Αυτοκρατορία των Ντουρανί

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ντουρανί)
Χάρτης της Αυτοκρατορίας στη μέγιστη έκτασή της.

Η Αυτοκρατορία των Ντουρανί (παστού: د دورانیانو امپراتوري), γνωστή και ως Αφγανική Αυτοκρατορία (د افغانانو واکمني),[1] ιδρύθηκε και οικοδομήθηκε από τον Αχμάντ Σαχ Ντουρανί. Την περίοδο της μεγαλύτερης έκτασής της, η αυτοκρατορία κάλυπτε το σημερινό Αφγανιστάν, το Πακιστάν, καθώς και μερικά τμήματα του βορειοανατολικού Ιράν, του ανατολικού Τουρκμενιστάν και της βορειοδυτικής Ινδίας συμπεριλαμβανομένης της περιοχής του Κασμίρ.[2]

Μετά τον θάνατο του Ναντέρ Σαχ το 1747, η περιοχή της Κανταχάρ διεκδικήθηκε από τον Αχμάντ Σαχ Ντουρανί. Από εκεί ξεκίνησε την κατάκτηση του Γκαζνί και ακολούθησε η Καμπούλ. Το 1749 ο αρχηγός της αυτοκρατορίας Μουγκάλ είχε παραχωρήσει την κυριαρχία επί του Πακιστάν και του Βορειοδυτικού Παντζάμπ στους Αφγανούς. Ο Αχμάντ Σαχ κινήθηκε στη συνέχεια προς τα δυτικά για να κατακτήσει τη Χεράτ, το οποίο κυβερνούσε ο Σαχρόκ Σαχ. Έπειτα έστειλε στρατό για να υποτάξει τις περιοχές βόρεια της οροσειράς Χίντου Κους και σε σύντομο χρονικό διάστημα όλες οι διαφορετικές φυλές άρχισαν να συντάσσονται με τον σκοπό του. Ο Αχμάντ Σαχ και οι δυνάμεις του εισέβαλαν τέσσερις φορές στην Ινδία, αποκτώντας τον έλεγχο των περιοχών του Κασμίρ και του Παντζάμπ. Στις αρχές του 1757, λεηλάτησε το Δελχί, αλλά επέτρεψε τη δυναστεία των Μουγκάλ να διατηρήσει κατ' όνομα τη διακυβέρνηση όσο ο κυβερνήτης αναγνώριζε την επικυριαρχία του Αχμάντ Σαχ στο Παντζάμπ, στο Σιντ και στο Κασμίρ. Οι δυνάμεις του Ντουρανί υποκίνησαν το Βάντα Γκουλουγκάρα όταν σκότωναν χιλιάδες Σιχ στο Παντζάμπ.[3][4][5]

Μετά τον θάνατο του Αχμάντ Σαχ γύρω στο 1772, ο γιος του Τιμούρ Σαχ έγινε ο επόμενος ηγεμόνας της δυναστείας Ντουρανί, ο οποίος αποφάσισε να καταστήσει την Καμπούλ την νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας και χρησιμοποίησε τη Πεσαβάρ ως χειμερινή πρωτεύουσα. Η αυτοκρατορία Ντουρανί θεωρείται το θεμέλιο του σύγχρονου κράτους του Αφγανιστάν, με τον Αχμάντ Σαχ Ντουρανί να πιστώνεται τον τίτλο του «πατέρα του έθνους».[6]

Βασιλεία του Αχμάντ Σαχ Ντουρανί (1747–1772)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1709 ο Μίρβαϊς Χοτάκ, επικεφαλής της φυλής Γκιλτζί της επαρχίας Κανταχάρ, απέκτησε ανεξαρτησία από τους Σαφαβίδες Πέρσες. Από το 1722 έως το 1725, ο γιος του Μαχμούντ Χοτάκ κυβέρνησε εν συντομία μεγάλα τμήματα του Ιράν και αυτοανακηρύχθηκε Σάχης της Περσίας. Ωστόσο, η δυναστεία Χοτάκ έφτασε στο τέλος της το 1738 αφού ανατράπηκε και εκδιώχτηκε από τους Αφσαρίδες, οι οποίοι βρισκόταν υπό την καθοδήγηση του Ναντέρ Σαχ Αφσάρ της Περσίας.

Το έτος 1747 σηματοδοτεί την οριστική εμφάνιση μιας αφγανικής πολιτικής οντότητας ανεξάρτητης από τις αυτοκρατορίες των Περσών και των Μουγκάλ.[7] Τον Οκτώβριο του 1747 συνήχθη ένα loya jirga (μεγάλο συμβούλιο) κοντά στην πόλη Κανταχάρ με τον Αχμάντ Σαχ Ντουρανί να επιλέγεται ως νέος ηγέτης των Αφγανών, οπότε ιδρύθηκε η δυναστεία Ντουρανί. Παρά το γεγονός ότι ήταν νεότερος από τους άλλους υποψηφίους, ο Αχμάντ Σαχ είχε διάφορους σημαντικούς παράγοντες υπέρ του. Ανήκε σε μια αξιοσέβαστη οικογένεια με πολιτικό παρελθόν, ειδικά αφού ο πατέρας του υπηρέτησε ως Κυβερνήτης της Χεράτ, και πέθανε σε μια μάχη που υπερασπιζόταν τους Αφγανούς.

Πρώτες νίκες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πόλη Κανταχάρ με τη σημαντική αγορά της.

Μια από τις πρώτες στρατιωτικές ενέργειες του Αχμάντ Σαχ ήταν να καταλάβει το Γκαζνί από τους Γκιλτζί και στη συνέχεια να αποσπάσει βίαια την Καμπούλ από τον τοπικό κυβερνήτη. Το 1749, ο ηγεμόνας των Μουγκάλ παροτρύνθηκε να παραχωρήσει το Σινδ, την περιοχή του Παντζάμπ και τον σημαντικό εμπορικό ποταμό Ινδό στον Αχμάντ Σαχ, προκειμένου να σώσει την πρωτεύουσά του από την επίθεση των Αφγανών.[8] Έχοντας έτσι αποκτήσει σημαντικά εδάφη προς την ανατολή χωρίς μάχη, ο Αχμάντ Σαχ στράφηκε προς τα δυτικά για να κατακτήσει τη Χεράτ, την οποία κυβερνούσε ο εγγονός του Ναντέρ Σαχ Αφσάρ, ο Σαχρούκ Αφσάρ. Ο Αχμάντ Σαχ έστειλε έπειτα έναν στρατό για να υποτάξει τις περιοχές βόρεια της οροσειράς Χίντου Κους. Με λίγα λόγια, ο ισχυρός στρατός απέκτησε υπό τον έλεγχό του τους Τατζίκους, τους Χάζαρους, τους Ουζμπέκους, τους Τουρκμένους και άλλες φυλές του βόρειου Αφγανιστάν. Ο Αχμάντ Σαχ εισέβαλε για τρίτη φορά στα απομεινάρια της αυτοκρατορίας Μουγκάλ και στη συνέχεια μία τέταρτη, εδραιώνοντας τον έλεγχο των περιοχών του Κασμίρ και του Παντζάμπ, με τη Λαχόρη να είναι υπό τον έλεγχο των Αφγανών. Λεηλάτησε το Δελχί το 1757, αλλά επέτρεψε στη δυναστεία των Μουγκάλ να παραμείνει κατ' όνομα έλεγχο της πόλης όσο ο ηγεμόνας αναγνώριζε την κυριαρχία του Αχμάντ Σαχ στις περιοχές Παντζάμπ, Σινδ και Κασμίρ. Αφήνοντας τον δεύτερο γιο του Τιμούρ Σαχ να διαφυλάττει τα συμφέροντά του, ο Αχμάντ Σαχ έφυγε από την Ινδία για να επιστρέψει στο Αφγανιστάν.

Σχέσεις με την Κίνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναμένοντας την επέκταση της δυναστείας Τσινγκ της Κίνας στα ανατολικά σύνορα του Καζακστάν, ο Αχμάντ Σαχ προσπάθησε να συσπειρώσει τα γειτονικά μουσουλμανικά χανάτα και τους Καζάκους ώστε να επιτεθούν στην Κίνα, δήθεν για να απελευθερώσουν τους Μουσουλμάνους που κατοικούσαν στα δυτικά.[9] Ο Αχμάντ Σαχ ανέστειλε το εμπόριο με την Κίνα και απέστειλε στρατεύματα στο Κοκάντ.[10] Ωστόσο, με τις εκστρατείες του στην Ινδία να αδειάζουν το δημόσιο ταμείο και με τα στρατεύματά του να εκτείνονται σε ολόκληρη την Κεντρική Ασία, ο Αχμάντ Σαχ στερούνταν επαρκών πόρων για να κάνει το οτιδήποτε, εκτός από την αποστολή πρεσβευτών στο Πεκίνο για ανεπιτυχείς συνομιλίες.

Τρίτη Μάχη του Πανιπάτ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αχμάντ Σαχ Ντουρανί και ο συνασπισμός του επικρατούν αποφασιστικά της Συνομοσπονδίας των Μαράτα, κατά τη διάρκεια της Τρίτης Μάχης του Πανιπάτ αποκαθιστώντας την αυτοκρατορία των Μουγκάλ στον Σάχη Αλάμ Β΄.[11]

Η εξουσία των Μουγκάλ στη βόρεια Ινδία είχε μειωθεί από την εποχή της βασιλείας του Αουρανγκζέμπ, ο οποίος πέθανε το 1707. Την περίοδο 1751-52, υπογράφηκε η συνθήκη Αχαμντίγια μεταξύ των Μαράτα και των Μουγκάλ, όταν ο Μπαλάτζι Μπατζιράο ήταν Πεσβά (πρωθυπουργός).[12] Μέσα από αυτή τη συνθήκη, οι Μαράτα έλεγχαν σχεδόν ολόκληρη την Ινδία από την πρωτεύουσα τους στην Πούνε και η κυριαρχία των Μουγκάλ περιοριζόταν μόνο στο Δελχί (οι Μουγκάλ παρέμειναν κατ' όνομα επικεφαλής του Δελχί). Οι Μαράτα πλέον προσπαθούσαν να επεκτείνουν την περιοχή ελέγχου τους προς τα βορειοδυτικά της Ινδίας. Ο Αχμάντ Σαχ λεηλάτησε την πρωτεύουσα των Μουγκάλ και αποχώρησε με τη λεία που χρειαζόταν. Για να αντιμετωπίσει τους Αφγανούς, ο Πεσβά Μπαλάτι Μπατζιράο απέστειλε τον Ραγκουναθράο. Επικράτησε των Ροχίλα και των αφγανικών φρουρών στο Παντζάμπ και κατάφερε να απομακρύνει τον Τίμουρ Σαχ και τους αυλικούς του από την Ινδία και έφερε τη Λαχόρη, το Μουλτάν, το Κασμίρ και άλλα σουμπάχ στην ινδική πλευρά του Ατόκ υπό την διακυβέρνηση των Μαράτα.[13] Έτσι, μετά την επιστροφή του στην Κανταχάρ το 1757, ο Αχμάντ αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ινδία και να αντιμετωπίσει τις δεινές επιθέσεις της Συνομοσπονδίας των Μαράτα.

Ο Αχμάντ Σαχ ανακήρυξε τζιχάντ ενάντια στους Μαράτα και πολεμιστές από διάφορες αφγανικές φυλές εντάχθηκαν στον στρατό του, συμπεριλαμβανομένων των Βαλούχων υπό την διοίκηση του Χάνου του Καλάτ Μιρ Νασίρ Α΄ του Καλάτ. Ο Σούμπα Χαν Τανόλι (Ζαμπαρντάστ Χαν) επελέγη ως επικεφαλής όλων των στρατιωτικών δυνάμεων. Τις πρώτες αψιμαχίες ακολούθησε νίκη για τους Αφγανούς ενάντια στις πολύ μεγαλύτερες φρουρές των Μαράτα στη Βορειοδυτική Ινδία και το 1759 ο Αχμάντ Σαχ και ο στρατός του είχαν φτάσει στη Λαχόρη και ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τους Μαράτα. Ο Αχμάντ Σαχ Ντουρανί ήταν γνωστός για τις νίκες του σε πολύ μεγαλύτερους στρατούς. Μέχρι το 1760, οι ομάδες των Μαράτα συνασπίστηκαν σε ένα αρκετά μεγάλο στρατό υπό τη διοίκηση του Σαντασιβράο Μπάου. Για άλλη μια φορά, το Πανιπάτ ήταν το σκηνικό μιας αναμέτρησης μεταξύ δύο αντιμαχόμενων διεκδικητών για τον έλεγχο της βόρειας Ινδίας. Η τρίτη μάχη του Πανιπάτ (14 Ιανουαρίου 1761), στην οποία συμμετείχαν σε μεγάλο βαθμό μουσουλμανικά και σε μεγάλο βαθμό ινδικά στρατεύματα, διεξήχθη κατά μήκος ενός δώδεκα χιλιομέτρων μετώπου. Παρά την κατάλυση των Μαράτα, ο ειρηνικός έλεγχος των περιοχών του Αχμάντ Σαχ είχε διαταραχθεί από πολλές προκλήσεις. Όσον αφορά τις απώλειες, οι Αφγανοί υπέφεραν επίσης σε μεγάλο βαθμό στην τρίτη μάχη του Πανιπάτ. Το γεγονός αυτό αποδυνάμωσε τον έλεγχο στο Παντζάμπ το οποίο πέρασε στους ανερχόμενους Σιχ. Υπήρξαν ανταρσίες στο βορρά στην περιοχή της Μπουχάρα.

Παρακμή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το οχυρό Μπάλα Χισάρ στην Πεσαβάρ ήταν μία από τις βασιλικές κατοικίες των βασιλέων των Ντουρανί.

Η νίκη στο Πανιπάτ ήταν η κορύφωση της δύναμης του Αχμάντ Σαχ—και του Αφγανιστάν. Ωστόσο, ακόμη και πριν από το θάνατό του, η αυτοκρατορία άρχισε να παρακμάζει. Το 1762, ο Αχμάντ Σαχ διέσχισε τα περάσματα από το Αφγανιστάν για έκτη φορά για να υποτάξει τους Σιχ. Από εκείνη την εποχή, η κυριαρχία και ο έλεγχος της αυτοκρατορίας άρχισαν να χαλαρώνουν κάτω από τη διακυβέρνηση του Ζαμάν Σαχ Ντουρανί.[14]. Αφότου οι Σιχ έσπασαν τη συνθήκη, επιτέθηκε στη Λαχόρη και αφού κατέλαβε την ιερή πόλη τους Αμριτσάρ, οι Αφγανοί πήραν το πλεονέκτημα και σφαγίασαν χιλιάδες Σιχ, καταστρέφοντας τον εκλεκτό Χρυσό Ναό.[15] Μέσα σε δύο χρόνια, οι Σιχ οι επαναστάτησαν και ξανάκτισαν την ιερή πόλη τους Αμριτσάρ. Ο Αχμάντ Σαχ προσπάθησε αρκετές φορές να υποτάξει μόνιμα τους Σιχ, αλλά απέτυχε. Ο Αχμάντ Σαχ αντιμετώπισε και άλλες εξεγέρσεις στο βορρά και τελικά αυτός και ο Ουζμπέκος Εμίρης της Μπουχάρα συμφώνησαν ότι ο Αμού Ντάρια θα αποτελούσε τη μεθοριακή γραμμή. Ο Αχμαντ Σαχ αποσύρθηκε στο σπίτι του στα όρη ανατολικά της Κανταχάρ, όπου πέθανε στις 14 Απριλίου 1773.[16] Είχε επιτύχει σε ένα αξιοσημείωτο βαθμό στην εξισορρόπηση των φυλετικών συμμαχιών και των εχθροπραξιών, και στην κατεύθυνση της φυλετικής ενέργειας πέρα από εξεγέρσεις. Έλαβε αναγνώριση ως Αχμάντ Σαχ Μπάμπα, ή «Πατέρας» του Αφγανιστάν.[17]

Άλλοι ηγεμόνες των Ντουρανί (1772–1826)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι διάδοχοι του Αχμάντ Σαχ κυβερνούσαν τόσο άσκοπα σε μια περίοδο βαθιάς αναταραχής που μέσα σε πενήντα χρόνια από το θάνατό του, η αυτοκρατορία Ντουρανί καταστράφηκε ολοκληρωτικά και το Αφγανιστάν ενεπλάκη σε εμφύλιο πόλεμο. Μεγάλο μέρος της επικράτειας που κατακτήθηκε από τον Αχμάντ Σαχ έπεσε σε χέρια άλλων μέσα σε αυτά τα πενήντα χρόνια. Μέχρι το 1818, οι ηγεμόνες της φυλής Σαντοζάι, οι οποίοι διαδέχτηκαν τον Αχμάντ Σαχ, έλεγχαν λίγο περισσότερο από την Καμπούλ και την γύρω περιοχή μέσα σε ακτίνα 160 χιλιομέτρων. Δεν έχασαν μόνο τα απομακρυσμένα εδάφη αλλά επίσης απομακρύνθηκαν από άλλες φυλές και γενεαλογίες μεταξύ των Ντουρανί Παστούν.

Τιμούρ Σαχ (1772–1793)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Αχμάντ Σαχ διαδέχθηκε ο γιος του, ο Τιμούρ Σαχ, στον οποίο είχε ανατεθεί η διαχείριση των κατακτήσεων του πατέρα του στη Βόρεια Ινδία, αλλά είχε εκδιωχθεί από τους Μαράτα. Μετά τον θάνατο του Αχμάντ Σαχ, οι οπλαρχηγοί του Ντουρανί απρόθυμα δέχτηκαν την άνοδο του Τιμούρ στον θρόνο. Το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του πέρασε σε εμφύλιο πόλεμο και σε αντίσταση σε εξεγέρσεις. Ο Τιμούρ αναγκάστηκε να μεταφέρει την πρωτεύουσα του από την Κανταχάρ στην Καμπούλ λόγω της εξέγερσης. Ο Τίμουρ Σαχ αποδείχθηκε αναποτελεσματικός ηγέτης, κατά τη διάρκεια του οποίου η αυτοκρατορία Ντουρανί άρχισε να καταρρέει. Είναι αξιοσημείωτο ότι είχε 24 γιους, πολλοί από τους οποίους έγιναν κυβερνήτες των εδαφών των Ντουρανί. Ο Τιμούρ πέθανε το 1793 και στη συνέχεια τον διαδέχτηκε ο πέμπτος γιος του Ζαμάν Σαχ.[18]

Ζαμάν Σαχ (1793–1801)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κύρια οδός της αγοράς στην Καμπούλ.

Μετά το θάνατο του Τιμούρ Σαχ, τρεις από τους γιους του, οι κυβερνήτες της Κανταχάρ, της Χεράτ και της Καμπούλ, διεκδίκησαν τη διαδοχή. Ο Ζαμάν Σαχ, κυβερνήτης της Καμπούλ, υπερτερούσε ως κυβερνήτης της πρωτεύουσας και έγινε σάχης σε ηλικία 23 ετών. Πολλοί από τους ετεροθαλείς αδελφούς του φυλακίστηκαν κατά την άφιξή τους στην πρωτεύουσα με σκοπό, ειρωνικά, να εκλέξουν ένα νέο σάχη. Οι διαμάχες μεταξύ των απογόνων του Τιμούρ που προκάλεσαν αναταραχές στο Αφγανιστάν έδωσαν επίσης το πρόσχημα για τις παρεμβάσεις ξένων δυνάμεων.

Οι προσπάθειες των κληρονόμων του Τιμούρ από τη φυλή Σαντοζάι να επιβάλουν μια ολοκληρωτική μοναρχία στις σκληρές φυλές Παστούν, και οι προσπάθειές τους να αποφανθούν απολύτως και χωρίς τις συμβουλές των άλλων μεγάλων φυλετικών ηγετών των Παστούν, ήταν τελικά ανεπιτυχείς. Οι Σιχ άρχισαν να ανέρχονται στην εξουσία για να αντιμετωπίσουν τις χρόνιες εισβολές των Αφγανών στο Παντζάμπ. Ο Ζαμάν Σαχ απέτυχε να τους υποτάξει. Ένας νέος αρχηγός των Σιχ, ο Ραντζίτ Σινγκ, πέτυχε στη συνέχεια να καταλάβει την εξουσία από τις δυνάμεις του Ζαμάν. Αργότερα, όταν ο Ζαμάν τυφλώθηκε από τον αδελφό του, ήταν ο Ραντζίτ Σινγκ που του έδωσε άσυλο στο Παντζάμπ.

Η πτώση του Ζαμάν προκλήθηκε από τις προσπάθειές του να εδραιωθεί στην εξουσία. Αν και είχε την υποστήριξη του αρχηγού της φυλής Μπαρακζάι που είχε ανέλθει στον θρόνο, Παΐντα Χαν Μπαρακζάι, ο Ζαμάν άρχισε σύντομα να απομακρύνει τους εξέχοντες ηγεμόνες των Μπαρακζάι από θέσεις εξουσίας και τους αντικαθιστούσε από πρόσωπα που προερχόταν από τη δική του φυλή, τους Σαντοζάι. Αυτό ανέτρεψε τη λεπτή ισορροπία της φυλετικής πολιτικής των Ντουράιν που είχε καθιερώσει ο Αχμάντ Σαχ και ίσως ώθησε τον Παΐντα Χαν και άλλους αρχηγούς των Ντουρανί να διαμαρτυρηθούν ενάντια στον σάχη. Ο Παΐντα Χαν και οι αρχηγοί των φυλών Νουρζάι και Αλιζάι Ντουρανί, όπως και ο αρχηγός της φυλής των Κιζιλμπάσηδων. Ο γιος του Παΐντα Χαν κατέφυγε στο Ιράν και υποσχέθηκε την ουσιαστική υποστήριξη των οπαδών του σε έναν αντίπαλο διεκδικητή του θρόνου, τον μικρότερο αδερφό του Ζαμάν, τον Μαχμούντ Σαχ. Οι φυλές του αρχηγού Ζαμάν είχαν εκτελέσει τις μικτές δυνάμεις με τους αντάρτες και πήραν την Κανταχάρ χωρίς αιματοχυσία.[19]

Μαχμούντ Σαχ (πρώτη βασιλεία, 1801–1803)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ανατροπή του Ζαμάν Σαχ το 1801 δε σήμανε το τέλος των εμφύλιων συγκρούσεων στο Αφγανιστάν, αλλά την αρχή ακόμα μεγαλύτερης βίας. Η πρώτη βασιλεία του Μαχμούντ Σαχ διήρκεσε μόνο δύο χρόνια πριν αντικατασταθεί από τον Σουτζά Σαχ.[20]

Σουτζά Σαχ (1803–1809 και 1839–1842)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένας ακόμη γιος του Τιμούρ Σαχ, ο Σουτζά Σαχ (ή Σάχης Σουτζά), κυβέρνησε μόνο έξι χρόνια. Στις 7 Ιουνίου 1809, ο Σουτζά Σαχ υπέγραψε μια συνθήκη με τους Βρετανούς, η οποία περιελάμβανε ρήτρα που δηλώνει ότι θα αρνούνταν τη διέλευση ξένων στρατευμάτων μέσω των εδαφών του. Αυτή η συμφωνία, το πρώτο αφγανικό σύμφωνο με ευρωπαϊκή εξουσία, προέβλεπε κοινή δράση σε περίπτωση Γαλλοπερσικών επιθέσεων κατά των αφγανικών ή βρετανικών δυνάμεων. Μόλις λίγες εβδομάδες μετά την υπογραφή της συμφωνίας, ο Σουτζά Σαχ εκθρονίστηκε από τον προκάτοχό του Μαχμούντ. Πολύ αργότερα, αποκαταστάθηκε από τους Βρετανούς, κατά την περίοδο 1839–1842. Δύο από τους γιους του κυβέρνησαν επίσης για μια σύντομη περίοδο το 1842.[21]

Μαχμούντ Σαχ (δεύτερη βασιλεία, 1809–1818)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δεύτερη βασιλεία του Μαχμούντ διήρκεσε εννέα χρόνια. Ο Μαχμούν εξολόθρευσε τους Μπαρακζάι, ιδιαίτερα τον Φατέχ Χαν, τον γιο του Πάιντα Χαν, ο οποίος τελικά αιχμαλωτίστηκε και τυφλώθηκε. Στη συνέχεια τους εκδικήθηκε ο μικρότερος αδελφός του Φατέχ Χαν, ο Ντοστ Μοχαμάντ Χαν.

Σουλτάνος Αλί Σαχ (1818–1819)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αλί Σαχ ήταν ακόμη ένας γιος του Τιμούρ Σαχ. Κατέλαβε την εξουσία για σύντομο διάστημα μεταξύ 1818–1819.

Αγιούμπ Σαχ (1819–1823)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αγιούμπ Σαχ ήταν γιος του Τιμούρ Σαχ, ο οποίος εκθρόνισε τον Σουλτάνο Αλί Σαχ. Στη συνέχεια εκθρονίστηκε και αυτός, και σκοτώθηκε το 1823. Η απώλεια του Κασμίρ κατά τη διάρκεια της βασιλείας του άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της νότιας Ασίας.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Last Afghan empire». Encyclopædia Britannica. 2010. Ανακτήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 2018. 
  2. «Ahmad Shah Baba» (PDF). www.khyber.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 7 Φεβρουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 2018. 
  3. Khushwant Singh, A History of the Sikhs, Τόμος I: 1469-1839, Delhi, Oxford University Press, 1978, σσ. 144-45.
  4. Punjabi-English Dictionary, επιμ. S.S. Joshi, Mukhtiar Singh Gill, Patiala, India: Punjabi University Publication Bureau, 1994, σελ. 293).
  5. Syad Muhammad Latif, The History of Punjab from the Remotest Antiquity to the Present Time, New Delhi, Eurasia Publishing House (Pvt.) Ltd., 1964, σελ. 283; Khushwant Singh, A History of the Sikhs, Volume I: 1469-1839, Delhi, Oxford University Press, 1978, σελ. 154.
  6. «Afghanistan». CIA. The World Factbook. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Σεπτεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 2018. 
  7. D. Balland. «Afghanistan x. Political History». Encyclopædia Iranica. Ανακτήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 2018. 
  8. Meredith L. Runion The History of Afghanistan, σελ. 69 Greenwood Publishing Group, 2007 (ISBN 0313337985)
  9. Kim, Ho-dong (2004). Holy war in China: the Muslim rebellion and state in Chinese Central Asia, 1864-1877. Stanford: Stanford University Press. σελ. 20. ISBN 978-0-8047-4884-1. 
  10. Newby, Laura J. (2005). The Empire and the Khanate: a political history of Qing relations with Khoqand c. 1760-1860. Holland: BRILL. σελ. 34. ISBN 978-90-04-14550-4. 
  11. S. M. Ikram (1964). "XIX. A Century of Political Decline: 1707–1803". In Ainslie T. Embree. Muslim Civilization in India. New York: Columbia University Press.
  12. Patil, Vishwas. Panipat.
  13. Roy, Kaushik. India's Historic Battles: From Alexander the Great to Kargil. Permanent Black, India. σελίδες 80–1. ISBN 978-81-7824-109-8. 
  14. Meredith L. Runion The History of Afghanistan, σελ. 71, Greenwood Publishing Group, 2007 (ISBN 0313337985)
  15. Purnima Dhavan, When Sparrows Became Hawks: The Making of the Sikh Warrior Tradition, 1699, (Oxford University Press, 2011), 112.
  16. Reddy, L. R (2002). Inside Afghanistan: end of the Taliban era?. New Delhi: APH Publishing. σελ. 65. ISBN 978-81-7648-319-3. 
  17. Singh, Sarina (2008). Pakistan & the Karakoram Highway. USA: Lonely Planet. σελ. 191. ISBN 9781741045420. 
  18. Lansford, Tom (2017). Afghanistan at War: From the 18th-Century Durrani Dynasty to the 21st Century. Santa Barbara: ABC-CLIO. σελ. 151. ISBN 9781598847604. 
  19. Dani, Ahmad Hasan· Masson, Vadim Mikhaĭlovich (2003). History of Civilizations of Central Asia: Development in contrast : from the sixteenth to the mid-nineteenth century. USA: UNESCO. σελ. 268. ISBN 9789231038761. 
  20. Runion, Meredith L. (2017). The History of Afghanistan, 2nd Edition. Santa Barbara: ABC-CLIO. σελ. 99. ISBN 9781610697781. 
  21. Runion, Meredith L. (2007). The History of Afghanistan. Westport: Greenwood Publishing Group. σελ. 74. ISBN 9780313337987. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Malleson, George Bruce (1879) History of Afghanistan, from the Earliest Period to the Outbreak of the War of 1878 W.H. Allen & Co., London, OCLC 4219393.
  • Singh, Ganda (1959) Ahmad Shah Durrani: Father of Modern Afghanistan Asia Publishing House, London, OCLC 4341271
  • Fraser-Tytler, William Kerr (1953) Afghanistan: A Study of Political Developments in Central and Southern Asia Oxford University Press, London, OCLC 409453
  • Tanner, Stephen (2002) Afghanistan : a military history from Alexander the Great to the fall of the Taliban Da Capo Press, New York, (ISBN 0-306-81164-2).
  • Elphinstone, Mountstuart 1779-1859 An account of the kingdom of Caubul, and its dependencies in Persia, Tartary and India : comprising a view of the Afghaun nation and a history of the Dooraunee monarchy.London : Printed for Longman, Hurst, Rees, Orme, and Brown, 1815.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]