Εκκοσμίκευση
Εκκοσμίκευση ονομάζεται η διαδικασία μετατροπής μιας κοινωνίας στηριγμένης σε μεγάλο βαθμό σε συγκεκριμένες θρησκευτικές αξίες και κανόνες σε μια κοινωνία άθρησκη, βασιζόμενη σε κοσμικές αξίες και θεσμούς. Η εν λόγω θέση υποστηρίζει πως, καθώς μετασχηματίζονται οι κοινωνίες μέσω του εκσυγχρονισμού και του εξορθολογισμού τους, η θρησκεία χάνει την αυθεντία της σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής και διακυβέρνησης.[1] Κατά μία έννοια η εκκοσμίκευση μπορεί να θεωρηθεί ως η εφαρμογή του κοσμικισμού στην πράξη. Ο όρος εκκοσμίκευση χρησιμοποιείται επίσης στο πλαίσιο της άρσης των μοναστικών περιορισμών στα μέλη του κλήρου.[2]
Η εκκοσμίκευση αναφέρεται στην ιστορική διαδικασία στην οποία η θρησκεία χάνει την κοινωνική και πολιτιστική της σημασία. Ως αποτέλεσμα της εκκοσμίκευσης ο ρόλος της θρησκείας στις σύγχρονες κοινωνίες περιορίζεται. Στις κοσμικές κοινωνίες η πίστη στερείται πολιτιστικής εξουσίας και οι θρησκευτικές οργανώσεις έχουν μικρή κοινωνική δύναμη.
Η εκκοσμίκευση έχει πολλά επίπεδα σημασίας, τόσο ως θεωρία όσο και ως ιστορική διαδικασία. Κοινωνικοί θεωρητικοί, όπως ο Καρλ Μαρξ, ο Σίγκμουντ Φρόυντ, ο Μαξ Βέμπερ και ο Εμίλ Ντιρκέμ, θεώρησαν ότι ο εκσυγχρονισμός της κοινωνίας θα περιελάμβανε μείωση των επιπέδων θρησκευτικότητας. Η μελέτη αυτής της διαδικασίας επιδιώκει να καθορίσει τον τρόπο με τον οποίο, ή το βαθμό στον οποίο οι θρησκευτικές πίστες, πρακτικές και θεσμοί χάνουν κοινωνική σημασία. Μερικοί θεωρητικοί υποστηρίζουν ότι η εκκοσμίκευση του σύγχρονου πολιτισμού απορρέει εν μέρει από την αδυναμία μας να προσαρμόσουμε τις ευρείες ηθικές και πνευματικές ανάγκες της ανθρωπότητας στην ολοένα και πιο γρήγορη πρόοδο των φυσικών επιστημών.[3]
Ο όρος έχει επίσης πρόσθετες έννοιες, κυρίως ιστορικές και θρησκευτικές. Εφαρμοσμένος στην εκκλησιαστική ιδιοκτησία, ιστορικά αναφέρεται στην κατάσχεση μοναστικών εκτάσεων και κτιρίων, όπως η Διάλυση των Μοναστηρίων στην Αγγλία του Ερρίκου Η΄ και οι μεταγενέστερες πράξεις κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης καθώς και οι διάφορες αντι-κληρικές πολιτικές ευρωπαϊκών κυβερνήσεων κατά τη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα που είχαν ως αποτέλεσμα την απέλαση και καταστολή των θρησκευτικών κοινοτήτων που τις κατείχαν. Το Kulturkampf του 19ου αιώνα στη Γερμανία και παρόμοια γεγονότα σε πολλές άλλες χώρες ήταν επίσης εκφράσεις της εκκοσμίκευσης.[4]
Στη δεκαετία του 1960 σημειώθηκε μια δραματική μεταστροφή προς την εκκοσμίκευση στη Δυτική Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική (ειδικά το Κεμπέκ), την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Αυτή η μεταμόρφωση ήταν αλληλένδετη με σημαντικούς κοινωνικούς παράγοντες: την οικονομική ευημερία, τη νεολαία που επαναστατεί ενάντια στους κανόνες και τις συμβάσεις της κοινωνίας, την απελευθέρωση των γυναικών, τη ριζοσπαστική θεολογία και τη ριζοσπαστική πολιτική.[5]
Ιστορικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι παλαιότεροι υποστηρικτές της θεωρίας της εκκοσμίκευσης πιστεύεται πως ήταν Βρετανοί της εποχής της Παλινόρθωσης περί το 1660, όταν οι επιθέσεις κατά της θρησκείας ήταν αρκετά δημοφιλείς μεταξύ των τότε μοντέρνων Λονδρέζων. Ο θεολόγος Thomas Woolston το 1710 πρώτος καθόρισε και την ακριβή χρονολογία κατά την οποία η νεωτερικότητα θα θριάμβευε επί της πίστης. Ήταν σίγουρος ότι ο Χριστιανισμός θα εκλείψει μέχρι το 1900. Μισόν αιώνα αργότερα, ο Βολταίρος εκτιμούσε ότι το τέλος της θρησκείας θα ερχόταν μέσα στα επόμενα 50 χρόνια. Ο Thomas Jefferson το 1822 προέβλεπε ότι μέσα σε μια γενεά δεν υπάρχουν Χριστιανοί Αμερικανοί. Αργότερα και άλλοι προέβλεψαν την επικράτηση της εκκοσμίκευσης, χωρίς να προτείνουν συγκεκριμένη χρονολογία. Μεταξύ αυτών ήταν οι Auguste Comte, Φρειδερίκος Έγκελς, Max Muller (1878), Α.Ε. Crawley (1905), Μαξ Βέμπερ, Σ. Φρόυντ, Anthony F. C. Wallace (1966) κ.ά.[6]
Αντίθετες απόψεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αντίθετη τάση θεωρείται η αντι-εκκοσμίκευση (desecularization ή anti-secularization), όρος που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Peter Berger στη δεκαετία του 1990. Ο ίδιος στις δεκαετίες του 1950 και 1960 πίστευε στην εκκοσμίκευση των Δυτικών κοινωνιών, αλλά αργότερα διαπιστώνει ότι αυτό δεν συνέβη και ότι ο κόσμος "είναι τόσο έντονα θρησκευτικός όσο πάντα".[7][8] Ο κοινωνιολόγος Rodney Sark υποστήριξε ότι ποτέ δεν συνέβη εκκοσμίκευση και πρότεινε να καταργηθεί ο όρος από το κοινωνιολογικό λεξιλόγιο.[9][10] Ο Stark θεωρεί ότι ο πρώτος σύγχρονος κοινωνιολόγος που απέρριψε την υπόθεση της εκκοσμίκευσης ήταν ο David Mart το 1965. Ο Martin είχε προτείνει να εξαλειφθεί ο όρος από τον επιστημονικό λόγο, επειδή χρησίμευε μόνο για ιδεολογικές και πολεμικές χρήσεις και όχι θεωρητικές, καθώς και επειδή δεν υπήρχε ένδειξη ότι συμβαίνει εκκοσμίκευση. Πολύ ενωρίτερα, ο Alexis de Tocueville το 1840 είχε διαφωνήσει με τους διανοούμενους του 18ου αιώνα καθώς διαπίστωνε ότι τα γεγονότα δεν συμφωνούν με τη θεωρία της εκκοσμίκευσης.[11]
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ "The Secularization Debate" Αρχειοθετήθηκε 2005-12-08 στο Wayback Machine., chapter 1 (pp. 3-32) of Norris, Pippa· Inglehart, Ronald (2004). Sacred and Secular. Religion and Politics Worldwide. Cambridge University Press. ISBN 0-521-83984-X; ISBN 978-05-2183-984-6.
- ↑ http://www.thefreedictionary.com/secularization
- ↑ Δείτε text Αρχειοθετήθηκε 2010-06-15 στο Wayback Machine.
- ↑ Gould, Andrew in: Origins of Liberal Dominance: State, Church, and Party in Nineteenth-century Europe, University of Michigan Press, 1999, p. 82, ISBN 978-0-472-11015-5
- ↑ Jeffrey Cox, "Secularization and other master narratives of religion in modern Europe." Kirchliche Zeitgeschichte (2001): 24-35.
- ↑ «Stark, σ. 249, 250» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 19 Απριλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2019.
- ↑ Peter L. Berger, "The Desecularization of the World: Resurgent Religion and World Politics", Wm. B. Eerdmans Publishing Company, 1999. Παρουσίαση του βιβλίου
- ↑ Karpov Vyacheslav, Desecularization: A Conceptual Framework, Journal of Church and State, Volume 52, Issue 2, 1 March 2010, σ. 232–270.
- ↑ Stark R. 1999. "Secularization, RIP". Sociol. Relig. 60:249–73. Αναφέρεται στο Philip S. Gorski and Ates¸ Altınordu, "After Secularization?", Annu. Rev. Sociol. 2008. 34, σ. 56.[1]
- ↑ «Stark R. 1999. "Secularization, RIP", Sociology of Religion. 60:249–73» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 19 Απριλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2019.
- ↑ «Stark, σ. 254» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 19 Απριλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2019.