Σχίσμα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η λέξη σχίσμα (από το ρήμα σχίζω), σημαίνει τη διαίρεση ή τη διάσπαση, συνήθως σε μια οργάνωση. Σχισματικός είναι αυτός που είτε δημιουργεί ή υποκινεί το σχίσμα σε μια ομάδα είτε είναι μέλος μιας αποσχισμένης ομάδας. Σχισματικό ως επίθετο σημαίνει αυτό που αναφέρεται στο σχίσμα ή τα σχίσματα, ή σε εκείνες τις ιδέες, πολιτικές, κλπ. που θεωρούνται ότι οδηγούν προς ή προωθούν το σχίσμα.

Χρήση μέσα στον Χριστιανισμό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι λέξεις σχίσμα και σχισματικός χρησιμοποιούνται ευρέως στην ιστορία του χριστιανισμού, προκειμένου να δηλωθούν οι διασπάσεις μέσα σε μια εκκλησία ή ένα θρησκευτικό φορέα. Σε αυτό το πλαίσιο, η λέξη σχισματικός ως ουσιαστικό δείχνει ένα πρόσωπο που δημιουργεί ή υποκινεί το σχίσμα σε μια εκκλησία ή είναι μέλος μιας αποσχισμένης εκκλησίας, και ως επίθετο αναφέρεται στις ιδέες και τα πράγματα που θεωρείται πως μπορεί να οδηγήσουν προς ή να προωθήσουν το σχίσμα, περιγράφοντας συχνά μια εκκλησία που έχει αποχωρήσει από οποιαδήποτε κοινωνία ο χρήστης της λέξης θεωρεί ως αληθινή χριστιανική εκκλησία. Αυτές οι λέξεις έχουν χρησιμοποιηθεί για να δείξουν και το φαινόμενο της διάσπασης του χριστιανικού συνόλου γενικά, και ορισμένες σημαντικές ιστορικές διασπάσεις ειδικότερα.

Το σχίσμα διαφέρει από την αποστασία διότι ο σχισματικός εξακολουθεί να είναι Χριστιανός. Διαφοροποιείται κι από την αίρεση επειδή ο σχισματικός δεν αναγνωρίζει την υπάρχουσα εκκλησιαστική διοίκηση και δημιουργεί νέα (σχίσμα διοικήσεως). Χαρακτηριστικό παράδειγμα σχίσματος τέτοιου είναι το Βουλγαρικό σχίσμα δηλαδή η αυτόγνωμη ανακήρυξη της Βουλγαρικής Εκκλησίας παρά την αντίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Σχίσμα πίστεως έχουμε όταν παρεμβάλλονται και δογματικές διαφορές σε επουσιώδη ζητήματα. Το σχίσμα της Δυτικής Εκκλησίας είναι σχίσμα πίστεως καθώς υπάρχουν νομικές διαφορές και ήσσονος σημασίας δογματικές διαφωνίες από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις για τους κληρικούς είναι καθαίρεση και για τους λαϊκούς είναι μεγάλος αφορισμός.[1]

Κατά συνέπεια, μέσα στο χριστιανισμό η λέξη σχίσμα μπορεί να αναφέρεται:

Τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού, το σχίσμα θεωρήθηκε από πολλούς Χριστιανούς ως το ίδιο σοβαρό ή σοβαρότερο από την αίρεση. Στην Ορθόδοξη και την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το σχίσμα παραμένει μια πράξη που επιδέχεται αυτόματη εκκλησιαστική αποκοπή σαν ποινική ρήτρα.

Άλλες χρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γενικότερα έξω από το χριστιανισμό, το σχίσμα μπορεί να αναφερθεί σε:

  • Ένα χωρισμό/μια διάσπαση μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων, είτε πρόκειται για αδελφούς, φίλους, εραστές, κ.λπ.
  • Τη διάσπαση μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών στο Ισλάμ το 632 μ.Χ. σχετικά με το νόμιμο διάδοχο Μωάμεθ, και το 661 μ.Χ. και 680 μ.Χ. σχετικά με το νόμιμο ηγέτη του Χαλιφάτου.
  • Σε οιοδήποτε τμήμα μίας, κατά το παρελθόν, ενωμένης κίνησης στην πολιτική ή σε κάθε άλλο τομέα όπου υφίστανται δύο ή περισσότερες διαφωνούσες ομάδες.
  • Το σχίσμα μεταξύ αναρχικών (ελευθεροσοσιαλιστών) και κομμουνιστών της Διεθνούς Εργατικής Ένωσης και πιό συγκεκριμένα μεταξύ των αντίστοιχων ηγετών τους: Μιχαήλ Μπακούνιν και Καρλ Μαρξ.

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ιώαννης Κονιδάρης, Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, 2000, σελ.216-217

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ιώαννης Κονιδάρης, Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, 2000, σελ.216-217
  • Παναγιώτης Μπούμης, Κανονικόν Δίκαιον , εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα, 2000, σελ.244

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]