Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας
Το λήμμα πιθανόν να περιλαμβάνει πληροφορίες που αποτελούν πρωτότυπη έρευνα, που δεν έχουν προηγουμένως δημοσιευτεί ή δεν έχουν ελεγχθεί από ειδικούς. |
Η ουδέτερη οπτική γωνία αυτού του λήμματος αμφισβητείται. |
Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας | |
---|---|
Συμμετείχε στον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο | |
Κονκάρδα του ΔΣΕ | |
Ενεργό | 30 Μαρτίου 1946 – 30 Αυγούστου 1949 |
Ιδεολογία | Κομμουνισμός |
Ηγέτης | Μάρκος Βαφειάδης |
Δύναμη | 18.820(Ιανουάριος 1947)[1] 22.350(Ιανουάριος 1948)[1] 24.090(Ιανουάριος 1949)[1] 3.580 (Εναπομπείναντες αντάρτες μετά την υποχώρηση του ΔΣΕ)[1] |
Υπαγωγή | |
Σύμμαχοι |
|
Αντίπαλοι | |
Συμπλοκές | Ελληνικός εμφύλιος πόλεμος (1946-1949) |
Ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) ήταν στρατός προσκείμενος στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946–1949). Η συγκεκριμένη επωνυμία επιλέχθηκε για να υπάρχει συνάφεια με τον αντίστοιχο στρατό των δημοκρατικών μαχητών που πολέμησαν στον ισπανικό εμφύλιο κατά τα έτη 1936–1939.[εκκρεμεί παραπομπή]
Προϊστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το τέλος της κατοχής της Ελλάδας από τα ναζιστικά στρατεύματα επήλθε στις 12 Οκτωβρίου του 1944, ημερομηνία κατά την οποία οι δυνάμεις κατοχής αποχώρησαν από την ελληνική πρωτεύουσα και συμβολικά ταυτίσθηκε με την απελευθέρωση της χώρας. Ωστόσο, παρά τη φαινομενική αγαλλίαση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, η κατάσταση σύντομα εκτραχύνθηκε με αφορμές που σχετίζονταν κυρίως με τις εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ των διαφόρων ανταρτικών ομάδων (ΕΛΑΣ κυρίως, με ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ),[εκκρεμεί παραπομπή] καθώς και τις πολιτικές και κοινωνικές αντιθέσεις που είχαν γεννηθεί στα χρόνια του μεσοπολέμου και επιδεινώθηκαν με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά (1936–1941).
Παρά τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας, σύντομα η κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό το Γεώργιο Παπανδρέου και στην οποία μετείχε και το ΕΑΜ αντιμετώπισε μια σοβαρή κρίση. Στα τέλη Νοεμβρίου του 1944 προέκυψε αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις για τη συγκρότηση ενιαίου εθνικού στρατού και οι υπουργοί που πρόσκεινταν στην Αριστερά παραιτήθηκαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ κατήγγειλαν την κυβέρνηση ότι προσπαθεί να δημιουργήσει στρατό πραιτοριανών χωρίς αξιόλογη συμμετοχή σε αυτό των αριστερών στελεχών, ενώ ζήτησαν να προχωρήσει άμεσα η εκκαθάριση των δημοσίων υπηρεσιών και του κρατικού μηχανισμού από τους συνεργάτες των κατακτητών, να τιμωρηθούν οι δωσίλογοι και να προκηρυχθεί το συντομότερο δυνατό δημοψήφισμα για τη λύση του πολιτειακού ζητήματος.
Από την πλευρά της, η κυβέρνηση, με την παρότρυνση των Βρετανών που έβλεπαν ορατό ένα ενδεχόμενο επικράτησης των κομμουνιστών, κωλυσιεργούσε έως ότου ενισχύσει την εξουσία της στην απελευθερωμένη χώρα. Στις 3 Δεκεμβρίου του 1944, κατόπιν εντολής του αστυνομικού διευθυντή Άγγελου Έβερτ οι αρχές συνεπικουρούμενες από ακροδεξιές παραστρατιωτικές ομάδες που ήταν εγκατεστημένες στα γύρω κτίρια (όπως η Οργάνωση Χ), άνοιξαν πυρ κατά της διαδήλωσης του ΕΑΜ στην Πλατεία Συντάγματος, με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλοί νεκροί και τραυματίες. Το όργιο της βίας επαναλήφθηκε την επομένη ημέρα, μετά την κηδεία των νεκρών διαδηλωτών, όταν σχεδόν 100 ακόμη άτομα έπεσαν νεκρά από τα πυρά της αστυνομίας.
Το ίδιο βράδυ ξέσπασε στην Αθήνα κίνημα του ΚΚΕ για την κατάληψη της εξουσίας που έμεινε στην ιστορία με την ονομασία Δεκεμβριανά και διήρκεσε ακριβώς 33 μέρες. Κατά τη διάρκεια του κινήματος βρήκαν τον θάνατο χιλιάδες μαχητές των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, περίπου 300 Βρετανοί στρατιώτες (καθώς η Μεγάλη Βρετανία επενέβη με στρατιωτικές δυνάμεις υπέρ της κυβερνητικής πλευράς) και πάρα πολλοί πολίτες, που στην πλειοψηφία τους ήταν αμέτοχοι στη σύγκρουση αλλά έπεσαν θύματα αντεκδίκησης ή απεβίωσαν κατά τη διάρκεια ομηρείας τους. Η σύρραξη τερματίσθηκε στις 5 Ιανουαρίου του 1945 με την αναγκαστική αποχώρηση των ηττημένων δυνάμεων του ΚΚΕ, το οποίο υποχρεώθηκε να υπογράψει τη Συμφωνία της Βάρκιζας, στις 12 Φεβρουαρίου 1945.
Οι βασικοί όροι της συμφωνίας ήταν η αποστράτευση του ΕΛΑΣ, η τιμωρία των δωσιλόγων, η (μερική) αμνήστευση των κινηματιών και η εξασφάλιση των ατομικών ελευθεριών και των πολιτικών δικαιωμάτων των πολιτών. Σχεδόν κανένας από τους όρους αυτούς δεν τηρήθηκε με ευθύνη και των δυο πλευρών. Παράλληλα, στην επαρχία αλλά και στην πρωτεύουσα ξεκίνησε ένα κύμα σκληρής αντεκδίκησης των νικητών σε βάρος των ηττημένων (λευκή τρομοκρατία) το οποίο σύντομα οδήγησε στη συγκρότηση ομάδων αριστερών πρώην μαχητών του ΕΛΑΣ αλλά και απλών πολιτών που απειλούνταν με βιολογική εξόντωση, στα βουνά. Έτσι, δημιουργήθηκαν οι αρχικοί πυρήνες για τη σύσταση του ΔΣΕ. Η αυτοάμυνα ήταν αρχικά η επιδίωξη όλων αυτών των ανθρώπων, ωστόσο, πολύ γρήγορα η ηγεσία του ΚΚΕ πιεζόμενη και από τη βάση της την οποία αποτελούσαν άνθρωποι κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά αποκλεισμένοι από τον δημόσιο βίο, εξέτασε το ενδεχόμενο ενός συνδυασμού πολιτικής δράσης και ενόπλου αγώνα για την επίτευξη του πολιτικού της σκοπού, της συμμετοχής δηλαδή στην εξουσία. Στην πορεία, η στόχευση επικεντρώθηκε στην «απελευθέρωση» (κατάληψη για την αντίθετη πλευρά) εκτεταμένων εδαφικών περιοχών (κυρίως ορεινών ή ημιορεινών ζωνών) της βόρειας Ελλάδας, με τελικό σκοπό την εγκαθίδρυση μιας «δημοκρατικής κυβέρνησης» που θα είχε τα χαρακτηριστικά των λαοκρατικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης.
Η απαρχή του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου επίσημα υπήρξε η επίθεση στη χωροφυλακή Λιτοχώρου στις 31 Μαρτίου 1946, την παραμονή των πρώτων βουλευτικών εκλογών έπειτα από δέκα ολόκληρα χρόνια. Τον Σεπτέμβριο του 1946, επίσης, οι αντάρτες επιτίθενται εναντίον μικρών ή μεγάλων πόλεων, όπως η Δεσκάτη (21 Σεπτεμβρίου) και η Νάουσα (30 Σεπτεμβρίου).[2] Καθοδηγητής του ένοπλου αγώνα και ιδρυτής του ΔΣΕ υπήρξε το ΚΚΕ. Η δράση των αντάρτικων ομάδων συντονιζόταν από το Γενικό Αρχηγείο Ανταρτών, το οποίο δημιουργήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 1946. Συγκεκριμένα την ημερομηνία αυτή, πολλοί αρχηγοί ένοπλων ομάδων και ο Μάρκος Βαφειάδης συναντήθηκαν στο χωριό Τσούκα στα βουνά των Αντιχασίων και συγκρότησαν ενιαίο στρατό.[3] Στις 13 Νοεμβρίου της χρονιάς αυτής επιτίθενται οι δυνάμεις του «ΔΣΕ στο χωριό Σκρα κοντά στα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα σε βάρος του τακτικού στρατού με βαριές απώλειες και για τις δύο πλευρές.[4] Ακολουθούν και αλλού επιθέσεις σε τοπικές φρουρές και σταθμούς χωροφυλακής στη δυτική Μακεδονία, Έβρο και ελληνοαλβανικά σύνορα[5]. Με τη διαταγή υπ' αριθμόν 19 του Γενικού Αρχηγείου στις 27 Δεκεμβρίου του 1946 οι αντάρτικες δυνάμεις μετονομάζονται σε Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας.[6]
Συγκρότηση, ιεραρχία και δράση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ως αντάρτικος στρατός, στα πρώτα χρόνια του εμφυλίου απέφευγε τις μάχες παρατάξεως με τα υπέρτερα σε αριθμό και οπλισμό τμήματα του εθνικού στρατού, ενώ ως στρατηγική μετά το δεύτερο μισό του εμφυλίου επιλέχθηκε η μετατροπή του σε τακτικό στρατό και επιδιώχθηκε η κατάληψη μια μεγάλης πόλης ή κωμόπολης που θα χρησίμευε ως πρωτεύουσα.
Το δεύτερο έτος του πολέμου (1947) η ηγεσία του ΚΚΕ επιχείρησε να εγκαταλείψει μερικώς την ανταρτική τακτική και να προσδώσει στο ΔΣΕ τα χαρακτηριστικά ενός τακτικού λαϊκού στρατού. Για τον σκοπό αυτό προχώρησε σε πλήρη διοικητική συγκρότηση των μονάδων χωρίζοντας την επικράτεια δράσης τους σε έξι επιμέρους αρχηγεία (Πελοποννήσου, Ηπείρου, Στερεάς, Κεντρικής Μακεδονίας, Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης), που υπάγονταν στο γενικό στρατηγείο του. Στις ορεινές περιοχές που βρίσκονταν υπό τον απόλυτο έλεγχο των ανταρτών εγκαταστάθηκαν τα λεγόμενα περιφερειακά γραφεία. Στις 24 Δεκεμβρίου του 1947 ανακοινώθηκε η ίδρυση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης και το καλοκαίρι του 1948 με σχετικό διάταγμα του υπουργού στρατιωτικών της ΠΔΚ ο ΔΣΕ αναβαπτίσθηκε σε πλήρως τακτικό στρατό, με τη δημιουργία δυο κλιμακίων, για τη νότια και τη βόρεια Ελλάδα αντίστοιχα. Στις 26 Αυγούστου ο Νίκος Ζαχαριάδης ανέλαβε προσωπικά την ευθύνη ενός νέου πολιτικοστρατιωτικού σχηματισμού του Ανώτατου Πολεμικού Συμβουλίου, ενώ ο Μάρκος Βαφειάδης ηγείτο του Γενικού Αρχηγείου. Παράλληλα με τις μάχιμες μονάδες, υπήρχαν και σχολές εκπαίδευσης (αξιωματικών και υπαξιωματικών), σχολές δολιοφθορών, σχολές μηχανικού, κλπ. Καταβλήθηκε επίσης προσπάθεια για τη συγκρότηση υγειονομικής υπηρεσίας, η οποία λειτουργούσε υπό αντίξοες συνθήκες. Ο οπλισμός του ΔΣΕ ήταν κυρίως όπλα που είχαν περιέλθει στην κατοχή του ΕΛΑΣ κατά τη διάρκεια της κατοχής και δεν παραδόθηκαν μετά τη Βάρκιζα. Επίσης, αρκετά όπλα κατασχέθηκαν έπειτα από επιτυχείς επιχειρήσεις εναντίον του εθνικού στρατού, τμημάτων χωροφυλακής ή παρακρατικών ομάδων. Τέλος, ένα μικρό μέρος βαρέως κυρίως οπλισμού, παραχωρήθηκε από τους Γιουγκοσλάβους κομμουνιστές. Όσον αφορά στη διοίκηση των μονάδων, ο ΔΣΕ είχε εισάγει τη διαρχία, που την αποτελούσε ο στρατιωτικός διοικητής και ο πολιτικός επίτροπος.
Τέλη 1946 και 1947
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τρεις μέρες μετά την ίδρυση του ΔΣΕ κατελήφθη προσωρινά η Υπάτη. Η πιο σημαντική επιτυχία του ΔΣΕ στις αρχές του 1947 είναι στις 14 Φεβρουαρίου 1947 η προσωρινή κατάληψη της Σπάρτης και η απελευθέρωση αριστερών φυλακισμένων.[7]
1948 και 1949
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η μεγαλύτερη μάχη του τρίχρονου Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου έλαβε χώρα στους ορεινούς όγκους του Γράμμου και του Βιτσίου το καλοκαίρι του 1948. Στη μάχη αυτή με την κωδική ονομασία Επιχείρηση Κορωνίς ο κυβερνητικός Εθνικός Στρατός παρέταξε 100.000 στρατιώτες και ο ΔΣΕ 12.000. Οι μάχες κράτησαν από τις 16 Ιουνίου μέχρι και τις 21 Αυγούστου 1948 και ήταν σφοδρότατες και πολύνεκρες. Ο κυβερνητικός στρατός διέσπασε την αμυντική γραμμή των μονάδων του ΔΣΕ μεταξύ Γράμμου και Βιτσίου, απέκοψε τη μεταξύ τους επικοινωνία και σχημάτισε κλοιό στις μονάδες του Γράμμου. Το βράδυ της 21ης Αυγούστου οι δυνάμεις του ΔΣΕ του Γράμμου μετά από σκληρή μάχη έσπασαν τον κλοιό του κυβερνητικού στρατού και με εντολή του Μάρκου Βαφειάδη πραγματοποίησαν ελιγμό προς ανατολικά, και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Βιτσίου. Ο ελιγμός από τον Γράμμο στο Βίτσι θεωρείται μία από τις σημαντικότερες, από στρατιωτικής πλευράς, κινήσεις τακτικής του ΔΣΕ κατά τη μάχη. Ο κυβερνητικός στρατός κατέλαβε μεν το Γράμμο αλλά απέτυχε να εξουδετερώσει το ΔΣΕ. Οι απώλειες και των δύο αντιπάλων ήταν μεγάλες, αλλά ο ΔΣΕ δε θα καταφέρει να καλύψει έκτοτε τα κενά των μονάδων του. Την άνοιξη του 1949 ο ΔΣΕ αιφνιδίασε τον κυβερνητικό στρατό και ανακατέλαβε το Γράμμο. Το καλοκαίρι όμως του 1949 ο κυβερνητικός στρατός έχοντας εξουδετερώσει τις διάσπαρτες δυνάμεις του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο, τη Ρούμελη και τη Θεσσαλία στράφηκε πλέον απερίσπαστος κατά των κύριων δυνάμεων του ΔΣΕ στο Γράμμο και στο Βίτσι. Στα τέλη Αυγούστου του 1949 ο κυβερνητικός στρατός, με την άφθονη υλική βοήθεια των Αμερικανών, με 100.000 στρατιώτες, με τεθωρακισμένα, πυροβολικό και αεροπορία κατέβαλε το ΔΣΕ στο μέτωπο Γράμμου-Βιτσίου. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ αδυνατώντας να αντιμετωπίσουν τη σφοδρή επίθεση πέρασαν τα σύνορα και εγκαταστάθηκαν προσωρινά στην Αλβανία. Μετά την ήττα του ΔΣΕ οι μαχητές του από την Αλβανία μεταφέρθηκαν και εγκαταστάθηκαν σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Οι περισσότεροι επέστρεψαν στην Ελλάδα μετά το 1974 (εξαιρουμένων των Σλαβομακεδόνων).
Ηγετικές μορφές του ΔΣΕ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μεταξύ άλλων, ηγετικές θέσεις στο ΔΣΕ κατείχαν οι Χαρίλαος Φλωράκης (‘Καπετάν-Γιώτης’), Κωστής Καραγιώργης, Γιάννης Αλεξάνδρου (‘Διαμαντής’), Κώστας Κολιγιάννης, Αλέξανδρος Ρόσιος (‘Υψηλάντης’), Γιώργος Ερυθριάδης (‘Πετρής’), Στέφανος Γκιουζέλης, Δημήτρης Παλαιολόγος, Νίκος Θεοχαρόπουλος (‘Σκοτίδας’), Θανάσης Γκένιος (‘Λασάνης’) κ.ά.
Μέγεθος και σύνθεση του ΔΣΕ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Υπάρχει γενική συμφωνία μεταξύ των ιστορικών πηγών ότι σε ολόκληρη τη διάρκεια του εμφυλίου πέρασαν από τις γραμμές του ΔΣΕ περίπου 100.000 άνδρες και γυναίκες, ενώ στην φάση της πλήρους ανάπτυξής του, κατά τα μέσα του 1948, ο αριθμός είχε φτάσει τους 26.000.[8] Δεν υπάρχουν ακριβείς αριθμοί σχετικά με την σύνθεση του Δημοκρατικού Στρατού. Σύμφωνα με τους Βερέμη, Κλόουζ το 80% ήταν νέοι κάτω των 25 ετών. Είναι βέβαιο ότι πρόκειται για σώμα με υπεραντιπροσώπευση εφήβων, ιδιαίτερα με την πάροδο του χρόνου μειώνονταν ο μέσος όρος ηλικίας. Από τις γυναίκες επίσης η πλειοψηφία ήταν νεαρής ηλικίας: 16-19 ετών. Είναι φυσικό ότι δεν διέθετε η πλειοψηφία του ΔΣΕ μαχητική εμπειρία, αφού διέρχονταν την παιδική ηλικία το μεγαλύτερο μέρος του, κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.[9] Η πλειονότητα των μαχητών του ΔΣΕ ήταν αγρότες και κάτοικοι αγροτικών περιοχών. Ίσως υπερέβαιναν το 75 -80% του συνόλου των ανταρτών. Μεταξύ όμως των κομματικών στελεχών και των αξιωματικών του ΔΣΕ οι αγρότες υποαντιπροσωπεύονταν.[10] Ως προς το μορφωτικό επίπεδο αυτοί που είχαν στοιχειώδη μόρφωση κυμαίνονταν στο 90%. Στην πραγματικότητα όμως επρόκειτο για χαμηλής μόρφωσης μαχητές. Αυτό οφειλόταν στο ό,τι στρατολογούνταν άτομα από τις πλέον απομακρυσμένες περιοχές της ελληνικής επαρχίας.[11] Γενικά, ο ΔΣΕ στην πλειοψηφία του αποτελούνταν από ακούσια στρατολογημένους νέους και εφήβους αγρότες και αγρότισσες και από ένα σημαντικό αριθμό Σλαβομακεδόνων-Βουλγάρων, που είχαν πολύ μικρή σχέση με τον μαρξισμό και τα οράματα του ΚΚΕ. Αντίθετα, ο Ελληνικός Στρατός είχε περισσότερα κοινά στοιχεία με τον ΕΛΑΣ καθώς σ' αυτόν εντάχθηκαν εκατοντάδες ή χιλιάδες πρώην ελασίτες, κάτι που ο πολιτικός επιστήμονας Νίκος Μαραντζίδης χαρακτηρίζει «ειρωνεία της Ιστορίας».[12] Σημαντική σημείωση στη σύνθεση του ΔΣΕ και τη διαδικασία στρατολόγησης και από τις δύο μεριές, είναι η εκτόπιση και φυλάκιση του κύριου όγκου του ΕΛΑΣ (100.000 περίπου κρατούμενοι έως το 1947 από την κυβέρνηση της Αθήνας), η περίοδος της Λευκής τρομοκρατίας με 3500 περίπου εκτελεσμένους σε όλη τη χώρα καθώς και η λειτουργία της Μακρονήσου ως χώρος εκτοπισμού των δημοκρατικών στρατιωτών, με τη μεθοδολογία μέσω βασανιστηρίων για την υπογραφή δηλώσεων μετανοίας ενάντια στο ΚΚΕ και το κομμουνιστικό κίνημα.
Σύμφωνα με αναφορές των ίδιων των αξιωματικών του ΔΣΕ, η στρατολόγηση στις τάξεις του ΔΣΕ γινόταν είτε από τον παράνομο μηχανισμό στις πόλεις - που όμως άργησε να λειτουργήσει - είτε από την στρατολόγηση σε ότι είχε αφήσει όρθιο η πολιτική των "ανταρτόπληκτων" χωριών που εφάρμοσε ο Εθνικός Στρατός στην ύπαιθρο. Η γενική οδηγία ήταν η στρατολόγηση να γίνεται από οικογένειες ΕΑΜιτών, ώστε να υπάρχει και συνοχή και συνειδητή πειθαρχία στις συνθήκες του αντάρτικου αγώνα. Βέβαια δεν έλειψαν και οι βίαιες στρατολογήσεις. Σύμφωνα με τους Στάθη Καλύβα και Νίκο Μαραντζίδη μόνο το 10% των στρατιωτών κατατάχτηκε εθελοντικά.[13]
Εθνοτική σύνθεση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από εθνοτική πλευρά οι Σλαβομακεδόνες συγκροτούσαν το 20-25% της δύναμης του ΔΣΕ σε όλη τη διάρκεια του πολέμου (15.000-20.000 άτομα).[14] Με δήλωσή του το 1947, ο Νίκος Ζαχαριάδης έθεσε ζήτημα πλήρους αποκατάστασης του "μακεδονικού λαού" ύστερα από τη νίκη του Δημοκρατικού Στρατού[15] (δήλωση που πιθανώς να ήταν κίνηση τακτικής σε μια προσπάθεια μεγαλύτερου προσεταιρισμού των Σλαβομακεδόνων-Βουλγάρων). Επίσης επιχείρησαν την στρατολόγηση και των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης, εκμεταλλευόμενοι τη δυσφορία τους απέναντι στο ελληνικό κράτος. Πράγματι συγκροτήθηκε ένα μικρό τάγμα, ονόματι Τάγμα Οθωμανών, συνολικής δύναμης 200-300 ατόμων, προερχόμενων κυρίως από τα πομακικά χωριά και άλλοι 2.000-3.000 για βοηθητικές θέσεις. Γενικά οι μουσουλμάνοι δεν υπήρξαν συνεργάσιμοι για λόγους θρησκευτικούς, αμοιβαίας καχυποψίας, κοινοτικούς και μορφωτικούς. Πολλοί λιποτάκτησαν προς τον ελληνικό στρατό. Ο ΔΣΕ επιχείρησε να στρατολογήσει και Τσάμηδες απευθύνοντας αίτημα στην Αλβανία τόσο το 1947 διά του Βαφειάδη όσο και το 1948. Και στις δύο περιπτώσεις απορρίφθηκε το αίτημα. Η αλβανική πλευρά ήταν αρνητική σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο από τον φόβο εισβολής του ελληνικού στρατού στην Αλβανία. Στις αρχές του 1949, ο πρωθυπουργός της Αλβανίας Μεχμέτ Σέχου συμφώνησε και αποφάσισε επιστράτευση Τσάμηδων "για την απελευθέρωση της πατρίδας τους". Οι Τσάμηδες αρνήθηκαν να υπακούσουν και μέχρι τις αρχές Απριλίου μόλις 130-150 άτομα εντάχθηκαν στον ΔΣΕ. Υπήρχαν πληροφορίες ότι περίπου 800 άτομα εκτοπίστηκαν σε στρατόπεδα εργασίας λόγω των αντιδράσεών τους.[12]
Οι γυναίκες στο ΔΣΕ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η συμμετοχή των γυναικών στις τάξεις του ΔΣΕ από 12-15% τον Νοέμβριο του 1948, τον Απρίλιο του 1949 άγγιξε το 70% στις βοηθητικές υπηρεσίες και το 30% στις μάχιμες μονάδες.[16] Τον Οκτώβριο του 1948 ιδρύθηκε η Πανελλήνια Δημοκρατική Ένωση Γυναικών απόλυτα ταυτισμένη με τον ΔΣΕ , επρόκειτο για μια μη στρατιωτική οργάνωση η οποία θα διαπαιδαγωγούσε τις μαχήτριες του ΔΣΕ.[17] Σύμφωνα με τον Νίκο Μαραντζίδη, οι γυναίκες κυρίως προορίζονταν για βοηθητικές (καθαριότητα, μαγείρεμα, φροντίδα τραυματιών-αρρώστων, οχυρωματικά έργα) και στρατιωτικές εργασίες προορισμένες για άτομα χαμηλά στην ιεραρχία. Λίγες από αυτές κατέλαβαν θέσεις προνομιακές (πολιτικές επίτροποι, ανταποκρίτριες της Μαχήτριας). Δεν έλειψε επίσης και η σεξουαλική εκμετάλλευση κάποιων στρατολογημένων γυναικών. Γενικά η συνύπαρξη των δύο φύλων αναπαρήγαγε τον πουριτανισμό και την ανδροκρατία της εποχής.[18]
Ο ΔΣΕ και οι αιχμάλωτοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αρχικά δινόταν η δυνατότητα επιλογής κατάταξής τους στον ΔΣΕ ή απελευθέρωσής τους. Άλλοι εντάσσονταν για να αποφύγουν τη θανάτωσή τους ή τον βασανισμό τους, ή χρησιμοποιούνταν για λόγους προπαγάνδας υπογράφοντας δηλώσεις αυτομόλησης στον ΔΣΕ. Αρκετοί εκτελέστηκαν (π.χ. Μάρτιος 1948: 120 από 180 αιχμαλώτους οπλίτες και αξιωματικοί στον Τσαμαντά Μουργάνας) ή μεταφέρθηκαν στις ανατολικές χώρες (π.χ. Τσεχοσλοβακία 200-300 αξιωματικοί του τακτικού στρατού).[19]
Η αντιμετώπιση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ονομασία Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας δεν χρησιμοποιούταν από τους κύκλους που δεν ήταν ιδεολογικά προσκείμενοι στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων των τότε κρατικών αρχών, για την περιγραφή των φιλικά προσκείμενων προς το κόμμα ανταρτών. Αντ' αυτής, συνηθιζόταν ο υποτιμητικός όρος συμμορίτες, ενώ λόγω της εθνικής ανομοιογένειας του ΔΣΕ ήταν συνήθης και ο όρος Σλαβοκομμουνιστές.[20]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 Βόγλης 2016, σελ. 215
- ↑ Σακελλαρόπουλος 2009, σελ. 200,203.
- ↑ Βουρνάς 1981, σελ. 71.
- ↑ Βασίλειος Κόντης, «Η παλινόρθωση της μοναρχίας και η γενίκευση των συγκρούσεων», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,τομ. ΙΣΤ',Εκδοτική Αθηνών, (2000), σελ.126
- ↑ Βουρνάς 1981, σελ. 77-78.
- ↑ Σακελλαρόπουλος 2009, σελ. 125.
- ↑ Βασίλειος Κόντης, «Η παλινόρθωση της μοναρχίας και η γενίκευση των συγκρούσεων», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,τομ. ΙΣΤ',Εκδοτική Αθηνών, (2000), σελ.126,Για τα γεγονότα της Σπάρτης βλ. Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας-Ο εμφύλιος, εκδ.αφοί Τολίδη,Αθήνα, 1981, σελ.127-131 Επίσης δες και την έκθεσιν των συμβάντων από τον στρατιωτικό διοικητή Λακωνίας, στο Γενικό Επιτελείο Στρατού Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού: Αρχεία Εμφυλίου πολέμου (1944-1949), τομ. 3ος Αθήνα, 1998, σελ.319-322 και 323-324
- ↑ Μαραντζίδης 2010, σελ. 52.
- ↑ Εμείς οι Έλληνες. Σκάι Βιβλίο, Γ' Τόμος, σελ. 53-55. ISBN 9789606845178
- ↑ Μαραντζίδης 2010, σελ. 54.
- ↑ Μαραντζίδης 2010, σελ. 56-57.
- ↑ 12,0 12,1 Μαραντζίδης 2010, σελ. 60-64.
- ↑ «23+2 νέες ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο», εκδ. "Μεταίχμιο, σελ. 413 - 426
- ↑ Μαραντζίδης 2010, σελ. 57.
- ↑ Δημοκρατικός Στρατός magazine, edited by Ριζοσπάστης, 1996, vol. I, pp. 408-412.
- ↑ Βερβενιώτη 2002, σελ. 128.
- ↑ Ψάρρα 2009, σελ. 218.
- ↑ Μαραντζίδης 2010, σελ. 145-148.
- ↑ Μαραντζίδης 2010, σελ. 148-150.
- ↑ Βερβενιώτη, σελ. 9.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ψάρρα, Αγγελική (2009). Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα: Ανασυγκρότηση-Εμφύλιος-Παλινόρθωση:1945-1952. Δ. Αθήνα: Βιβλιόραμα. ISBN 9789608087880.
- Βουρνάς, Τάσος (1981). Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Αθήνα: Αφοί Τολίδη. ISBN 9789606005275.
- Βερβενιώτη, Τασούλα (2002). Ηλίας, Νικολακόπουλος· Ρήγος, Άλκης· Ψαλλίδας, Γρηγόρης, επιμ. Ο Εμφύλιος πόλεμος. Από τη Βάρκιζα στον Γράμμο. Φεβρουάριος 1945-Αύγουστος 1949. Αθήνα: Θεμέλιο. ISBN 9789603102939.
- Μαραντζίδης, Νίκος (2010). Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. ISBN 9789602214671.
- Βερβενιώτη, Τασούλα. «Τα παιδιά του εμφυλίου µε το 'πλούσιο' αρχειακό υλικό» (PDF). Academia.edu. προσωπική έρευνα. Ανακτήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 2020.
- Κλόουζ, Ντέϊβιντ (2000). Ο Ελληνικός εμφύλιος πόλεμος 1943-1950.Μελέτες για την πόλωση. Αθήνα: Φιλίστωρ. ISBN 9789603690160.
- Σακελλαρόπουλος, Τάσος (2009). Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Δ1. Αθήνα: Βιβλιόραμα. ISBN 9789608087880.
- Βόγλης, Πολυμέρης (2016). Η αδύνατη επανάσταση: Η κοινωνική δυναμική του εμφυλίου πολέμου. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. ISBN 978-960-221-576-0.