιήλ 18 Ιουνίου 1801 – 11 Μαρτίου 1811 καθαιρέθηκε[47] «καθ΄υψηλόν αυτοκρατορικόν ορισμόν»
Ιωαννίκιος 12 Μαρτίου 1811 – Ιούνιος 1817 από Αγκύρας, κατόπιν Καισαρείας
Μακάριος Γ΄ Ιούνιος 1817 – Απρίλιος 1821 από Τυρνόβου, κατόπιν Εφέσου
Ιερόθεος Απρίλιος 1821 – 14 Οκτωβρίου 1825 από Παροναξίας, μετέπειτα Πατριάρχης Αλεξανδρείας
Ιωσήφ Β΄ 14 Οκτωβρίου 1825 – 18 Ιουνίου 1859[48] από Πελαγονίας
Ιωαννίκιος Γ΄ (Κωνσταντινίδης ή Ραγκαβάς) 20 Ιουνίου 1859[48] – 12 Μαΐου 1878[49] από Νύσσης[48], κατόπιν Ηρακλείας
Σωφρόνιος Β΄ (Χρηστίδης) 12 Μαΐου 1878 – 14 Νοεμβρίου 1880 από Διδυμοτείχου, παραιτήθηκε
Διονύσιος (Χαριτωνίδης) 14 Νοεμβρίου 1880 – 23 Ιανουαρίου 1886 από Αδριανουπόλεως, μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης
Σωφρόνιος Β΄ (Χρηστίδης) 23 Ιανουαρίου 1886 – 8 Ιανουαρίου 1890 † β΄ θητεία
Ιερώνυμος (Γοργίας ή Γιούργας) 11 Ιανουαρίου 1890 – 13 Μαΐου 1897[50] από Νικοπόλεως, κατόπιν Ηρακλείας
Σωφρόνιος Γ΄ (Χρηστίδης) 29 Μαΐου 1897 – 22 Μαΐου 1902 από Λέρου, κατόπιν Ιωαννίνων
Ιερώνυμος (Γοργίας ή Γιούργας) 22 Μαΐου 1902 – 30 Μαρτίου 1910 † από Ηρακλείας, β΄ θητεία
Βασίλειος (Γεωργιάδης) 13 Μαΐου 1910 – 13 Ιουλίου 1925 από Πελαγονίας, μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης
Βενιαμίν (Κυριακού) 21 Ιουλίου 1925 – 21 Οκτωβρίου 1933 από Φιλιππουπόλεως, μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης
Ιωάννης Ε΄ (Ρίννε) 4 Οκτωβρίου 2001[51] – 1 Ιουλίου 2010 † από Φιλλανδίας
Κωνσταντίνος (Χαρισιάδης) 29 Αυγούστου 2011 – 8 Απριλίου 2021[52] από Δέρκων

Υποσημειώσεις και παραπομπές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. Συνυπογράφει συνοδική απόφαση επί Πατριάρχου Ιωάννου ΙΓ'[16]
  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Foss 1991.
  2. Nesbitt 1996, σελ. 104.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 Moustakas 2003.
  4. Μανουήλ Γεδεών, σελ. 118.
  5. Λέων, Πάπας Ρώμης (1846). Sancti Leonis Magni, romani pontificis, Opera omnia. J.-P. Migne. σελ. 1252. Ανακτήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 2024. 
  6. Sacrosancta Concilia Ad Regiam Editionem Exacta. Παρίσι. 1671. σελ. 168. Ανακτήθηκε στις 10 Αυγούστου 2021. 
  7. Sacrosancta Concilia Ad Regiam Editionem Exacta. Παρίσι. 1671. σελ. 257. Ανακτήθηκε στις 8 Αυγούστου 2021. 
  8. Laurent 1963, σελ. 283.
  9. Sacrosancta Concilia Ad Regiam Editionem Exacta. Παρίσι. 1671. σελ. 711. Ανακτήθηκε στις 10 Αυγούστου 2021. 
  10. Πατριάρχου Γερμανού, Ευρισκόμενα πάντα, σελ. 197
  11. Laurent 1963, σελ. 284.
  12. Laurent 1963, σελ. 285.
  13. Ράλλη, Γ. Α.· Ποτλῆ, Μ. (1855). Σύνταγμα τῶν Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων τῶν τε Ἁγίων καὶ πανευφήφων Ἀποστόλων, καὶ τῶν Ἱερῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων, καὶ τῶν κατὰ μέρος Ἁγίων Πατέρων. Τόμος Πέμπτος. Αθήνα: Ἐκ τῆς Τυπογραφίας Γ. Χαρτοφύλακος. σελ. 24. 
  14. Χωνιάτης, Νικήτας (1865). Τα ευρισκόμενα πάντα. σελ. 257. 
  15. Troianos, Spyros. Ein Synodalakt Michaels III. zum Begnadigungsrecht (PDF). σελ. 205. 
  16. Καλέκα, Μανουήλ (1865). Τα ευρισκόμενα πάντα. Παρίσι: Jacques-Paul Migne. σελ. 1090. 
  17. von Miklosich, Franz Ritter· Müller, Joseph (1860). Acta patriarchatus Constantinopolitani 1315-1402 e codibus manu scriptis bibliothecae Palatinae Vindobonensis. Βιέννη: Gerold. σελ. 144. 
  18. Ζαχαριάδου 1996, σελ. 33.
  19. Μανουήλ Γεδεών, σελ. 468.
  20. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Αθανάσιος (1903). «Μάρκος Ξυλοκαράβης: πατριάρχης οικουμενικός και είτα πρόεδρος Αχριδών». Византийский временник 10: 14. http://digital.lib.auth.gr/record/67552/files/arc-2007-26504.pdf. Ανακτήθηκε στις 14 Απριλίου 2021. 
  21. 21,0 21,1 Ζαχαριάδου 1996, σελ. 132.
  22. «Έγγραφον συνοδικόν 68 Μητροπολιτών (...)». Γρηγόριος ο Παλαμάς ΜΘ: 225. Ιανουάριος 1920. http://digital.lib.auth.gr/record/139966/files/5076_1.pdf. Ανακτήθηκε στις 30 Απριλίου 2022. 
  23. Χαμουδόπουλος, Μηνάς (1882). «Αι του Πατριαρχείου περιπέτειαι». Εκκλησιαστική Αλήθεια Β (ΜΘ): 795. https://books.google.de/books?id=7EkWAAAAYAAJ&lpg=PA731&ots=ch0jdS98Cp&hl=el&pg=PA795#v=onepage&q&f=false. Ανακτήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 2022. 
  24. Μπέκερ, Άουγκουστ Ιμμάνουελ (1849). Historia politica et patriarchica Constantinopoleos. σελ. 184. Ανακτήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 2020. 
  25. Αποστολόπουλος 1987, σελίδες 388-389.
  26. Αποστολόπουλος 1987, σελ. 419.
  27. Σάθας, Κ.Ν. Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη - Γ΄ Τόμος. σελ. 575. 
  28. Αποστολόπουλος 1987, σελίδες 419-420.
  29. Κουρίλας, σελ. 48.
  30. Αποστολόπουλος 1987, σελ. 200.
  31. Αποστολόπουλος 1987, σελ. 191.
  32. Αποστολόπουλος 1987, σελ. 320.
  33. 33,0 33,1 Μητροπολίτης από Μ.Πρωτοσυγκέλλων, Αθηναγόρας (1932). «Ο θεσμός των συγκέλλων εν τω Οικουμενικώ Πατριαρχείω». Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών: 261. https://ir.lib.uth.gr/xmlui/bitstream/handle/11615/19053/article.pdf?sequence=1&isAllowed=y. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουλίου 2022. 
  34. Αποστολόπουλος 1987, σελ. 339.
  35. Αποστολόπουλος 1987, σελ. 331.
  36. Αποστολόπουλος 1987, σελ. 377.
  37. 37,0 37,1 Αποστολόπουλος 1987, σελ. 280.
  38. Παπαδόπουλος Κεραμέως, Α. Τακτικόν των Ορθοδόξων Εκκλησιών της Ανατολής (PDF). σελ. 469. 
  39. 39,0 39,1 39,2 Βαλαής 2013, σελ. 72.
  40. Ευστρατιάδης, Σωφρόνιος (1935). «Μητροπολίται της Θράκης - ο Ηρακλείας Καλλίνικος». Θρακικά 6: 8. https://www.he.duth.gr/erg_laog/thrakika/Thrakika06.pdf. Ανακτήθηκε στις 14 Απριλίου 2023. 
  41. Κουρίλας, σελ. 50.
  42. «Ίσον απαράλλακτον Πατριάρχου Παϊσίου Β΄ (15 Μαρτίου 1752)». Εκκλησιαστική Αλήθεια. Κ (31): 345. 7 1900. https://books.google.de/books?id=sIwXAAAAYAAJ&hl=el&pg=PA345#v=onepage&q&f=false. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2022. 
  43. Κουρίλας, σελ. 196ζ.
  44. Φορόπουλος, Ιωακείμ (Δεκέμβριος 1900). «Έγγραφα του Πατριαρχικού Αρχειοφυλακείου». Εκκλησιαστική Αλήθεια. Κ (48): 517. https://books.google.de/books?id=sIwXAAAAYAAJ&hl=el&pg=PA517#v=onepage&q&f=false. Ανακτήθηκε στις 6 Μαΐου 2022. 
  45. 45,0 45,1 Μητροπολίτης από Μ.Πρωτοσυγκέλλων, Αθηναγόρας (1932). «Ο θεσμός των συγκέλλων εν τω Οικουμενικώ Πατριαρχείω». Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών: 265. https://ir.lib.uth.gr/xmlui/bitstream/handle/11615/19053/article.pdf?sequence=1&isAllowed=y. Ανακτήθηκε στις 30 Ιουλίου 2022. 
  46. Χαμουδόπουλος, Μηνάς (1882). «Πατριαρχικαί πινακίδες». Εκκλησιαστική Αλήθεια Β (ΙΗ): 279. https://books.google.de/books?id=7EkWAAAAYAAJ&hl=el&pg=PA279#v=onepage&q&f=false. Ανακτήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2022. 
  47. Kiminas 2009, σελ. 78.
  48. 48,0 48,1 48,2 Καλλίφρων, Βασίλειος Δ. (1867). Εκκλησιαστικά ή Εκκλησιαστικόν Δελτίον. Κωνσταντινούπολη. σελ. 167. 
  49. Φιλιππαίου 1960, σελ. 356.
  50. Φιλιππαίου 1960, σελ. 357.
  51. Kiminas 2009, σελ. 79.
  52. «Η κηδεία του αειμνήστου Μητροπολίτου Γέροντος Νικαίας κυρού Κωνσταντίνου». Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2021.