Μετάβαση στο περιεχόμενο

Άγριο κύμινο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κάρον το κυμινοειδές,
Άγριο κύμινο, Αγριοκύμινο
(Carum carvi)
Κάρον το κυμινοειδές (Carum carvi), εικονογράφηση από τον Köhler.
Κάρον το κυμινοειδές (Carum carvi), εικονογράφηση από τον Köhler.
Συστηματική ταξινόμηση
Σύστημα: κατά APG III (2009)
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Κλάδος: Αγγειόσπερμα (Angiosperms)
Κλάδος: Ευδικοτυλήδονα (Eudicots)
Κλάδος: Αστερίδες (Asterids)
Τάξη: Σελινώδη (Apiales)
Οικογένεια: Απιίδες (Apiaceae) ή Σκιαδοφόρα (Umbelliferae)
Γένος: Κάρον (Carum)
Είδος: Κ. το κυμινοειδές (C. carvi)
Διώνυμο
Κάρον το κυμινοειδές
(Carum carvi)

Κάρολος Λινναίος (L.)

Το άγριο κύμινο ή αγριοκύμινο (επιστ. ονομ. Carum carviΚάρον το κυμινοειδές) είναι ένα διετές φυτό της οικογένειας των Απιίδων (Apiaceae) ή Σκιαδοφόρων (Umbelliferae),[1] ιθαγενές στη δυτική Ασία, την Ευρώπη και τη Βόρεια Αφρική.

Το φυτό είναι παρόμοιο σε εμφάνιση με τα άλλα μέλη της οικογένειας του καρότου, με λεπτά διαιρεμένα φτερωτά φύλλα, με τις σαν νήμα διαιρέσεις, που μεγαλώνει σε μίσχους των 20-30 εκατοστών. Το κύριο ανθικό στέλεχος έχει ύψος 40-60 εκατοστά, με μικρά λευκά ή ροζ λουλούδια σε σκιάδια. Οι καρποί από το άγριο κύμινο (οι οποίοι αποκαλούνται λανθασμένα σπόροι), είναι σχήματος ημισελήνου, με αχαίνια μήκους περίπου 2 χιλ., με πέντε αχνές χαρακιές.

Η ετυμολογία του αγριοκύμινου είναι περίπλοκη και δυσνόητη.

Το άγριο κύμινο έχει ονομαστεί με πολλά ονόματα σε διαφορετικές περιοχές, με τα ονόματα που προέρχονται από το λατινικό cuminum (κύμινο), το ελληνικό κάρον ή κάρος (και πάλι, κύμινο), το οποίο προσαρμόστηκε στα Λατινικά ως Carum (δηλαδή, τώρα αγριοκύμινο) και το σανσκριτικό karavi, που μερικές φορές μεταφράζεται ως «αγριοκύμινο» ενώ άλλες φορές νοείται ως μάραθος.[2]

Στα Αγγλικά το ονομάζουν επίσης, ως «μεσημβρινό μάραθο» (meridian fennel)[3][4][5][6][7] ή «Περσικό κύμινο» (Persian cumin),[7][8]

Στις γερμανόφωνες χώρες, χρησιμοποιείται η ονομασία κιούμελ (Kümmel), είτε μόνη της, είτε σαν συνθετικό λέξης (Echter Kümmel, Kreuzkümmel).

Το αγριοκύμινο, βρέθηκε σε ανασκαφές νεολιθικών οικισμών της Ευρώπης. Το φυτό ήταν γνωστό στους Αιγυπτίους, τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους.

Η αγγλική χρήση του όρου άγριο κύμινο (caraway), χρονολογείται τουλάχιστον από το 1440[9] και θεωρείται από τον Skeat ότι είναι Αραβικής προέλευσης, αν και ο Katzer, πιστεύει ότι η Αραβική al-karawya (βλέπε Ισπανική alcaravea) πρέπει να προέρχεται από το Λατινικό carum.[2]

Καρποί άγριου κύμινου (Κάρον το κυμινοειδές).
Στην καρβόνη S-(+)-, οφείλεται πρωτίστως το ξεχωριστό άρωμα του αγριοκύμινου.
Ψωμάκια, με καρπούς αγριοκύμινου και αλάτι.

Οι καρποί, που συνήθως χρησιμοποιούνται ολόκληροι, έχουν μια πικάντικη, γεύση σαν γλυκάνισο και άρωμα που προέρχεται από τα αιθέρια έλαια, ως επί το πλείστον καρβόνη και λιμονένιο.[10] Η anethole, γενικά θεωρείται ως ένα δευτερεύον προϊόν στο αιθέριο έλαιο του είδους αυτού, επίσης έχει βρεθεί να είναι ένα σημαντικό συστατικό.[11] Το άγριο κύμινο χρησιμοποιείται ως καρύκευμα σε ψωμιά, ειδικά σε ένα ψωμί σίκαλης.

Το αγριοκύμινο χρησιμοποιείται επίσης σε γλυκά, ποτά, φαγητά κατσαρόλας, πιάτα ρυζιού της ινδικής κουζίνας, όπως το πιλάφι (pulao),[Σημ. 1][12] το biryani[Σημ. 2] και σε άλλα φαγητά. Βρίσκεται επίσης και στην Ευρωπαϊκή κουζίνα, για παράδειγμα, χρησιμοποιείται στα κέικ σπόρων αγριοκύμινου και συχνά προστίθεται στο ξινό λάχανο.[13][14][15][16][17] Οι ρίζες του μπορούν να μαγειρευτούν σαν λαχανικό, όπως οι παστινάκες ή τα καρότα. Επιπλέον, τα φύλλα του μερικές φορές, καταναλώνονται και ως βότανα, είτε ωμά, είτε αποξηραμένα ή μαγειρεμένα, παρομοίως με το μαϊντανό.[7]

Στην Ευρώπη, παλιά, πρόσθεταν τους καρπούς του σε κομπόστες και μαρμελάδες, στο ψωμί και σε άλλα αρτοσκευάσματα. Επίσης, έκαναν με αυτούς, ζαχαρωτά ή συνόδευαν τα ψητά μήλα. Πιστευόταν ότι το βότανο προφυλάσσει τους ανθρώπους από κάθε είδους παρεκτροπή.

Στη Σερβία, το άγριο κύμινο συνήθως πασπαλίζεται πάνω από τα σπιτικά αλμυρά κουλουράκια (pogačice s kimom). Χρησιμοποιείται επίσης, για την πρόσθεση γεύσης στα τυριά, όπως το bondost,[Σημ. 3] το pultost[Σημ. 4] και το havarti.[Σημ. 5] Το akvavit[Σημ. 6][18][19] και τα διάφορα λικέρ γίνονται με το αγριοκύμινο.

Στην κουζίνα της Μέσης Ανατολής, η πουτίγκα αγριοκύμινου, είναι ένα δημοφιλές επιδόρπιο κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού. Το άγριο κύμινο προσθέτει επίσης γεύση στη χαρίσσα,[Σημ. 7][20][21] μία πάστα από τσίλι στο Μαγκρέμπ. Συνήθως παρασκευάζεται και σερβίρεται το χειμώνα, στην περιοχή του Λεβάντε και με την ευκαιρία της γέννησης ενός νέου μωρού, Στην κουζίνα της Συρίας, στο Χαλέπι, χρησιμοποιείται για την παρασκευή γλυκών scones που ονομάζονται Keleacha.

Το έλαιο από τον καρπό του άγριου κύμινου, χρησιμοποιείται επίσης ως αρωματικό συστατικό σε σαπούνια, λοσιόν και αρώματα. Το αγριοκύμινο χρησιμοποιείται επίσης ως αρωματικό αναπνοής και έχει μια μακρά παράδοση χρήσεων στη λαϊκή ιατρική.

Το φυτό προτιμά τις ζεστές, ηλιόλουστες θέσεις, τα καλά στραγγιζόμενα εδάφη και τα πλούσια σε οργανικές ουσίες εδάφη. Στις θερμότερες περιοχές φύεται κατά τους χειμερινούς μήνες, ως ετήσιο φυτό. Στα εύκρατα κλίματα φύεται ως ένα καλοκαιρινό ετήσιο ή διετές φυτό. Υπάρχει, ωστόσο, μια πολυπλοειδής παραλλαγή (με τέσσερα απλοειδή σετ = 4n) του εν λόγω φυτού, που βρέθηκε να είναι πολυετές.

Η Φινλανδία προμηθεύει περίπου το 28% (2011) παραγωγής του αγριοκύμινου παγκοσμίως.[22] Η καλλιέργεια του άγριου κύμινου, είναι κατάλληλο για το Φινλανδικό κλίμα και το γεωγραφικό του πλάτος, το οποίο εξασφαλίζει πολλές ώρες ηλιοφάνειας το καλοκαίρι. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, οι καρποί να περιέχουν υψηλότερα επίπεδα αιθέριων ελαίων, από αυτά που παράγονται σε άλλες περιοχές καλλιέργειας όπως ο Καναδάς, η Ολλανδία, η Αίγυπτος και η Κεντρική Ευρώπη.

  1. Το πιλάφι, επίσης γνωστό ως pilav, pilau, pulao, palaw, plov, polov, polo και polu, είναι ένα πιάτο στο οποίο το ρύζι μαγειρεύεται, με ένα νόστιμο ζωμό από αρτύματα.
  2. Το biryani είναι ένα μικτό πιάτο ρυζιού από την Ινδική υποήπειρο. Είναι φτιαγμένο με μπαχαρικά, ρύζι και κρέας ή λαχανικά.
  3. Το bondost (μερικές φορές προφέρεται σαν μποντ-οστ, Σουηδικό "αγροτικό τυρί" ("ανθότυρο"), είναι ένα Σουηδικό τυρί που παρασκευάζεται επίσης στις Ηνωμένες Πολιτείες, κυρίως στη Νέα Υόρκη.
  4. Το pultost είναι ένα μαλακό, ώριμο Νορβηγικό ξινοτύρι αρωματισμένο με σπόρους κύμινου. Το pultost βρίσκεται υπό δύο μορφές, είτε αλειφόμενο, είτε χυλώδες. Η αλειφόμενη εκδοχή έχει μια ισχυρότερη γεύση. Η ονομασία του, προέρχεται από τη Λατινική λέξη "pulta", που σημαίνει «χυλό».
  5. Το havarti ή κρέμα havarti (Δανικά: flødehavarti) είναι ένα ημι-μαλακό τυρί από γάλα Δανέζικων αγελάδων. Είναι ένα επιτραπέζιο τυρί που μπορεί να κοπεί σε φέτες, να ψηθεί στη σχάρα, ή να ζεσταθεί ώστε να λιώσει.
  6. Το akvavit ή aquavit (επίσης, akevitt στα Νορβηγικά), είναι ένα αρωματικό ποτό, το οποίο παράγεται κυρίως στη Σκανδιναβία, όπου παράγεται από τον 15ο αιώνα. Το akvavit παίρνει τη χαρακτηριστική του γεύση, από τα μπαχαρικά και τα βότανα. Το κύριο μπαχαρικό θα πρέπει (σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ένωση), να είναι το αγριοκύμινο ή ο άνηθος. Συνήθως περιέχει 40% (αλκοόλ κατ'όγκο). Η ΕΕ έχει θεσπίσει ένα ελάχιστο 37,5% (αλκοόλ κατ'όγκο) για το akvavit, προκειμένου να έχει αυτή την ονομασία.
  7. Η χαρίσσα είναι μια πάστα καυτερής πιπεριάς τσίλι από την Τυνησία, τα κύρια συστατικά των οποίων είναι οι κόκκινες ψητές πιπεριές, πιπεριές serrano, άλλες καυτερές πιπεριές τσίλι, μπαχαρικά και βότανα όπως πάστα σκόρδου, σπόρους κόλιανδρο ή άγριου κύμινου καθώς και κάποιο φυτικό έλαιο ή ελαιόλαδο (για τη συντήρηση). Πιο στενά, είναι συνδεδεμένο με την Τυνησία, τη Λιβύη και την Αλγερία αλλά τελευταία και με το Μαρόκο, σύμφωνα με την Paula Wolfert, ειδικό στα Μαροκινά επισιτιστικά.
  1. USDA Plants Classification Report: Apiaceae Αρχειοθετήθηκε 2015-09-27 στο Wayback Machine.
  2. 2,0 2,1 Katzer's Spice Pages: Caraway Caraway (Carum carvi L.)
  3. Anise Seed Substitute: Caraway Seed Αρχειοθετήθηκε 2015-09-15 στο Wayback Machine.
  4. «English Malayalam Spice Names». Recipes.malayali.me. Ανακτήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 2013. 
  5. Word Crops Database
  6. Benefits of Carawy Seeds: Meridian Fennel, a biennial herb with a fleshy root ... Αρχειοθετήθηκε 2015-04-18 στο Wayback Machine.
  7. 7,0 7,1 7,2 Caraway: In the culinary arts, Caraway seeds ... Αρχειοθετήθηκε 2016-02-22 στο Wayback Machine.
  8. Plant Name: Meridian Fennel Meridian Fennel Αρχειοθετήθηκε 2012-03-18 στο Wayback Machine.
  9. Walter William Skeat, Principles of English etymology, Volume 2, page 319. 1891 Words of Arabic Origin
  10. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2014. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουλίου 2015. 
  11. «Toxic compounds in essential oils of coriander, caraway and basil active against stored rice pests». 
  12. "Rice Pilaf". Accessed May 2010.
  13. «Recipe - German Sauerkraut Caraway». Cooks.com. Ανακτήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 2013. 
  14. «Sauerkraut With Caraway Recipe - Low-cholesterol.Food.com - 206206». Recipezaar.com. Ανακτήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 2013. [νεκρός σύνδεσμος]
  15. «Fancified Sauerkraut Recipe : Emeril Lagasse : Recipes». Food Network. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Φεβρουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 2013. 
  16. 4+ hrs. «Slow Cooker Kielbasa Stew Recipe». Allrecipes.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Ιουνίου 2011. Ανακτήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 2013. 
  17. «Sauerkraut with Apple and Caraway Recipe at». Epicurious.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Οκτωβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 2013. 
  18. Lichine, Alexis. Alexis Lichine’s New Encyclopedia of Wines & Spirits (New York: Alfred A. Knopf, 1987), pp. = 80-81.
  19. EU spirits regulation(PDF) Regulation(EC) No 110/2008 of the European Parliament and of the Council of 15 January 2008 on the definition, description, presentation, labelling and the protection of geographical indications of spirit drinks and repealing Council Regulation (EEC) No 1576/89, Appendix II No. 24,  Retrieved 2014-02-09.
  20. [[ |Morse, Kitty]]· Lucy Malouf  (1998). Artichoke to Za'atar: Modern Middle Eastern Food. U of California P. σελ. 66. doi:[1] Check |doi= value (βοήθεια). ISBN 978-0-8118-1503-1.  . 
  21. Homemade Harissa Recipe seriouseats.com
  22. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Απριλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουλίου 2015. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]