Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αγχίαλος (Βουλγαρία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 42°33′N 27°39′E / 42.550°N 27.650°E / 42.550; 27.650

Αγχίαλος

Σημαία

Έμβλημα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Αγχίαλος
42°33′25″N 27°38′26″E
ΧώραΒουλγαρία
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Αγχιάλου[1]
Υψόμετρο0 μέτρο
Πληθυσμός14.856 (15  Μαρτίου 2024)[2]
Ταχ. κωδ.8200
Ζώνη ώραςUTC+02:00 (επίσημη ώρα)
UTC+03:00 (θερινή ώρα)
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Αγχίαλος (βουλγ.: Поморие / Πομόριε) παλαιότερα: Анхиало, λατ.: Anchialus, τουρκ.: Ahyolu) είναι πόλη και παραθαλάσσιο θέρετρο της νοτιοανατολικής Βουλγαρίας. Είναι κτισμένη σε μια στενή και βραχώδη χερσόνησο στον Κόλπο του Μπουργκάς, στη νότια βουλγαρική ακτή της Μαύρης Θάλασσας.

Βρίσκεται στην Επαρχία Μπουργκάς, 20 χλμ. από την ομώνυμη πόλη και 18 χλμ. από το θέρετρο Ακτή του Ηλίου. Η αλμυρή Λίμνη Πομόριε, η βορειότερη από τις Λίμνες του Μπουργκάς, βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση. Η πόλη είναι το διοικητικό κέντρο του ομώνυμου Δήμου Πομόριε.

Η πόλη έχει πλούσια ιστορία και σήμερα είναι σημαντικός τουριστικός προορισμός. Τον Δεκέμβριο του 2009 ο πληθυσμός της ανερχόταν σε 13.569 κατοίκους.

Κέντρο της πόλης

Η πόλη ιδρύθηκε από τους Αρχαίους Έλληνες με την ονομασία Αγχίαλος, που προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «αγχι-» («κοντά, κοντά στην») και «αλς-» («αλάτι» ή ποιητική και ασυνήθιστη λέξη για τη «θάλασσα»).

Μια εξ ίσου πιθανή εκδοχή του αρχικού προθέματος είναι και το αμφι- (πανταχόθεν) που με τη λέξη αλς μας δίνει την εύλογη σημασία του μέρους που περιβάλλεται (πανταχόθεν) από θάλασσα. Μια λέξη που έρχεται σε απόλυτη συμφωνία με τη γεωγραφική εικόνα και θέση της πόλης. Πιθανότατα λοιπόν, το αγχί-(αλος) έλαβε με την πάροδο των χρόνων τη θέση του αρχικού - και ορθότερου - αμφι- (αλος). Στο Θρακικό Λεξικό αναφέρονται τα εξής σχετικά: [...] Κατόπιν υπό των Μιλησίων ωνομάσθη Απολλωνία και τέλος Αγχίαλος, όνομα το όποιον διατήρησε δια μέσου των αιώνων μέχρι σήμερα. Το πότε ονομάστηκε Αγχίαλος είναι άγνωστο. Κατά πάσαν πιθανότητα, ονομάστηκε έτσι σε αντίθεσιν προς την Μητρόπολή της Απολλωνία, η οποία, κτισμένη σε νησί, ήταν συνεπώς αμφίαλος, δηλ. περιβρεχόμενη από παντού.[...] ενώ ο Ευστάθιος, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, αναφέρει τα ακόλουθα ετυμολογικά :

[...] δήλον δε και ότι το , Αγχίαλος και Αμφίαλος και Ευρύαλος, εκ τοπικών μετήκται εις κύρια . Αγχίαλος μεν γάρ , τόπος άπας αγχού ων θαλάσσης . Αμφίαλος δε, νήσος άπασα .[...] .

Στα Λατινικά αυτό αποδόθηκε ως Anchialus. Οι Πρωτοβούλγαροι ονόμασαν την πόλη Τούτομ, αν και η πιο κοινή ονομασία στα βουλγαρικά ήταν Анхиало, Ανχίαλο, με βάση το ελληνικό όνομα. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η πόλη ονομαζόταν Αχιολού. Το 1934 μετονομάστηκε Πομόριε, από τα βουλγαρικά «πo-» (εδώ «δίπλα στο») και «μόρε» («θάλασσα»), που αντιστοιχεί σε μία από τις δύο ετυμολογίες του αρχικού ελληνικού ονόματος.

Αρχαία Ελληνική αποικία και Ρωμαϊκό κέντρο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιδρύθηκε πιθανόν τον 5ο ή 4ο π.Χ. αιώνα ως αποικία της Απολλωνίας (σημερινής Σωζόπολης). Αναφέρεται από τον Στράβωνα στα Γεωγραφικά του ως μια μικρή πόλη. Κατελήφθη προσωρινά από τη Μεσημβρία (Νεσέμπαρ) τον 2ο π.Χ. αιώνα, αλλά κατακτήθηκε ξανά από την Απολλωνία και τα τείχη της καταστράφηκαν.

Η δυτική Μαύρη Θάλασσα πέρασε στον έλεγχο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 29 με 28 π.Χ., μετά από συγκρούσεις που ξεκίνησαν ήδη από το 72-71 π.Χ. Στο μεταξύ, τα τείχη της πόλης είχαν κτιστεί εκ νέου, όπως μαρτυρεί ο Οβίδιος το 9 μ.Χ. καθ' οδόν προς την Τόμις. Στις αρχές του 1ου μ.Χ. αιώνα η Αγχίαλος ήταν το κέντρο μιας στρατηγίας του υποτελούς βασιλείου των Οδρυσών και κατοικείτο από Θρακικό πληθυσμό, σύμφωνα με τον Βυζαντινό ιστορικό Προκόπιο του 6ου αιώνα μ.Χ. Με την κατάλυση της ημιανεξαρτησίας του βασιλείου των Οδρυσών το 45 μ.Χ., η Αγχίαλος αποτέλεσε μέρος της Ρωμαϊκής επαρχίας της Θράκης και ανακηρύχθηκε επισήμως πόλη επί Αυτοκράτορος Τραϊανού. Την εποχή εκείνη η πόλη έλεγχε μια τεράστια περιοχή που συνόρευε με εκείνη της Τραϊανής Αυγούστας (Στάρα Ζαγόρα) και έφθανε μέχρι τον Τούντζα στα δυτικά, συνόρευε με εκείνη της Μεσημβρίας στα βόρεια και τη νότια όχθη της Λίμνης του Μπουργκάς προς τα νότια. Η Αγχίαλος απέκτησε την εμφάνιση ρωμαϊκής πόλης και άκμασε κατά τον 2ο και 3ο αιώνα υπό τη Δυναστεία των Σεβήρων, λειτουργώντας ως ο σημαντικότερος εισαγωγικός και εξαγωγικός σταθμός της Θράκης.

Πρώιμη Βυζαντινή κυριαρχία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εισβολή βαρβαρικών φυλών από τον βορρά σήμανε το τέλος αυτής της ευημερίας στα μέσα του 3ου αιώνα, με τους Γότθους να καταλαμβάνουν για λίγο την Αγχίαλο γύρω στο 270. Στην πόλη παρέμεινε ο Διοκλητιανός μεταξύ 28 και 30 Οκτωβρίου του 294. Οι μεταρρυθμίσεις του, όπως και αυτές του Μεγάλου Κωνσταντίνου, έδωσαν για λίγο στην πόλη τη χαμένη της αίγλη, ενώ η εγγύτητα στην, πρωτεύουσα πλέον, Κωνσταντινούπολη, κατέστησε την Αγχίαλο σπουδαίο διαμετακομιστικό κέντρο.

Ο Οστρογότθος Θεοδώριχος ο Μέγας πέρασε από την Αγχίαλο το 476, καθ' οδόν για την Αδριανούπολη. Το 513 ένας υψηλόβαθμος Βυζαντινός στρατηγός ονόματι Βιταλιανός επαναστάτησε στην περιοχή και απέκτησε για λίγο τον έλεγχο της Αγχιάλου και των γειτονικών πόλεων, για να χρησιμοποιήσει τον στόλο τους για την επίθεσή του στην Κωνσταντινούπολη, μέχρι που συνετρίβη το 515.

Η επισκοπή της Αγχιάλου υπαγόταν αρχικά στη μητροπολιτική έδρα της Αδριανούπολης, πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής επαρχίας του Αιμιμόντου. Ωστόσο οι Notitiae Episcopatuum του Ψευδοεπιφάνιου, γραμμένες στα χρόνια της βασιλείας του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ηράκλειου (π. 640), την παρουσιάζει ως αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή. Ο πρώτος επίσκοπος της έδρας του οποίου το όνομα είναι γνωστό είναι ο Σότας, του 2ο αιώνα, που μνημονεύεται από τον Ευσέβιο της Καισαρείας ως πολέμιος του Μοντανισμού. Ο Τιμόθεος ήταν στη Σύνοδο της Σαρδικής το 343/344. Ο Σεβαστιανός ήταν ένας από τους επισκόπους στην Πρώτη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης του 381. Ο Σαββάτιος είχε υπογράψει το διάταγμα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως κατά των Σιμωνιανών το 459. Ο Παύλος ήταν στη Δεύτερη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 553. Ο Ιάκωβος ήταν σύγχρονος του Πατριάρχη Ταράσιου της Κωνσταντινούπολης. Ο Νικόλαος ήταν στη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης (879) του Φώτιου.

Αρχαίος θρακικός τάφος

Με την εισβολή των Σλάβων και των Αβάρων το 584, η Αγχίαλος κατελήφθη και τα τείχη της καταστράφηκαν. Ο Άβαρος Χαγάνος Μπαγιάν έκανε την πόλη κατοικία του για μερικούς μήνες και έκλεισε συμφωνία ειρήνης με τους Βυζαντινούς. Η Αγχίαλος επανήλθε στον έλεγχο των Βυζαντινών κατά τις εκστρατείες του Αυτοκράτορα Μαυρικίου, που την επισκέφθηκε προσωπικά για να επιβλέψει την ανοικοδόμησή της.

Βυζαντινή και Βουλγαρική κυριαρχία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά το 681 και τη δημιουργία της Α΄ Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας στον βορρά, η Αγχίαλος έπαιξε σημαντικό ρόλο σε πολλές συγκρούσεις μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών. Το 708 οι δυνάμεις του Ιουστινιανού Β΄ ηττήθηκαν κατά κράτος κοντά στα τείχη της πόλης από τον στρατό του Βούλγαρου Χαν Τέρβελ. Στις 30 Ιουνίου 763 οι Βούλγαροι υπό τον Τέλετς ηττήθηκαν από τον Βυζαντινό στρατό του Κωνσταντίνου Ε΄. Στις 21 Ιουνίου 766 όμως ο στόλος του ίδιου αυτοκράτορα, αποτελούμενος από 2.600 μεγάλα πλοία, βυθίστηκε ενώ έπλεε προς την Αγχίαλο, όπου περίμενε ο Κωνσταντίνος, και οι περισσότεροι στρατιώτες πνίγηκαν, αναγκάζοντάς τον να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη.

Τον Μάιο του 783, η Αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία διεξήγαγε μεγάλη εκστρατεία στη Θράκη και αποκατέστησε την οχύρωση της Αγχιάλου. Η πόλη καταλήφθηκε για πρώτη φορά από τη Βουλγαρική Αυτοκρατορία το 812 υπό τον Χαν Κρούμο, που εγκαστέστησε στην Αγχίαλο Σλάβους και Βουλγάρους. Οι Βυζαντινοί επανέκτησαν τον έλεγχο της πόλης και της περιοχής το 864.

Στις 20 Αυγούστου 917 έλαβε χώρα κοντά στην πόλη η μάχη της Αγχιάλου, μια από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές επιτυχίες του Τσάρου Συμεών του Μεγάλου. Ο στρατός του Συμεών νίκησε τις κατά πολύ μεγαλύτερες Βυζαντινές δυνάμεις υπό τον Λέοντα Φωκά. Η Βουλγαρία διατήρησε τον έλεγχο της πόλης ως το 971, οπότε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία την ανακατέλαβε και τη διατήρησε για δυο αιώνες, κατά τη διάρκεια των οποίων η Βουλγαρία ήταν υποτελής. Μετά την παλινόρθωση του Βουλγαρικού Κράτους, η πόλη άλλαξε χέρια πολλές φορές, μέχρι που κατελήφθη από τους Ενετούς του Αμεδαίου ΣΤ΄, Κόμη της Σαβοΐας τον Οκτώβριο του 1366. Τον επόμενο χρόνο προσαρτήθηκε στο Βυζάντιο.

Οθωμανική κυριαρχία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την Οθωμανική εισβολή στα Βαλκάνια τον 14ο αιώνα, η Αγχίαλος παρέμεινε βυζαντινό προπύργιο μέχρι την υποταγή της το 1453 μαζί με την Κωνσταντινούπολη. Υπό την οθωμανική διοίκηση έγινε κέντρο καζά, περιλαμβάνοντας επίσης την περιοχή γύρω από τη Σωζόπολη ως «Αχιολού». Ήταν κέντρο επαρχίας του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και συνέχισε να είναι πολιτιστικό, θρησκευτικό, οικονομικό και διοικητικό κέντρο της περιοχής μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, καθώς πολλές οικογένειες Βυζαντινών ευγενών εγκαταστάθηκαν μετά το 1453. Δύο Πατριάρχες Κωνσταντινούπολης προέρχονται από την πόλη - ο Μιχαήλ Γ΄ (1170-1178) και ο Ιερεμίας Β΄ Τρανός (1572-1579, 1580-1584, 1587-1595).

Ήδη πριν από το 1819 πολλοί εξέχοντες ντόπιοι εντάχθηκαν στην ελληνική πατριωτική οργάνωση Φιλική Εταιρεία. Με το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 ένα μέρος των εκπροσώπων της πόλης, ιερείς, καθώς και ο Ορθόδοξος επίσκοπος Ευγένιος εκτελέστηκαν από τις οθωμανικές αρχές. Κατά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1828-1829 η Αγχίαλος καταλήφθηκε από τις Ρωσικές δυνάμεις στις 11 Ιουλίου 1829 και κρατήθηκε για ένα χρόνο. Εκείνη την εποχή κατοικούνταν κυρίως από Έλληνες, με μειονότητες Βουλγάρων και Τούρκων, και είχε πληθυσμό 5.000-6.000, έξι ορθόδοξες εκκλησίες και ένα τζαμί. Μετά την αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων το σύνολο της σημερινής ανατολικής Βουλγαρίας σταδιακά ερήμωσε, με πολλούς ανθρώπους να προσπαθούν να διαφύγουν σε Χριστιανικές χώρες στα βόρεια. Το Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου ιδρύθηκε το 1856. Η πόλη ήταν κέντρο καζά του σαντζακίου του Ισλίμιγε του βιλαετίου της Αδριανούπολης πριν από το 1878 ως «Αχιολού».

Απελευθερωμένη Βουλγαρία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αγχίαλος απελευθερώθηκε από τους Οθωμανούς στις 27 Ιανουαρίου 1878 και αποτέλεσε τμήμα της Ανατολικής Ρωμυλίας, ως κέντρο καζά του σαντζακίου του Μπουργκάς, ως τη Βουλγαρική Επανένωση το 1885. Στην αρχή του 20ου αιώνα η Αγχίαλος ήταν κατά κύριο λόγο ελληνική πόλη περίπου 6.000 κατοίκων. Υπήρξε μια από τις κατοικούμενες κυρίως από Έλληνες πόλεις της Βουλγαρίας που επηρεάσθηκαν από ανθελληνικά πογκρόμ στις αρχές της δεκαετίας του 1900. Η τοπική ελληνική κοινότητα είχε ήδη στοχοποιηθεί από τις βουλγαρικές αρχές από τις αρχές του 1905. Η πόλη κάηκε τον Ιούλιο του 1906 και πάνω από 300 Έλληνες δολοφονήθηκαν. Οι δράστες ήταν Βούλγαροι πρόσφυγες από την περιοχή της Μακεδονίας ως απάντηση στη σφαγή των Βουλγάρων κατοίκων του χωριού Ζαγορίτσανη από Έλληνες ενόπλους. Εκτός από πολιτικούς λόγους υπήρχαν και οικονομικά κίνητρα. Οι βουλγαρικές αρχές κατηγορήθηκαν από τις περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις λόγω αυτής της τροπής των γεγονότων. Η καταστροφή της πόλης συγκρίθηκε από την ευρωπαϊκή διπλωματία της εποχής με τα αντιεβραϊκά πογκρόμ στη Ρωσία.

Η πόλη φιλοξένησε πολλούς Βούλγαρους πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, κυρίως γύρω από τις Σαράντα Εκκλησιές μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που αντικατέστησαν τους Έλληνες που είχαν φύγει την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα και το 1906 ίδρυσαν τη Νέα Αγχίαλο στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια του 19ου και 20ού αιώνα έχασε σταδιακά το μεγαλύτερο μέρος της σημασίας της στη νότια ακτή της βουλγαρικής Μαύρης Θάλασσας προς όφελος του ταχέως αναπτυσσόμενου Μπουργκάς. Καθιερώθηκε ως κέντρο παραγωγής κρασιού και αλατιού και μετονομάστηκε σε Πομόριε το 1934.

Το Δημαρχείο το 2010
Εκκλησία Γέννησης της Θεοτόκου 2010
Οι αλυκές της πόλης
  • Δημοτικό μουσείο και πινακοθήκη
  • Μουσείο Αλατιού
  • Αρχαίος θρακικός τάφος (3ος αιώνας μ.Χ.)
  • Παραδοσιακά ξύλινα σπίτια
  • Εκκλησία της Γέννησης της Θεοτόκου (1890)
  • Εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (1765)
  • Μονή Αγίου Γεωργίου (1856)
  • Βράχοι του Γιαβόροφ

Το Πομόριε είναι έδρα του ομώνυμου δήμου, ο οποίος ανήκει στην επαρχία Μπουργκάς και περιλαμβάνει ακόμη μια πόλη και δεκαπέντε χωριά.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Pomorie στο Wikimedia Commons
  • Κατελής Σ. Βίγκλας, Αγχίαλος Εύξεινου Πόντου. Από τον 6ο αι. π.Χ. μέχρι τους ανθελληνικούς διωγμούς και το ολοκαύτωμα το 1906. Ιστορία-Ιδεολογία, εκδ. Εκδοτικός Οίκος Κ. & Μ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2024, σελ. 296, 35 έγχ. εικ., ISBN: 978-960-656-225-9.