Μετάβαση στο περιεχόμενο

Φρίντριχ Χάγιεκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Φρίντριχ Άουγκουστ φον Χάγιεκ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Friedrich August Hayek (Γερμανικά)
ΓέννησηΦρίντριχ Άουγκουστ Χάγιεκ
8  Μαΐου 1899[1][2][3]
Βιέννη, Αυστροουγγαρία (σημερινή Αυστρία)
Θάνατος23 Μαρτίου 1992 (92 ετών)
Φράιμπουργκ, Γερμανία
Τόπος ταφήςNeustifter Friedhof
ΚατοικίαΦράιμπουργκ (1977–1992)
ΕθνικότηταΒρετανική
ΘρησκείαΜαρωνιτική Εκκλησία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΑγγλικά[2][4][5]
Γερμανικά[4][5]
ΕκπαίδευσηDoctor of Juridical Science
Russian and Ukrainian PhD in Political Science
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο της Βιέννης (1918–1923)
Πανεπιστήμιο της Βιέννης
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταοικονομολόγος[6]
φιλόσοφος[7][8][6]
ιστορικός
πολιτικός επιστήμονας
διδάσκων πανεπιστημίου[6]
ΕργοδότηςΠανεπιστήμιο του Σάλτσμπουργκ
Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ
Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης
Πανεπιστήμιο του Σικάγου
Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου
Αξιοσημείωτο έργοΟ Δρόμος προς τη Δουλεία
Law, Legislation and Liberty
The Fatal Conceit
Το Σύνταγμα της Ελευθερίας
Οικογένεια
ΣύζυγοςHelen Berta Maria von Fritsch
Helene Bitterlich
ΤέκναLaurence Hayek
Christine von Hayek
ΓονείςΑουγκούστ φον Χάγιεκ
ΣυγγενείςKarl Wittgenstein (θείος από την πλευρά της μητέρας) και Leopoldine Wittgenstein (aunt-in-law)
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Πόλεμοι/μάχεςΑ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαπρόεδρος (1947–1961, Mont Pelerin Society)
ΒραβεύσειςΥποτροφία Γκούγκενχαϊμ (1954)[9]
Τάγμα της Αξίας της Βάδης-Βυρτεμβέργης (1981)
Δαχτυλίδι της Τιμής της πόλης της Βιέννης
Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας
Τάγμα της Αξίας για τις Τέχνες και Επιστήμες
Βραβείο Χανς Μάρτιν Σλάγιερ (1984)
Βραβείο Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών (1974)[10]
επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Σάλτσμπουργκ
Εταίρος της Οικονομετρικής Εταιρείας (1947)[11]
Εταίρος της Βρετανικής Ακαδημίας
Αυστριακή διάκριση για την επιστήμη και τη τέχνη (1974)
Pour le Mérite[12]
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Φρίντριχ Χάγιεκ (γερμανικά: Friedrich August Hayek, προφέρεται: [ˈfʁiːdʁɪç ˈaʊ̯ɡʊst ˈhaɪ̯ɛk], 8 Μαΐου 1899 – 23 Μαρτίου 1992) ήταν Αυστριακός και Βρετανός οικονομολόγος, πανεπιστημιακός και φιλόσοφος, γνωστός για την υπεράσπιση του κλασικού φιλελευθερισμού.

Γεννήθηκε στη Βιέννη, στην τότε Αυστροουγγαρία, ως Φρίντριχ Άουγκουστ φον Χάγιεκ και κατόπιν πήρε τη βρετανική υπηκοότητα[13]. Το 1974, ο Χάγιεκ μοιράστηκε το βραβείο Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών με τον πολιτικό του αντίπαλο, Σουηδό Γκούναρ Μιρντάλ (Gunnar Myrdal) για την «πρωτοπόρα εργασία του στη θεωρία του χρήματος και των οικονομικών διακυμάνσεων και τη διεισδυτική του ανάλυση της αλληλεξάρτησης οικονομικών, κοινωνικών και θεσμικών φαινομένων».

Ο Χάγιεκ θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους οικονομολόγους[14] και πολιτικούς στοχαστές[15] του 20ού αιώνα. Μαζί με τον μέντορά του Λούντβιχ φον Μίζες, συνέβαλε σημαντικά στη λεγόμενη Αυστριακή Σχολή Οικονομικής Σκέψης. Η ερμηνευτική του Χάγιεκ σχετικά με το πώς η αλλαγή των τιμών παρέχει πληροφορίες που επιτρέπουν στα άτομα να συντονίζουν τα σχέδιά τους, θεωρείται ευρέως ως μια σημαντική σύλληψη της οικονομικής επιστήμης[16]. Επίσης συνέβαλε στους τομείς της συστημικής σκέψης, της νομικής επιστήμης, της νευροεπιστήμης και στην ιστορία των ιδεών[17].

Υπηρέτησε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και παραδέχτηκε αργότερα ότι η εμπειρία του από τον πόλεμο και η επιθυμία του να βοηθήσει να αποφευχθούν λάθη που οδήγησαν στον πόλεμο (βλ. παρακάτω) καθόρισαν τη μετέπειτα καριέρα του. Έζησε στην Αυστρία, τη Μεγάλη Βρετανία, τις Η.Π.Α. και τη Γερμανία, και έγινε Βρετανός υπήκοος το 1938. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ακαδημαϊκής του ζωής στο London School of Economics (LSE), στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου και στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ.

Το 1984 διορίστηκε μέλος του Τάγματος Τιμής από τη Βασίλισσα Ελισάβετ Β΄, μετά από πρόταση της πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ για τις «υπηρεσίες του στη μελέτη των οικονομικών[18]». Επίσης έλαβε τη διάκριση του προεδρικού μεταλλίου ελευθερίας των ΗΠΑ το 1991 από τον πρόεδρο Τζωρτζ Μπους[19]. Το 2011, το άρθρο του «Η χρήση της γνώσης στην κοινωνία», (The Use of Knowledge in Society) επιλέχθηκε ως ένα από τα 20 καλύτερα άρθρα που έχουν δημοσιευθεί στο επιστημονικό περιοδικό American Economic Review τα πρώτα 100 χρόνια κυκλοφορίας του[20].

Ο Χάγιεκ γεννήθηκε στη Βιέννη (τότε πρωτεύουσα της Αυστρο-Ουγγαρίας) και ήταν γιος του Αύγουστου φον Χάγιεκ (August von Hayek), ενός γιατρού στη δημοτική υπηρεσία υγείας. Οι παππούδες του υπήρξαν διακεκριμένοι ακαδημαϊκοί στους τομείς της Στατιστικής και της Βιολογίας. Οι πρόγονοί του -από τη μεριά του πατέρα του- κατείχαν βοημικούς τίτλους ευγενείας για τις υπηρεσίες τους στο κράτος[21]. Παρομοίως, και στους προγόνους της μητέρας του είχαν απονεμηθεί τίτλοι ευγενείας, αλλά κατώτερης κατάταξης. Παρά ταύτα, μετά τη δια νόμου απαγόρευση των τίτλων ευγενείας το 1919 στην Αυστρία, το επώνυμο «φον Χάγιεκ» της οικογενείας του μετατράπηκε απλώς σε Χάγιεκ. Έτσι, μετά το 1919, το ονοματεπώνυμο του Χάγιεκ έγινε Φρίντριχ Χάγιεκ και όχι Φρίντριχ φον Χάγιεκ. Ο πατέρας του Χάγιεκ μετουσίωσε την ενασχόλησή του με τη βοτανική σε μια αξιοσέβαστη διατριβή, συνεχίζοντας τη λόγια παράδοση της οικογένειάς του.

Όσον αφορά την πλευρά της μητέρας του, ο Χάγιεκ υπήρξε δεύτερος εξάδελφος του φιλοσόφου Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν (Ludwig Wittgenstein). Η μητέρα του Χάγιεκ σε μικρή ηλικία έπαιζε με τις αδελφές του Βίτγκενσταϊν και γνώριζε καλά τον ίδιο. Ως αποτέλεσμα της οικογενειακής τους σχέσης, ο Χάγιεκ υπήρξε ένας από τους πρώτους που διάβασε το έργο του Βίτγκενσταϊν Tractatus Logico-Philosophicus, όταν το βιβλίο δημοσιεύθηκε στην αρχική του έκδοση στα γερμανικά το 1921. Παρά το γεγονός ότι είχε συναντηθεί με τον Βίτγκενσταϊν σε λίγες μόνο περιστάσεις, ο Χάγιεκ είχε δηλώσει ότι η φιλοσοφία του Βίτγκενσταϊν και οι μέθοδοι ανάλυσης που χρησιμοποιούσε είχαν καταλυτική επιρροή στη ζωή του και τη σκέψη του[22]. Τα επόμενα χρόνια, μάλιστα, ο Χάγιεκ ανακαλούσε μια φιλοσοφική συζήτηση που είχε με τον Βίτγκενσταϊν κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν και οι δύο υπήρξαν αξιωματικοί[23]. Μετά τον θάνατο του Βίτγκενσταϊν, ο Χάγιεκ σκόπευε να γράψει μια βιογραφία του και εργάστηκε συλλέγοντας σχετικό οικογενειακό υλικό, με το οποίο αργότερα βοήθησε τους βιογράφους του Βίτγκενσταϊν[24].

Ως έφηβος ο Χάγιεκ διάβασε με προτροπή του πατέρα του τα γενετικά και εξελικτικά έργα του Ούγκο Ντε Βρις (Hugo de Vries) και τα φιλοσοφικά έργα του Λούντβιχ Φόιερμπαχ[25]. Στο σχολείο τον είχαν συνεπάρει ιδιαίτερα οι παραδόσεις ενός καθηγητή πάνω στην Ηθική του Αριστοτέλη.

Το 1917 κατατάχθηκε σε τάγμα πυροβολικού του Αυστροουγγρικού στρατού και πολέμησε στο ιταλικό μέτωπο. Μεγάλο μέρος της πολεμικής εμπειρίας του, ο Χάγιεκ το απέκτησε ως παρατηρητής σε αεροπλάνο. Επέζησε από τον πόλεμο χωρίς σοβαρούς τραυματισμούς, πέραν ενός προβλήματος στην ακοή του αριστερού του αυτιού[26] και τιμήθηκε για ηρωισμό. Κατόπιν, αποφάσισε να ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα και να αφοσιωθεί να βοηθήσει να αποφευχθούν τα λάθη που είχαν οδηγήσει στον πόλεμο. Ο ίδιος είχε πει για την εμπειρία του αυτή: «Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος αποτέλεσε πράγματι αποφασιστική εμπειρία. Αναπόφευκτα τραβά το ενδιαφέρον σου στα προβλήματα της πολιτικής οργάνωσης». Έτσι, ορκίστηκε να εργαστεί για έναν καλύτερο κόσμο[27].

Εκπαίδευση και σταδιοδρομία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης έγινε διδάκτορας νομικών και πολιτικών επιστημών το 1921 και 1923 αντίστοιχα, και επίσης σπούδασε φιλοσοφία, ψυχολογία και οικονομικά. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα, όταν το πανεπιστήμιο της Βιέννης έκλεισε, ο Χάγιεκ σπούδασε στο Ίδρυμα Ανατομίας Εγκεφάλου Κονσταντίν φον Μόνακοφ (Constantin von Monakow), όπου αφιέρωνε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του χρωματίζοντας εγκεφαλικά κύτταρα.

Η περίοδος του Χάγιεκ στο εργαστήριο του Μόνακοφ και το έντονο ενδιαφέρον του στη δουλειά του Ερνστ Μακ, τον ενέπνευσε στην πρώτη του διατριβή που τελικά εκδόθηκε ως The Sensory Order (1952). Εντόπισε τη συνεκτική μάθηση στα φυσικά και νευρολογικά επίπεδα, απορρίπτοντας τον σχετικισμό των «αισθητικών δεδομένων» των εμπειρικών και των λογικών θετικιστών. Ο Χάγιεκ παρουσίασε το έργο του σε ένα κλειστό σεμινάριο που οργάνωσε με τον Χέρμπερτ Φουρθ (Herbert Furth) και που ονόμασε the Geistkreis[28].

Κατά τη περίοδο των ετών στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, η δουλειά του Καρλ Μένγκερ (Carl Menger) στην επεξηγηματική στρατηγική της κοινωνικής επιστήμης και η επιβλητική παρουσία του Φρίντριχ φον Βίζερ (Friedrich von Wieser) στις αίθουσες επηρέασαν σημαντικά τον Χάγιεκ. Με το τέλος των εξετάσεων προσελήφθη από τον Λούντβιχ φον Μίζες με συστάσεις από τον Βίζερ ως σύμβουλος για την Αυστριακή κυβέρνηση, εργαζόμενος στις νομικές και οικονομικές λεπτομέρειες της Συνθήκης του Αγίου Γερμανού. Μεταξύ των ετών 1923 και 1924, ο Χάγιεκ εργάσθηκε σαν ερευνητής βοηθός του καθηγητή Τζερέμια Τζενκς (Jeremiah Jenks) στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, συλλέγοντας μακροοικονομικά δεδομένα πάνω στην Αμερικανική οικονομία και τη λειτουργία της Ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ.

Ενώ αρχικά συμπαθούσε τον δημοκρατικό σοσιαλισμό του Βίζερ, η οικονομική σκέψη του Χάγιεκ μετατοπίστηκε μακριά από τον σοσιαλισμό προς τον κλασσικό φιλελευθερισμό του Καρλ Μένγκερ όταν διάβασε το βιβλίο του Μίζες «Σοσιαλισμός». Αφότου διάβασε το «Σοσιαλισμό», ο Χάγιεκ ξεκίνησε να παρακολουθεί τα κλειστά σεμινάρια του Μίζες μαζί με άλλους συμφοιτητές του, που περιελάμβαναν τους Φριτς Μάχλαπ (Fritz Machlup), Άλφρεντ Σουτς (Alfred Schutz), Φέλιξ Κάουφμαν (Felix Kaufmann) και Γκότφριντ Χάμπερλερ (Gottfried Haberler). Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου γνώρισε και ανέπτυξε φιλία με τον πολιτικό φιλόσοφο Έρικ Βόγκελιν (Eric Voegelin), με τον οποίο είχε μια μακρόχρονη σχέση.

Με τη βοήθεια του Μίζες, στα τέλη της δεκαετίας του 1920 ο Χάγιεκ ίδρυσε και διετέλεσε διευθυντής στο Αυστριακό Ινστιτούτο για την έρευνα του Επιχειρηματικού Κύκλου, πριν γίνει μέλος του τμήματος του London School of Economics (LSE) το 1931 μετά από παραίνεση του Λίονελ Ρόμπινς (Lionel Robbins). Με την άφιξή του στο Λονδίνο, ο Χάγιεκ αναγνωρίστηκε σύντομα σαν ένας από τους πιο πρωτοποριακούς θεωρητικούς οικονομολόγους στο κόσμο. Η ανάπτυξη των θεωριών του περί της οικονομίας των διαδικασιών στον χρόνο και της συντονιστικής λειτουργίας των τιμών ενέπνευσε τα ρηξικέλευθα έργα των Τζον Χικς (John Hicks), Άμπα Λέρνερ (Abba Lerner) και πολλών άλλων στην ανάπτυξη της μοντέρνας μακροοικονομίας.

Το 1932 ο Χάγιεκ δήλωσε ότι ο καλύτερος δρόμος για την ευημερία και τον οικονομικό συντονισμό στη Βρετανία ήταν οι ιδιωτικές επενδύσεις στις δημόσιες αγορές και όχι τα προγράμματα δημοσίων δαπανών, όπως επιχειρηματολόγησε σε μια επιστολή που συνέγραψε με τον Λίονελ Ρόμπινς και άλλους σε μια αλληλογραφία με τον Τζων Κέυνς, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τάιμς[29][30].

Η παγκόσμια ύφεση της δεκαετίας του 1930 έθεσε ένα πλαίσιο στο οποίο ο Χάγιεκ κωδικοποίησε τις θέσεις του, ειδικά σε ότι αφορά την αντίθεση στις απόψεις του Κέυνς. Οι οικονομολόγοι που φοίτησαν με τον Χάγιεκ στο LSE κατά τις δεκαετίες του 1930 και του 1940 συμπεριλαμβάνουν τους: Arthur Lewis, Ronald Coase, Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ, Abba Lerner, Nicholas Kaldor, George Shackle, Thomas Balogh, Vera Smith, L. K. Jha, Arthur Seldon, Paul Rosenstein-Rodan και Oskar Lange[31][32][33]. Επίσης ο Χάγιεκ δίδαξε ή επέβλεψε πολλούς άλλους φοιτητές στο LSE, όπως ο David Rockefeller[34].

Μετά τα γεγονότα του Anschluss, που έφερε την Αυστρία κάτω από τον έλεγχο της Ναζιστικής Γερμανίας το 1938, ο Χάγιεκ δεν επιθυμούσε να επιστρέψει στην Αυστρία, παρέμεινε στη Βρετανία και έγινε Βρετανός υπήκοος το ίδιο έτος. Παρέμεινε Βρετανός υπήκοος μεχρι το τέλος της ζωής του. Όμως το 1950 έφυγε από τη Μεγάλη Βρετανία για την Αμερική όπου έζησε μέχρι το 1962. Μετά έζησε κυρίως στη Γερμανία με μικρά διαστήματα στην Αυστρία.

The Road to Serfdom (Ο Δρόμος προς τη Δουλεία)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Χάγιεκ απασχόλησε ιδιαίτερα η γενική εντύπωση που υπήρχε στους ακαδημαϊκούς κύκλους της Βρετανίας ότι ο φασισμός ήταν μια καπιταλιστική αντίδραση στον σοσιαλισμό και έτσι το βιβλίο του The Road to Serfdom (Ο Δρόμος προς τη Δουλεία) προέκυψε από αυτές τις ανησυχίες. Το βιβλίο γράφτηκε μεταξύ των ετών 1940 και 1943. Εμπνεύστηκε τον τίτλο από τα κείμενα του κλασικού φιλελεύθερου διανοητή Αλέξις ντε Τοκβίλ για τον «δρόμο προς την υποδούλωση»[35]. Εκδόθηκε αρχικά στη Βρετανία τον Μάρτιο του 1944 και γνώρισε αρκετή επιτυχία, πράγμα που έκανε τον Χάγιεκ να το αποκαλέσει «εκείνο το δυσεύρετο βιβλίο», εν μέρει και λόγο του δελτίου που είχε επιβληθεί μεταπολεμικά στο χαρτί[36]. Όταν δημοσιεύτηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες από το Πανεπιστήμιο του Σικάγου τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, γνώρισε μεγαλύτερη επιτυχία απ' ό,τι στη Βρετανία[37]. Με τη σύμφωνη γνώμη του εκδότη Μαξ Ήστμαν (Max Eastman), το αμερικανικό περιοδικό Reader's Digest δημοσίευσε μια συντομευμένη έκδοση του βιβλίου τον Απρίλιο 1945, κάνοντας έτσι τον «δρόμο προς τη δουλεία» γνωστό σε κοινό ευρύτερο του ακαδημαϊκού.

Ο οικονομολόγος Ουώλτερ Μπλοκ παρατηρεί επικριτικά ότι, ενώ «ο δρόμος προς τη δουλεία» είναι «μια πολεμική κραυγή ενάντια στην κεντρικά σχεδιαζόμενη οικονομία», δείχνει εντούτοις μια συγκράτηση όσον αφορά το σύστημα της ελεύθερης αγοράς και τον καπιταλισμό του laissez-faire[38], με τον Χάγιεκ να φθάνει μέχρι του σημείου να πει πως «ενδεχομένως τίποτε δεν έκανε τόσο μεγάλη ζημιά στο φιλελεύθερο αίτημα όσο η σιδηρά εμμονή κάποιων φιλελευθέρων σε συγκεκριμένους «κανόνες του αντίχειρα», κυρίως δε την αρχή του "laissez-faire"»[39]. Στο βιβλίο, ο Χάγιεκ γράφει πως η Κυβέρνηση έχει κάποιο ρόλο να παίξει στην οικονομία μέσω του νομισματικού συστήματος, της ρύθμισης των ωρών εργασίας, θεσμούς για διευκόλυνση της ροής των κατάλληλων πληροφοριών, καθώς και άλλων αρχών, με τις οποίες τα περισσότερα μέλη μιας ανοικτής κοινωνίας θα έτειναν να συμφωνήσουν. Πρόκειται για ισχυρισμούς που σχετίζονται με την οπτική του «ορντοφιλελευθερισμού». Όταν όμως ο κεντρικός σχεδιασμός φτάσει σε περιοχές όπου ο λαός μάλλον δεν θα συμφωνήσει, έχει δημιουργηθεί η τάση για δικτατορία και ολοκληρωτισμό (δηλαδή «δουλεία»), ως τρόπο εξαναγκαστικής επιβολής του κεντρικού σχεδίου.

Αναλύοντας αυτό και άλλα έργα του Χάγιεκ, ο Μπλοκ φτάνει στο συμπέρασμα πως «κατηγορώντας τον σοσιαλισμό, ο Χάγιεκ οδηγήθηκε σε ποικίλους συμβιβασμούς με πράγματα που κατά τα άλλα φαίνονταν να ήταν στη φιλοσοφική του οπτική – και μάλιστα τόσο πολύ, ώστε εάν οικοδομούσαμε ένα σύστημα πάνω σε αυτές, αυτό δεν θα διέφερε και πάρα πολύ από αυτό που ο συγγραφέας ανοικτά αντιμάχεται»[38]. Πέρα από τέτοιου είδους κριτικές, το βιβλίο παραμένει πολύ δημοφιλές και κατέχει εξέχουσα θέση μεταξύ αυτών των έργων που πρoάγουν την ατομικότητα και τον κλασικό φιλελευθερισμό. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε για πρώτη φορά τον Νοέμβριο του 2013 από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος με τον τίτλο «Ο δρόμος προς τη δουλεία» σε μετάφραση Γιώργου Καράμπελα[40] με εισαγωγή του νομπελίστα Αμερικανού οικονομολόγου, Μίλτον Φρίντμαν.

Το 1950 ο Χάγιεκ άφησε το London School of Economics, αποδεχόμενος μια θέση στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου όπου έγινε καθηγητής. Το πρώτο του μάθημα εκεί ήταν ένα σεμινάριο στη φιλοσοφία της επιστήμης, το οποίο παρακολούθησαν πολλοί εκ των σημαντικότερων επιστημόνων του Πανεπιστημίου την εποχή εκείνη, όπως ο Ενρίκο Φέρμι, ο Σιούολ Ράιτ και ο Λέο Σίλαρντ. Κατά την παραμονή του στο Σικάγο, ο Χάγιεκ εργάστηκε πάνω στη φιλοσοφία της επιστήμης, τα οικονομικά, την πολιτική φιλοσοφία και την ιστορία των ιδεών. Οι σημειώσεις του εκείνης της περιόδου περί τα οικονομικά δεν έχουν δημοσιευτεί ακόμη. Δεν έγινε μέλος της Σχολής Οικονομικών του Σικάγου, αλλά είχε θεμελιώδη επιρροή πάνω της η παρατήρηση του Χάγιεκ σχετικά με την επίδραση που έχει στο χρήμα η ζήτηση και η ταχύτητα[41]. Ουδέποτε δίδαξε στη Σχολή Οικονομικών, η οποία σταθερά δεν τον έκανε δεκτό[42].

Αφού επιμελήθηκε ένα βιβλίο σχετικό με τις επιστολές του Τζον Στιούαρτ Μιλ (John Stuart Mill), σχεδίασε να εκδώσει δύο βιβλία φιλελεύθερης απόχρωσης, «το Σύνταγμα της Ελευθερίας» (The Constitution of Liberty) και το «οι δημιουργικές δυνάμεις ενός ελεύθερου πολιτισμού» (που ήταν επίσης ο τίτλος του δεύτερου κεφαλαίου του «Συντάγματος της Ελευθερίας»)[43]. Ολοκλήρωσε το «Σύνταγμα της Ελευθερίας» τον Μάιο του 1959 και το δημοσίευσε τον Φεβρουάριο του 1960. Ο Χάγιεκ ασχολήθηκε ιδιαίτερα «με εκείνη την κατάσταση κατά την οποία ο εξαναγκασμός κάποιων από άλλους είναι μειωμένος όσο είναι δυνατόν να μειωθεί στα πλαίσια της κοινωνίας»[44]. Ο Χάγιεκ απογοητεύτηκε από το ότι το βιβλίο αυτό δεν έτυχε της ίδιας ενθουσιώδους υποδοχής όπως ο «δρόμος προς τη δουλεία» δεκαέξι χρόνια νωρίτερα[45].

Φράιμπουργκ, Καλιφόρνια και Σάλτσμπουργκ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

To 1962 αποφάσισε να επιστρέψει στην Ευρώπη, αποδεχόμενος μια θέση στο πανεπιστήμιο Αλβέρτου-Λουδοβίκου στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, απ’ όπου τελικά συνταξιοδοτήθηκε το 1968. Εκεί ξεκίνησε να εργάζεται στο νέο του βιβλίο, Νόμος, Νομοθεσία και Ελευθερία (Law, Legislation and Liberty). Ο ίδιος θεωρούσε τα χρόνια του στο Φράιμπουργκ ως «πολύ αποδοτικά»[46]. Μετά τη συνταξιοδότησή του, ο Χάγιεκ πέρασε ένα χρόνο ως επισκέπτης καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Λος Άντζελες, όπου συνέχισε το βιβλίο του διδάσκοντας παράλληλα ένα μεταπτυχιακό μάθημα με τον ίδιο τίτλο, καθώς και άλλο ένα στη φιλοσοφία της κοινωνικής επιστήμης. Κάποια προσχέδια του βιβλίου είχαν ολοκληρωθεί ως το 1970, αλλά ο Χάγιεκ επέλεξε να τα ξαναδουλέψει και δημοσίευσε τελικά το βιβλίο σε τρεις τόμους τα έτη 1973, 1976 και 1979.

Έγινε καθηγητής του Πανεπιστημίου του Σάλτσμπουργκ από το 1969 ως το 1977. Κατόπιν επέστρεψε στο Φράιμπουργκ, όπου έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Φεύγοντας από το Σάλτσμπουργκ το 1977, έγραψε: «Έκανα λάθος να μετακομίσω στο Σάλτσμπουργκ». Η Σχολή Οικονομικών ήταν μικρή και η Βιβλιοθήκη ανεπαρκής[47].

Απονομή Βραβείου Νόμπελ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 9 Οκτωβρίου του 1974, ανακοινώθηκε ότι το βραβείο Νόμπελ Οικονομίας θα μοιραστούν ο Φρίντριχ Χάγιεκ και ο Σουηδός σοσιαλιστής Γκουνάρ Μιρντάλ, ο οποίος είχε διατελέσει και βουλευτής του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στην πατρίδα του. Οι λόγοι για τους οποίους το βραβείο απονέμεται σε αυτούς τους δύο, ήταν για την «πρωτοποριακή εργασία τους στη θεωρία των χρημάτων και των οικονομικών διακυμάνσεων και τη διεισδυτική ανάλυση της αλληλοεξάρτησης των οικονομικών, κοινωνικών και θεσμικών φαινομένων» [48]. Ο Χάγιεκ εξεπλάγη για το ότι είχε κερδίσει το Βραβείο και πίστευε ότι του δόθηκε εξ ημισείας με τον Μιρντάλ, προκειμένου να εξισορροπηθούν οι εντυπώσεις με κάποιον από την αντίθετη πλευρά του πολιτικού φάσματος[49].

Κατά τη διάρκεια της τελετής απονομής του Νόμπελ, τον Δεκέμβριο του 1974, ο Χάγιεκ συνάντησε τον Ρώσο αντιφρονούντα Αλεξάντρ Σολζενίτσιν. Ο Χάγιεκ αργότερα του έστειλε μια μετάφραση στα ρωσικά του βιβλίου του «ο δρόμος προς τη δουλεία»[49]. Μολονότι στον ευχαριστήριο λόγο του επισήμανε τον κίνδυνο της αίσθησης αυθεντίας, που το Βραβείο θα μπορούσε να δώσει σε έναν οικονομολόγο[50], εντούτοις στον ίδιο το Βραβείο έδωσε πολύ μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα και περιγράφτηκε από τον βιογράφο του ως «το μεγάλο αναζωογονητικό γεγονός της ζωής του»[51].

«Η αποεθνικοποίηση του χρήματος» (The Denationalization of Money)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1976, στην εργασία του με τίτλο «Η αποεθνικοποίηση του χρήματος» (The Denationalization of Money)[52], ο Χάγιεκ υποστήριξε, αντί για την επανεισαγωγή ενός κυβερνητικά κατευθυνόμενου κανόνα χρυσού, τον πλήρη διαχωρισμό χρήματος και κράτους[53]. Υποστήριξε πως θα έπρεπε να επιτραπεί μια ελεύθερη αγορά χρήματος, με εκδότες χρήματος που θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιος θα προσφέρει το καλύτερο, σταθερότερο και υγιέστερο νόμισμα.

Αυτό πυροδότησε μια ολόκληρη σχολή σκέψης στα οικονομικά, τη λεγόμενη Free Banking, η οποία υποστήριξε πως πρέπει να πάψει να είναι απαγορευμένο να τηρούν οι τράπεζες κλασματικά αποθέματα όπως υποστήριζε ο Rothbard, αλλά αντιθέτως να αφεθούν ελεύθερες να πειραματιστούν και να ανακαλύψουν τον καλύτερο τρόπο να διεξάγουν τραπεζικές εργασίες. Μεταξύ των οικονομολόγων της σχολής αυτής ήταν οι Richard Timberlake, George Selgin, Lawrence White και Steven Horwitz.

Μεταγενέστερα χρόνια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Φρίντριχ Χάγιεκ σε προχωρημένη ηλικία

Βρετανική πολιτική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Φεβρουάριο του 1975 η Μάργκαρετ Θάτσερ εκλέχθηκε αρχηγός του Βρετανικού Συντηρητικού Κόμματος. Αμέσως μετά, το Ινστιτούτο Οικονομικών Υποθέσεων οργάνωσε μια συνάντηση μεταξύ Χάγιεκ και Θάτσερ στο Λονδίνο[54]. Κατά τη μοναδική επίσκεψη της Θάτσερ στο Τμήμα Ερευνών των Συντηρητικών το καλοκαίρι του 1975, ένας ομιλητής είχε ετοιμάσει μια παρουσίαση με θέμα το γιατί «η μέση οδός» ήταν ο ρεαλιστικός δρόμος που έπρεπε να ακολουθήσει το Συντηρητικό Κόμμα, αποφεύγοντας τις ακρότητες αριστεράς και δεξιάς. Πριν καν τελειώσει, η Θάτσερ «άνοιξε το χαρτοφύλακά της και έβγαλε ένα βιβλίο. Ήταν το «Σύνταγμα της Ελευθερίας» του Χάγιεκ. Διακόπτοντας το ρεαλιστή ομιλητή, σήκωσε το βιβλίο ψηλά ώστε να το δούμε όλοι. «Εμείς πιστεύουμε σ’ αυτό», είπε με αυστηρό τόνο, και χτύπησε δυνατά το βιβλίο στο τραπέζι»[55].

Το 1977 ο Χάγιεκ ήταν επικριτικός ως προς τη συμφωνία ΦιλελευθέρωνΕργατικών με την οποία το Βρετανικό Φιλελεύθερο Κόμμα συμφώνησε να διατηρήσει το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα στην εξουσία. Σε άρθρο του στους Τάϊμς, ο Χάγιεκ έγραψε: «Κάποιος ο οποίος αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του στη μελέτη της ιστορίας και των αρχών του φιλελευθερισμού έχει το δικαίωμα να επισημάνει ότι ένα κόμμα το οποίο διατηρεί μια σοσιαλιστική κυβέρνηση στην εξουσία, έχει χάσει κάθε δικαίωμα να ονομάζεται «Φιλελεύθερο». Ασφαλώς, κανείς φιλελεύθερος δεν μπορεί στο μέλλον να ψηφίζει το «Φιλελεύθερο» κόμμα[56]». Οι φιλελεύθεροι πολιτικοί Γκλάντγουιν Τζεμπ και Άντριου Φίλιπς άσκησαν κριτική στο Χάγιεκ διατεινόμενοι ότι ο σκοπός της συμφωνίας ήταν να αποτρέψει σοσιαλιστικής κατεύθυνσης νόμους.

Ο Λόρδος Γκλάντγουιν επεσήμανε ότι οι Γερμανοί Ελεύθεροι Δημοκράτες είχαν συμμαχήσει με τους Γερμανούς Σοσιαλδημοκράτες[57]. Τον Χάγιεκ υπερασπίστηκε ο Καθηγητής Άντονυ Φλου ο οποίος δήλωσε ότι οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες, εν αντιθέσει με το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα, είχαν, από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, εγκαταλείψει την ιδέα της κρατικοποίησης των μέσων παραγωγής, διανομής και συναλλαγής και είχαν ενστερνισθεί την οικονομία της κοινωνικής αγοράς[58].

Το 1978, ο Χάγιεκ ήρθε σε σύγκρουση με τον ηγέτη των Φιλελευθέρων Ντέιβιντ Στηλ (David Steel), ο οποίος ισχυρίστηκε ότι η ελευθερία είναι εφικτή μόνο με «κοινωνική δικαιοσύνη και ισομερή διανομή πλούτου και ισχύος η οποία απαιτεί ένα βαθμό παρέμβασης εκ μέρους της κυβερνήσεως» και επίσης ότι το Συντηρητικό Κόμμα ενδιαφερόταν περισσότερο για τη σχέση της ελευθερίας και της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας παρά για τη σχέση μεταξύ ελευθερίας και δημοκρατίας. Ο Χάγιεκ ισχυρίσθηκε ότι μια περιορισμένη δημοκρατία μπορεί να είναι προτιμότερη απ’ ό,τι άλλες μορφές περιορισμένης κυβέρνησης ως προς την υπεράσπιση της ελευθερίας, αλλά όμως μιά δημοκρατία χωρίς όρια είναι χειρότερη απ’ ό,τι άλλες μορφές κυβερνήσεων χωρίς όρια γιατί «αυτή η κυβέρνηση χάνει τη δύναμη ακόμη και να εφαρμόσει αυτό που θεωρεί σωστό αν οποιαδήποτε ομάδα από την οποία εξαρτάται η πλειοψηφία της έχει άλλη άποψη».

Ο Χάγιεκ δήλωσε ότι αν η αρχηγός των Συντηρητικών είχε πει πως «αν η ελεύθερη επιλογή πρέπει να ασκείται περισσότερο στην αγορά παρά στην κάλπη, αυτή απλώς δήλωσε την κοινοτοπία ότι η πρώτη είναι απαραίτητη για την ατομική ελευθερία ενώ η δεύτερη δεν είναι: η ελεύθερη επιλογή μπορεί τουλάχιστον να υπάρξει υπό καθεστώς δικτατορίας που αυτοπεριορίζεται αλλά όχι κάτω από μιά δημοκρατία χωρίς όρια που δεν μπορεί να περιοριστεί[59]».

Επιρροή στην κεντρο-ευρωπαϊκή πολιτική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέηγκαν είχε αναφέρει τον Χάγιεκ ως έναν από τους δύο-τρεις ανθρώπους που είχαν επηρεάσει περισσότερο τη φιλοσοφία του και καλωσόρισε το Χάγιεκ στο Λευκό Οίκο ως επίτιμο προσκεκλημένο[60]. Τις δεκαετίες του 1970 και 1980 τα γραπτά του Χάγιεκ άσκησαν επίσης μεγάλη επιρροή σε πολλούς από τους ηγέτες της «Βελούδινης Επανάστασης» στην Κεντρική Ευρώπη κατά την κατάρρευση της παλαιάς Σοβιετικής αυτοκρατορίας. Ιδού μερικά παραδείγματα που υποστηρίζουν αυτή τη θέση:

Δεν υπάρχει καμία μορφή που να είχε μεγαλύτερη επιρροή, κανένα πρόσωπο που να είχε μεγαλύτερη επιρροή στους διανοούμενους πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα απ’ ό,τι ο Φρίντριχ Χάγιεκ. Τα βιβλία του μεταφράστηκαν και κυκλοφόρησαν σε μυστικές εκδόσεις και στη μαύρη αγορά, διαβάστηκαν ευρέως, και αναμφισβήτητα επηρέασαν το κλίμα που τελικά επέφερε την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
-Μίλτον Φρίντμαν (Ίδρυμα Χούβερ)
Οι πιο ενδιαφέροντες μεταξύ των θαρραλέων αντιφρονούντων της δεκαετίας του 1980 ήταν οι κλασσικοί φιλελεύθεροι, μαθητές του Φ. Α. Χάγιεκ, από τον οποίο είχαν μάθει για την καθοριστική σημασία της οικονομικής ελευθερίας και για την εννοιολογική διαφορά - που συχνά παραβλέπεται - μεταξύ φιλελευθερισμού και δημοκρατίας.
-Αντρέι Βαλίτσκι (Καθηγητής Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Νοτρ Νταμ)
Ο Εσθονός Πρωθυπουργός Μαρτ Λάαρ ήρθε στο γραφείο μου τις προάλλες για να μου εξιστορήσει την αξιοσημείωτη μεταμόρφωση της χώρας του. Περιέγραψε ένα έθνος σκληρά εργαζόμενων ανθρώπων, περισσότερο ενάρετων – ναι, περισσότερο ενάρετων, γιατί η αγορά τιμωρεί την ανηθικότητα – και περισσότερο αισιόδοξων για το μέλλον παρά ποτέ στην ιστορία τους. Ρώτησα τον κ. Λάαρ πως συνέλαβε η κυβέρνησή του την ιδέα για αυτές τις μεταρρυθμίσεις. Ξέρετε τι απάντησε; Είπε «Διαβάζουμε Μίλτον Φρήντμαν και Φ.Α. Χάγιεκ»[61].
-Ντικ Άρμεϋ, Μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ
Ήμουν 25 χρονών και έκανα το διδακτορικό μου στα οικονομικά όταν μου επετράπη να περάσω έξι μήνες μεταπτυχιακών σπουδών στη Νάπολη της Ιταλίας. Διάβασα τα Δυτικά οικονομικά εγχειρίδια και επίσης τη γενικότερη δουλειά ανθρώπων σαν το Χάγιεκ. Επιστρέφοντας στην Τσεχοσλοβακία, είχα πλέον μια κατανόηση των αρχών της αγοράς. Το 1968, ήμουν ευτυχής για τον πολιτικό φιλελευθερισμό της Άνοιξης της Πράγας του Ντούμπτσεκ, αλλά ήμουν πολύ κριτικός έναντι του Τρίτου Δρόμου που ακολουθούσαν στα οικονομικά[62].
-Βάτσλαβ Κλάους (Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Τσεχίας)

Το 1980, ο (μη θρησκευόμενος) Ρωμαιοκαθολικός Φρίντριχ Χάγιεκ[63] ήταν ένας απο τους 12 βραβευθέντες με Νόμπελ που συναντήθηκαν με τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄, «για να συνδιαλεχθούν, να αναλύσουν τις σκέψεις τους για τους τομείς τους, να ανταλλάξουν απόψεις αναφορικά με την σχέση ανάμεσα στον Καθολικισμό και την επιστήμη» καθώς και «να θέσουν υπ'όψιν του Ποντίφικα τα προβλήματα τα οποία οι Νομπελίστες θεωρούν ως τα πιεστικότερα για τον σύγχρονο άνθρωπο στους αντίστοιχους τομείς των σπουδών τους[64].

Το 1984 αναγορεύτηκε μέλος του Τάγματος των Συντρόφων της Τιμής από τη Βασίλισσα Ελισάβετ Β' του Ηνωμένου Βασιλείου, κατόπιν προτάσεως της βρετανής πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ, για τις «υπηρεσίες του στη μελέτη των οικονομικών»[65]. Ο Χάγιεκ ήλπιζε να του απονεμηθεί ο τίτλος του βαρώνου, και έπειτα από την αναγόρευσή του ως μέλος του Τάγματος έστειλε ένα γράμμα στους φίλους του με το οποίο ζητούσε να τον προσφωνούν στο εξής με την αγγλική εκδοχή του ονόματός του (Frederick). Ύστερα απο την εικοσάλεπτη ακρόασή του από τη Βασίλισσα, ήταν απόλυτα συνεπαρμένος, σύμφωνα με τη νύφη του, Έσκα Χάγιεκ. Ο ίδιος είπε έναν χρόνο αργότερα ότι η Βασίλισσα «τον είχε εντυπωσιάσει. Τέτοια άνεση κι επιδεξιότητα, σαν να με γνώριζε όλη μου τη ζωή». Την ακρόαση από τη Βασίλισσα ακολούθησε δείπνο σε οικογενειακό και φιλικό κύκλο στο Ινστιτούτο Οικονομικών Υποθέσεων (Institute of Economic Affairs). Όταν, αργότερα εκείνο το βράδυ, ο Χάγιεκ επέστρεψε στη Λέσχη Μεταρρύθμισης (Reform Club), σχολίασε: «Μόλις πέρασα την ευτυχέστερη ημέρα της ζωής μου»[65].

Το 1991, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζωρτζ Μπους απένειμε στον Χάγιεκ το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας, μία απο τις δυο υψηλότερες πολιτικές διακρίσεις στις ΗΠΑ για «μια ολόκληρη ζωή ατένισης πέρα απο τον ορίζοντα». Ο Χάγιεκ πέθανε το 1992 στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας και ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο Neustift am Wald, σε βόρειο προάστιο της Βιέννης[66]. Το 2011, η δημοσίευση του «Η Χρήση της Γνώσης στην Κοινωνία» (The Use of Knowledge in Society) επιλέχθηκε ως μία απο τις 20 κορυφαίες της Αμερικανικής Οικονομικής Επιθεώρησης κατά τη διάρκεια των πρώτων 100 χρόνων της έκδοσής της[20].

Η Εφημερίδα Δικαίου και Ελευθερίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης πραγματοποιεί ετήσια διάλεξη προς τιμήν του.

The business cycle (Η κυκλική οικονομική δραστηριότητα)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η υπογραφή του Φρίντριχ Χάγιεκ

Η κύρια ερευνητική δραστηριότητα του Χάγιεκ στα οικονομικά αφορούσε το κεφάλαιο, το χρήμα και την κυκλική οικονομική δραστηριότητα. Ο Μίζες νωρίτερα είχε εισαγάγει την έννοια της οριακής χρησιμότητας στην αξία του χρήματος στο έργο του Theory of Money and Credit (1912), στο οποίο επίσης είχε προτείνει και μια ερμηνεία για τις «διακυμάνσεις της βιομηχανικής παραγωγής», βασισμένη στις ιδέες της Βρετανικής Νομισματικής Σχολής και του Σουηδού οικονομολόγου Knut Wicksell. Ο Χάγιεκ χρησιμοποίησε αυτή την εργασία σαν σημείο έναρξης για τη δική του ερμηνεία του επιχειρηματικού/οικονομικού κύκλου, ολοκληρώνοντας αυτό που αργότερα έγινε γνωστό ως «Αυστριακή Θεωρία της επιχειρηματικής/οικονομικής δραστηριότητας». Στο έργο του Prices and Production (1931), ο Χάγιεκ ισχυρίστηκε οτι η κυκλική επιχειρηματική/οικονομική δραστηριότητα είναι αποτέλεσμα της πληθωριστικής πιστωτικής επέκτασης των κεντρικών τραπεζών και της μετάδοσής της μέσα στον χρόνο, που οδηγεί στην ανορθολογική κατανομή του κεφαλαίου μέσω των τεχνητά χαμηλών επιτοκίων. Ο Χάγιεκ ισχυριζόταν ότι «η προηγούμενη αστάθεια της οικονομίας της αγοράς είναι αποτέλεσμα του αποκλεισμού του πιο σημαντικού ρυθμιστή του μηχανισμού της αγοράς, του χρήματος, από την αυτορρύθμισή του μέσω της ίδιας της διαδικασίας της αγοράς».

Η ανάλυση του Χάγιεκ βασίστηκε στην έννοια της «μέσης περιόδου παραγωγής» (average period of production)[67] του Böhm-Bawerk και των επιπτώσεων που μπορεί να επιφέρει σε αυτή η νομισματική πολιτική. Σύμφωνα με τη λογική που αργότερα επισημάνθηκε στην εργασία του The Use of Knowledge in Society (1945), ο Χάγιεκ ισχυρίστηκε πως ένας μονοπωλιακός κυβερνητικός θεσμός όπως μια κεντρική τράπεζα δεν μπορεί ούτε να έχει τη σχετική ροή πληροφοριών που θα έπρεπε να ελέγχει την προσφορά του χρήματος ούτε και την ικανότητα να τη χρησιμοποήσει σωστά[68].

Το 1929, ο Lionel Robbins ανέλαβε τα ηνία του London School of Economics (LSE). Πρόθυμος να προωθήσει εναλλακτικές στην κατά τη γνώμη του κοντόφθαλμη προσέγγιση της οικονομικής σκέψης που τότε επικρατούσε στον αγγλόφωνο ακαδημαϊκό κόσμο (με επίκεντρο το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και με πηγή σε μεγάλο βαθμό το έργο του Alfred Marshall), ο Robbins κάλεσε τον Χάγιεκ να γίνει μέλος του διδακτικού προσωπικού του LSE, πράγμα το οποίο έγινε το 1931. Σύμφωνα με τον Nicholas Kaldor, η θεωρία του Χάγιεκ περί της χρονικής δομής του κεφαλαίου και του επιχειρηματικού κύκλου αρχικά «γοήτευσε τον ακαδημαϊκό κόσμο» και φάνηκε να δίνει μια λιγότερο «απλοϊκή και επιφανειακή» εξήγηση για τα μακροοικονομικά από ό,τι η Σχολή του Κέμπριτζ[69].

Επίσης το 1931, ο Χάγιεκ άσκησε κριτική στο Treatise on Money του Κέινς (1930) με το «Στοχασμοί στην καθαρή θεωρία του κ. Κέινς» (Reflections on the pure theory of Mr. J. M. Keynes)[70] και δημοσίευσε τις διαλέξεις του στο LSE με τη μορφή βιβλίου ως Prices and Production[71]. Η ανεργία και οι αδρανείς πόροι είναι, για τον Κέινς, αποτέλεσμα έλλειψης επαρκούς ζήτησης. Για τον Χάγιεκ προέρχονται από προηγούμενο, μη διατηρήσιμο, περιστατικό ύπαρξης εύκολου χρήματος και τεχνητά χαμηλών επιτοκίων.

The economic calculation problem (Το πρόβλημα του οικονομικού υπολογισμού)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Χάγιεκ ήταν από τους κύριους ακαδημαϊκούς επικριτές του κολλεκτιβισμού του 20ού αιώνα. Ο Χάγιεκ ισχυριζόταν ότι όλες οι μορφές του κολλεκτιβισμού (ακόμη και αυτές που θεωρητικά βασίζονται στην εθελοντική συνεργασία) μπορούν να επιτευχθούν μόνο με κάποιας μορφής κεντρική εξουσία. Κατά την άποψη του Χάγιεκ, ο βασικός ρόλος μιας κυβέρνησης θα έπρεπε να είναι η εφαρμογή των νόμων, με όσο το δυνατόν μικρότερη αυθαίρετη παρέμβαση. Στο διάσημο έργο του «Ο Δρόμος προς τη δουλεία» (The Road to Serfdom, 1944) και στις επιστημονικές εργασίες του που ακολούθησαν, ο Χάγιεκ ισχυρίστηκε ότι ο σοσιαλισμός απαιτεί κεντρικό οικονομικό σχεδιασμό και πως ένας τέτοιος σχεδιασμός στη συνέχεια οδηγεί στην απολυταρχία.

Ο Χάγιεκ υποστήριξε ότι η εξουσία για κεντρικό οικονομικό σχεδιασμό θα πρέπει να ενισχυθεί και με εξουσίες που θα έχουν αντίκτυπο και εν τέλει θα ελέγχουν την κοινωνική ζωή, επειδή η γνώση που απαιτείται για τον κεντρικό αυτό σχεδιασμό είναι εγγενώς αποκεντρωμένες και θα πρέπει να τεθούν υπό έλεγχο. Συνεχίζοντας στο προηγούμενο έργο του Λούντβιχ φον Μίζες και άλλων, ο Χάγιεκ επίσης υποστήριζε ότι καθώς σε κεντρικά ελεγχόμενες οικονομίες ένα άτομο ή μια συγκεκριμένη ομάδα ατόμων πρέπει να καθορίσουν την κατανομή των πόρων, αυτοί οι κεντρικοί σχεδιαστές δεν θα έχουν ποτέ αρκετή πληροφόρηση για να ολοκληρώσουν αυτή την κατανομή αποτελεσματικά.

Αυτό το επιχείρημα, που αρχικά τέθηκε από τον Μαξ Βέμπερ, υποστηρίζει ότι η αποτελεσματική ανταλλαγή και χρήση των πόρων μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω του μηχανισμού των τιμών σε ελεύθερες αγορές.

Στο έργο του The Use of Knowledge in Society (1945), ο Χάγιεκ υποστηρίζει πως ο μηχανισμός των τιμών εξυπηρετεί τη διανομή και τον συγχρονισμό της γνώσης που βρίσκεται κατακερματισμένη σε τοπικό και ατομικό επίπεδο, επιτρέποντας στα μέλη της κοινωνίας να επιτύχουν διαφορετικούς, πολύπλοκους σκοπούς μέσω της αρχής μιας αυθόρμητης αυτο-οργάνωσης. Αντιπαράθεσε τη χρήση του μηχανισμού των τιμών με τον κεντρικό σχεδιασμό, επιχειρηματολογώντας ότι ο πρώτος επιτρέπει γρηγορότερη προσαρμογή στις αλλαγές σε συγκεκριμένες περιστάσεις τόπου και χρόνου[72]. Έτσι, έθεσε τις βάσεις για τη μεταγενέστερη θεωρία του Oliver Williamson για την αντίθεση αγορών και ιεραρχιών ως εναλλακτικών μηχανισμών συντονισμού για οικονομικές συναλλαγές[73]. Χρησιμοποίησε τον όρο catallaxy (από το καταλλάσσω: ανταλάσσω, συναλλάσομαι, έρχομαι σε συμβιβασμό) για να περιγράψει ένα «σύστημα αυτο-οργάνωσης και εθελοντικής συνεργασίας». Η ερευνητική δραστηριότητα του Χάγιεκ για αυτή τη θέση του επισημάνθηκε ειδικά στο δελτίο τύπου της Επιτροπής των βραβείων Νόμπελ κατά την απονομή του τίτλου σε αυτόν[48].

Ο Χάγιεκ επίσης έγραψε για τον ρόλο που το κράτος έχει να διαδραματίσει σε μια οικονομία και ειδικότερα τον ρόλο του να δημιουργήσει ένα «δίχτυ ασφάλειας». Έγραφε, «Δεν υπάρχει κανένας λόγος γιατί, σε μια κοινωνία που έχει φτάσει σε ένα γενικό επίπεδο πλούτου, όπως η δική μας, το πρώτο επίπεδο ασφάλειας να μην είναι εγγυημένο για όλους χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την ελευθερία. Αυτό σημαίνει: ένα ελάχιστο επίπεδο τροφής, στέγασης και ένδυσης, ικανό να διατηρήσει την υγεία. Ούτε υπάρχει κανένας λόγος να μην μπορεί το κράτος να οργανώσει ένα συνεκτικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης απέναντι στους πιο κοινούς κινδύνους για τη ζωή, κινδύνους για του οποίους λίγοι μπορούν να έχουν επαρκείς πόρους[74].

Spontaneous order (Αυθόρμητη τάξη)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Χάγιεκ δεν θεωρούσε το ελεύθερο σύστημα τιμών ως ένα συνειδητό εφεύρημα (κάτι, δηλαδή, που μπορεί από πρόθεση να σχεδιαστεί από τον άνθρωπο), αλλά σαν αυθόρμητη τάξη ή με τα δικά του λόγια «αυτό που είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης δράσης αλλά όχι ανθρώπινου σχεδιασμού». Με αυτό τον τρόπο ο Χάγιεκ τοποθετεί τον μηχανισμό των τιμών στο ίδιο επίπεδο όπως, για παράδειγμα, τη γλώσσα.

Ο Χάγιεκ αποδίδει τη γέννηση του πολιτισμού στην έννοια της ατομικής περιουσίας στο βιβλίο με τίτλο The Fatal Conceit (1988). Εξήγησε πως οι ενδείξεις των τιμών είναι το μοναδικό μέσο που δίνει τη δυνατότητα σε κάθε έναν που παίρνει οικονομικές αποφάσεις να επικοινωνήσει με την άρρητη ή τη διεσπαρμένη γνώση με τους άλλους, στοχεύοντας να επιλύσει το πρόβλημα του οικονομικού υπολογισμού.

Investment and choice (Επένδυση και επιλογή)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ίσως περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο οικονομολόγο, ο Χάγιεκ ερεύνησε τη θεωρία της επιλογής ως προς τις επενδύσεις. Εξέτασε την εσωτερική σχέση μεταξύ «μη-διαρκών» προϊόντων και «λανθανόντων» ή δυνητικά οικονομικά «διαρκών» πόρων - σχηματίζοντας τη θεωρία ότι «διαδικασίες που απαιτούν περισσότερο χρόνο προφανώς δεν θα ακολουθηθούν, εκτός αν έχουν μεγαλύτερη απόδοση από εκείνες που απαιτούν λιγότερο χρόνο»[75].

Το έργο του Χάγιεκ στη μικροοικονομία των θεωριών της επιλογής επένδυσης, μη-διαρκών αγαθών, δυνητικά διαρκών πόρων και οικονομικά προσαρμοσμένων διαρκών πόρων σηματοδοτεί τη διάκριση του έργου του στους τομείς της μακροοικονομίας από εκείνα των περισσότερων άλλων οικονομολόγων. Το έργο του Χάγιεκ στα μακροοικονομικά πεδία του κεντρικού σχεδιασμού, της θεωρίας των κύκλων της οικονομίας, της κατανομής της γνώσης και ιδίως της επιχειρηματικής προσαρμογής, διαφέρουν σημαντικά από τις γνώμες των μακροοικονομικών «Μαρσαλιστών» οικονομολόγων της παράδοσης του Κέυνς και των μικροοικονομικών «Βαλρασιστών» οικονομολόγων της παράδοσης του Abba Lerner.

Κοινωνική και πολιτική φιλοσοφία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο δεύτερο μισό της καριέρας του ο Χάγιεκ είχε σειρά συνεισφορών στην κοινωνική και πολιτική φιλοσοφία, οι οποίες βασίστηκαν στις απόψεις του σχετικά με τα όρια της ανθρώπινης γνώσης[76] και στην ιδέα της αυθόρμητης τάξης στους κοινωνικούς θεσμούς. Επιχειρηματολογεί υπέρ μίας κοινωνίας η οποία οργανώνεται γύρω από την αγορά και στην οποία ο κρατικός μηχανισμός χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά (αλλά όχι εντελώς) για την επιβολή της νομικής τάξης (αποτελούμενης από γενικούς/αφηρημένους κανόνες, και όχι συγκεκριμένες εντολές) η οποία είναι απαραίτητη προκειμένου να λειτουργεί μια αγορά που αποτελείται από ελεύθερα άτομα. Οι ιδέες αυτές ήταν επηρεασμένες από μία ηθική φιλοσοφία που προέρχεται από επιστημολογικές ανησυχίες σχετικά με τα εγγενή όρια της ανθρώπινης γνώσης. Ο Χάγιεκ υποστήριζε ότι η ιδανική ατομικιστική, «φιλελεύθερη» πολιτεία του, θα ήταν αυτορυθμιζόμενη σε τέτοιο βαθμό που θα ήταν «μία κοινωνία ή οποία δεν θα βασίζεται για τη λειτουργία της στην αναζήτηση ενάρετων ανδρών για τη διοίκηση της»[77].

Ο Χάγιεκ απέρριπτε την έννοια της «κοινωνικής δικαιοσύνης». Σύγκρινε την αγορά με ένα παιχνίδι για το οποίο «δεν είχε νόημα να αποκαλέσει κανείς το αποτέλεσμα δίκαιο ή άδικο»[78] και υποστήριζε ότι «η κοινωνική δικαιοσύνη είναι μία κενή νοήματος φράση με απροσδιόριστο περιεχόμενο»[79], όπως επίσης ότι «τα αποτελέσματα της προσπάθειας του ατόμου είναι αναγκαστικά απρόβλεπτα και το ερώτημα του κατά πόσον η απορρέουσα διανομή των εισοδημάτων είναι δίκαιη δεν έχει κανένα νόημα»[80]. Θεωρούσε γενικά την αναδιανομή του εισοδήματος και του κεφαλαίου από την κυβέρνηση ως μία απαράδεκτη παραβίαση της ατομικής ελευθερίας: «Από τη στιγμή που θα εισαχθεί ως αρχή η δικαιοσύνη στη διανομή, αυτή δεν θα έχει εκπληρωθεί μέχρις ότου το σύνολο της κοινωνίας να οργανωθεί σύμφωνα με τις επιταγές της. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα ένα είδος κοινωνίας η οποία σε όλες τις ουσιαστικές πτυχές της θα βρίσκονταν στον αντίποδα μίας ελεύθερης κονωνίας»[79].

Αναφορικά με το δίχτυ ασφαλείας, ο Χάγιεκ υποστήριζε ότι «κάποια πρόνοια για εκείνους που απειλούνται από την ένδεια και την πείνα είναι προς το συμφέρον εκείνων οι οποίοι χρειάζονται προστασία από πράξεις απελπισίας από την πλευρά των ενδεών»[81]. Όπως αναφέρεται πιο πάνω στο τμήμα «Το πρόβλημα του οικονομικού υπολογισμού», Ο Χάγιεκ έγραψε ότι «Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο [...] το κράτος δεν θα έπρεπε να βοηθά στην οργάνωση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου κοινωνικής ασφάλισης [...]» Συνοψίζοντας επί αυτού του θέματος, ο Wapshott[82] γράφει «[ο Χάγιεκ] υποστήριζε την υποχρεωτική καθολική περίθαλψη και την ασφάλιση από την ανεργία τις οποίες θα επέβαλε το κράτος, αν δεν τις παρείχε απευθείας». Στο έργο του «Nόμος, Νομοθεσία και Ελευθερία» που εκδόθηκε το 1973, ο Χάγιεκ γράφει:

Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο σε μία ελεύθερη κοινωνία η κυβέρνηση να μην διασφαλίζει σε όλους προστασία από τις στερήσεις με τη μορφή ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος ή ένα επίπεδο διαβίωσης κάτω από το οποίο κανείς να μη χρειάζεται να κατέβει. Η υιοθέτηση ενός είδους ασφάλισης για περιπτώσεις ακραίων αντιξοοτήτων ενδέχεται να λειτουργεί προς το συμφέρον όλων. Μπορεί ακόμη να ειδωθεί ως μία ξεκάθαρη ηθική υποχρέωση του συνόλου να βοηθήσει, στο πλαίσιο της οργανωμένης κοινότητας, εκείνους που δεν μπορούν να βοηθήσουν τους εαυτούς τους. Όσο το οριζόντιο ελάχιστο εισόδημα παρέχεται εκτός της αγοράς, σε όλους όσοι, για κάποιο λόγο, είναι ανήμποροι να βγάλουν τα προς το ζην εντός της αγοράς, αυτό δεν συνεπάγεται ότι θα οδηγήσει σε κάποιον περιορισμό της ελευθερίας ή σε κάποια σύγκρουση με το Κράτος Δικαίου»[83]

Και στο «δρόμο προς τη δουλεία»:

Ούτε υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο το κράτος δεν θα έπρεπε να βοηθά τα άτομα λαμβάνοντας πρόνοια για εκείνους τους κοινούς κινδύνους της ζωής, έναντι των οποίων και εξαιτίας της αβεβαιότητας τους, λίγα άτομα μπορούν να προετοιμαστούν επαρκώς. Στην περίπτωση μίας αρρώστιας ή ενός ατυχήματος, ούτε η επιθυμία να αποφύγει κάποιος τέτοιες συμφορές, ούτε οι προσπάθειες να ξεπεραστούν οι συνέπειες των αποδυναμώνονται κατά κανόνα λόγω της πρόνοιας για βοήθεια. Εν συντομία, στις περιπτώσεις που έχουμε να αντιμετωπίσουμε γνήσια ασφαλίσιμους κινδύνους, η άποψη ότι το κράτος θα πρέπει να βοηθήσει στην οργάνωση ενός ολοκληρωμένου συστήματος κοινωνικής ασφάλιστης έχει ισχυρή βάση[...]. Οπουδήποτε η δράση της κοινότητας μπορεί να απαλύνει τις συνέπειες των καταστροφών εκείνων, από τις οποίες το άτομο ούτε μπορεί δυνητικά να φυλαχθεί ούτε μπορεί να προετοιμαστεί για τις συνέπειες τους, τέτοιου είδους δράσεις θα πρέπει αναμφίβολα να λαμβάνονται»[84].

Φιλοσοφία της επιστήμης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη φιλοσοφία της επιστήμης του Χάγιεκ, η οποία έχει πολλά κοινά με αυτή του καλού του φίλου Καρλ Πόππερ, ο Χάγιεκ άσκησε σκληρή κριτική σε αυτό που ονόμαζε «επιστημονισμό» (scientism): μια λαθεμένη κατανόηση των επιστημονικών μεθόδων που λαθεμένα επιβλήθηκαν στις κοινωνικές επιστήμες, πράγμα που αντίκειται στις πρακτικές της γνήσιας επιστήμης. Συνήθως, ο «επιστημονισμός» αφορά την ανάμειξη της αρχαίας ανάγκης των φιλοσόφων για αποδεικτική δικαιολόγηση με της λαθεμένη άποψη των σχετικιστών ότι όλες οι επιστημονικές εξηγήσεις είναι απλές γραμμικές σχέσεις δύο μεταβλητών. Ο Χάγιεκ σημειώνει ότι το μεγαλύτερο μέρος της επιστήμης αναλώνεται στην εξήγηση πολύπλοκων πολυ-μεταβλητών και μη γραμμικών φαινομένων και η κοινωνική επιστήμη της οικονομίας και μη σχεδιασμένης τάξης είναι συγκρίσιμη με πολύπλοκες επιστήμες όπως η Δαρβινική βιολογία. Αυτές του τις ιδέες αναπτύσσει στο The Counter-Revolution of Science: Studies in the Abuse of Reason (1952), καθώς και σε μεταγενέστερα έργα του της φιλοσοφίας της επιστήμης, όπως το «Βαθμοί Εξήγησης» (Degrees of Explanation) και «Η θεωρία των πολύπλοκων φαινομένων» (The Theory of Complex Phenomena).

Στο έργο του The Sensory Order: An Inquiry into the Foundations of Theoretical Psychology (1952), ο Χάγιεκ ανέπτυξε ένα ανεξάρτητο μοντέλο μάθησης και σκέψης, μια ιδέα που πρωτοσυνέλαβε το 1920, πριν τις σπουδές του στα οικονομικά. Η θεωρία του προσέλκυσε τη συνεχή προσοχή[85][86][87][88] στους τομείς της νευροεπιστήμης, γνωστικής επιστήμης, πληροφορική, επιστήμη της συμπεριφοράς και εξελικτικής ψυχολογίας, από επιστήμονες όπως οι Edelman και Fuster.

Κριτική για τον επιχειρηματικό κύκλο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κέυνς ζήτησε από το φίλο του Piero Sraffa να απαντήσει δημοσίως στην πρόκληση που δημιουργούσε το βιβλίο του Χάγιεκ. Αντί να μορφοποιήσει μια εναλλακτική θεωρία, ο Sraffa επικεντρώθηκε στις λογικές ασυνέπειες του επιχειρήματος του Χάγιεκ, ιδίως στην επίπτωση των «εξαναγκασμένων αποταμιεύσεων» που προκαλούνται από πληθωρισμό στον κεφαλαιακό τομέα, καθώς και σχετικά με τον ορισμό ενός «φυσικού» επιτοκίου σε μια αναπτυσσόμενη οικονομία[89]. Μεταξύ αυτών που αντέδρασαν αρνητικά στο έργο του Χάγιεκ για κύκλους της οικονομίας συγκαταλέγονται οι John Hicks, Frank Knight και Gunnar Myrdal[90]. Ο Kaldor έγραψε αργότερα ότι το Prices and Production του Χάγιεκ είχε παραγάγει μια «αξιοσημείωτη σοδειά κριτικών» και ότι ο συνολικός αριθμός σελίδων σε βρετανικά και αμερικανικά περιοδικά που αφιερώθηκαν σε αυτή τη διαμάχη «δύσκολα θα μπορούσε να συγκριθεί με άλλη οικονομική αντιπαράθεση στο παρελθόν»[69].

Ο Χάγιεκ συνέχισε την έρευνά του στη στη νομισματική θεωρία και τη θεωρία του κεφαλαίου, αναθεωρώντας τις θεωρίες του για τη σχέση μεταξύ πιστωτικών κύκλων και κεφαλαιακής δομής στα έργα του «Κέρδος, τόκος και επενδύσεις» (Profits, Interest and Investment, 1939) και «Καθαρή θεωρία του κεφαλαίου» (The Pure Theory of Capital, 1941), αλλά η φήμη του ως θεωρητικού της οικονομίας έπεσε έκτοτε τόσο πολύ που αυτά του τα έργα σε μεγάλο βαθμό αγνοήθηκαν, εκτός από τις δηκτικές κριτικές του Nicholas Kaldor[69][91]. Ο ίδιος ο Lionel Robbins, ο οποίος είχε ασπαστεί την αυστριακή θεωρία για τον επιχειρηματικό κύκλο στο έργο του The Great Depression (1934), αργότερα μετάνιωσε για το ότι έγραψε αυτό το βιβλίο και αποδέχτηκε πολλά Κευνσιανά αντεπιχειρήματα[92].

Ο Χάγιεκ ποτέ δεν έγραψε την εκτενή ανασκευή της «δυναμικής του κεφαλαίου» που υποσχέθηκε στην «Καθαρή θεωρία του κεφαλαίου». Μετά το 1941, συνέχισε να εκδίδει έργα του στους τομείς της οικονομίας της πληροφορίας, της πολιτικής φιλοσοφίας, της θεωρίας του δικαίου και της ψυχολογίας, αλλά σπάνια στη μακροοικονομία. Στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, ο Χάγιεκ δεν ανήκε στη Σχολή Οικονομικών Επιστημών και δεν επηρέασε την αναγέννηση της νεοκλασικής θεωρίας που έλαβε χώρα εκεί. Το 1974 μοιράστηκε το Νόμπελ οικονομίας με τον Gunnar Myrdal, ο οποίος παραπονέθηκε ότι τον έβαλαν μαζί με έναν «ιδεολόγο». Ο Μίλτον Φρίντμαν χαρακτήρισε τον εαυτό του «μεγάλο θαυμαστή του Χάγιεκ, αλλά όχι για τα οικονομικά του. Πιστεύω πως το «Τιμές και παραγωγή» είναι ένα πολύ ελαττωματικό βιβλίο και το «Καθαρή θεωρία του κεφαλαίου» δεν διαβάζεται καν. Από την άλλη πλευρά, «ο δρόμος προς τη δουλεία» είναι ένα από τα μεγάλα βιβλία της εποχής μας[92].

Κριτική της «Νέας Δεξιάς»

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γάλλος φιλόσοφος Alain de Benoist, ιδρυτής της «Νέας Δεξιάς» (Nouvelle Droite) έγραψε μια σκληρή κριτική για το έργο του Χάγιεκ, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Telos. Σε αυτήν υποστηρίζει ότι οι υποθέσεις του Χάγιεκ σχετικά με την ιδέα της «αυθόρμητης τάξης» είναι ελαττωματικές και η ιδεολογία του σχετικά με την ελεύθερη αγορά έχει αυταρχικές και ολοκληρωτικές επιπτώσεις[93][Χρειάζεται σελίδα].

Απόψεις για τον Πινοσέτ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Χάγιεκ επισκέφτηκε τη Χιλή τη δεκαετία του 1970 και του 1980 κατά τη διάρκεια της Χούντας του στρατηγού Αουγούστο Πινοσέτ και δέχθηκε τον τίτλο του Επίτιμου Προέδρου του Κέντρου Δημοσίων Σπουδών (Centro de Estudios Públicos), του think tank που ίδρυσαν οι οικονομολόγοι που μετασχημάτισαν τη Χιλή σε οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό Corey Robin: «ο Χάγιεκ θαύμαζε τη Χιλή του Πινοσέτ τόσο πολύ που αποφάσισε να πραγματοποιήσει τη συνάντηση της Mont Pelerin Society στη Viña del Mar, ένα παραθαλάσσιο θέρετρο στο οποίο είχε σχεδιαστεί το πραξικόπημα κατά του Αλιέντε. Το 1978 έγραψε στους Times ότι «δεν κατάφερε να βρει ούτε έναν άνθρωπο στην τόσο επικριμένη Χιλή που να μη συμφωνεί ότι οι προσωπικές ελευθερίες ήταν ευρύτερες υπό τον Πινοσέτ από ότι υπό τον Αλιέντε[94]».

Ερωτηθείς από έναν Χιλιανό δημοσιογράφο για τη φιλελεύθερη, μη δημοκρατική διακυβέρνηση (της Δικτατορίας της Χιλής, 1973-1990), ο Χάγιεκ μεταφράζεται από τα Γερμανικά στα Ισπανικά και μετά στα Αγγλικά να έχει πει: «Ως μακροπρόθεσμο θεσμό, είμαι κάθετα αντίθετος στη δικτατορία. Αλλά η δικτατορία μπορεί να είναι ένα απαραίτητο σύστημα σε μια μεταβατική περίοδο. [...] Προσωπικά προτιμώ έναν φιλελεύθερο δικτάτορα από μια μη φιλελεύθερη δημοκρατική κυβέρνηση. Η προσωπική μου εντύπωση – και αυτό ισχύει και για τη Νότια Αμερική – είναι ότι στη Χιλή, για παράδειγμα, θα γίνουμε μάρτυρες μιας μετάβασης από μια δικτατορική σε μια φιλελεύθερη κυβέρνηση[95][96]».

Ο Χάγιεκ, φυσικά, έζησε τα νεανικά του χρόνια υπό τη σχετικά φιλελεύθερη, αλλά μη δημοκρατική, διακυβέρνηση της Αυστρο-Ουγγρικής Αυτοκρατορίας, και είχε δει τη δημοκρατία να παρακμάζει σε μια αυταρχική τυραννία σε μια σειρά από κράτη της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης.

Ο Χάγιεκ συνέστησε στη Μάργκαρετ Θάτσερ φιλελεύθερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις όπως αυτές της Χιλής για την Κεϋνσιανή οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου[97].

Επιρροή και αναγνώριση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιρροή του Χάγιεκ στην ανάπτυξη των οικονομικών είναι ευρέως αποδεκτή. Ο Χάγιεκ είναι κατά σειρά ο δεύτερος οικονομολόγος με τις περισσότερες παραπομπές[εκκρεμεί παραπομπή] (μετά τον Κένεθ Άροου) στις διαλέξεις κατά την απονομή των Βραβείων Νόμπελ μεταξύ των οικονομολόγων που το έχουν λάβει, πράγμα το οποίο οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η προσέγγισή του ήταν επικριτική στον τομέα των ορθόδοξων οικονομικών και της νέο-κλασσικής μοντελοποίησης. Ένας αριθμός από Νομπελίστες, όπως οι Βερνόν Σμιθ και Χέρμπερτ Σάιμον, αναγνωρίζουν τον Χάγιεκ ως τον σπουδαιότερο σύγχρονο οικονομολόγο[εκκρεμεί παραπομπή]. Ένας άλλος Νομπελίστας, ο Paul Samuelson, πίστευε ότι ο Χάγιεκ άξιζε το βραβείο αλλά παρ' όλα αυτά ισχυρίστηκε ότι «υπήρχαν σοβαροί ιστορικοί λόγοι για τη λησμονιά του Χάγιεκ από την επικρατούσα τάση στην αδελφότητα των οικονομολόγων κατά το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Το 1931, το έργο του Χάγιεκ «Τιμές και Παραγωγή» (Prices and Production) έγινε μεγάλη επιτυχία για πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Εκ των υστέρων μπορούμε να πούμε ότι οι ασυναρτησίες αυτές (mumbo-jumbo) για την περίοδο παραγωγής παρερμήνευσαν κατάφορα τα μακροοικονομικά της περιόδου 1927-1931 (και του 1931-2007)»[98]. Παρά αυτό το σχόλιο, ο Samuelson αφιέρωσε τα τελευταία 50 χρόνια της ζωής του στην εμμονή του με τα προβλήματα της θεωρίας του κεφαλαίου (capital theory) που προσδιορίστηκαν από τον Χάγιεκ και τον Böhm-Bawerk, και ο Samuelson έκρινε ξεκάθαρα ότι ο Χάγιεκ είχε δίκιο, και ότι ο δικός του δάσκαλος Γιόζεφ Σουμπέτερ (Joseph Schumpeter) είχε άδικο, στο βασικό οικονομικό θέμα του 20ου αιώνα, την εφικτότητα του σοσιαλιστικού οικονομικού σχεδιασμού σε μια οικονομία που κυριαρχείται από την παραγωγή προϊόντων[99].

Αναγνωρίζεται ευρέως ότι ο Χάγιεκ εισήγαγε πρώτος τη διάσταση του χρόνου στον υπολογισμό του σημείου ισορροπίας και έπαιξε βασικό ρόλο στη δημιουργία του πεδίου της θεωρίας της ανάπτυξης (growth theory), των οικονομικών της πληροφορίας (information economics) και της θεωρίας της αυθόρμητης τάξης (theory of spontaneous order). Τα «άτυπα» οικονομικά που παρουσίασε ο Μίλτον Φρίντμαν στο ιδιαίτερα δημοφιλές και με μεγάλη επιρροή έργο του Free to Choose (1980), είναι καθαρά Χαγιεκικού χαρακτήρα στην προσέγγιση του συστήματος τιμών ως ενός συστήματος μετάδοσης και συντονισμού γνώσης. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι ο Φρίντμαν δίδασκε τη διάσημη επιστημονική εργασία του Χάγιεκ «Η Χρήση της Πληροφορίας στην Κοινωνία» (The Use of Knowledge in Society, 1945) στα μεταπτυχιακά του μαθήματα.

Το 1944 ο Χάγιεκ εξελέγη μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας[100], μετά από πρόταση του Κέυνς[101].

Ο οικονομολόγος και τέως Πρόεδρος του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ Λόρενς Σάμερς εξηγεί τη σημασία του Χάγιεκ για τα σύγχρονα οικονομικά: «Ποιο είναι το σημαντικότερο θέμα που μπορεί κάποιος να διδαχθεί σε ένα μάθημα οικονομικών σήμερα; Αυτό που προσπάθησα να μεταδώσω στους φοιτητές μου είναι η πεποίθηση ότι το αόρατο χέρι είναι πιο ισχυρό από το ορατό χέρι. Τα πράγματα συμβαίνουν σε καλά οργανωμένες προσπάθειες χωρίς καθοδήγηση, ελέγχους και σχέδια. Σε αυτό συμφωνούν οι οικονομολόγοι. Αυτή είναι η κληρονομιά του Χάγιεκ»[102].

Με τον ερχομό του 1947, ο Χάγιεκ ήταν ένας από τους οργανωτές της Mont Pelerin Society, μιας ομάδας κλασικών φιλελεύθερων που προσπαθούσαν να αντιταχθούν σε αυτό που θεωρούσαν σοσιαλισμό σε διάφορους τομείς. Έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στην ίδρυση του Institute of Economic Affairs, ενός think tank για την ελευθερία των αγορών που ενέπνευσε το Θατσερισμό. Ήταν επίσης μέλος της Philadelphia Society[103].

Ο Χάγιεκ είχε μια μακροχρόνια και στενή φιλία με τον, επίσης Βιεννέζο, φιλόσοφο Καρλ Πόπερ. Σε ένα γράμμα του προς τον Χάγιεκ το 1944, ο Πόπερ σημειώνει: «Πιστεύω ότι έχω μάθει από εσένα περισσότερα από οποιονδήποτε άλλο εν ζωή στοχαστή, εκτός ίσως από τον Άλφρεντ Τάρσκι» (Hacohen, 2000). Ο Πόπερ αφιέρωσε το έργο του "Conjectures and Refutations" στο Χάγιεκ. Από την πλευρά του ο Χάγιεκ αφιέρωσε μια σειρά από εργασίες (Studies in Philosophy, Politics, and Economics) στον Πόπερ και το 1982 δήλωσε ότι «από τότε που το έργο του Logik der Forschung εκδόθηκε το 1934, είμαι οπαδός της γενικής του θεωρίας για τη μεθοδολογία (general theory of methodology)[104]. Ο Πόπερ επίσης συμμετείχε στην εναρκτήρια συνεδρίαση της Mont Pelerin Society. Η φιλία και η αλληλοεκτίμηση, όμως, δεν αλλάζει το γεγονός ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ιδεών τους.[105]

Ο Χάγιεκ διαδραμάτισε επίσης κεντρικό ρόλο στην πνευματική εξέλιξη του Μίλτον Φρίντμαν, ο οποίος έγραψε: «Το ενδιαφέρον μου για τη δημόσια διοίκηση και την πολιτική φιλοσοφία ήταν μάλλον περιστασιακό πριν ξεκινήσω να διδάσκω στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Ανεπίσημες συζητήσεις με συναδέλφους και φίλους μου μου κέντρισαν το ενδιαφέρον, που ενισχύθηκε από το δυνατό βιβλίο του Φρίντριχ Χάγιεκ The Road to Serfdom, με τη συμμετοχή μου στην πρώτη συνεδρίαση της Mont Pelerin Society το 1947, και από συζητήσεις με τον Χάγιεκ αφότου έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο το 1950. Επιπλέον, ο Χάγιεκ προσέλκυσε μια εξαιρετικά ικανή ομάδα φοιτητών που ήταν προσηλωμένοι στη φιλελεύθερη ιδεολογία. Ξεκίνησαν μια φοιτητική έκδοση, την The New Individualist Review, που ήταν το καλύτερο φιλελεύθερο περιοδικό επί σειρά ετών. Υπηρέτησα σα σύμβουλος του περιοδικού και δημοσίευσα μια σειρά άρθρων σε αυτό ...[106]».

Ο Χάγιεκ οφείλει το μεγαλύτερο πνευματικό χρέος στον Καρλ Μένγκερ, που ανέπτυξε μια προσέγγιση για την κοινωνική ανάλυση παρόμοια με αυτή που ανέπτυξε στην Αγγλία ο Μπέρναρντ Μάντεβιλ και οι Σκωτσέζοι ηθικοί φιλόσοφοι του Σκωτικού Διαφωτισμού. Είχε ευρεία επίδραση στα σύγχρονα οικονομικά, την πολιτική, τη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία, την ψυχολογία και την ανθρωπολογία. Για παράδειγμα, η ανάλυση του Χάγιεκ για την αλήθεια, το ψεύδος και τη χρήση της γλώσσας στο έργο του «Ο δρόμος προς τη δουλεία» (1944) επηρέασαν ορισμένους πιο μεταγενέστερους αντιπάλους του μεταμοντερνισμού[107].

Ο Χάγιεκ και ο συντηρητισμός

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ενδιαφέρον για το έργο του Χάγιεκ αναζωπυρώθηκε στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 με την άνοδο συντηρητικών κυβερνήσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και τον Καναδά. Η Μάργκαρετ Θάτσερ, μετά τη νίκη της στις γενικές εκλογές του Ηνωμένου Βασιλείου του 1979, τοποθέτησε τον Κιθ Τζόζεφ (Keith Joseph), διευθυντή του Χαγιεκιανού Κέντρου Μελετών Πολιτικής (Hayekian Centre for Policy Studies) ως Υπουργό Βιομηχανίας, σε μια προσπάθεια να δώσει νέα κατεύθυνση στις οικονομικές στρατηγικές του κοινοβουλίου. Ομοίως, ο Ντέιβιντ Στόκμαν (David Stockman), ο αξιωματούχος του οικονομικού επιτελείου του Ρόναλντ Ρήγκαν το 1981 με τη μεγαλύτερη επιρροή, ήταν γνωστός οπαδός των ιδεών του Χάγιεκ[108].

Ο Χάγιεκ έγραψε ένα δοκίμιο με τίτλο «Γιατί δεν είμαι Συντηρητικός» (Why I Am Not a Conservative)[109] που περιλαμβάνεται ως επίλογος του Συντάγματος της Δημοκρατίας, στο οποίο επικρίνει τον συντηρητισμό για την αδυναμία του να προσαρμόζεται στις αλλαγές των δεδομένων της ζωής των ανθρώπων και να προσφέρει ένα θετικό πολιτικό πρόγραμμα, επισημαίνοντας πως «Ή αξία του συντηρητισμού προσδιορίζεται από την αξία αυτού που συντηρεί» (Conservatism is only as good as what it conserves). Αν και αναγνώριζε ότι ο σύγχρονος συντηρητισμός έχει πολλές κοινές θέσεις ως προς τα οικονομικά με τους κλασικούς φιλελεύθερους, και ιδίως ως προς την κοινή πίστη των δύο ρευμάτων στην ελεύθερη αγορά, ο Χάγιεκ πίστευε ότι ο συντηρητισμός υποστηρίζει την ελεύθερη αγορά γιατί θέλει να «μένει ακίνητος», ενώ ο φιλελευθερισμός την υποστηρίζει γιατί «θέλει κάπου να πάει». Ο Χάγιεκ αυτοπροσδιοριζόταν ως κλασικός φιλελεύθερος, αλλά επισήμαινε ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ήδη αδύνατο να χρησιμοποιήσει κανείς τον όρο «φιλελεύθερος» με την αρχική του σημασία και στη θέση του χρησιμοποιούταν ο όρος «libertarian».[εκκρεμεί παραπομπή]

Πάντως, ο Χάγιεκ έβρισκε τον τελευταίο αυτόν όρο «εξαιρετικά απωθητικό» και πρότεινε στη θέση του τον όρο «Παλαιός Ουίγος» (Old Whig) - μία φράση που δανείστηκε από τον Εντμουντ Μπερκ (Edmund Burke). Προς το τέλος της ζωής του είπε «Γίνομαι ένας Μπερκιανός Ουίγος» (I am becoming a Burkean Whig). Πάντως ο Ουιγισμός ως πολιτικό δόγμα δεν ήταν ιδιαίτερα φιλικός προς την κλασική πολιτική οικονομία, στην οποία πίστευε με θέρμη η Σχολή του Μάντσεστερ και ο Γουίλιαμ Γκλάντστοουν[110]. Το δοκίμιο αυτό του Χάγιεκ ενέπνευσε και άλλους φιλελεύθερους οικονομολόγους που ήθελαν να διαχωρίσουν τη θέση τους από τους συντηρητικούς στοχαστές, όπως για παράδειγμα τον Τζέημς Ο. Μπιουκάναν (James W. Buchanan), ο οποίος έγραψε το δοκίμιο «Why I, Too, Am Not a Conservative: The Normative Vision of Classical Liberalism» (Γιατί ούτε εγώ δεν είμαι Συντηρητικός: Το Κανονιστικό Όραμα του Κλασικού Φιλελευθερισμού).[εκκρεμεί παραπομπή]

Ένας συνήθης, σε μεγάλο μέρος του κόσμου, όρος για τις θέσεις που εξέφραζε ο Χάγιεκ είναι ο «νεοφιλελευθερισμός». Ένας Βρετανός μελετητής, ο Σάμιουελ Μπρίταν (Samuel Brittan), συμπέρανε το 2010 πως «Το βιβλίο του Χάγιεκ [το Σύνταγμα της Ελευθερίας] πιθανότατα παραμένει ακόμη και σήμερα η πιο ολοκληρωμένη έκθεση των βασικών ιδεών της μετριοπαθούς φιλοσοφίας της ελεύθερης αγοράς που ασπάζονται οι νεοφιλελεύθεροι»[111]. Ο Μπρίταν προσθέτει πως, μολονότι ο Πλαντ (Raymond Plant) (2009) εντέλει αντιτίθεται στις ιδέες του Χάγιεκ, παρέχει για το Σύνταγμα της Ελευθερίας μια «περιεκτικότερη και πιο δίκαιη ανάλυση, ακόμα και από αυτές που έγιναν από αυτοπροσδιοριζόμενους ως υποστηρικτές του έργου»[111].

Ο Βρετανός αναλυτής πολιτικής Μάντσεν Πίρι (Madsen Pirie), στο άρθρο του με τίτλο «Why F A Hayek is a Conservative»[112] (Γιατί ο Χάγιεκ είναι Συντηρητικός), πιστεύει ότι ο Χάγιεκ κάνει λάθος ως προς τη φύση της συντηρητικής οπτικής. Ο Πίρι υποστηρίζει ότι οι συντηρητικοί δεν αντιτίθεται στην αλλαγή αλλά – όπως και ο ίδιος ο Χάγιεκ – αντιτίθενται έντονα σε εκείνη την αλλαγή που επιβάλλεται στην κοινωνική τάξη από φορείς εξουσίας που νομίζουν ότι ξέρουν πώς να διοικούν καλύτερα τα πράγματα. Οι συντηρητικοί, κατά τον Πίρι, θέλουν να αφήσουν την αγορά να λειτουργεί ομαλά και να της δώσουν την ελευθερία να αλλάζει και να αναπτύσσεται - αυτή είναι μια οπτική που ο Χάγιεκ μοιράζεται με τους συντηρητικούς.

Τον Αύγουστο του 1926, ο Χάγιεκ παντρεύτηκε την Έλεν Μπέρτα Μαρία φον Φριτς (Helen Berta Maria von Fritsch), η οποία εργαζόταν ως γραμματέας σε γραφείο όπου εργαζόταν και ο Χάγιεκ. Απέκτησαν μαζί δύο παιδιά[113]. Τον Ιούλιο του 1950 πήρε διαζύγιο από την Έλεν και λίγες βδομάδες αργότερα παντρεύτηκε την Έλεν Μπίτερλιχ (Helene Bitterlich)[114], αφού μετακόμισε στην Πολιτεία του Αρκάνσας, προκειμένου να επωφεληθεί των ευνοϊκότερων νόμων περί διαζυγίου[115].

Κληρονομιά και τιμητικές διακρίσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο τάφος του Φρίντριχ Χάγιεκ στο νεκροταφείο Neustift am Wald της Βιέννης

Ακόμη και μετά το θάνατό του, η πνευματική παρουσία του Χάγιεκ παραμένει αξιοσημείωτη, ιδίως στα Πανεπιστήμια στα οποία δίδαξε: το London School of Economics, το Πανεπιστήμιο του Σικάγου και το Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ. Πολλά αφιερώματα προέκυψαν, πολλά από αυτά μετά θάνατον:

  • Το 1993 ιδρύθηκε στην Αυστρία τον Ιστιτούτο Χάγιεκ (F. A. v. Hayek Institute) για να τιμήσει τη δουλειά του Χάγιεκ και να διαδώσει τις ιδέες της Αυστριακής Σχολή Οικονομικής Σκέψης.[116]
  • Το 1996 δημιουργήθηκε στο London School of Economics η Hayek Society, ένας όμιλος προς τιμήν του.
  • Στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, η Φιλελεύθερη Εταιρία της Οξφόρδης ήταν παλαιότερα γνωστή ως «Όμιλος Χάγιεκ»[εκκρεμεί παραπομπή]
  • Το Ινστιτούτο Κάτο (Cato Institute) έδωσε σε ένα αμφιθέατρό του το όνομα του Χάγιεκ, ο οποίος υπήρξε διακεκριμένος συνεργάτης του ινστιτούτου τα τελευταία του χρόνια.
  • Επίσης, αμφιθέατρο της Σχολής Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Francisco Marroquín στη Γουατεμάλα φέρει το όνομά του.
  • Το Ταμείο Μελετητών Χάγιεκ (The Hayek Fund for Scholars)[117] του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Σπουδών παρέχει οικονομικά βραβεία σε ακαδημαϊκές δραστηριότητες μεταπτυχιακών φοιτητών και μη μόνιμου διδακτικού προσωπικού.
  • Το Ινστιτούτο Μίζες (Ludwig von Mises Institute) διοργανώνει μια διάλεξη με το όνομα του Χάγιεκ κάθε χρόνο στα πλαίσια του Συνεδρίου Αυστριακών Συνεργατών του και καλεί διακεκριμένους ακαδημαϊκούς να μιλήσουν για θέματα σχετικά με τη συμβολή του Χάγιεκ στην Αυστριακή Σχολή Οικονομικής Σκέψης.
  • Το Πανεπιστήμιο George Mason δίνει ένα Βραβείο Χάγιεκ σε εργασίες με οικονομικό αντικείμενο.
  • Η Εταιρία Mont Pelerin διοργανώνει ανά τετραετία έναν Διαγωνισμό Χάγιεκ για τη συγγραφή οικονομικής εργασίας.
  • Ο Χάγιεκ απέκτησε τιμητικά πτυχία των Πανεπιστημίων Rikkyo, Βιέννης και Σάλτσμπουργκ.
  • Υπάρχει Εταιρια Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου Χάγιεκ: The Hayek Fund[118], το οποίο επενδύσει σε εταιρίες που υποστηρίζουν οικονομικά οργανισμούς που προωθούν τις ιδέες της ανοικτής αγοράς.
  • 1974: Αυστριακό Παράσημο Επιστημών και Τεχνών
  • 1974: Βραβείο Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών (Σουηδία)
  • 1977: Παράσημο Αξίας Επιστήμης και Τέχνης (Pour le Mérite for Science and Art) (Γερμανία)
  • 1983: Τιμητικός Κύκλος της Βιέννης
  • 1984: Πρύτανης επί τιμή της Σχολής Διοίκησης Επιχειρήσεων Otto Beisheim
  • 1984: Παράσημο της Αξίας (Order of the Companions of Honour) (Ηνωμένο Βασίλειο)
  • 1990: Μεγάλος Χρυσός Σταυρός για τις υπηρεσίες στη Δημοκρατία της Αυστρίας[119]
  • 1991: Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας (Presidential Medal of Freedom (ΗΠΑ)

Επιλεγμένη εργογραφία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Νομισματική θεωρία και οικονομικός κύκλος (Monetary Theory and the Trade Cycle, 1929)[120]
  • Τιμές και παραγωγή (Prices and Production), 1931[121]
  • Νομισματικός εθνικισμός και διεθνής σταθερότητα (Monetary Nationalism and International Stability), 1937[122]
  • Κέρδος, τόκος και επενδύσεις (Profits, Interest and Investment: And other essays on the theory of industrial fluctuations), 1939[123]
  • Καθαρή θεωρία του κεφαλαίου (The Pure Theory of Capital), 1941, ISBN 978-0-226-32099-1[124]
  • Ο δρόμος προς τη δουλεία (The Road to Serfdom), 1944, ISBN 978-0-226-32055-7
  • Ο δρόμος προς τη δουλεία έκδ. (ΚΠΕΕ)(Κέντρο Πολιτικής Ερεύνης και Επιμορφώσεως), 1985, Πρόλογος - επιμ. Γιάννης Λούλης.
  • Ατομισμός και οικονομική τάξη (Individualism and Economic Order), 1948, ISBN 978-0-226-32093-9[125]
  • Η μετάδοση των ιδανικών της οικονομικής ελευθερίας (The Transmission of the Ideals of Economic Freedom), 1951
  • Η αντεπανάσταση της επιστήμης (The Counter-revolution of Science: Studies on the Abuse of Reason), 1952, ISBN 978-0-913966-67-9
  • Το Σύνταγμα της Ελευθερίας (The Constitution of Liberty), 1960, ...: The Definitive Edition, 2011. Description and preview (Αγγλικά).
  • Μελέτες στη φιλοσοφία, στην πολιτική και στην οικονομία (Studies in Philosophy, Politics and Economics), 1967, ISBN 978-0-226-32085-4
  • Νόμος, Νομοθεσία και Ελευθερία (Law, Legislation and Liberty), 3 τόμοι
Τόμος I. Κανόνες και Τάξη (Rules and Order), 1973[126]
Τόμος II. Η οφθαλμαπάτη της Κοινωνικής Δικαιοσύνης (The Mirage of Social Justice), 1976[127]
Τόμος III. Η πολιτική τάξη ενός ελεύθερου λαού (The Political Order of a Free People), 1979[128]
  • Η μοιραία αλαζονεία: τα λάθη του Σοσιαλισμού (The Fatal Conceit: The Errors of Socialism), 1988. Σημ.: Ο συγγραφέας αμφισβητείται.[129] Το βιβλίο, στη μορφή που δημοσιεύτηκε, ενδέχεται να έχει γραφτεί εξ ολοκλήρου από τον εκδότη του William W. Bartley και όχι από τον Χάγιεκ.[130]

Βιβλιογραφία στα ελληνικά

  • Ο δρόμος προς τη δουλεία (The Road to Serfdom), Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2013, ISBN 978-960-569-019-9
  • Το Σύνταγμα της ελευθερίας (The Constitution of Liberty), Εκδόσεις Καστανιώτη / Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής, 2008, ISBN 978-960-03-4840-8
  1. 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 9  Απριλίου 2014.
  2. 2,0 2,1 2,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 119070534. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. 3,0 3,1 (Αγγλικά) SNAC. w6988xvs. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. 4,0 4,1 Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. jn19990003268. Ανακτήθηκε στις 1  Μαρτίου 2022.
  5. 5,0 5,1 CONOR.SI. 10766179.
  6. 6,0 6,1 6,2 The Fine Art Archive. 81100. Ανακτήθηκε στις 1  Απριλίου 2021.
  7. «The Planners and the Planned». The Planners and the Planned. Δεκέμβριος 2013. σελ. 445-460.
  8. «Debating … Bad language in criminal justice?». Debating … Bad language in criminal justice?. Δεκέμβριος 2010. σελ. 29-34.
  9. friedrich-august-von-hayek.
  10. «The Sveriges Riksbank Prize in Economic Sciences in Memory of Alfred Nobel 1974». (Αγγλικά) nobelprize.org. Ίδρυμα Νόμπελ. Ανακτήθηκε στις 30  Ιανουαρίου 2021.
  11. www.econometricsociety.org/society/organization-and-governance/fellows/memoriam. Ανακτήθηκε στις 6  Απριλίου 2023.
  12. Ανακτήθηκε στις 21  Σεπτεμβρίου 2021.
  13. Η θετή κόρη του, Έσκα Χάγιεκ, δήλωσε στην εκπομπή του BBC "Masters of Money" ότι «επέλεξε να είναι Βρετανός» (επεισόδιο 2, 16 Οκτωβρίου 2012)
  14. Steven Pressman (2006). Fifty major economists (2η έκδοση). Routledge. σελίδες 8. 
  15. "[He was] almost certainly the most consequential thinker of the mainstream political right in the twentieth century. It is just possible that he was the most consequential twentieth century political thinker, right or left, period." Edward Feser (2006). «Εισαγωγή». "The Cambridge Companion to Hayek". Cambridge University Press. 
  16. Skarbek, David (Μάρτιος 2009). «F. A. Hayek's Influence on Nobel Prize Winners». Review of Austrian Economics 22 (1). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-07-27. https://web.archive.org/web/20110727055703/http://www.davidskarbek.com/uploads/HayeksInfluence.pdf. Ανακτήθηκε στις 2013-04-06. 
  17. Friedrich Hayek (1978). New Studies in Philosophy, Politics, Economics and the History of Ideas. University of Chicago Press. ISBN 9780226320694. 
  18. Alan O. Ebenstein (2003). Friedrich Hayek: A biography. University of Chicago Press. σελίδες 305. 
  19. George H. W. Bush (18 Νοεμβρίου 1991). «Remarks on Presenting the Presidential Medal of Freedom Awards». bushlibrary.tamu.edu. Ανακτήθηκε στις 11 Μαΐου 2013. [νεκρός σύνδεσμος]
  20. 20,0 20,1 Arrow, Kenneth J., B. Douglas Bernheim, Martin S. Feldstein, Daniel L. McFadden, James M. Poterba, and Robert M. Solow (2011). «100 Years of the American Economic Review: The Top 20 Articles». American Economic Review 101 (1). 
  21. Genealogisches Taschenbuch der Adeligen Häuser Österreichs. Otto Maass' Söhne. 1905. σελ. 301. 
  22. Alan O. Ebenstein (2003). Friedrich Hayek: A biography. University of Chicago Press. σελίδες 245. 
  23. Friedrich August Hayek (1994). Hayek on Hayek: an autobiographical dialogue. Routledge. σελίδες 51. 
  24. Brian McGuinness (2005). Young Ludwig: Wittgenstein's life, 1889–1921. Oxford University Press. σελ. 12. 
  25. «UCLA Oral History 1978 Interviews with Friedrich Hayek, σελ. 32–38». Archive.org. 10 Μαρτίου 2001. Ανακτήθηκε στις 28 Μαρτίου 2013. 
  26. David Gordon (8 Μαΐου 2009). «Friedrich Hayek as a Teacher». mises.org. Ανακτήθηκε στις 7 Ιουνίου 2013. 
  27. «Commanding Heights : Episode 1 | on PBS». Pbs.org. 24 Οκτωβρίου 1929. Ανακτήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2011. 
  28. Peter Kurrild-Klitgaard (2003). «The Viennese Connection: Alfred Schutz and the Austrian School». The Quarterly Journal of Austrian Economics 6 (2): 35-67. http://mises.org/journals/qjae/pdf/qjae6_2_2.pdf. 
  29. T.E.Gregory, F.A.von Hayek, A.Plant, L.Robbins (19 Οκτωβρίου 1932). «Letters to the editor». The Times: σελ. 10. http://thinkmarkets.files.wordpress.com/2010/06/keynes-hayek-1932-cambridgelse.pdf. Ανακτήθηκε στις 7 Ιουνίου 2013. 
  30. Malcolm Perrine McNair, Richard Stockton Meriam (1941). Problems in business economics. McGraw-Hill. σελίδες 504. 
  31. Galbraith, J. K. (1991). «Nicholas Kaldor Remembered». Nicholas Kaldor and Mainstream Economics: Confrontation or Convergence?. New York: St. Martin's Press. ISBN 0312053568. 
  32. «Sir Arthur Lewis Autobiography». Nobelprize.org. Ανακτήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2011. 
  33. Ebenstein, Alan (2001). Friedrich Hayek: a biography (1st έκδοση). Palgrave, New York: University Of Chicago Press. σελίδες 62, 248, 284. ISBN 9780312233440. 
  34. «Interview with David Rockefeller». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Ιουλίου 2009. Ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2013. 
  35. Ebenstein, Alan (2001). Friedrich Hayek: a biography (1st έκδοση). Palgrave, New York: University Of Chicago Press. σελίδες 116. ISBN 9780312233440. 
  36. Ebenstein, Alan (2001). Friedrich Hayek: a biography (1st έκδοση). Palgrave, New York: University Of Chicago Press. σελίδες 128. ISBN 9780312233440. 
  37. A. J. Tebble (2010). F.A. Hayek. Continuum International Publishing Group. σελ. 8. 
  38. 38,0 38,1 Block, Walter (1996). «Hayek's Road to Serfdom». Journal of Libertarian Studies (Center for Libertarian Studies) 12 (2): 339–365. http://mises.org/journals/jls/12_2/12_2_6.pdf. Ανακτήθηκε στις 2010-02-17. 
  39. Hayek (2007). The Road to Serfdom: Text and Documents. University Chicago Press. σελίδες 71. 
  40. Βιβλιονέτ/Εθνικό Κέντρο Βιβλίου
  41. F. A. Hayek (2008). Hayek On Hayek: An Autobiographical Dialogue. Liberty Fund. σελίδες 128. 
  42. Screpanti Zamani, Ernesto Stefano (2005). An Outline of the History of Economic Thought. Oxford. σελ. 498. 
  43. Ebenstein, Alan (2001). Friedrich Hayek: a biography (1st έκδοση). Palgrave, New York: University Of Chicago Press. σελίδες 195. ISBN 9780312233440. 
  44. F. A. Hayek (1960). The Constitution of Liberty. Routledge & Kegan Paul. σελ. 11. 
  45. Ebenstein, Alan (2001). Friedrich Hayek: a biography (1st έκδοση). Palgrave, New York: University Of Chicago Press. σελίδες 203. ISBN 9780312233440. 
  46. Ebenstein, Alan (2001). Friedrich Hayek: a biography (1st έκδοση). Palgrave, New York: University Of Chicago Press. σελίδες 218. ISBN 9780312233440. 
  47. Ebenstein, Alan (2001). Friedrich Hayek: a biography (1st έκδοση). Palgrave, New York: University Of Chicago Press. σελίδες 254. ISBN 9780312233440. 
  48. 48,0 48,1 «Ολόκληρη η ανακοίνωση τύπου του βραβείου Νόμπελ Οικονομίας το 1974». Nobelprize.org. 9 Οκτωβρίου 1974. Ανακτήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2011. (Αγγλικά)
  49. 49,0 49,1 Ebenstein, Alan (2001). Friedrich Hayek: a biography (1st έκδοση). Palgrave, New York: University Of Chicago Press. σελίδες 263. ISBN 9780312233440. 
  50. «Friedrich August von Hayek – Banquet Speech». Nobelprize.org. 10 Δεκεμβρίου 1974. Ανακτήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2011. 
  51. Ebenstein, Alan (2001). Friedrich Hayek: a biography (1st έκδοση). Palgrave, New York: University Of Chicago Press. σελίδες 261. ISBN 9780312233440. 
  52. F.A.Hayek (1990). Denationalization of Money (PDF). The Institute of Economic Affairs. 
  53. «Δεν υπάρχει δικαιολόγηση στην ιστορία για το σημερινό καθεστώς του κυβερνητικού μονοπωλίου στην έκδοση χρήματος. Ποτέ δεν προτάθηκε κάτι τέτοιο με το αιτιολογικό ότι η Κυβέρνηση θα μας έδινε καλύτερο χρήμα από οποιονδήποτε άλλον» (There is no justification in history for the existing position of a government monopoly of issuing money. It has never been proposed on the ground that government will give us better money than anybody else could.)
  54. Richard Cockett (1995). Thinking the Unthinkable. Think-Tanks and the Economic Counter-Revolution, 1931–1983. Fontana. σελίδες 174–176. 
  55. John Ranelagh (1992). «Κεφάλαιο 7». Thatcher's People: An Insider's Account of the Politics, the Power, and the Personalities. Fontana. σελίδες 9. 
  56. «Letters to the Editor: Liberal pact with Labour». The Times: σελ. 15. 31 Μαρτίου 1977. https://archive.org/details/sim_los-angeles-times_1977-03-31_96/page/15. 
  57. «Letters to the Editor: Liberal pact with Labour». The Times: σελ. 15. 2 Απριλίου 1977. https://archive.org/details/sim_los-angeles-times_1977-04-02_96/page/15. 
  58. «Letters to the Editor: Liberal pact with Labour». The Times: σελ. 13. 13 Απριλίου 1977. 
  59. «Letters to the Editor: Liberal pact with Labour». The Times: σελ. 15. 11 Ιουλίου 1978. https://archive.org/details/sim_los-angeles-times_los-angeles-times_1978-07-11_97/page/15. 
  60. Martin Anderson (1988). Revolution. Harcourt Brace Jovanovich. σελίδες 164. 
  61. Andrzy Walicki (1988). «Κεφάλαιο 7». Liberalism in Poland. Critical Review. σελ. 9. 
  62. Vaclav Klaus (1990). No Third Way Out: Creating a Capitalist Czechoslovakia. Reason. σελίδες 28–31. 
  63. «CATO INSTITUTE BOOK FORUM – FRIEDRICH HAYEK: A BIOGRAPHY» (PDF). 8 Μαΐου 2001. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 14 Μαρτίου 2003. Ανακτήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2011. 
  64. Ebenstein, Alan (2001). Friedrich Hayek: a biography (1st έκδοση). Palgrave, New York: University Of Chicago Press. σελίδες 301. ISBN 9780312233440. 
  65. 65,0 65,1 Ebenstein, Alan (2001). Friedrich Hayek: a biography. Palgrave, New York: University Of Chicago Press. σελίδες 305. ISBN 9780312233440. 
  66. Ebenstein, Alan (2003). Friedrich Hayek: a biography. Palgrave, New York: University Of Chicago Press. σελίδες 317. ISBN 9780312233440. 
  67. Heinz D. Kurz και Neri Salvadori (2000). «Piero Sraffa's contributions to economics, The collaboration with Keynes and the controversy with Hayek». Critical Essays on Piero Sraffa's Legacy in Economics. H. D. Kurz, Cambridge University Press. σελίδες 3–24. ISBN 9780521580892. 
  68. Hayek, Friedrich (1989). The Collected Works of F.A. Hayek. University of Chicago Press. σελ. 202. ISBN 9780226320977. 
  69. 69,0 69,1 69,2 Nicholas Kaldor (1942). «Professor Hayek and the Concertina-Effect». Economica 9 (36): 359–382. doi:10.2307/2550326. 
  70. F.A.Hayek (1931). «Reflection on the pure theory of money of Mr. J. M. Keynes». Economica: 270-295. http://mises.org/daily/2474. 
  71. F.A.Hayek (1931). Prices and Production (PDF). Routledge. 
  72. S. Lindenberg et Hein Schreuder, dir. «Coase, Hayek and Hierarchy». Interdisciplinary Perspectives on Organization Studies. Pergamon Press. 
  73. Douma, Sytse and Hein Schreuder (2013). Economic Approaches to Organizations. Pearson. ISBN 9780273735298. 
  74. «Hayek on Social Insurance». The Washington Post. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2020-11-08. https://web.archive.org/web/20201108125145/http://voices.washingtonpost.com/ezra-klein/2010/07/hayek_on_social_insurance.html. Ανακτήθηκε στις 2013-04-06. 
  75. F.A.Hayek (2007) [1941]. «12». The Pure Theory of Capital (PDF). University of Chicago Press. σελ. 90. 
  76. «The Use of Knowledge in Society – A selected essay reprint». Econlib.org. Ανακτήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2011. 
  77. F.A.Hayek (1948). Individualism and Economic Order (PDF). Routledge & Kegan Paul. σελ. 11. ISBN 9780226320939. 
  78. F.A.Hayek (1976). «10». The Mirage of Social Justice. Routledge & Kegan Paul. 
  79. 79,0 79,1 F.A.Hayek (1976). «12». The Mirage of Social Justice. Routledge & Kegan Paul. 
  80. F.A.Hayek (1960). «6». The Constitution of Liberty. Routledge & Kegan Paul. 
  81. F.A.Hayek (1960). «19». The Constitution of Liberty. Routledge & Kegan Paul. 
  82. N. Wapshott (2011). Keynes Hayek. Norton. σελίδες 291. 
  83. F.A.Hayek (1982). Law, Legislation and Liberty vol.2. University of Chicago Press. σελ. 87. 
  84. F.A.Hayek (1944). «9». The Road to Serfdom. George Routledge & Sons. 
  85. Gerald Edelman (1987). Neural Darwinism. σελίδες 25. 
  86. Joaquin Fuster (1995). Memory in the Cerebral Cortex: An Empirical Approach to Neural Networks in the Human and Nonhuman Primate. MIT Press. σελίδες 87. 
  87. Joaquin Fuster (1995). Memory in the Cerebral Cortex: An Empirical Approach to Neural Networks in the Human and Nonhuman Primate. MIT Press. σελίδες 88. 
  88. Joauin Fuster (1997). «10». “Network Memory”, Trends in Neuroscience vol.20. σελίδες 451–459. 
  89. P. Sraffa (1932). «Dr. Hayek on Money and Capital». Economic Journal 42: 42–53. http://www.jstor.org/stable/2223735. 
  90. Bruce Caldwell (2004). Hayek's Challenge: An Intellectual Biography of F. A. Hayek. σελίδες 179. ISBN 0226091937. 
  91. Nicholas Kaldor (1939). «Capital Intensity and the Trade Cycle». Economica 6 (21): 40–66. doi:10.2307/2549077. 
  92. 92,0 92,1 R. W. Garrison (2003). «F. A. Hayek as 'Mr. Fluctooations:' In Defense of Hayek's 'Technical Economics'». Hayek Society Journal (LSE) 5. http://www.auburn.edu/~garriro/amagi.htm. 
  93. Alain de Benoist (1998). «Hayek: A Critique». περιοδικό Telos (110). 
  94. Robin, Corey (19 Οκτωβρίου 2009). «The First Counter-revolutionary». The Nation. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Απριλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουνίου 2013. 
  95. Greg Grandin, καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (2006). Empire's Workshop: Latin America, the United States, and the Rise of the New Imperialism. Metropolitan. σελίδες 172–173. ISBN 0805077383. 
  96. Dan Avnôn (1999). Liberalism and its Practice. Routledge. σελ. 56. ISBN 0415193540. 
  97. Ναόμι Κλάιν (2008). The Shock Doctrine: The Rise of Disaster Capitalism. Macmillan. σελίδες 164–169. ISBN 0312427999. 
  98. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 8 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2019. 
  99. The collected scientific papers of Paul A. Samuelson, Volume 5, p. 315.
  100. Fritz Machlup, Essays on Hayek, Routledge, 2003. σελ 14.
  101. Sylvia Nasar, Grand Pursuit: The Story of Economic Genius, Simon and Schuster, 2011, σελ. 402
  102. Lawrence Summers, αναφέρεται στο The Commanding Heights: The Battle Between Government and the Marketplace that Is Remaking the Modern World, των Daniel Yergin και Joseph Stanislaw. New York: Simon & Schuster. 1998, σελ. 150–151.
  103. «Distinguished Members of The Philadelphia Society» (PDF). The Philadelphia Society. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 11 Ιανουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 13 Ιουνίου 2013. 
  104. Weimer and Palermo, 1982
  105. Birner, 2001, και για την αμοιβαία επιρροή που είχαν στην πορεία ο ένας στις ιδέες του άλλου, Birner 2009
  106. Milton & Rose Friedman, Two Lucky People: Memoirs, (University of Chicago Press), 1998. σελ. 333
  107. π.χ., Wolin 2004
  108. Kenneth R. Hoover, Economics as Ideology: Keynes, Laski, Hayek, and the Creation of Contemporary Politics (2003), σελ. 213
  109. «Why I Am Not a Conservative». LewRockwell.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Οκτωβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2011. 
  110. E. H. H. Green, Ideologies of Conservatism. Conservative Political Ideas in the Twentieth Century (Oxford: Oxford University Press, 2004), σελ. 259.
  111. 111,0 111,1 Samuel Brittan, "The many faces of liberalism," ft.com, 22 Ιανουαρίου 2010]
  112. "Why F A Hayek is a Conservative" Eamonn Butler and Madsen Pirie (eds) Hayek on the Fabric of Human Society (Adam Smith Institute, 1987)
  113. Alan O. Ebenstein (2003). Friedrich Hayek: A biography. University of Chicago Press. σελίδες 44. 
  114. Alan O. Ebenstein (2003). Friedrich Hayek: A biography. University of Chicago Press. σελίδες 169. 
  115. Alan O. Ebenstein (2003). Friedrich Hayek: A biography. University of Chicago Press. σελίδες 155. 
  116. «Mission statement». Hayek Institute. Ανακτήθηκε στις 13 Ιουνίου 2013. 
  117. «Hayek Fund for Scholars | Institute For Humane Studies». Theihs.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Ιουλίου 2009. Ανακτήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2011. 
  118. «Hayekfund.com». Hayekfund.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Σεπτεμβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2011. 
  119. «Reply to a parliamentary question» (pdf) (στα Γερμανικά). σελ. 885. Ανακτήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 2013. 
  120. F. A. Hayek. «Monetary Theory and the Trade Cycle» (PDF). mises.org. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουνίου 2013. 
  121. F. A. Hayek. «Prices and Production» (PDF). mises.org. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουνίου 2013. 
  122. F. A. Hayek. «Monetary Nationalism and International Stability» (PDF). mises.org. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουνίου 2013. 
  123. F. A. Hayek. «Profits, Interest and Investment: And other essays on the theory of industrial fluctuations» (PDF). mises.org. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουνίου 2013. 
  124. F. A. Hayek. «The Pure Theory of Capital» (PDF). mises.org. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουνίου 2013. 
  125. F. A. Hayek. «Individualism and Economic Order» (PDF). mises.org. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουνίου 2013. 
  126. Law, Legislation and Liberty, Volume ... – Google Books. Books.google.com. 15 Φεβρουαρίου 1978. ISBN 9780226320861. Ανακτήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2011. 
  127. Law, Legislation and Liberty, Volume ... – Google Books. Books.google.com. 15 Οκτωβρίου 1978. ISBN 978-0-226-32083-0. Ανακτήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2011. 
  128. Law, Legislation and Liberty, Volume 3: The Political Order of a Free People (4η έκδοση). University of Chicago Press. 1981. ISBN 0226320901.  Από το Google Βιβλία
  129. Alan Ebenstein (Μάρτιος 2005). «Έρευνα: «Η μοιραία αλαζονεία»». Liberty. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουνίου 2010. 
  130. Ian Jarvie· Karl Milford· David Miller, επιμ. (2006). Karl Popper: a Centenary Assessment Vol. 1: Life and Times, and Values in a World of Facts. σελίδες 120, 295. ISBN 9780754653752. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]