Ψυχολογία της θρησκείας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Ψυχολογία της Θρησκείας ανήκει στον κλάδο της συστηματικής θεολογίας και σήμερα διδάσκεται στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σχετίζεται με τη συστηματική έρευνα και μελέτη -μέσω επιστημονικών (ψυχολογικών) θεωριών και μεθόδων- των ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων, (φυσιολογικών ή και νοσηρών) αντιλήψεων, ορμών, επιθυμιών, συγκινησιακών αντιδράσεων, στάσεων συμπεριφοράς και αξιών ( λ.χ. της ψυχικής υγείας, ευημερίας κ.λπ.) που γνωσιακά και πολιτισμικά (βλ. επιστήμη, τέχνη, ήθη και έθιμα κ.λπ.) σχετίζονται με το θρησκευτικό "σημαίνον", που μπορεί να προσδιορίζεται από πεποιθήσεις, δογματικά "πιστεύω", γλώσσα, σύμβολα, πρακτικές και ποικίλες νοητικές ή ψυχικές καταστάσεις.

Ορισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ψυχολογία της Θρησκείας πρόκειται για μία ψυχολογία, που ασχολείται τόσο με τα θρησκεύοντα πρόσωπα (ποιμένες, ποιμενόμενους, ευσεβείς, άθεους κ.λπ.) και τις εμπειρίες τους, όσο και με τα παραθρησκευτικά φαινόμενα, σύμβολα, ιδέες, αντικείμενα κ.λπ. Σύμφωνα με την Contemplative Psycology , η γενική του άρθρου της (θρησκείας) δεν προσδιορίζει γενικά τα θέματα γύρω/σχετικά με τη θρησκεία, αλλά ότι η Ψυχολογία ανήκει στη θρησκεία[1].Αντικείμενο της Ψυχολογίας της Θρησκείας είναι το θρησκευτικό βίωμα, όπως διαμορφώνεται από τη σχέση της ψυχής με το Θεό και ενδιαφέρεται να ερευνήσει την υποκειμενική ψυχική συμπεριφορά του ανθρώπου που θρησκεύει[2].

Κύριες έννοιες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θρησκευτικότητα: ένας ενιαίος ορισμός για την θρησκευτικότητα δεν υπάρχει. Εντούτοις, από μία γενικότερη σκοπιά η θρησκευτικότητα θεωρείται «το σύνολο των ψυχικών πράξεων, με τις οποίες ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με τη θρησκευτική αλήθεια[3]». Ακόμη, η θρησκευτικότητα παρέχει στο άτομο μία ψυχο- κοινωνική ταυτότητα, απαραίτητη για μια φυσιολογική ζωή.

Πνευματικότητα: ορίζεται ως «η εσωτερική ανθρώπινη ικανότητα για αυθυπέρβαση, κατά την οποία ο εαυτός διευρύνεται, προκειμένου να περιλάβει και το Ιερό, αναζητώντας συνδεσιμότητα, νόημα, σκοπό και υποστήριξη. Μερικά χαρακτηριστικά, τα οποία διέπουν έναν πνευματικό άνθρωπο είναι: η ευσέβεια, η ταπεινοφροσύνη, η εσωτερική ειρήνη, η αυτεπίγνωση, η ευρύτητα πνεύματος, η ολιστική και ενοποιητική διάθεση, η ευγνωμοσύνη, η ελπίδα κ.α..»[4].

Θρησκευτική εμπειρία[5]: είναι πολυδιάστατη λόγω της μοναδικότητας της. Ακολουθείται από μία αίσθηση σύνδεσης, εκστατικής εμπειρίας και εμβάθυνσης. Περιλαμβάνει γνωστικά (αίσθημα παρουσίας του Θεού), συναισθηματικά (αγάπη, φόβο, ενοχή κ.α.), και συμπεριφορικά στοιχεία (υπαρξιακή βεβαιότητα).

Ιστορία της Ψυχολογίας της Θρησκείας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ψυχολογία της Θρησκείας καθιερώθηκε ως ιδιαίτερος κλάδος μεταξύ του 19ου και 20ου αιώνα στις Η.Π.Α. Εντούτοις, οι καταβολές της ξεκινούν πολλούς αιώνες νωρίτερα. Ο ιερός Αυγουστίνος, πατέρας της φιλοσοφίας της θρησκείας άνοιξε το δρόμο και για την ψυχολογία της θρησκείας, λόγω της διείσδυσής του στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, και στην εξαιρετική ικανότητά του για την ανάλυση του θρησκευτικού βιώματος. Στη συνέχεια, ο Αμερικανός θεολόγος και ερευνητής του 18ου αιώνα, Jonathan Edwards δημιούργησε συστηματικές εμπειρικές παρατηρήσεις στη θρησκειοψυχολογία. Παράλληλα, ο Schleiermacher Γερμανός διανοούμενος υποστηρίζει, ότι πηγή της θρησκευτικότητας είναι το συναίσθημα που γεννιέται στον άνθρωπο από την εποπτεία του αιώνιου, θέση η οποία παρερμηνεύτηκε και συνδέθηκε με την αντίληψη ότι το θρησκευτικό βίωμα είναι αποκλειστικά συναισθηματικό φαινόμενο(αρχή του ρομαντισμού κατά το πρώτο μισό 19ου αιώνα). Πάνω στο συναίσθημα βασίστηκε και ο Søren Kierkegaard, με τη διαφορά ότι το θεωρούσε έμπρακτη αγάπη και όχι ρομαντική διάθεση. Οι δικές του διεισδυτικές ψυχολογικές αντιλήψεις έριξαν νέο φως στη φύση του θρησκευτικού βιώματος.

Θεμελιωτής της αμερικανικής θρησκειοψυχολογίας θεωρείται ο G.Stanley Hall, ο οποίος ασχολήθηκε κυρίως με τη θρησκευτική μεταστροφή και την ταύτισή της με την γενετήσια και κοινωνική ωρίμανση της εφηβικής ηλικίας. Παράλληλα, ο Edwin Starbuck μέσω της πειραματικής ψυχολογίας μελετούσε το θρησκευτικό βίωμα και τη μεταστροφή, έρευνες που συμπεριέλαβε στο έργο του Psychology of Religion(1899) και υπήρξε σημαντικό, καθώς λόγω αυτού του έργου ήταν εκείνος που καθιέρωσε την ονομασία στον κλάδο της Ψυχολογίας της Θρησκείας. Τρία χρόνια αργότερα, εμφανίζεται ο Αμερικανός ψυχολόγος William James με το έργο του The Varieties of Religious Experience που αποτέλεσε συμβολή στην κλινική προσέγγιση της θρησκείας. Επίσης, έδωσε έμφαση στο μυστικιστικό χαρακτήρα των θρησκευτικών βιωμάτων, βρίσκοντας την αναφορά τους στο ασυνείδητο. Εκτός από την αμερικανική κατεύθυνση με τον εμπειρικό χαρακτήρα, στη Γερμανία η θρησκειοψυχολογική έρευνα πήρε δύο ακόμα κατευθύνσεις. Η μία είναι η ψυχολογική κατεύθυνση που συνδυάστηκε με την ιστορία, και η άλλη είναι η πειραματική κατεύθυνση που δημιουργήθηκε από Θεολόγους. Από την πρώτη διακρίνεται ο Rudolf Otto(1869-1937) με το πιο διάσημο έργο του Το Άγιο, το οποίο αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία της ψυχολογίας και γενικότερα της θρησκειολογίας.

Μεγάλη επίδραση στην έρευνα της ψυχολογίας της θρησκείας, άσκησαν οι ψυχολόγοι του βάθους. Ο S. Freud αναπτύσσει τις θεωρίες του για την οιδιπόδεια επιθυμία, τη libido κ.λπ. στο πρώτο και πιο βασικό βιβλίο για τη θρησκεία Τοτέμ και Ταμπού(1912-1913). Λίγο αργότερα(1911) ο συνεργάτης του Freud, Alfred Adler και ιδρυτής της Ατομικής Ψυχολογίας διαφοροποιήθηκε από τους φροϋδιστές. Εκείνος έβλεπε τη libido ως δευτερεύον στοιχείο μπροστά στην παντοδύναμη ορμή του Εγώ για επικράτηση. Ο Adler ερμηνεύει τη θρησκεία μέσα από την αναπλήρωση, την ενότητα της προσωπικότητας και την κοινωνικότητα. Ανάλογη αντίληψη είχε και ο C.G.Jung(1875-1961), ιδρυτής της Αναλυτικής Ψυχολογίας. Έκανε λόγο για τα αρχέτυπα, το συλλογικό/κοινωνικό ασυνείδητο κ.λπ. Ένα από τα αρχέτυπα αυτά είναι το αρχέτυπο Θεός, που κατέχει την κεντρική θέση αποτελώντας τον άξονα ολόκληρου του συστήματος των αρχετύπων. Επίσης, την ψυχανάλυση στην ερμηνεία της θρησκείας εφαρμόζει και ο Erich Fromm[6]. Σε αδρές γραμμές, η σχέση της Ψυχολογίας με τη Θρησκεία θα μπορούσε να συνοψιστεί στην ακόλουθη φράση «η θρησκεία στρέφεται στην επιστήμη(Ψυχολογία) για να ερμηνεύσει τον κόσμο γύρω της, η επιστήμη(Ψυχολογία) στρέφεται στη θρησκεία για να λύσει το υπαρξιακό ζήτημα[7]»

Στην Ελλάδα, με την ψυχολογία της θρησκείας έχουν ασχοληθεί οι Ν. Λούβαρις, Ν. Νησιώτης, Μ.Μακράκης, Μ. Μπέγζος, Σ.Τσιτσίγκος μέσα από διάφορα συγγραφικά έργα. Σήμερα διδάσκεται ως μάθημα στη Θεολογική Σχολή Αθηνών.

Περιοχή έρευνας & Μεθοδολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ουσιαστικά είναι περιοχή έρευνας της γενικής επιστημονικής ψυχολογίας, στόχος της οποίας είναι η κατανόηση των διαδικασιών που μεσολαβούν στην ανθρώπινη θρησκευτικότητα σε όλες τις παραλλαγές της. Τα θέματά της κυμαίνονται από ειδικούς παράγοντες όπως είναι οι εγκεφαλικές διεργασίες που εμπλέκονται σε εμπειρίες που ένα άτομο μπορεί να θεωρεί θρησκευτικές, πνευματικές ή ιερές, έως γενικούς, όπως οι ψυχολογικοί παράγοντες που εμπλέκονται σε περίπλοκες ατομικές και ομαδικές θρησκευτικές κοινωνικές συμπεριφορές[8].Ως πεδίο επιστημονικής έρευνας, δεν παίρνει θέση σχετικά με τους ισχυρισμούς οποιασδήποτε συγκεκριμένης θρησκείας, αλλά αντιθέτως αντιμετωπίζει την ανθρώπινη θρησκευτικότητα ως πτυχή της ανθρώπινης λειτουργίας που πρέπει να κατανοήσει, όπως επιχειρεί να κατανοήσει όλες τις άλλες ανθρώπινες λειτουργίες. Επιπροσθέτως, πολλές φορές η έρευνα στην Ψυχολογία της Θρησκείας φαίνεται να διακρίνεται από δύο πολιτισμικούς χώρους, τον ανατολικό και τον δυτικό.

Σήμερα, η Ψυχολογία της Θρησκείας εφαρμόζει διεθνώς τη μεθοδολογία των εμπειρικών επιστημών. Πιο συγκεκριμένα, επιστρατεύει είτε ψυχολογικές και πειραματικές μεθόδους, όπως ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, αυτοπαρατηρησία/ αυτοανάλυση, ετεροπαρατηρησία, συνεντεύξεις βάθους, ερωτηματολόγια, κλινικά tests κ.λπ., είτε εμπειρικές εκτιμήσεις, είτε στατιστικές και συγκριτικές ή συνδυαστικές (μικτές) μετρήσεις[9]. Παρόλο που το πείραμα δεν μπορεί να εφαρμοσθεί πάντοτε, όταν πρόκειται για βιωματικές καταστάσεις, η Ψυχολογία της Θρησκείας οφείλει να αποδέχεται τη βασική επιστημονική μέθοδο της έρευνας, την οποία και υιοθετεί η γενική ψυχολογία ως επιστήμη θετική και ερευνητική. Παράλληλα, αυτό δεν σημαίνει ότι θα επιβεβαιώνει συνεχώς και χωρίς κριτική εκτίμηση τις διάφορες απόψεις των ψυχολογικών επιστημονικών σχολών. Ακόμη, υπάρχει μία σημαντική διαφοροποίηση στη μεθοδολογία, ανάμεσα στην θεωρητική ψυχολογία (της παρακολούθησης του ψυχικού βίου) και στην κλινική ψυχολογία (της διάγνωσης και της περίθαλψης των ψυχικών νοσογόνων καταστάσεων). Η Ψυχολογία της Θρησκείας οφείλει να διατηρεί την σχέση της και με τις δύο αυτές κατευθύνσεις. Με άλλα λόγια, η ψυχολογία του ομαλού είναι αμιγώς ερευνητική ενώ η ψυχολογία του ανώμαλου βίου (ψυχοπαθολογία) είναι ταυτόχρονα ερευνητική και διαγνωστική- ιαματική. Κατά αυτόν τον τρόπο, ένα ψυχικό φαινόμενο δύναται να αξιολογηθεί από την πρώτη ως θετικό ενώ από τη δεύτερη ως παθολογικό[10].

Τέλος, εντοπίζονται ορισμένοι περιορισμοί όσο αφορά την έρευνα και την μεθοδολογία, καθώς υπεισέρχεται ο παράγων της προκατάληψης. Ο κάθε άνθρωπος διαθέτει ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό/θρησκευτικό υπόβαθρο, και δύναται στην περίπτωση του επιστήμονα- ερευνητή η επιστημονική του έρευνα να μην είναι απαλλαγμένη από οποιονδήποτε ιδεολογικό- θρησκευτικό υποκειμενισμό, είτε διάκειται θετικά, είτε αρνητικά προς το "θρησκεύεσθαι". Συμπερασματικά, η ψυχολογία δικαιούται να ερευνά το θρησκευτικό φαινόμενο, δεν δικαιούται επιστημονικά να το κρίνει και να το αξιολογεί και οφείλει να διατηρεί την επιστημονική της ουδετερότητα.

Σκοπός & Στόχοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βασικός σκοπός της Ψυχολογίας της Θρησκείας είναι η διαφώτιση της θρησκευτικής συμπεριφοράς. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον θεολόγο Ν. Νησιώτη[11]:

  • Να προλάβει νευρώσεις που προέρχονται από εσφαλμένη βίωση της θρησκευτικότητας και συγχρόνως να συνεισφέρει στην ίαση άλλων ψυχικών παθήσεων με την "αναστήλωση" του θρησκευτικού βιώματος.
  • Να αποκαθάρει συνεχώς τη θρησκευτικότητα από τα επιβλαβή στοιχεία που την καθιστούν εκκεντρική, μονιστική, απόκοσμη, εμπαθή και επομένως επιζήμια και για την ψυχική υγεία του υποκειμένου και για το κοινωνικό σύνολο.
  • Να προετοιμάσει καλύτερα εκείνους που θα έχουν στα χέρια τους το έργο της ποιμαντορικής φροντίδας ψυχών και να τους δώσει τις βάσεις μιας εφαρμοσμένης ποιμαντικής ψυχολογίας.
  • Να βοηθήσει σε μία ενδοσκόπηση του υποκειμένου με σκοπό την ανεύρεση των δυναμικών στοιχείων της θρησκείας για την διάκρισή τους από τις περιττές και παθολογικές ασυνείδητες εφέσεις και ορμές που καλύπτονται με τη μάσκα του "θρησκευτικού".
  • Να βοηθήσει τους ψυχιάτρους στο έργο τους με ένα συμπληρωματικό κεφάλαιο σχετικά με ένα βίωμα καθολικό και έντονο, που θα παρουσιασθεί στις περιπτώσεις με τις οποίες θα ασχοληθούν, για την περίθαλψη ψυχικών ανωμαλιών.

Η ψυχολογία της θρησκείας εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως διακριτός κλάδος της ψυχολογίας στα τέλη του 19ου αιώνα, ωστόσο οι τρεις κάτωθι στόχοι έχουν ιστορία πολλών αιώνων πριν από τον 19ο αι.[12].Οι ψυχολόγοι της θρησκείας επιδιώκουν τρεις στόχους:

  1. συστηματική περιγραφή, ιδιαίτερα θρησκευτικού περιεχομένου, στάσεων, εμπειριών και εκφράσεων
  2. εξήγηση της προέλευσης της θρησκείας, τόσο στην ιστορία της ανθρώπινης φυλής όσο και στις ατομικές ζωές, λαμβάνοντας υπόψη μια ποικιλία επιρροών
  3. χαρτογραφούν τις συνέπειες των θρησκευτικών στάσεων και συμπεριφορών, τόσο για το άτομο όσο και για την κοινωνία γενικότερα.

Θρησκεία και Ψυχοσωματική υγεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ψυχολογία της Θρησκείας εξετάζει την πίστη, κυρίως σε συνάφεια με την υγεία. Μία υγιής θρησκευτική πίστη ωφελεί τον θρησκευόμενο σε πολλά επίπεδα. Γενικότερα, διαπιστώθηκαν χαμηλή συχνότητα καρδιοαγγειακών παθήσεων, υπέρτασης, καρδιακών προσβολών και διαφόρων μορφών καρκίνου. Επιπλέον, η θρησκευτική πίστη παρέχει νόημα ζωής σε παραπληγικούς και τετραπληγικούς ασθενείς, συμβάλλει στην υπέρβαση ψυχολογικών συνεπειών(αισθήματα θυμού, θλίψης, ενοχής, θεοδικίας κ.λπ.) λόγου χάρη από τον αιφνίδιο θάνατο παιδιού ή του γήρατος μέσω της αυτοεκτίμησης[13].

Σύμφωνα με την Γνωσιακή Ψυχολογία της Θρησκείας, σε θρησκείες που ενυπάρχει η σωματική άσκηση χωρίς να είναι σωματοκτόνα, όπως για παράδειγμα στον Χριστιανισμό, βοηθά στη[14]:

  1. βιολογική λειτουργία(π.χ. ευεξία, πέψη,μακροβιότητα κ.λπ.)
  2. νευρωνική μεταβατικότητα(flexible thinking)
  3. εγκεφαλική πλαστικότητα
  4. προστασία από τη βίωση του Χριστιανισμού ως μία Ιδεολογία, παλινδρόμηση στην παιδική ηλικία ή εκτεταμένη εσωστρέφεια.

Περιθανάτιες & Επιθανάτιες εμπειρίες (Near Death Experiences)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ψυχολογία της Θρησκείας διαλαμβάνει σχετικά με τις περιθανάτιες και τις επιθανάτιες εμπειρίες[15] και αποτελούν ιδιαίτερο τμήμα της, καθώς υπήρξαν και πολλοί ψυχολόγοι που έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το κεφάλαιο αυτό της Θανατολογίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η έκδοση ενός τόμου από την Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία με τίτλο «Ποικιλίες της ασυνήθους εμπειρίας», όπου καταγράφονται περιθανάτιες και μυστικιστικές εμπειρίες.

Έρευνες υποστηρίζουν ότι η πιθανότητα να βιώσει κάποιος NDEs δεν σχετίζεται με την ηλικία, το φύλο, το επίπεδο εκπαίδευσης, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση, το επάγγελμα, την οικογενειακή κατάσταση και το θρησκευτικό υπόβαθρο. Άτομα που είχαν NDEs αναφέρουν συχνά στοιχεία θετικής αλλαγής στην στάση ζωής τους. Μεταξύ άλλων, συμπεριλαμβάνονται τα ακόλουθα: 1) αισθητή μείωση του φόβου θανάτου, 2) ένα αίσθημα άτρωτου, 3) μια αίσθηση ότι επιλέχθηκαν για κάποια μοναδική αλλά άγνωστη ακόμη αποστολή, 4) μια πεποίθηση ότι ήταν ο Θεός ή κάποια άλλη εξωτερική δύναμη που ήταν υπεύθυνη για τη νέα αυτή αίσθηση του πεπρωμένου, 5) μια νέα ή περισσότερο εμπλουτισμένη πεποίθηση ότι υπάρχει ζωή μετά θάνατον[16].

Ορισμένοι επιστήμονες ερμηνεύουν τις NDEs μέσα από τις φυσιολογικές λειτουργίες του σώματος. Αναλυτικότερα, η Susan Blackmore υποστηρίζει ότι όλα τα θετικά αισθήματα που βιώνει ένα άτομο όταν έχει NDEs οφείλονται σε έναν συνδυασμό διεργασιών κάθε φορά που ο εγκέφαλος αρχίζει να πεθαίνει. Πιο συγκεκριμένα, η έλλειψη οξυγόνου στον εγκέφαλο είναι υπεύθυνη για τα αισθήματα ευφορίας, τα οράματα, την αδυναμία κίνησης και επικοινωνίας. Επίσης η έκκριση ενδορφίνων στον οργανισμό προκαλεί αισθήματα αγαλλίασης ,ευτυχίας και ευεξίας, όπως και η δημιουργία επιληπτικών κρίσεων στο μεταιχμιακό σύστημα και τον κροταφικό φλοιό σχετίζονται με τις αναδρομές στο παρελθόν και με αισθήματα οικειότητας και νοηματοδότησης[17]. Βέβαια η παρατηρούμενη επιστημονικά εγκεφαλική δραστηριότητα δεν δίνει απαντήσεις για την πραγματική ύπαρξη ή μη του Θεού. Ενώ υπάρχουν και εκείνοι οι επιστήμονες που ισχυρίζονται ότι όλα τα παραπάνω, είναι τρανή απόδειξη του χωρισμού σώματος και ψυχής[18].

Ωστόσο, παρά τις διφορούμενες απόψεις, αυτό που ακόμα δεν έχει ικανοποιητικά εξηγηθεί ψυχιατρικά, είναι το φως που μαρτυρείται από όλα τα υποκείμενα και το φαινόμενο αυτό από πολλούς ψυχολόγους/ ψυχιάτρους κατατάσσεται στα ιδιοπαθή συμβάντα.

Αίρεση και ψυχοπαθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σχέση της αίρεσης με την ψυχοπαθολογία εκλαμβάνεται ως μία ψυχοπνευματική απόκλιση από την φυσιολογική συμπεριφορά ενός ατόμου, και μεταξύ άλλων εκδηλώνεται με νοητικές πλάνες, γνωσιακές αστοχίες, βουλητική αστάθεια, συναισθηματική ρευστότητα, ψυχικές ματαιώσεις κ.λπ.[19]. Αναλυτικότερα, μεταξύ αυτών των δύο μεγεθών παρουσιάζεται μία αιτιώδης σχέση. Ένας ψυχικά ασθενής δημιουργεί μία παθολογική εικόνα για τον Θεό[20] και αντίστροφα, μία λαθεμένη ερμηνεία της θρησκείας/θρησκευτικότητας αποδίδει μία παθολογική συμπεριφορά. Ουσιαστικά, η θρησκευτική αίρεση μπορεί να χαρακτηριστεί και ως ψυχική νόσος.

Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική προσέγγιση, και ιδιαίτερα τη θεωρία των αντικειμενότροπων σχέσεων της Melanie Klein[21], οι αιρέσεις ασχολούνται με το μέρος αντί του όλου, δηλαδή της ενιαίας ψυχοσωματικής οντότητας του ανθρώπου. Η συμπεριφορά αυτή συνδέεται στα πρώιμα χρόνια του ατόμου, το οποίο ως βρέφος είχε μία συγκεχυμένη αντίληψη του εαυτού του και του εξωτερικού κόσμου, καθώς αντιλαμβανόταν "μερικά αντικείμενα" μιας ενιαίας εικόνας. Αυτό το στάδιο των τεσσάρων πρώτων μηνών του βρέφους ονομάζεται παρανοειδή-σχιζοειδή θέση(paranoid-schizoid position).[22]

Συμπτώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ορισμένες αρνητικές συνέπειες των αιρετικών ανθρώπων είναι η υπερδιέγερση, ευερεθιστότητα, τρομακτικά όνειρα, χρόνιο άγχος, ενοχές, φοβίες, μείωση της αυτοεκτίμησης, κυκλοθυμικότητα κ.λπ. Ακόμη, και στην περίπτωση που τα άτομα αυτά αποδεσμευτούν από την αίρεση, εντοπίζονται δυσκολίες στην ομαλή τους επανένταξη στα οικογενειακά και επαγγελματικά τους καθήκοντα. Ακόμη, από την κοινωνιολογική άποψη οι αιρετικοί εξωτερικά παρουσιάζονται περισσότερο δεμένοι μεταξύ τους, ωστόσο, ουσιαστικά οι ψυχικοί δεσμοί των μελών μιας αίρεσης είναι κατά βάθος νευρωτικοί[23].

Παραπομπές σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Τσιτσίγκος, Σπυρίδων (2017). Η ψυχολογία της Θρησκείας. Aθήνα: TREMENDUM. σελ. 90-91. ISBN 9789609828246. 
  2. Μακράκης, Μιχάλης (1993). Ψυχολογία της θρησκείας. Αθήνα: Αρμός. σελ. 19,31. ISBN 9607102371. 
  3. Τσιτσίγκος, Σπυρίδων (2017). Η ψυχολογία της Θρησκείας. Αθήνα: TREMENDUM. σελ. 216-217. ISBN 9789609828246. Ιστορικά διακρίνονται οι εξής μορφές θρησκευτικότητας: παιδική, νομικιστική, σεκταριστική, εκκλησιαστική, εξωτερική, εσωτερική/ ώριμη, εσωτερική/ δεσμευμένη, εξωτερική- συμπεφωνημένη, διαισθητική/ εμπειρική, θεωρητική/διανοητική. 
  4. Τσιτσίγκος, Σπυρίδων (2015). Θρησκευτικότητα, Προσωπικότητα & Ταυτότητα. Αθήνα: TREMENDUM. σελ. 52,54. ISBN 9786185170035. 
  5. Τσιτσίγκος, Σπυρίδων (2017). Η ψυχολογία της Θρησκείας. Αθήνα: TREMENDUM. σελ. 129. ISBN 9789609828246. ο R. Otto διέκρινε δύο κύριες και αντίθετες μεταξύ τους τάσεις, που αναπτύσσονται στον άνθρωπο, όταν αυτός έρχεται σε επαφή με το ΑΓΙΟΝ: την υπερβατική άπωση- ιερή φρικίαση/ ευλαβικό δέος (mysterium tremendum) και την υπερβατική έλξη- γοητεία (fascinans). 
  6. Μακράκης, Μιχάλης (1993). Ψυχολογία της Θρησκείας. Αθήνα: Αρμός. σελ. 35-59. ISBN 9607102371. 
  7. Sadler, William (1970). Personality & Religion. London: SCM Press Ltd. σελ. 207. 
  8. Paloutzian, R.F. «Psychology of Religion». Στο: Runehov, A.L.C. Encyclopedia of Sciences and Religions. Oviedo, L. Dordrecht: Springer. σελ. 1904. ISBN 978-1-4020-8264-1. 
  9. Τσιτσίγκος, Σπυρίδων. Η ψυχολογία της Θρησκείας. Αθήνα: TREMENDUM. σελ. 100-101. ISBN 9789609828246. 
  10. Νησιώτης, Νίκος. Ψυχολογία της Θρησκείας. Αθήνα: Μαΐστρος. σελ. 39. ISBN 9608252369. 
  11. Νησιώτης, Νίκος (2006). Ψυχολογία της Θρησκείας. Αθήνα: Μαΐστρος. σελ. 29. ISBN 9608252369. 
  12. Wulff, D. M. (2010). Psychology of Religion. In D. A. Leeming, K. Madden, & S. Marian (Eds.), Encyclopedia of Psychology and Religion (pp. 732–735). New York; London: Springer.
  13. Τσιτσίγκος, Σπυρίδων (2017). Η Ψυχολογία της Θρησκείας. Αθήνα: Tremendum. σελ. 306. ISBN 9789609828246. 
  14. Τσιτσίγκος, Σπυρίδων (2019). Στοιχεία Γνωσιακής Ψυχολογίας της Θρησκείας. Αθήνα: TREMENDUM. σελ. 294-295. ISBN 9786185170158. 
  15. Οι περιθανάτιες εμπειρίες αφορούν εμπειρίες που έχουν οι άνθρωποι κατά τη διάρκεια σοβαρών ασθενειών ή κρίσεων υγείας και συνοδεύονται από αισθήματα ευχαρίστησης και ειρήνης. Αναφέρονται ακόμη, συναντήσεις με υπερφυσικές πραγματικότητες. Οι επιθανάτιες εμπειρίες σχετίζονται με εμπειρίες ανθρώπων κατά τη διάρκεια προσέγγισης του θανάτου, και περιλαμβάνουν ταξίδια στο φως, αίσθηση αποχωρισμού από το σώμα κ.λπ.
  16. Wulff, David M. (1997). Psychology of Religion classic& contemporary. United States of America: John Wiley & Sons, Inc. σελ. 620. ISBN 0471037060. 
  17. Wulff, David M. (1997). Psychology of Religion classic& contemporary. United States of America: John Wiley & Sons, Inc. σελ. 621. ISBN 0471037060. 
  18. Krippner, Stanley (2005). Psychoneurological Dimensions of Anomalous Experience in Relation to Religious Belief and Spiritual Practice. New York: Palgrave MacMillan. σελ. 80. 
  19. Τσιτσίγκος, Δρ.Σπυρίδων (2016). Προθεωρία στην ψυχολογία της αίρεσης. Αθήνα: TREMENDUM. σελ. 25. ISBN 9789609828239. 
  20. Grzymala-Moszcynska and Beit-Hallahmi, Halina and Benjamin (1996). Religion, Psychopathology and coping. Amsterdam: GA:Rodopi. ISBN 9789004672666. 
  21. Corey, Gerald (2005). Θεωρία και πρακτική της συμβουλευτικής και της ψυχοθεραπείας. Αθήνα: ΕΛΛΗΝ. σελ. 142. ISBN 9789602868836. Στην πρώτη φάση ανάπτυξης του εαυτού, το βρέφος είναι ανίκανο να διαφοροποιήσει τον εαυτό του από την μητέρα του, και σύμφωνα με την Melanie Klein αντιλαμβάνεται μέρη- στήθος, πρόσωπο, χέρια, στόμα- παρά έναν ολόκληρο εαυτό. Σε αυτό το στάδιο δεν υπάρχει ένας ολόκληρος εαυτός, και δεν υπάρχουν ολόκληρα αντικείμενα. Όταν οι ενήλικες εμφανίζουν τις πιο ακραίες μορφές έλλειψης ψυχολογικής οργάνωσης και αίσθησης του εαυτού, μπορεί να θεωρηθεί ότι φανερώνουν καθηλώσεις σε αυτό το πρωτόγονο βρεφονηπιακό στάδιο. 
  22. Κουφογιάννη, Πανωραία (2006). Εκπαιδεύοντας Θεολόγους στη Συμβουλευτική και τη Συμβουλευτική Ψυχολογία. Αθήνα: Γρηγόρη. σελ. 71. ISBN 9603334766. 
  23. Τσιτσίγκος, Δρ.Σπυρίδων (2016). Προθεωρία στην ψυχολογία της αίρεσης. Αθήνα: TREMENDUM. σελ. 155. ISBN 9789609828239. 

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Βασίλης Έξαρχος, "Περί το πρόβλημα καθορισμού του επιστημονικού αντικειμένου της ψυχολογίας της θρησκείας", Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, τόμ. 7 (1962), σελ. 1-16.
  • Vassilis Saroglou (ed.), Religion, Personality, and Social Behavior, Psychology Press, New York, 2014 (μτφρ στα γαλλικά: Psychologie de la religion. De la théorie au laboratoire, De Boeck, Bruxelles, 2015).

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]