Ηθοποιός
Ο ηθοποιός είναι καλλιτέχνης που συμμετέχει σε θεατρική παράσταση ή σε κινηματογραφικό, τηλεοπτικό, ραδιοφωνικό έργο και ερμηνεύει ρόλο. Η λέξη ηθοποιός είναι σύνθετη και αποτελείται από το ουσιαστικό ήθος (αρχ. ελλ.: χαρακτήρας) και το ρήμα ποιώ (αρχ. ελλ.: φτιάχνω, δημιουργώ).[1] Ηθοποιός σημαίνει αυτός που φτιάχνει -υποδύεται- κάποιον χαρακτήρα.
Ιστορικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αρχαίο ελληνικό θέατρο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο οι ηθοποιοί ονομάζονταν υποκριτές. Πρώτος υποκριτής και ο πρώτος που εισήγαγε αυτήν την καινοτομία η οποία προκάλεσε τη γέννηση της τραγωδίας και του θεάτρου γενικότερα, θεωρείται ο Θέσπις, όταν στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. κατά τη διάρκεια θρησκευτικών εορτών αφιερωμένων στον Διόνυσο διέκοψε τον διθύραμβο του χορού και αποκρίθηκε σε πεζό λόγο. Αρχικά υπήρχε μόνο ένας υποκριτής, που συνδιαλεγόταν με τον Χορό και στη συνέχεια, με την εξέλιξη του αρχαίου δράματος, ο Αισχύλος προσέθεσε έναν δεύτερο και ο Σοφοκλής τον τρίτο. Κατά την αρχαιότητα οι ρόλοι ερμηνεύονταν με χρήση μάσκας και αποκλειστικά από άνδρες, παράδοση η οποία ακολουθήθηκε και μεταγενέστερα.
Ρωμαϊκά χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, οι θίασοι απαρτίζονταν κυρίως από σκλάβους. Ο –επίσης σκλάβος- θιασάρχης συνέγραφε και σκηνοθετούσε τα έργα τα οποία παρουσιάζονταν μαζί με τα υπόλοιπα δωρεάν θεάματα (μονομαχίες, άγρια ζώα, χορούς) που προσέφερε η πολιτεία στο λαό και πληρωνόταν πενιχρά στο όνομα του θιάσου αναλόγως της επιτυχίας του έργου . Κατά κανόνα οι ηθοποιοί αντιμετωπίζονταν με περιφρόνηση και ακόμα και με ξυλοφόρτωμα όταν η παράστασή τους εκλαμβανόταν ως προσβολή από τους ευγενείς της εποχής. Σπάνιες εξαιρέσεις αποτελούν οι ηθοποιοί Αίσωπος και Ρόσκιος οι οποίοι μνημονεύονται ως αξιόλογοι.
Μεσαίωνας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα δεν υπάρχει μεγάλη θεατρική δραστηριότητα. Επικρατούν τα θρησκευτικά δράματα και σποραδικά οι φάρσες. Έτσι υπάρχουν αναφορές κυρίως για μίμους, γελωτοποιούς και τροβαδούρους, οι οποίοι όταν τύγχαναν της αποδοχής του –συχνα αριστοκρατικού- κοινού τους είχαν μεγάλες οικονομικές απολαβές. Αντίστοιχα όμως, οι πιο άτυχοι ή ατάλαντοι μεταξύ τους , που δεν κατάφερναν να εξασφαλίσουν την προστασία των ευγενών της εποχής, δέχονταν διώξεις, κατηγορίες και φυλακίσεις.
Αναγέννηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κομέντια ντελ Άρτε
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 25 Φεβρουαρίου του 1545 συντελείται μία μικρή επανάσταση σε αυτό που αργότερα θα αποκαλεστεί επάγγελμα του ηθοποιού: Οκτώ ηθοποιοί στην Πάντοβα υπογράφουν μία σύμβαση ότι δεν θα είναι πια περιπλανώμενοι ερασιτέχνες αλλά επαγγελματίες ηθοποιοί (dell’arte). Η αυτοσχεδιαστική Κομέντια ντελ άρτε με τους περιοδεύοντες θιάσους της, φέρνει τον ηθοποιό στο επίκεντρο και εισάγει την ερμηνεία των γυναικείων ρόλων από γυναίκες. Μία από τις γνωστότερες ηθοποιούς της εποχής είναι η Ιζαμπέλα Αντρείνη (Isabella Andreini).
Ελισαβετιανό θέατρο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τη βασιλεία της Ελισάβετ θα αποδοθεί στους ηθοποιούς ο τίτλος του υπηρέτη της βασιλικής οικογενείας ή των αριστοκρατών και έτσι θα αναβαθμιστεί το κύρος τους. Οι θίασοι πλέον παίρνουν το όνομά τους από τον αριστοκράτη που τους προστατεύει και αποκτούν μια σχετική οικονομική σταθερότητα και περισσότερες ελευθερίες. Ο επιφανέστερος θίασος της εποχής, μέλη του οποίου υπήρξαν ο –επίσης ηθοποιός Σαίξπηρ και ο δημοφιλέστατος Ρίτσαρντ Μπέρμπατζ (Richard Burbage) ονομαζόταν Chamberlain’s Men.
Ο χρυσός αιώνας της Ισπανίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μέσα σε έναν δημιουργικό αναβρασμό που διέπει την ισπανική κοινωνία του 16ου αι. το θέατρο και οι ηθοποιοί απολαμβάνουν την εκτίμηση του κοινού.
Ηθοποιοί και χριστιανισμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Για πρώτη φορά έγινε λόγος για «μίμους» στην επισκοπική Σύνοδο της Ελβίρας στην Ισπανία το 305 όπου απαγορεύτηκε στους Χριστιανούς να ασκούν αυτό το επάγγελμα (οι «μίμοι» τιμωρούνται με δια βίου αποπομπή από την εκκλησία) και ενώ ασχολήθηκαν με το θέμα αργότερα και άλλα περιφερειακά εκκλησιαστικά όργανα καμία Οικουμενική Σύνοδος δεν έριξε το επίσημο ανάθεμα στους ηθοποιούς. Γνωστές όμως είναι οι απαγορεύσεις που επιβάλλονταν στους χριστιανούς για την παρακολούθηση τέτοιων θεαμάτων καθώς και η γενικότερη αρνητική θέση της χριστιανικής εκκλησίας απέναντι στο θέατρο. Η αντίληψη αυτή αρχικά συμβάδιζε πλήρως με το πνεύμα της εποχής και αντανακλούσε το ιδιαιτέρως χαμηλό επίπεδο των προσφερομένων θεαμάτων.
Συγκεκριμένα ο ηθοποιός, όπως άλλωστε και οι ιερόδουλες, δεν είχαν δικαίωμα στη θεία μετάληψη και στα υπόλοιπα μυστήρια. Ο κανόνας αυτός παρέμεινε στη θεωρία για όλες τις υπόλοιπες χώρες εκτός της Γαλλίας στην οποία εφαρμόστηκε κάποιες φορές άλλοτε με ελαστικότητα και άλλοτε με αυστηρότητα -αναλόγως της εποχής και των εμπλεκομένων προσώπων. Γνωστότερο περιστατικό θεωρείται η άρνηση χριστιανικής ταφής του Μολιέρου.
Στην Ελλάδα πάντως, προστάτης του θεάτρου θεωρείται ο Άγιος Πορφύριος που γιορτάζει στις 15 Σεπτεμβρίου.
Θεσμικό πλαίσιο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην Ελλάδα οποιοσδήποτε μπορεί να ασκήσει ελεύθερα τη δραστηριότητα του ηθοποιού μετά από την κατάργηση τον Μάιο του 1981 (από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με Υπουργό Πολιτισμού και Επιστημών Ανδρέα Ανδριανόπουλο) της ειδικής άδειας ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού (Νόμος 1158 ΦΕΚ Α΄127/13.5.1981)[2]. Εσφαλμένα, συχνά αποδίδεται η κατάργηση της άδειας στη Μελίνα Μερκούρη, η οποία όμως έγινε Υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών, τον Οκτώβριο του 1981. Συνήθως οι ηθοποιοί φοιτούν σε δραματική σχολή προκειμένου να αποκτήσουν τις τεχνικές και θεωρητικές γνώσεις που θα τους επιτρέψουν να ερμηνεύσουν αρτιότερα τους ρόλους τους. Για να εισαχθεί κάποιος σε δραματική σχολή οφείλει να έχει απολυτήριο λυκείου και να περάσει εκτός από τις εξετάσεις της ίδιας της σχολής και ειδικές εξετάσεις από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
- ↑ «ΝΟΜΟΣ 1158/1981». kodiko.gr.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Φύλλις Χάρτνολ: Ιστορία του Θέατρου, μτφ Ρούλας Πατεράκη, Εκδόσεις Υποδομή, Αθήνα 1980